Έφη Σπηλιώτη: Για τον αδελφό μου Νιόνιο Σπηλιώτη

Επιστρέψαμε σ΄ένα Αργοστόλι άλλο, σ’ ένα απέραντο ερείπιο, σε ξυλόσπιτα, παράγκες, τωλ, και αντίσκηνα, αντί για τα ωραία επτανησιώτικα σπίτια μας. Μέσα στο νέο Αργοστόλι που γεννιέται, ο Νιόνιος μεγαλώνει όπως και τα άλλα παιδιά, στις ειδικές συνθήκες μιας πόλης, που τίποτα δεν θύμιζε την παλιά οικεία κανονικότητα. Αλλά αυτήν την πόλη, που την παρατηρούσε να παίρνει μορφή, ο αδελφός μου την αγάπησε, τον προσδιόρισε, την πήρε μαζί του στο άλλο ημισφαίριο, στα πέρατα του κόσμου. Σ’ αυτά τα πρώτα καθοριστικά του χρόνια φτιάχτηκε ο κόσμος του, γεμάτος ανακατωσούρα, σκόνη, μπουλντόζες, γερανούς και στρατιώτες, που πετούσαν τα ερείπια κι άνοιγαν δρόμους. Σε ένα ξύλινο σπίτι, ξανά όλοι μαζί, και ο πατέρας μας, είμαστε τουλάχιστον ζωντανοί, προσπαθώντας να ενώσουμε τα κομμάτια μας, στον τόπο μας, συνεχίζαμε κι ελπίζαμε σε μέρες καλύτερες. Κι αν το σπίτι μας ήταν μικρό, κι αν τα ωραία σχολεία μας ήταν πια κάτι μακρόστενες ξύλινες κατασκευές μέσα στα χωράφια, στου Δεστούνη, η ζωή συνεχιζότανε εντατικά κι αρχίσανε να επουλώνονται οι πληγές και να επιστρέφουν τα όνειρα…

Αυτή την ιδιάζουσα κατάσταση, που είχε δημιουργήσει άλλες προτεραιότητες, λιγότερες απαγορεύσεις περισσότερη ελευθερία, την έζησε τότε ο Νιόνιος με βαθιές εγγραφές. Το Δημοτικό του σχολείο, τον Προσκοπισμό –ήταν από μικρός Πρόσκοπος– κι όταν τα σχολεία απόκτησαν τα κανονικά τους κτίρια, το Γυμνάσιο, την Φιλαρμονική του και αργότερα, την Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή Ληξουρίου.

Από μικρός στους Προσκόπους με τις εκπαιδεύσεις και τα καθήκοντα, μετά στο Γυμνάσιο με τους φίλους και συμμαθητές του, έκαναν κάθε είδους τρέλα και μας γέμιζε όλους, ιδιαίτερα την νόνα μας, με υπερβολική ίσως, μα φυσική και αδιάκοπη ανησυχία, τόσο που τον έλεγε «μάρκα μ’ έκαψες», και αναρωτιόταν τόσο αεικίνητος που ήταν, αν θα «γλυκοσάλιζε» επί τέλους καμιά φορά.

Ξέφευγε από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, ακουμπώντας τα όρια της επικινδυνότητας, κι έκανε τα δικά του. Όπως εκείνα τα καλοκαίρια που με την παρέα του, αφού είχαν φάει το μεσημεριανό τους φαγητό, έφευγε κρυφά, βουτούσαν από την Γέφυρα στον Κούταβο και κολυμπούσαν, ενώ ξέρανε καλά πως ήταν αφάνταστα επικίνδυνο και του το είχαμε απαγορεύσει ρητώς.

Ήταν σίγουρα ανυπότακτος, ατίθασος και απείθαρχος, χωρίς να πολυφοβάται τις επιπτώσεις και τις συνέπειες, που πρόσεχε να μην έχει, όμως εάν ήθελε, μπορούσε να πειθαρχήσει, να σεβαστεί, να υπακούσει και να δεχτεί κανονισμούς και κανόνες, όπως στους Προσκόπους και στα μαθήματα της μουσικής του, που αποφάσισε μόνος του.

Ο αδελφός μου είχε εκείνη την χαρακτηριστική ευφυία και ιδιάζουσα κεφαλλονίτικη ευστροφία, την γρήγορη αντίληψη, και μάθαινε εύκολα, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερο κόπο. Ο Νιόνιος ήταν ένα έμφυτα ταλαντούχο άτομο, με χαρίσματα πηγαία και αβίαστα, που τα θεωρούσε ο ίδιος αυτονόητα και δεδομένα, και γι’ αυτό δεν τα εκτίμησε αναλόγως. Αλλά ίσως και εμείς δεν τον ενθαρρύναμε ανάλογα και δεν του τα ενισχύσαμε τονίζοντας τα, θεωρώντας τα κι εμείς αυτονόητα. Έγραφε εύκολα και καλά, σκιτσάριζε καλά και γρήγορα με το μολύβι του, έπαιζε πνευστά όργανα, σαξόφωνο και τρομπέτα, μα και με αξιοθαύμαστη ευκολία χειριζόταν όλα τα πνευστά, που είχε μάθει στην υπέροχη τότε Φιλαρμονική Σχολή και που συμμετείχε στην μπάντα της. Και απόρησα όταν τον είδα να παίζει επίσης πιάνο και κιθάρα τόσο άνετα…

Τις Κυριακές στην Πλατεία με την Φιλαρμονική, η μουσική της μπάντας ήταν η μοναδική μας πηγή μουσικής, μας εξοικείωνε στα κλασικά ακούσματα –χωρίς ραδιόφωνο, τηλεόραση και συναυλίες τότε– σκόρπιζε τους ήχους και τις μελωδίες της, και εκείνα τα βράδια, η Πόλις μας, το Αργοστόλι, γινότανε ομορφότερη και ήμουν υπερήφανη για τη συμβολή του…

Ο Νιόνιος αγαπούσε την ποίηση, είχε προτίμηση στον Καβάφη, ήξερε πολλά ποιήματα απέξω, θυμόταν δύσκολα αινίγματα, ήξερε άπειρα ανέκδοτα, ίσως τα έφτιαχνε κιόλας και μπορούσε να τα διηγείται εκφραστικά και να κρατάει το ενδιαφέρον, έπαιζε καλά μπιλιάρδο από μικρός και κέρδιζε –δεν τον είχα δει ποτέ, μου το είπαν οι φίλοι του.

Καλός κολυμβητής, κολυμπούσε αχόρταγα στις Θάλασσές του, τον Πλατύ και τον Μακρύ Γιαλό αποκλειστικά, όλο το καλοκαίρι κι έφτανε ως εκεί, με το απαραίτητο νοικιασμένο με την ώρα ποδήλατο. Ήταν γι’ αυτόν οι ωραιότερες θάλασσες του κόσμου και δεν αφέθηκε να κατακτηθεί από θάλασσες άλλες, ούτε από τα τεράστια ωκεάνια κύματα της Αυστραλίας…

Αυτό που χαρακτήριζε όμως την εφηβική και νεανική του ζωή, ήταν τα δυνατά συναισθήματα της φιλίας: ήταν το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Η φιλία ήταν γι’ αυτόν αξία! Οι συμμαθητές και φίλοι του, αποκλειστικά δικοί του, δεν ήταν οι δεδομένοι συγγενείς, αλλά προσωπικές του επιλογές και σχεδόν ζηλότυπα τους κρατούσε δικούς του. Δεν ήθελε εμείς, δεν μας επέτρεπε ούτε καλά να λέμε για τους φίλους του, ούτε κακά να λέμε γι’ αυτούς, ήθελε να μην ανακατευόμαστε, αν γινόταν μάλιστα να μην τους ξέραμε καν!!!

Οι φίλοι του καλύψανε το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του, πριν εμφανιστεί η άλλη όψη της. Φίλοι από τους Προσκόπους, από την Φιλαρμονική, μα πιο πολύ οι συμμαθητές του στο Γυμνάσιο, ζωηρά, έξυπνα παιδιά, με τις βραδινές τους εξορμήσεις και τις καντάδες τις νύχτες στα κορίτσια των ονείρων τους, τα ατέλειωτα σουλάτσα στην Πλατεία Βαλλιάνου και στο Λιθόστρωτο… Μια αξέχαστη νεανική παρέα, που ακόμα και σήμερα που όλα αυτά τα σκέπτομαι, δεν μοιάζουν ιστορίες παλιές, αλλά σύγχρονες και παντοτινές, κι αυτοί τόσο ξέγνοιαστοι, γιατί είναι νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αθώα ενστικτώδεις και φυσικοί, προστατευμένοι με την αγάπη των δικών τους, χωρίς τα βάρη της ζωής, ελεύθεροι…

Όταν μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά πήρε καθένας τον δρόμο του, έγιναν σπουδαίοι άνθρωποι, στον τομέα του ο καθένας, ο Μάκης Βαλλιανάτος, ο Γιώργος Σουρής, ο Γιώργος Ζερβός, ο Νίκος Κορέσης, ο Βαγγέλης Βέλλιος, ο Τάκης Μπαζίγος, ο Τζάκης, ο Ζαχαρίας Τζιλιάνος, ο Διονύσης Μενεγάτος, ο Σγούρος και αυτοί που δυστυχώς, τόσο κρίμα, έφυγαν νωρίς, ο Κώστας Παγουλάτος, ο Νίκος Στεφάτος, μα και ο Ρόκκος Αλιπράντης, ο Σπύρος Νοδάρος, ο Μάκης Καλούρης, ο Κώστας Σπυράτος, αχ αυτή η ζωή!!! Ο Νιόνιος όταν το μάθαινε, λυπόταν τόσο πολύ… κι εγώ λυπάμαι τόσο…

Τώρα σ’ αυτόν τον κατάλογο της απουσίας θα γραφτεί και το όνομά σου, μα το κύμα που αγάπαγες, δεν θα το αφήσω να το σβήσει από την μνήμη και την ζωή μου.

Μου αρέσει οι φίλοι σου να μου μιλούν για σένα, Νιόνιο!

Μπορεί ο καιρός να τους σκόρπισε, μπορεί να χαθήκανε από τις αποστάσεις και τις συνθήκες της ζωής, ο Νιόνιος όμως κράτησε τους φίλους του στην καρδιά του, μέσα στις αναμνήσεις του, κομμάτι της Ελλάδας, αφοσιωμένος σ’ αυτούς, ήταν δικοί του μέχρι τέλους. Γνωστούς είχε, φίλους όμως δεν έκανε ποτέ πια…

Υποσυνείδητος αντικομφορμιστής και βιαστικός σε όλα, έκανε κάθε λογής πρόωρα πράγματα, ερωτεύτηκε μικρός, παντρεύτηκε μικρός, πήγε στο Ναυτικό μικρός, και μικρός απέκτησε την υπέροχη κόρη του, την Τέση.

Υπηρετώντας την θητεία του τον τοποθέτησαν στην μπάντα του Ναυτικού. Έπαιζε κορνέτα και σαξόφωνο στην Αθήνα, στις Εθνικές Γιορτές και παρελάσεις, στην αρχή της δικτατορίας. Τους άφηναν ώρες μέσα στον ήλιο να περιμένουν χωρίς αιδώ, και όταν ήλθε στο σπίτι μου στην Αθήνα, ένα μεσημέρι, είχαν κολλήσει οι κάλτσες στα πόδια του…

Εκείνους τους δύσκολους καιρούς της δεκαετίας του ’60, είχαν τελειώσει πια οι ανέμελες μέρες. Μαζί με την Βαρβάρα, την γυναίκα του, και το τρίχρονο κοριτσάκι τους, αποχαιρετά από ανάγκη την Ελλάδα, εμένα, τις κόρες μου, τους φίλους, την Κεφαλονιά, το Αργοστόλι που λάτρευε και τα πήρε μαζί του στην ξενιτιά. Αυτά ήταν για κείνον όλα τα πολύτιμα προσωπικά του υπάρχοντα, τα τιμαλφή του και δεν τα αποχωρίστηκε ποτέ.

Εκατομμύρια αόρατες κλωστές τον συνδέανε με την Ελλάδα, ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που κανένας τόπος δεν τους χωράει, εκτός από την πατρίδα τους, σαν τον Οδυσσέα. Αυτός ο ατέλειωτος νόστος έμεινε μετέωρος…

Στην Μελβούρνη, μια απέραντη ωραία πόλη, ο Νιόνιος βρήκε σπίτι έτοιμο να τους περιμένει εκεί, μια τεράστια αγκαλιά, όλη μας η οικογένεια, ο πατέρας μας, η μαμά μας, η νόνα μας, και οι δύο μας αδελφές, εκτός από εμένα και την οικογένεια μου, που δεν έφυγα ποτέ –τότε εβίωσα την έλλειψη τους σαν ερημία– μόνη στην Ελλάδα, για να τους καλέσω πίσω….

Με τα μάτια του και την καρδιά στην Ελλάδα ο Νιόνιος, η ξενιτιά γι’ αυτόν έγινε βαριά κι ασήκωτη. Η Αυστραλία δεν τον κατέκτησε…

Συνέχισε να διαβάζει την Ιστορία, και η πολιτική τον απασχολούσε πάντα πολύ. Έψαχνε τους Ελληνικούς Μύθους, δηλ. μελετούσε τις βαθύτερες ρίζες του, ήθελε να μην απομακρυνθεί από τα θεμέλιά του, ήθελε να εμποδιστεί να ριζώσει αλλού. Ανελλιπώς ενημερωνόταν και για τα σύγχρονα καθημερινά νέα της Ελλάδας και τα προβλήματά της.

Στα 30 του χρόνια, ένα ανεύρυσμα, άλλαξε όλη την πορεία της ζωής του κι αυτός που ήταν ο ίδιος κίνηση και ελευθερία, τα έχασε πάραυτα και τα δύο, και μείνανε όλα μισοτελειωμένα… Είχε προλάβει ευτυχώς να κάνει κάποια σημαντικά πράγματα, σαν να διαισθανότανε και βιαζόταν να προφτάσει να χαρεί τη ζωή. Και εκ των υστέρων φάνηκε πως δικαιώθηκε η βιασύνη του.

Είναι υπέροχο που πρόλαβε να κάνει τα δύο του παιδιά, την Τέση και τον Μάκη, και να δει κι ένα γλυκό εγγόνι, τον μικρό Διονύση… Όταν παντρεύτηκε την Βαρβάρα, πολύ νέοι κι οι δύο, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς το κορίτσι αυτό ήξερε και μπορούσε να γνωρίζει την σοφία της αφοσίωσης, της αυταπάρνησης και της απόλυτης συμπαράστασης και να γίνει τέτοιου μεγέθους φύλακας και προστάτις του, μια υπέροχη, μεγάλη καρδιά, κάθε μέρα και κάθε νύχτα δίπλα του, πάνω από πενήντα χρόνια.

Η ζωή του άλλαξε, αλλά δεν στέρεψε και δεν μειώθηκε το ενδιαφέρον του για τα τεκταινόμενα του κόσμου τούτου και ιδιαίτερα της Ελλάδας, που δεν μας αφήνει να πλήξουμε ποτέ ! Ενδιαφερόταν με πάθος. Ήθελε να γνωρίζει και να ξέρει, να έχει την προσωπική του άποψη για όλα, συχνά απόλυτη, να επιμένει, να τσακώνεται, να κριτικάρει, να μην πείθεται εύκολα.

Ουσιαστικά ήταν πολύ γερός, πολύ ανθεκτικός, αγάπησε τη ζωή. Διέψευσε, ακύρωσε, κάθε ιατρική πρόβλεψη, έκανε αλλεπάλληλες υπερβάσεις . Και χωρίς να είναι μοιρολάτρης, ούτε υπομονητικός, ούτε στωικός αλλά μόνο υπερήφανος, δεν καταδέχτηκε να φανερώσει ποτέ πικρία, ούτε μιζέρια και δεν τα έβαλε ποτέ με το σκληρό πεπρωμένο του. Ούτε υποτάχτηκε, ούτε λιποτάκτησε από την ζωή που αγάπησε, ούτε είπε ποτέ του «Γιατί να συμβεί σε εμένα αυτό»; Δεν μιλούσε γι’ αυτό, δεν ήθελε να προκαλέσει οίκτους και συμπόνιες. Αλλά με την δική του ριψοκίνδυνη προσωπικότητα, αγνόησε πολλές φορές ιατρικές εντολές, και έπινε καφέδες και κάπνιζε αρειμανίως∙ αυτές ήταν οι μικρές καθημερινές του απολαύσεις που δεν ήθελε να τις απαρνηθεί. Μια απίστευτη γενναιότητα κρυβόταν μέσα του μέχρι το τέλος…

Η πολύτιμη και σπάνια μάνα μας, περνάει δύσκολες ώρες από ένα πέσιμο, στο Μοναστήρι που μπήκε, για να εκπληρώσει το τάμα της για την ζωή του Νιόνιου, στην πιο δύσκολη ώρα του, όταν οι γιατροί ήταν παντελώς απελπισμένοι… Δεν θα της το πούμε λεκτικά, αν και η διαίσθησή της γνωρίζει. Και λέει χωρίς να ξέρει, παράξενα πράγματα αληθινά, που δεν ερμηνεύονται με την κοινή, περιορισμένη λογική μας…

Στέκομαι συγκλονισμένη μπροστά σ’ αυτό το αδιαπέραστο μυστήριο του θανάτου, που δεν μπορεί να το συλλάβει και να το δικαιολογήσει ο δικός μου πεπερασμένος νους. Ωσάν να είναι πρώτη φορά που συμβαίνει ο θάνατος στην ζωή μου. Πάντα είναι σκληρός κι αποτρόπαιος και δεν με παρηγορεί που είναι κάτι φυσικό, όπως λένε, αφού κάθε φορά στο προσωπικό επίπεδο, μοιάζει αφύσικος, ακατανόητος και σε κάνει κομμάτια… Ο Νιόνιος μια αναπνοή ήταν, μόνο μια αναπνοή σ’ αυτόν τον κόσμο, όπως όλοι μας, που σταμάτησε, ναι, αλλά αυτή η αναπνοή ήταν του αδελφού μου… Και μου λείπει…

Τώρα θα τον σκέφτομαι μέσα στο φως των αιθέρων, ανάλαφρο κι ωραίο, τυλιγμένο με την αγάπη μας. Σε μια συνάντηση κορυφής κυριολεκτικά εκλεκτή, δυνατή κι αιώνια, με τρεις ψυχές που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν, μέχρι το τέλος τους εδώ στην ζωή, και που θα έδιναν τη ζωή τους, όταν την είχαν, γι’ αυτόν, το ξέρω καλά: τον πατέρα μας Γεράσιμο, τον νόνο μας Αλέξανδρο και την νόνα μας Αναστασία. Θα συναντηθεί και με τους φίλους του που έφυγαν, μακάρι… Μακάρι…

Ο Νιόνιος, ολόκληρο το όνομα του ήταν Διονύσης- Ανδρέας Σπηλιώτης, «έφυγε» ήσυχα, στις 10 Μαρτίου 2017, στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Κάποια μέρα θα τον φέρει εδώ ο γιός του. Μου το υποσχέθηκε.

Έφη Σπηλιώτη

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/3/2017