ονόματα που τους δίνονται (Γραικογαλάται και Γοτθογραικοί) και τελικά αφομοιώνονται. Η σημαντικότερη συνέπεια των βαρβαρικών επιδρομών στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η αραίωση του πληθυσμού της υπαίθρου, ιδιαίτερα στη βόρεια Βαλκανική, και η διευκόλυνση έτσι της εγκατάστασης των σλαβικών φύλων.
Η εθνολογική αυτή κατάσταση ταράσσεται σοβαρά από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και κυρίως τον 7ο αιώνα από τις αβαρο-σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια και τις αραβικές επιδρομές στην Ασία.
Η απόσπαση των νοτιότερων επαρχιών της αυτοκρατορίας (Συρίας, Αιγύπτου) από το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, ύστερα της Κυρηναϊκής και ολόκληρης της βόρειας Αφρικής από τους Άραβες, συντελεί στη μεγαλύτερη εθνολογική και ιδεολογική συνοχή της Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός του ανατολικού τμήματος είναι πλέον στην πλειονότητα του ελληνικός, ή ολοκληρωτικά εξελληνισμένος, ενώ στις επαρχίες που αποχωρίστηκαν οριστικά ο ελληνισμός βρισκόταν σε μειοψηφία και απομονωμένος ανάμεσα σε συμπαγείς ετερόγλωσσους και εθνολογικά ξένους πληθυσμούς, που όχι μόνο δεν είχαν ποτέ συνδεθεί βαθύτερα με την αυτοκρατορία, αλλά δεν είχαν πάψει ποτέ να εκδηλώνουν την αντίθεση τους με διάφορες μορφές, κυρίως θρησκευτικές, είτε με τον Μανιχαϊσμό και τα διάφορα παρακλάδια του, είτε με τον Μονοφυσιτισμό. Η βαθειά αυτή αντίθεση των πληθυσμών εξηγεί άλλωστε κατά μέγα μέρος και την προέλαση των Αράβων.
Περισσότερο πολύπλοκα ήταν τα αποτελέσματα των σλαβικών επιδρομών στη Βαλκανική. Από τον 6ο αιώνα τα σλαβικά φύλα ανακατεμένα αρχικά με Κουτριγούρους, ύστερα με Αβάρους, αρχίζουν να περνούν τον Δούναβη και να εγκαθίστανται όλο και πιο πολυάριθμα, κυρίως από τον 7ο αιώνα, στις αποδεκατισμένες και ανεπαρκώς εξελληνισμένες επαρχίες της βορείου Βαλκανικής, που προοδευτικά εκσλαβίζονται. Ιδιαίτερη σημασία έχει στην κίνηση τούτη η εισροή στις χώρες αυτές του Φιννοουγγρικού λαού των Βουλγάρων, οι οποίοι το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα υποτάσσουν ένα μεγάλο μέρος των Αβαροσλάβων της Βαλκανικής και ιδρύουν το πρώτο ανεξάρτητο από την Αυτοκρατορία βουλγαρικό κράτος ανάμεσα στον Αίμο και στον Δούναβη. Οι Βούλγαροι κατακτητές θα δεχτούν με τον καιρό τη γλώσσα των πιο πολυάριθμων κατακτημένων Σλάβων, αλλά θα δώσουν σ’ αυτά τα πολιτικώς κατακερματισμένα στίφη τα πρώτα γερά πλαίσια μιας πολιτικής οργάνωσης. Έτσι από τον 7ο αιώνα και πέρα η βόρεια Βαλκανική αποχωρίζεται από τον Ελληνισμό, γιατί και όταν τα σλαβικά και βουλγαρικά φύλα που εγκαταστάθηκαν εδώ περιήλθαν κάτω από την πολιτική και πολιτιστική επίδραση του Βυζαντίου δεν θα πάψουν ποτέ να διατηρούν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους. Θ’ αποτελέσουν ιδιαίτερους αυτοτελείς λαούς που θα εξελιχθούν και αυτοί στα συγκροτημένα σημερινά έθνη. Και στη Βαλκανική λοιπόν ο εκσλαβισμός των βορείων επαρχιών που ξεφεύγουν από τον καθαρά ελληνικό κόσμο, εντείνει κι εδώ τη μεγαλύτερη συγκέντρωση προς τα νότια του Ελληνισμού, συγκέντρωση που είχε ήδη αρχίσει από την εποχή των βαρβαρικών επιδρομών του 3ου και 4ου αιώνα. Έτσι ο Ελληνισμός του Βυζαντίου, περισσότερο συμπυκνωμένος τώρα σε ένα συνεχές έδαφος με σαφέστερα, αν όχι με ακρίβεια διαγεγραμμένα, όρια, θα αντισταθεί στις συνεχείς επιδρομές των Αράβων στη Μικρά Ασία, θα συνεχίσει με μεγαλύτερη ένταση τον εξελληνισμό των ξένων στοιχείων, που μένουν ακόμα εδώ μέσα στα σύνορα του, και θα κατορθώσει να απορροφήσει και να αφομοιώσει τα πλήθη των Σλάβων, που δεν παύουν να διεισδύουν ειρηνικά ή ως επιδρομείς στις νότιες περιοχές της Βαλκανικής, οι οποίες αποτελούσαν ως τον 6ο αιώνα τον κατεξοχήν ελληνικό χώρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αβαρο-σλαβική διείσδυση από το τέλος του 6ου και καθ’ όλον τον 7ο αιώνα στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την κεντρική Ελλάδα και ως την Πελοπόννησο, ήταν αξιόλογη και επέφερε στις χώρες αυτές σοβαρές εθνολογικές αναστατώσεις. Η εντύπωση που παρέχουν οι σποραδικές σύγχρονες ή λίγο μεταγενέστερες πληροφορίες είναι τέτοιες, ώστε ερμηνευόμενες μονόπλευρα επέτρεψαν στον Fallmerayer να διατυπώσει ήδη από το 1830 την πολύκροτη θεωρία του, σύμφωνα με την οποία το γένος των Ελλήνων, που είχε δημιουργήσει τον θαυμαστό πολιτισμό της αρχαιότητας, είχε εξαφανιστεί: οι πληθυσμοί των άλλοτε ελληνικών χωρών δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα Σλάβων, που είχαν κατακλύσει τις χώρες αυτές και εξαφανίσει το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού, και Αλβανών, που, εισβάλλοντας εδώ αργότερα, είχαν αποτελειώσει το εξοντωτικό έργο των Σλάβων. Ούτε σταγόνα γνήσιου και άκρατου ελληνικού αίματος δεν έρρεε πλέον στις φλέβες του έθνους, που ύστερα από σκληρούς αγώνες είχε κατορθώσει ν’ απελευθερώσει μια γωνιά της γης του και να δημιουργήσει τον πρώτο μικρό πυρήνα ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Η «επιστημονική» τούτη θεωρία ερχόταν στην ώρα της να ενισχύσει της αντιδραστικές δυνάμεις της Ευρώπης, τις οποίες η Ελληνική Επανάσταση και το φιλελληνικό κίνημα που αυτή ξεσήκωσε, έκφραση κυρίως του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, έκανε να ανησυχήσουν σοβαρά. Από τότε το πρόβλημα της καταγωγής των Νεοελλήνων μπερδεύεται με τους εκάστοτε εθνικούς, πολιτικούς ή και κοινωνικούς ακόμα αγώνες στα Βαλκάνια και γίνεται περισσότερο αντικείμενο προπαγάνδας παρά ψύχραιμης επιστημονικής έρευνας.
Η προσεκτική και αντικειμενική εξέταση των πηγών δείχνει βέβαια ότι τα πλήθη των σλαβικών φύλων που εισέβαλαν στις ελληνικές χώρες ήταν πολυάριθμα, και ότι δεν διείσδυσαν πάντα ειρηνικά. Δείχνει επίσης ότι κατάφεραν να εκτοπίσουν ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού. Οι ίδιες, όμως, αυτές πηγές δεν αφήνουν επίσης καμιάν αμφιβολία ότι οι επήλυδες Σλάβοι δεν κατάφεραν καθόλου να εξαφανίσουν ολότελα τους πληθυσμούς αυτούς. Το νότιο βαλκανικό τμήμα της Αυτοκρατορίας διαθέτει στα μέσα του 8ου αιώνα αρκετούς ελληνικούς πληθυσμούς, ώστε ο Κωνσταντίνος ο Ε’ να μπορεί να μεταφέρει «εκ των νήσων και Ελλάδος και των κατωτικών μερών» πληθυσμούς για να πυκνώσει τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, που είχε αραιωθεί από τον λιμό του 746. Άλλωστε, δίπλα στις πληροφορίες που μιλούν για την εξαφάνιση ελληνικών πληθυσμών από τους Σλάβους ή τη φυγή τους έξω από την Ελλάδα (Ιταλία), υπάρχουν άλλες, και στις ίδιες πηγές, που μιλούν για την αποχώρηση του πληθυσμού αυτού στα νησιά του Αιγαίου ή στα οχυρωμένα μέρη της Ελλάδας. Άλλες που παρουσιάζουν τα σλαβικά φύλα εγκατεστημένα ανάμεσα στους γηγενείς πληθυσμούς, με τους οποίους έχουν άλλοτε φιλικές, άλλοτε εχθρικές σχέσεις, και, ακόμη, μιλούν για ολόκληρα τμήματα του ελληνικού χώρου, κυρίως τα παράλια, που είχαν ξεφύγει εντελώς από τις σλαβικές επιδρομές και δεν είχαν πάψει να ανήκουν στη βυζαντινή κυριαρχία. Δηλαδή χωρίς να μπορούμε, έστω και κατά προσέγγιση, να υπολογίσουμε την αριθμητική σχέση ανάμεσα στους εισβολείς και τον ντόπιο πληθυσμό, μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνισμός που έμεινε επί τόπου ήταν αρκετός σε όγκο και σε συνοχή, ώστε να μπορέσει, βοηθούμενος από τη συνειδητή πολιτική της κεντρικής εξουσίας, να ξαναρχίσει σύντομα την ανάκτηση των χαμένων εδαφών και να αφομοιώσει με τον καιρό τα ξένα αυτά στοιχεία.
Η κίνηση για την αφομοίωση και τον εκβυζαντινισμό των «σκλαβινιών», δηλαδή των περιοχών που είχαν εγκατασταθεί οι Σλάβοι, αρχίζει αρκετά ενωρίς και εμφανίζεται ως αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής των βυζαντινών Αυτοκρατόρων ήδη από το τέλος του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής επιχειρείται είτε με τα όπλα και με την αναγκαστική μεταφορά ολόκληρων πληθυσμών από τα Βαλκάνια στη Μικρά Ασία και την εγκατάσταση τους ανάμεσα σε πυκνούς ελληνικούς πληθυσμούς· είτε με μεταφορές χριστιανικών ελληνικών ή εξελληνισμένων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία στις σκλαβινίες για την ενίσχυση του ντόπιου πληθυσμού, που σιγά-σιγά ξανάρχεται στις περιοχές που είχε εγκαταλείψει· είτε με την ίδρυση νέων οχυρωμένων πόλεων ή την ανάκτηση εκείνων που είχαν καταστραφεί. Ακόμη, επιχειρείται με τον εκχριστιανισμό, ασφαλές μέσο για τον εξελληνισμό των Σλάβων, και με την εκκλησιαστική και πολιτική οργάνωση των επαρχιών που είχαν υποστεί τις σλαβικές επιδρομές: Από το τέλος του 7ου αιώνα ο Ιουστινιανός ο Β’ εκστρατεύει εναντίον των σκλαβινιών μέχρι Θεσσαλονίκης και μεταφέρει πλήθη Σλάβων στο θέμα Οψίκιον της Μικράς Ασίας, ενώ ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ’ στα μέσα του 8ου αιώνα μεταφέρει Σύρους μονοφυσίτες και Αρμένιους (κατοίκους του θέματος των Αρμενιακών) στη Θράκη και οχυρώνει ή ανοικοδομεί τις κατεστραμμένες πόλεις της περιοχής. Νέα εκστρατεία και υποταγή στην κεντρική κυβέρνηση των σκλαβινιών της Μακεδονίας και της κυρίως Ελλάδος γίνεται επί Ειρήνης (783). Μεγαλύτερη έκταση φαίνεται να έχουν τα μέτρα του Νικηφόρου του Α’ (802-811), που μεταφέρει από όλα τα θέματα της Αυτοκρατορίας χριστιανικούς πληθυσμούς και τους εγκαθιστά στις σκλαβινίες της νοτίου Βαλκανικής, Ελλάδος και Πελοποννήσου. Στις ενέργειες του Νικηφόρου διαφαίνεται επίσης η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια εκχριστιανισμού των Σλάβων των ελληνικών χωρών και της αναδιοργάνωσης, πολιτικής και εκκλησιαστικής, των χωρών αυτών, πράγμα που σίγουρα διευκόλυνε τον επαναπατρισμό του ελληνικού στοιχείου. Η κίνηση αυτή εξακολουθεί κατά τον 9ο-10ο αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία για τον εκχριστιανισμό και τον εξελληνισμό των σκλαβινιών φαίνεται να έχουν τα μέτρα του Βασιλείου του Α’ και του οικουμενικού πατριάρχη Φωτίου.
Από τον 10ο αιώνα η αφομοίωση των Σλάβων των ελληνικών χωρών φαίνεται να έχει προχωρήσει σημαντικά, γιατί δεν εμφανίζονται πλέον στις πηγές παρά ως σκόρπιες μειονότητες ανάμεσα σε συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, γεωργικά πλήθη, κατά μεγάλο μέρος πάροικοι των μεγάλων εκκλησιαστικών και λαϊκών κτημάτων. Εκτός από τους Μιλιγγούς και τους Εζερίτες της Πελοποννήσου, τις σπουδαιότερες σλαβικές μειονότητες, που θα διατηρήσουν ως τον 15ο αιώνα κάποιαν αυτονομία και θα απασχολήσουν με τις κατά καιρούς εξεγέρσεις τους την κεντρική βυζαντινή εξουσία ή τις τοπικές αρχές, οι άλλες εκχριστιανισμένες μειονότητες δεν φαίνονται να έρχονται πλέον σε αντίθεση με τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς με τους οποίους συγχωνεύονται.
Πολυπληθέστεροι ίσως από τους Σλάβους ήταν οι Αλβανοί, που αρχίζουν να διεισδύουν και αυτοί στις ελληνικές χώρες πιθανώς πριν από τον 12ο αιώνα και πυκνώνουν περισσότερο κατά τον 14ο στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Ακαρνανία, στην Αττική, στην Εύβοια και στα γύρω νησιά του Αιγαίου, και στο τέλος του αιώνα στην Πελοπόννησο. Οι νέοι αυτοί άποικοι έρχονται συχνά με την άδεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων, είτε ύστερα από ενέργειες των διαφόρων ξένων ή ντόπιων τοπαρχών των βυζαντινών επαρχιών (δυναστών της Ηπείρου, δεσποτών της Πελοποννήσου, ή ημιανεξαρτήτων ηγεμονίσκων της Θεσσαλίας ή Σέρβων ηγεμόνων στην εποχή της δημιουργίας του μεγάλου σερβικού κράτους του Δουσάν), οι οποίοι θέλουν να ενισχύσουν τον αραιωμένο πληθυσμό της Ελλάδας, είτε αργότερα επωφελούμενοι της τουρκικής κατάκτησης.
Παλαιότερη φαίνεται η διείσδυση στην Ελλάδα των βλάχικων (λατινοφώνων) πληθυσμών, που δεν φαίνεται να ήσαν πολυάριθμοι. Η κάθοδος τους πρέπει εν πολλοίς να συνδέεται με τις εισβολές των Σλάβων και των Αλβανών.
Το φραγκικό στοιχείο, που ήρθε στις ελληνικές χώρες με τις Σταυροφορίες και τη φραγκική κατάκτηση, δεν ήταν τόσο σημαντικό, ώστε να έχει υπολογίσιμη επίδραση στην εθνολογική σύνθεση των χωρών αυτών. Δεν άφησε παρά ελάχιστα ίχνη σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου.
Ιδιαίτερος υπήρξε ο ρόλος της τουρκικής κατάκτησης. Οι αθρόοι εξισλαμισμοί των πρώτων αιώνων της κατάκτησης συνετέλεσαν βέβαια στον εκτουρκισμό ενός μέρους της Μικράς Ασίας, που χάνεται για τον Ελληνισμό, και εξασθένισαν το ελληνικό στοιχείο στη Βαλκανική. Αλλά, αφετέρου, η αγεφύρωτη διαφορά της θρησκείας των δύο λαών προφύλαξε γενικά ό,τι απέμεινε από τον Ελληνισμό από την ανάμιξη του με το τουρκικό στοιχείο.
Στο διάστημα λοιπόν οκτώ αιώνων, από τον 7ο αιώνα ως το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, νέα σημαντικά φυλετικά στοιχεία έρχονται να προστεθούν στον λαό που ζει στις ελληνικές χώρες και αποτελεί το ουσιαστικό στοιχείο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τα πλήθη αυτά δεν διακρίνονται στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης παρά μερικά ίχνη. Τα πλήθη των Σλάβων που διείσδυσαν στην κεντρική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο δεν έχουν αφήσει άλλα ίχνη εκτός από μερικά τοπωνύμια. Μόνο μερικές μειονότητες στις βόρειες συνοριακές περιοχές του σημερινού ελληνικού κράτους διατήρησαν καθ’ όλη την Τουρκοκρατία το σλαβικό τους ιδίωμα, και μερικές το διατηρούν ακόμα. Οι ομάδες όμως αυτές είναι κυρίως υπολείμματα νεότερων σλαβικών εποικισμών των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εμφανίζονται κατά την εποχή της δημιουργίας της δεύτερης βουλγαρικής αυτοκρατορίας (1204-1350) και της σερβικής ηγεμονίας στα Βαλκάνια (1331-1355), και κατά την Τουρκοκρατία. Είναι δε ζήτημα που χρειάζεται βαθύτερη έρευνα αν στις ομάδες αυτές υπάρχουν παλαιοί πυρήνες, υπολείμματα των πρώτων σλαβικών εισβολών. Μεγαλύτερη γλωσσική αντίσταση παρουσίασε το αλβανικό στοιχείο, καθώς και οι μικρές απομονωμένες ομάδες των Βλάχων. Οι Αλβανοί και οι Βλάχοι, μολονότι ζούσαν ανάμεσα σε συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς στην κεντρική Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου, και ανέπτυξαν ελληνική εθνική συνείδηση μετέχοντας σε όλους τους εθνικούς αγώνες του νεότερου ελληνισμού, στους οποίους έδωσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες, διατήρησαν επί αιώνες, και μερικοί διατηρούν ακόμα, τα γλωσσικά τους ιδιώματα.
Οι ντόπιοι λοιπόν πληθυσμοί συγκροτημένοι ήδη σε έναν ενιαίο λαό, σε μια εθνότητα με γερούς υλικούς και πνευματικούς δεσμούς, με ανώτερο πνευματικό πολιτισμό χωρίς ουσιαστική διακοπή, εντεταγμένοι σ’ ένα μεγάλο συγκεντρωτικό κράτος και πλαισιωμένοι από μια θαυμαστά οργανωμένη διοικητική και εκκλησιαστική ιεραρχία, ήταν φυσικό ν’ απορροφήσουν στη μεγάλη τους πλειονότητα τα ημιβάρβαρα και πολιτικά ανοργάνωτα ξένα στοιχεία, που κατά διαστήματα εισρέουν στις ελληνικές χώρες.
Οποιαδήποτε και αν είναι η ανθρωπολογική σύνθεση των πληθυσμών των ελληνικών χωρών στα διάφορα στάδια της ιστορίας, οποιοδήποτε και αν είναι το ποσοστό της συμβολής των καθαρά ελληνικών φύλων στην ανθρωπολογική σύνθεση του αρχαίου ελληνικού λαού και η διάρκεια του ανά τους αιώνες, ή των διαφόρων εισβολέων (Σλάβων, Αλβανών, Βλάχων κτλ.) στον Μεσαίωνα ή στα νεότερα χρόνια -και τον βαθμό αυτό δεν τον καθορίζουν τα πολύ γενικά και ακόμα υποθετικά συμπεράσματα των ανθρωπολογικών ερευνών- το βασικό και αναμφισβήτητο γεγονός για τον ιστορικό που ασχολείται με την εξέλιξη κοινωνικών και ιστορικών σχηματισμών, ανθρωπολογικά ανάμικτων, είναι τούτο: με την ελληνική γλώσσα των ελληνικών φύλων ως κοινό όργανο τα διάφορα στοιχεία του πληθυσμού των ελληνικών χωρών σχημάτισαν τον κοινό πολιτισμό που ονομάζεται ελληνικός και συγκροτήθηκαν έτσι σε έναν ενιαίο λαό, σε μιαν εθνότητα, που έδωσε στον εαυτό του το όνομα των Ελλήνων. Ακόμη: αποφασιστικά στοιχεία του πολιτισμού αυτού -ιδιαίτερα η ελληνική γλώσσα- τα οποία εξελίσσονται ανά τους αιώνες χωρίς διακοπή και χωρίς να χάσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, εξακολουθούν την ίδια συνδετική και αφομοιωτική λειτουργία ενσωματώνοντας στον ενιαίο αυτό λαό μεγάλο μέρος από τα ξένα στοιχεία, με τα οποία οι περιπέτειες της ιστορίας τον έφεραν κατά καιρούς σε επαφή. Οι Σλάβοι και οι Αλβανοί, σε μικρότερο ποσοστό οι Βλάχοι, στίφη ανοργάνωτα αφομοιωθέντα με τη σειρά τους, μετέβαλαν βέβαια κατά κάποιο ποσοστό την αναλογία των διαφόρων εθνολογικών στοιχείων του λαού με τον οποίο αφομοιώθηκαν, αλλά δεν μπόρεσαν να εκτοπίσουν τον Ελληνισμό, που εμφανίζεται από αιώνες πριν -περισσότερο ως φορέας και ως έκφραση πολιτισμού, παρά ως αμιγής εθνολογική ομάδα- από τον ηγετικό του ρόλο και που εξακολουθεί να αποτελεί αντικειμενικά το βασικό στοιχείο ενός πάντα ενιαίου λαού με πλήρη συνείδηση της ενότητας του. Η συνέχεια αυτή του Ελληνισμού ως λαού φαίνεται με τη μεγαλύτερη ενάργεια στη ζωντανή ελληνική γλώσσα, που δεν εμφανίζει στη συνεχή της εξέλιξη καμία εξωτερική επίδραση στην οργανική της δομή. Τα μόνα ξένα ίχνη στην ελληνική γλώσσα είναι μερικά λεξιλογικά δάνεια, συγκεκριμένα ουσιαστικά που αναφέρονται κυρίως στην ποιμενική ζωή. Σημαντικό εδώ είναι, ακόμη, το γεγονός ότι η βάση μερικών νεοελληνικών διαλέκτων δεν είναι η ελληνιστική κοινή, αλλά κατευθείαν οι αρχαίες διάλεκτοι – η δωρική για τα τσακώνικα, η ιωνική για τα ποντιακά. Σημαντικός άλλωστε αριθμός αρχαϊκών στοιχείων βρίσκεται και στις άλλες νεοελληνικές διαλέκτους. Την ίδια συνέχεια από την αρχαιότητα ως τα σήμερα εμφανίζει και το τοπωνυμικό των ελληνικών χωρών. Ο αριθμός των σλαβικών ή αλβανικών ή βλάχικων τοπωνυμίων, που δεν ανάγονται όλα στην εποχή των μεσαιωνικών εποικισμών -πολλά εμφανίζονται σε νεότερους χρόνους- σε σχέση με το πλήθος των καθαρά ελληνικών τοπωνυμίων, που μεγάλος αριθμός τους ανάγεται στην αρχαιότητα, είναι ελάχιστος. Οι λαογραφικές έρευνες και γενικότερα η μελέτη του βίου των Βυζαντινών και των Νεοελλήνων δείχνουν ολοένα και περισσότερο ότι πολλά στοιχεία λαϊκής λατρείας, τέχνης, και γενικά κοινωνικής ζωής έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική αρχαιότητα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι εδώ δεν υπάρχουν και τα ίχνη των επιδράσεων των διαφόρων λαών, με τους οποίους ο Ελληνισμός ήρθε σ’ επαφή και των οποίων αφομοίωσε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα.
*Πηγή: Το απόσπασμα από το βιβλίο Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 18/3/2017, Mαγδαληνή Ντούκα Μοντεσάντου