Ο συμβιβασμός αυτός έγινε γιατί ««η διεθνοποίηση της παραγωγής, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, η διεθνοποίηση των καταναλωτικών προτύπων αδυνατίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει επέλθει η βασική συμφωνία ανάμεσα στο κράτος, στο κεφάλαιο και στην εργασία σε εθνικό επίπεδο… Και εφόσον το κεφάλαιο έχει διεθνοποιηθεί, η συνεννόηση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία με τη συμμετοχή του Κράτους, θα πρέπει να αναπτυχθεί σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο, αν όχι παγκόσμιο, τουλάχιστον σε μία μεγάλη περιφέρεια. Και αυτή είναι η βάση, ο μονόδρομος της πορείας προς την Ενωμένη Ευρώπη».
«Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης όμως δεν ήταν ο homo economicus. …Η Ευρώπη που οραματιζόμαστε δεν είναι μια καταναλωτική κοινωνία που διευθύνεται από μια απρόσωπη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Αντιθέτως, η Ευρώπη που οραματιζόμαστε στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία και στους δημοκρατικούς θεσμούς και δεν αφανίζει την έννοια του έθνους – κράτους».
Από άποψη δημοκρατικών θεσμών, σύμφωνα με τον Αρσένη, «το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα που υπήρχε μέσα στα όργανα της ΕΟΚ δεν μειώνεται και σε πολλές περιπτώσεις διευρύνεται. Αυτό που βλέπουμε είναι μία σημαντική μεταφορά εξουσιών στα κεντρικά όργανα της ΕΟΚ, χωρίς αυτό να συνοδεύεται και με αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, είτε από τα εθνικά Κοινοβούλια είτε από το Ευρωκοινοβούλιο. Αντίθετα βλέπουμε μια αύξηση της παρουσίας και της υπεροχής των πληθυσμιακά μεγαλυτέρων χωρών της ΕΟΚ και των πιο αναπτυγμένων χωρών, έτσι που να υπάρχει κίνδυνος μέσα από τη διαδικασία των αποφάσεων, οι λαοί της Ευρώπης να βρεθούν αποξενωμένοι από τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας και να μειωθεί ο ουσιαστικός δημοκρατικός έλεγχος».
Κατά τα λεγόμενά του, «η οικονομική και νομισματική ένωση ακολουθεί έναν μονοσήμαντο στόχο, τη μείωση του πληθωρισμού. Κανείς δεν έχει αντίρρηση ότι ο πληθωρισμός πρέπει να μειωθεί. Ο πληθωρισμός δεν είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να προσέξει μια κυβέρνηση, δεν είναι ο μόνος στόχος που πρέπει να ακολουθήσει μια Ενωμένη Ευρώπη. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα της απασχόλησης, υπάρχει το πρόβλημα της κατανομής του πλούτου, υπάρχει το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυτά τα θέματα σε συνδυασμό και όχι χωριστά. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει η οικονομική και νομισματική ένωση μονοσήμαντα την καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει την Ευρώπη σε οικονομική ύφεση».
• Τόνισε επίσης ότι «Εάν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ που αφαιρεί σήμερα, τη μακροοικονομική πολιτική από τις εθνικές κυβερνήσεις είχαμε μία μεταφορά και της νομισματικής αρχής αλλά και της δημοσιονομικής αρχής, τότε θα λέγαμε ότι πραγματικά γίνεται ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική και τη νομισματική ένωση της Ευρώπης γιατί θα είχαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο μία νομισματική αρχή μία κεντρική τράπεζα της Ευρώπης που θα ακολούθησε τη νομισματική πολιτική στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και θα είχαμε ταυτόχρονα και έναν κοινοτικό προϋπολογισμό που θα μπορούσε να λειτουργήσει δημοσιονομικά δηλαδή να κάνει την αναδιανεμητική πολιτική, την αναπτυξιακή πολιτική και την κοινωνική πολιτική της Κοινότητας. Και ο συνδυασμός της κοινοτικής δημοσιονομικής πολιτικής και της κοινοτικής νομισματικής πολιτικής θα μας έδινε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ζητούμενο, δηλαδή χαμηλό πληθωρισμό και υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Αλλά η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν κάνει αυτό. Υπάρχει δυστυχώς, μία βασική ασυμμετρία. Μεταφέρεται το εκδοτικό προνόμιο από τις εθνικές κυβερνήσεις, δημιουργείται Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μία νομισματική αρχή η οποία δεν ελέγχεται δημοκρατικά ούτε από τις κυβερνήσεις, ούτε από τα εθνικά κοινοβούλια, ούτε από το Ευρωκοινοβούλιο. Και έχει αποκλειστικό σκοπό την σταθερότητα των τιμών. Εφόσον αυτός είναι ο μοναδικός στόχος της νομισματικής αρχής, η οποία δε γίνεται με βάση ένα μακροοικονομικό σχέδιο για την Ευρώπη, είναι σίγουρο ότι θα έχουμε μία πολιτική υψηλών επιτοκίων, και μια πολιτική οικονομικής ύφεσης. Δεν υπάρχει, λοιπόν, σε κοινοτικό επίπεδο, αλλά και ούτε σε εθνικό επίπεδο, δυνατότητα άσκησης αντικυκλικής πολιτικής, άσκησης πολιτικής υψηλής απασχόλησης. Και εδώ θα υπάρξει πρόβλημα όχι μόνο για την Ελλάδα, θα υπάρξει πρόβλημα για ολόκληρη την Ευρώπη.
• Παρά τους βαθύτατους προβληματισμούς του για την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από την Ελληνική Βουλή , ο Αρσένης δικαιολόγησε την θετική του ψήφο ως εξής :
«Eίναι ψευτοδίλημμα το ναι ή όχι στο Μάαστριχτ. Οι χώρες που θα είναι μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα μπορέσουν μέσα από τους πολιτικούς μηχανισμούς που το ίδιο το Μάαστριχτ παρέχει, έστω και κάτω από άνισες συνθήκες, να διαμορφώσουν στο μέλλον την πολιτική της Ευρώπης. Οι χώρες της Ευρώπης που επιλέγουν να μείνουν έξω από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ή οι χώρες της Ευρώπης που δεν έχουν μπει μέσα στη Συνθήκη θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να συμπεριφέρονται ως να είναι μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ θα είναι απούσες από τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Η θέση μας είναι ναι στο Μάαστριχτ, μέσα στους πολιτικούς μηχανισμούς του Μάαστριχτ να δοθεί η μάχη για μία καλύτερη Ευρώπη για μία καλύτερη Ελλάδα. Συμμετέχουμε στην Ευρώπη και αυτός είναι ο προσανατολισμός μας».
Κατέληξε την ομιλία του κάνοντας τις εξής πολιτικές επισημάνσεις :
• «Στο θέμα των δημοκρατικών θεσμών θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα από δω και πέρα και με διαπραγματεύσεις να κινηθούμε προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
• Για την Κυβέρνηση της Ελλάδας, «το θέμα των διαπραγματεύσεων στην ΕΟΚ, η ικανότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να διαπραγματεύεται τις ελληνικές θέσεις, γίνεται ένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Γιατί, για να αντιμετωπίσεις εθνικά ζητήματα θα πρέπει να τα δεις εγκαίρως. Θα πρέπει να διαμορφώσεις συμμαχίες εκ των προτέρων. Εκ των υστέρων, θα είναι δύσκολο να ανατρέψεις μια συμφωνία, όταν θα έχει δημιουργηθεί».
• Έκλεισε αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία, υποστηρίζοντας ότι «πρέπει να δημιουργήσουμε στο εσωτερικό της Χώρας, ένα εσωτερικό αναπτυξιακό μέτωπο, όπου οι παραγωγικές τάξεις και το Κράτος θα μπορέσουν στα πλαίσια ενός κοινωνικού συμβολαίου, να συμφωνήσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην αύξηση των εσωτερικών πόρων που πηγαίνουν σε επενδύσεις, θα πρέπει δηλαδή να δημιουργήσουμε ένα μέτωπο που θα κινηθεί μπροστά, όχι με μείωση του βιοτικού επιπέδου, αλλά με αύξηση της παραγωγής και .της παραγωγικότητας, με ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη. Αν υπάρχει κάτι ελλειμματικό στο Μάαστριχτ είναι ακριβώς ότι δεν δόθηκε καμιά προτεραιότητα στην ανάπτυξη και στην κοινωνική δικαιοσύνη».
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6.2.2017