Επιστολές «φωτιά» Στουρνάρα–Τσακαλώτου για το ΔΝΤ–Η Ελλάδα εκπλήρωσε το 90% της δημοσ/κής εξυγίανσης

Τόσο ο κ. Στουρνάρας όσο και ο κ. Τσακαλώτος εκφράζουν με ιδιαίτερα έντονο τρόπο τις ενστάσεις τους για τις αρνητικές προβλέπεις του επιτελείου Τόμσεν σχετικά με την ελληνική οικονομία αλλά και για την αποτίμηση του προγράμματος 2012-2016 που αφήνει στο απυρόβλητο τις παραλείψεις και τις αστοχίες του.

___________

«Έχει ήδη καλυφθεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής και αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που θέλω να μεταφέρω, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια».

Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο ομιλίας του στην παρουσίαση του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας» των Π. Καζάκου, Π. Λιαργκόβα και Σ. Ρεπούση.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αποτελεί το σύμπτωμα μιας μακράς σειράς συσσωρευμένων προβλημάτων» και όχι μιας δυσμενούς συγκυρίας.

Ειδικότερα, το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το σύμπτωμα διαχρονικών προβλημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τα οποία η συγκυρία απλώς έφερε στο προσκήνιο», υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ.

«Το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό και δημοσιονομικό έλλειμμα και τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης δεν μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνη σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, που προσέφυγαν σε παρόμοια προγράμματα», προσέθεσε ο κ. Στουρνάρας, επισημαίνοντας, πάντως, πως «η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ προσέφερε μια ιστορική ευκαιρία, προκειμένου οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπιστούν με το μικρότερο δυνατό κόστος, που, όμως, παρέμεινε αναξιοποίητη.

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο διοικητής της ΤτΕ, επισήμανε πως «τα μνημόνια, και όσα επακολούθησαν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα συσσωρευμένα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή.

Παράλληλα, επιδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό να θεραπευθούν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.Εξασφάλισαν, επίσης, τον απαραίτητο δανεισμό, προκειμένου να αποτραπεί η χρεοκοπία.

Οι πολιτικές, όμως, αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.Οι λόγοι για τους οποίους το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπερέβη το αντίστοιχο κόστος άλλων κρατών-μελών σε πρόγραμμα, έχουν συζητηθεί αναλυτικά.

Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: χειρότερες αρχικές συνθήκες, αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, κυρίως όμως διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, κάτι που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλού σε μικρότερο, σε όλα τα άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, που εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.

«O σημαντικότερος παράγοντας για την έξοδο από την κρίση ήταν η αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα»

Όλα αυτά, πράγματι, δυσχέραναν σημαντικά την προσαρμογή.Πιστεύω, όμως, ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων για την έξοδο από την κρίση ήταν η αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, σε τομείς όπως οι επενδύσεις, η φορολογία, το ασφαλιστικό, η απελευθέρωση των αγορών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και, τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής στις διεθνείς αγορές».

Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάστηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.

Από την άλλη πλευρά, όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή.Με άλλα λόγια, οι θυσίες δεν πήγαν χαμένες».

Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6.2.2017, ΜΝΜ Tribune