“Οι Κληρονόμοι” μια νέα ιστορία της Αθηνάς Μαραβέγια που διαδραματίζεται στην Κεφαλλονιά

Άγριο πράγμα να έχεις καταγωγή απ’ αυτό το πανέμορφο νησί του Ιονίου, και να ακούς και να μαθαίνεις πράγματα και καταστάσεις που υποτιμούν τον λαό, την νοημοσύνη, τα ήθη και έθιμα, τον πολιτισμό αυτού του τόπου.

Κατάγονταν από ένα πανέμορφο χωριό στα νότια του νησιού -εύλογα δεν αναφέρω το όνομα- από σημεία του οποίου αγναντεύεις τη βόρεια Ζάκυνθο και το Ιόνιο. Τα βράδια, τα καράβια στ’ ανοιχτά του πελάγου, σαν μικρές, αργοκίνητες πυγολαμπίδες, χαριεντίζονται με τα νερά του που την ημέρα λάμπουν γαλαζοπράσινα. Οι μυρωδιές από τους κήπους γεμίζουν τα πνευμόνια σου και η ομορφιά αυτή σε μαγεύει, σε ηρεμεί, σε σαγηνεύει.

Τα παλιά χρόνια, σε τούτο το χωριό, ζούσε μια πολυμελής οικογένεια, της οποίας τα περισσότερα παιδιά μετανάστευσαν στις τρεις μεγάλες ηπείρους. Η μάνα τους είχε μείνει νωρίς χήρα, η σιόρα Κάτε, άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, υπέμενε τους αποχωρισμούς και πρόσμενε τα συναπαντήματά τους.

Στο ίδιο χωριό ζούσε κι άλλη μια οικογένεια, που της είχαν τύχει πολλά. Ο πατέρας, εργάτης και λίγο αλαφροΐσκιωτος που λένε, η μάνα που προσπαθούσε να κάνει κι εκείνη κάποια μεροκάματα και τα οποία σπάνια της τύχαιναν, ο γιος τους που είχε μπαρκάρει στα καράβια και βρέθηκε κρεμασμένος στην καμπίνα τους, η μία κόρη που αρνιόταν πεισματικά να μεγαλώσει -παρέμενε για χρόνια στην ηλικία των τεσσάρων- και η άλλη κόρη που προσπαθούσε να φυλάξει τα αφύλακτα.

Η σιόρα Κάτε συμπονούσε τη Μαριολένη, τη μητέρα της δεύτερης οικογένειας και μια και ο παράς που της έστελναν τα ξενιτεμένα της έρρεε κάμποσος, κάθε τόσο την καλούσε για να την βοηθήσει στο σπίτι και φεύγοντας, πέρα από το μεροκάματο, τη γέμιζε με διάφορα καλούδια, τόσο για κείνη και το σπιτικό της, όσο και για τις κόρες της.

Οι οικογένειες τότε -μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και σαν δώρο που δόθηκε στο νησί, μετά τους σεισμούς του ’53- περνούσαν δύσκολα. Παρ’ όλα αυτά η σιόρα Κάτε προσπαθούσε να βοηθά τη Μαριολένη, χωρίς να φαίνεται σαν ελεημοσύνη, για να μην την προσβάλει.

Δεν μπορώ να γνωρίζω τι λεγόταν και τι γινόταν σε κάθε σπίτι, μα εκείνο που μου μεταφέρθηκε είναι η κουβέντα της πρωτότοκης εγγονής της Μαριολένης, χρόνια μετά.

«…Εγώ θα τσου κάμω τετάρτια. Θα τσου κάμω να διαλυθούν και να μου μείνουν όλα. Τσου κόπους τση νόνας και του νόνου μου, δε θα τα χαρούν άλλοι…»

Και τα κατάφερε. Ναι, ναι, τα κατάφερε. Ένας από τους εγγονούς της σιόρα Κάτε, ο Φώτης, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αυστραλία, στην ερωτεύτηκε παράφορα σ’ ένα ταξίδι του, είχαν στο μεταξύ επιστρέψει κι οι γονείς του στο νησί, την παντρεύτηκε, αφού είχε μείνει έγκυος, έκαναν οικογένεια και σαν πέθανε ο πατέρας του, άρχισαν τα νταούλια.

Ευκολόπιστος, ευθυνόφοβος, με μια μεγάλη δόση κακίας που την έκρυβε καλά για χρόνια, με ζήλια και φθόνο για τον μικρότερο αδερφό του τον Γεράσιμο, ξεκίνησαν τα δικαστήρια με ψευδείς μαρτυρίες και καταθέσεις.

Στη δικογραφία αναφέρεται μάλιστα, από τον Γεράσιμο, πως η Μαριολένη η νεότερη, μια μέρα σήκωσε το λάστιχο του ποτίσματος να χτυπήσει την πεθερά της, αποκαλώντας την φίδι και παλιογυναίκα και πολλά άλλα κοσμητικά επίθετα. Της καταμαρτυρούσε πως ξεχωρίζει τα παιδιά της, με αποτέλεσμα να ζήσει, αυτή η “άλλη” μάνα 20 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να της μιλάει ο πρωτότοκός της, ο Φώτης. Εννοείται πως ο Γεράσιμος την πήρε μαζί του στην Αθήνα, όπου είχε δημιουργήσει κι εκείνος τη δική του οικογένεια, για να μην πικραίνεται.

Όλη η περιουσία που είχαν, ήταν από τους κόπους των γονιών τους, εκεί, στην μακρινή Αυστραλία, και δεν είχε καμία σχέση με την πατρική. Αυτήν την είχε αποποιηθεί ο πατέρας τους, σαν πέθανε η μάνα του, η σιόρα Κάτε, για να έχουν τα άλλα αδέρφια «ένα κεραμίδι για το κεφάλι τους στο χωριό», όπως έλεγε συχνά. Ήταν ένας αρχοντάνθρωπος κι ας μην είχε πάει σχολείο· είχε τελειώσει το δημοτικό, ξεκίνησε το γυμνάσιο, αλλά προτίμησε να ξενιτευτεί. Ήταν πολύ αγαπητός στη Μελβούρνη που ζούσαν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και στο χωριό του, όποτε ερχόταν για διακοπές. Κι η γυναίκα του ήταν Κεφαλλονίτισσα, από τη βόρεια πλευρά του νησιού. Όταν πια κουράστηκαν κι αφού είχαν αγοράσει την περιουσία αυτή, τα παιδιά τους αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα, στο χωριό του. Δουλευταράς και δημιουργικός, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή. Και το μόνο που ζητούσε από τα αγόρια του, σαν θα έφευγε εκείνος, ήταν να είναι αγαπημένα και να φροντίζουν τη μάνα τους. Τους έδωσε μάλιστα και το δικό του παράδειγμα: για να μην υπάρξουν προστριβές με τα δικά του αδέρφια, προτίμησε να αγοράσει μια άλλη περιουσία, μακριά από την πατρική, για να είναι όλοι αγαπημένοι.

«Σαν μπαίνει το νιντερέσο στη μέση και μάλιστα και οι ξένοι, έτσι και δεν υπάρχει μυαλό, όλα πάνε στράφι…», τους έλεγε κάθε τόσο.

Και όπως όλοι οι γονείς, και μάλιστα εκείνα τα χρόνια, στη διαθήκη, στα μεν παιδιά του άφησε όλη την περιουσία «εξ αδιαιρέτου» και την επικαρπία όλων τη γυναίκα του και μητέρα τους.

Πώς άλλαξαν τα πράγματα από τη μέρα που έφυγε ο πατέρας… Ο Φώτης, σαν να ελευθερώθηκε επιτέλους, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο, υπακούοντας πιστά και σε όσα τον ορμήνευε η Μαριολένη. Και όσο κι αν προσπαθούσε ο Γεράσιμος να υπάρχει μια ισορροπία στις σχέσεις τους, ανένδοτος εκείνος, τον έσερνε στα δικαστήρια με ψεύτικες κατηγορίες και ψευδομάρτυρες.

Πώς χάθηκαν τα ξέγνοιαστα χρόνια, οι πανέμορφες ακρογιαλιές της Κεφαλλονιάς, τα πεντακάθαρα και γαλαζοπράσινα νερά της, οι πανέμορφοι κήποι του σπιτιού τους, που με περίσσεια αγάπη και φροντίδα φύτεψαν οι γονείς τους, οι χαρούμενες μέρες που μαζεύονταν όλοι μαζί, εκείνες που ξεχείλιζαν από αγάπη και αρμονία… Λες και τα έσβησε μονοκοντυλιά κάποιο χέρι…

Ο Γεράσιμος, μετά το θάνατο και της μητέρας του, που έφυγε με αυτό τον καημό, δεν ξαναπάτησε στο χωριό, μήτε στο νησί, παρά μόνο για τα δικαστήρια που τον τραβολογούσε ο αδερφός του. Ακόμα και τη μητέρα τους, αφού κι εκείνη είχε συμφωνήσει, την κήδεψε στην Αθήνα, εκεί που ζούσε παρέα του τα τελευταία 20 χρόνια…

Κι όταν κατάλαβε πως κόνταινε και το δικό του το ζωνάρι, κάλεσε τη δική του οικογένεια και τους ρώτησε τι θέλουν να γίνει με την περιουσία της Κεφαλλονιάς.

-Αφού δεν μπορείς να πουλήσεις, γιατί πάντα έμπαινε και μπαίνει ο αδερφός σου εμπόδιο, δώρισέ τα σε κάποιους που θα τα αξιοποιήσουν και θα μνημονεύουν τον παππού και τη γιαγιά. Άλλωστε είχες και τη συγκατάθεσή της, όταν της το είχες θίξει, του είπε ο μεγαλύτερος γιος του.

-Εγώ δεν πρόκειται να πατήσω το πόδι μου εκεί, συμπλήρωσε και η κόρη του.

Τότε θυμήθηκε, όταν σε κάποια συζήτηση που είχε, χρόνια πριν, με τον πατέρα τους, πώς να τους μοιράσει την περιουσία, είχε πει ο Γεράσιμος στον γονιό του:

«…Άφησε από ένα χωράφι ή σπίτι στον καθένα μας και με τα υπόλοιπα ζήστε με τη μάνα καλά και προικίστε παιδιά από το ορφανοτροφείο. Αυτά θα σας ευγνωμονούν σε όλη τους τη ζωή. Φοβάμαι μη φαγωθούμε εμείς…»

Και τελικά, δεν είχε άδικο. Κι όταν ήρθε η ώρα να συντάξει κι εκείνος με τη σειρά του τη δική του διαθήκη, παραχώρησε το μερίδιό του, από την πατρική περιουσία, είχε εξασφαλίσει το «κεραμίδι» στο κεφάλι των παιδιών του στην Αθήνα, στον Όμιλο Καρκινοπαθών. Γνώριζε από μελέτες και μαρτυρίες πως η Κεφαλλονιά διαθέτει πλήθος βοτάνων και ένας από τους όρους που έθεσε, ήταν να πραγματοποιηθεί ένα κέντρο έρευνας, στο οποίο, όμως, θα δέχονταν και Κεφαλλονίτες που θα είχαν ανάγκη και μπορεί να αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα…

Αυτή η ιστορία μου μεταφέρθηκε, όπως είπα και στην αρχή, από δικαστικό φίλο μου, ύστερα από μια συζήτηση που είχαμε για μια δωρεά που ήθελα να κάνω… Και τι σύμπτωση, μόλις είχε πραγματοποιηθεί και η συγκεκριμένη διαθήκη και μάλιστα εξ ολοκλήρου, μετά από τόσα χρόνια…

Τα παιδιά του Φώτη αποποιήθηκαν της διαθήκης του πατέρα τους, γνωρίζοντας πόσο λάθος έκαναν οι γονείς τους να ταλαιπωρούν την οικογένεια του Γεράσιμου και τον ίδιο. Τα δύο αυτά αδέρφια δεν μίλησαν ποτέ. Έφυγαν πικραμένοι ο ένας για τον άλλο, η Μαριολένη είχε φεύγει απ’ τη ζωή λίγο μετά το θάνατο της πεθερά της. Είχε πιστέψει ο δόλιος ο Φώτης στα δικά του ψέματα και νόμιζε πως ο αδερφός του ήταν αυτός που τον αδίκησε…

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ< 12.10.2016, kefaloniapress