Ευρυδίκη Λειβαδά: Μικρό αφιέρωμα στην μεγάλη κυρία της Κεφαλλονιάς, στη Ντιάνα Αντωνακάτου

Εκείνον τον Αύγουστο του 2009 με την Ντιάνα στα Βιλλατόρια

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι της Ντιάνας που βρεθήκαμε εδώ απόψε να τιμήσουμε την αγαπημένη μας ζωγράφο, την αγαπημένη φίλη.

Πηγαίνω όπου πιστεύω και επιθυμώ. Αναφέρομαι σε ό,τι πάλλεται στο είναι μου, σε ό,τι κατανοώ και με εκπροσωπεί. Απαγγιστρωμένη από το τυπικό και από τις επιτάξεις των καιρών, επιλέγω να μιλώ μόνον για ό,τι αγαπώ, για ό,τι αγγίζει την καρδιά και τις αισθήσεις μου. Κι η Ντιάνα με την αισθητική και σταθερή προτίμησή της στην αρμονική ομορφιά, με τα μελετημένα χρωματικά παιγνιδιάσματά της, με τον πάντα κομψό, διάφανο και απλό τρόπο προσέγγισης του κόσμου γύρω μας –είτε με τον χρωστήρα, είτε με την πέννα ή και με τον λόγο της-, έχει από καιρό εδραιωθεί μέσα μου.

Την Ντιάνα τη γνώρισα από κοντά τα τελευταία χρόνια. Όμως υπήρξα λάτρης και οπαδός –επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω την έκφραση αυτή- του έργου της από παιδί, όταν η μάνα μου, μού χάρισε το λεύκωμά της «Επτάνησα» και λίγο μετά το «Κεφαλλονιά» -αν και χρονικά προηγείτο ως έκδοση του πρώτου-. Μαγεία στα μάτια μου. Και τα δυο. Ήταν η πρώτη φορά που μετέλαβα την κεφαλλονίτικη φύση αλλιώτικα. Όχι αποτυπωμένη με φωτογραφικό τρόπο, αλλά με καλλιτεχνικό, που παράλληλα απέδιδε πραγματικά τόσο τους φυσικούς σχηματισμούς, όσο και τις δημιουργίες της ανθρώπινης νόησης. Τότε βέβαια, δεν φανταζόμουν ότι σχεδόν 25 χρόνια μετά, θα γινόμουν δέκτης πρότασής της να μιλήσω για την δημιουργό, και μάλιστα σε μια τόσο σημαντική –χρονικά- καμπή για αυτήν και για την εκθεσιακή παρουσία της στα Βιλλατώρια. Άδραξα λοιπόν την ευκαιρία και με ιδιαίτερη χαρά και τιμή αποδέχθηκα την πρόταση αυτή.

Μέσα από τα χρόνια, είχα την τύχη να περιπλανηθώ σε πολλά από τα έργα της. Παρακολούθησα εκθέσεις της. Άκουσα εισηγήσεις και ομιλίες της. Την γνώρισα από κοντά. Την έζησα στο σπίτι της και στο ατελιέ της στη Νέα Σμύρνη. Μου μίλησε για κάθε ένα έργο της, ορισμένα από τα οποία συναντούσα και συναντώ σε δημοπρασίες –κάτι που και η ίδια, ίσως, να μην το γνωρίζει. Γεγονός ασφαλώς που αποδεικνύει την ευρύτατη και διαχρονική αναγνωρισιμότητά της-. Αεικίνητη, ορμητική, φλόγα δημιουργίας, πάντα ευγενής και γλυκειά. Και πέρα από όλα πνοή αισιοδοξίας. Αυτά θεωρώ πως την χαρακτηρίζουν.

Η Ντιάνα αντλεί έμπνευση από αληθινούς κήπους, από σπίτια, από τοπία, από καθημερινούς ανθρώπους, από την φύση την ίδια. Ανακαλύπτει συναισθήματα. Αποκαλύπτει τον έρωτα που είναι κρυμμένος επιμελώς, σε κάθε τι στη φύση. Η χάρη και η φρεσκάδα βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή και με το χέρι της μεταφέρονται και αποτυπώνονται στο χαρτί ή στον καμβά.

Κάθε έργο της, μεμονωμένα αν κοιταχθεί, λαμβάνεται ως ένας ξεχωριστός κόσμος, πλήρης, ισορροπημένος. Ο κάθε πίνακάς της γεννά έντονη αίσθηση οικειότητας. Εκεί, θριαμβεύει η εκλεπτισμένη κίνηση. Η αφθονία. Οι αισθήσεις. Η έξοχη απόδοση των χρωμάτων των διαποτισμένων με ήρεμο φως. Μέσα στη σκηνή όπου αιχμαλωτίζεται το εφήμερο της στιγμής και το εύθραυστο της χαράς, αρκούμεθα στην διαρκή ικανοποίηση της θέασης της αρμονικής αταξίας της φύσης. Κι όσο για το προσωπικό της στίγμα αυτό είναι σταθερό και στέρεο, συνυφασμένο με την οπτική συγκίνηση, τον αυθορμητισμό, την δροσιά, τις συναισθηματικές αντιδράσεις.

Στο έργο της, ειδωμένο σε όλη την πορεία ωρίμανσής του, δεν κρύβονται διφορούμενες έννοιες. Η θάλασσα είναι θάλασσα. Το δάκρυ, δάκρυ. Τα σύννεφα και τα δέντρα, ό,τι ορίζει το σκιάγραμμά τους. Αρνείται το περιττό και το μεγαλόπρεπο. Δεν ιχνογραφεί πομπώδεις διατάξεις, ούτε δημιουργεί ψευδαισθήσεις, τόπους απατηλούς, αυταπάτες ή αλληγορίες, ούτε ακραίους, εξεζητημένους δεξιοτεχνισμούς. Γι’ αυτό μπορούμε να χαιρόμαστε την αυλαία που δημιουργεί η Ντιάνα. Αυτήν που οδηγεί το βλέμμα σε ένα σημείο, χωρίς όμως να αποτρέπει την ικανοποίηση της συνολικής οπτικής του έργου όπου εξυμνείται η φυσικότητα, η ευαισθησία, η συγκίνηση. Η διαδρομή της είναι η αρχή –ως θεμελιώδης πρόταση που δεν χρήζει απόδειξης- επανεκτίμησης της φύσης διαμέσου ρομαντικής φρεσκάδας, που από τα πρώτα βήματα, μέχρι την ωριμότητα υπηρετείται -ως αρχή- πιστά όλα τα χρόνια.

Πολέμιος της μηδενικότητας, φιλοτεχνεί –με την παρουσία του συναισθήματος και της συγκίνησης- στο όνομα του νέου, του απλού, του ωραίου, ένα σκηνικό όπου μπορεί -και με επιτυχία μεταφέρει- την λαμπρότητα και την μουσικότητα της φύσης. Οι πίνακές της κατακλύζουν τις αισθήσεις. Με τρόπο απλό. Όπως κατανοούμε ό,τι «πιάνει» το μάτι. Αυτός ο απλός, ο μεστός και μέγιστος κόσμος, μάς είναι αρκετός –τουλάχιστον στους περισσότερους από εμάς. Οι κατάφυτοι κήποι, οι σκιές, τα υδάτινα παιγνιδίσματα, οι χλοερές κατωφέρειες, οι μπουκαμβίλιες, οι λεύκες και τα πλατάνια, τα πορτόνια, οι σιλουέτες, αλλά και οι ανασκαφές στην Σαντορίνη, και τοπία της κεφαλλονίτικης και της πελοποννησιακής γης, όλα αυτά, γίνονται περιρρέοντες πρωταγωνιστές πινάκων κάτω από το ζεστό φως του ήλιου και εγκλωβίζονται με γαλήνια αισθητική σε πλούσια χρωματική ποικιλία όπου η αναγκαία επακολουθούσα χαρά βρίσκει θρόνο.

Σπανιότατα το «σύμπαν» της Ντιάνας είναι μελαγχολικό. -Απ΄ ότι θυμάμαι, ακόμα και κάποια τοπία χιονισμένα, και κάποια άλλα βροχερά όπου έχει συλλάβει η Ντιάνα την άϋλη ποιότητα του φωτός εξεταζόμενη από την ασταθή μετεωρολογική πλευρά του, κρύβουν μέσα στην ασπρίλα, ή στην θολούρα τους, φρεσκάδας μηνύματα και ανησυχίες αισιοδοξίας6-. Οι μορφές της, χαραγμένες από του καιρού και του μόχθου τα κύματα, αγαπημένα πρόσωπα του χωριού και του περιβάλλοντός της, δημιουργούν ατμόσφαιρα σιωπηρής περισυλλογής. Μέσα από την αγάπη των ερειπίων επαναφέρεται ο στοχασμός για την εφήμερη διάσταση του κόσμου, καλλιεργείται ο μύθος και η γοητεία αυτών που χάθηκαν ή που χάνονται αργά και συγκλονιστικά.

Η Ντιάνα, δεν σταματά στην ζωγραφική. Γιατί, κανείς πραγματικός καλλιτέχνης δεν εκφράζεται μόνον σε μια -και με μια- τέχνη. Σίγουρα σε μία περισσότερο. Αλλά όχι αποκλειστικά. Έτσι, η Ντιάνα, πέρα από τον χρωστήρα, πέρα από την σινική μελάνη, το λάδι και –κυρίως- τις ακουαρέλλες χρησιμοποιεί και την πέννα που την χειρίζεται με την ίδια ευκολία. Με την ίδια επίσης ευκολία χρησιμοποιεί και τον προφορικό λόγο. Γράφει εκεί που τριγυρνά στις εξοχές. Μέσα από την εμπειρία της αποκάλυψης της φύσης εντρυφώντας στις λεπτομέρειες, η Ντιάνα φθάνει στα πνευματικά –φιλοσοφικά- νοήματα. Έχει κάμει σύμμαχό της τον χρόνο. Πέρα από το γεγονός ότι η παρουσία της αρκεί για να το διατρανώσει, αποδεικνύεται επίσης και με το ότι στους πίνακές της όλοι μας –όσα χρόνια και αν έχουν περάσει ή θα περάσουν- αναγνωρίζουμε τους τόπους, παρά τις όποιες αρχιτεκτονικές ή μη αλλαγές που έχουν επισυμβεί, που έχουν επιτελεσθεί.

Δεν θα αναφερθώ στο βιογραφικό της –ως είθισθαι σε παρόμοιες περιπτώσεις-. Θεωρώ πολύ τυποποιημένη αυτή την διαδικασία. Άλλωστε, η Ντιάνα είναι αυτό που ξέρουμε όλοι. Αυτό που μας έχει δώσει και σε όλους συνολικά, αλλά και στον καθένα μας ξεχωριστά. Αναγνωρισμένη από Ακαδημαϊκούς αποφεύγει η ίδια το ακαδημαϊκό περιβάλλον και τους ακαδημαϊσμούς, την απουσία πρωτοτυπίας και την προσήλωση στα πρότυπα. Περνά ώρες ατελείωτες στο ατελιέ της. Κι άλλες τόσες στο χωριό της. Δημιουργώντας πάντα. Εδώ, στο σπίτι αυτό, ανάμεσα στις συγχωριανές και στους συγχωριανούς της. Τους αντιμετωπίζει και την αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη ευαισθησία. Εδώ είναι η αλήθεια. Τίποτε το επίπλαστο. Το «δήθεν». Τίποτε το ψεύτικο. Το καθωσπρεπικό. Το μαρτυρά η ζεστή, φιλική ατμόσφαιρα. Το μαρτυρούν ακόμη και … τα φαγητά που όλοι τρέχουν να προσφέρουν.

Δεν θα σας κουράσω άλλο. Δεν έχουν νόημα οι μακροσκελείς ομιλίες. Αυτό άλλωστε είναι ένα καλοσώρισμα από όλους μας για τη Ντιάνα –ειπωμένο από εμένα- για το έργο της το πολύμορφο, για την συνεχή και συνεπή παρουσία της στη γη την πατρική της. Γιατί σήμερα κλείνουν 20 χρόνια από την πρώτη της έκθεση στα Βιλλατώρια. Εδώ όπου πρωτοείδε τα χρώματα που ύμνησε και υμνεί, που μας μεταγγίζει και μας μεταλαμπαδεύει.

Ευχαριστώ τη Ντιάνα που με επέλεξε και με τίμησε με την πρότασή της να μιλήσω απόψε εδώ, αυτή την τόσο ξεχωριστή βραδιά.

Σας ευχαριστώ κι εσάς που με ακούσατε.

Eυρυδίκη Λειβαδά