ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΙΔΕΑΙ καί ΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ: ΞΕΝΟΦΩΝ 430-355 π.Χ. ΜΕΡΟΣ Α΄

Οὓτω τάς ἀρχικάς ἀντιρρήσεις διά τόν Ξενοφῶντα τῶν Schumpetter, Benjamin Constant, Wilamowitz κ.ἂ., ὡς καί κάποιων Ἑλλήνων οἳτινες, ὡς ἐλέχθη, εἶχον ἐπηρεασθῆ ὑπό τῶν ἀνωτέρω, νεώτεροι μελετηταί ἀνατρέπουσιν ἂρδην τάς προταθείσας ἀντιρρήσεις τῶν ἀναφερθέντων ἀρνητῶν του. Μεταξύ τῶν θετικῶν μελετητῶν τοῦ Ξενοφῶντος ἀναφέρονται ὁ Ἂγγλος Barry Gordon, ὁ Γάλλος Jacques Wolf, οἱ Ἰταλοί Luccioni καί Lama, οἱ Γερμανοί Vogel καί Lieck, ὁ Ἑλβετός Gigon, ὁ Ἓλλην Ἀ. Κανελλόπουλος καί πλεῖστοι ἂλλοι οἰκονομολόγοι τῶν νεωτέρων χρόνων. Ὡς ἐκ τῶν ἀνωτέρω εἶναι πασιφανές ὃτι τό κίνητρον τῶν ἀρνητῶν τοῦ Ξενοφῶντος ἦτο ὁ ἂμετρος φθόνος διά τό ὓψος τοῦ πνεύματος τοῦ ἐξαιρέτου αὐτοῦ συγγραφέως καί μελετητοῦ τῶν οἰκονομικῶν καταστάσεων, ὂχι μόνον τῆς ἐποχῆς του ἀλλά, ὡς θά ἲδωμεν κατωτέρω, ἐχουσῶν τῶν παρατηρήσεών του διαχρονικάς διαστάσεις.

Προτοῦ ὃμως εἰσέλθομεν εἰς τάς ἐπί μέρους ἀναλύσεις τῶν οἰκονομικῶν ἒργων τοῦ Ξενοφῶντος, ἂς ἲδωμεν ἐπιγραμματικῶς τάς κυριωτέρας πρωτειάς τοῦ ἐξόχου αὐτοῦ λογίου τῆς Ἀρχαιότητος εἰς τά οἰκονομικά θέματα:

Κατά τούς νεωτέρους οἰκονομολόγους ὁ Ξενοφῶν εἶναι:

–           Ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐμπορικῆς Δραστηριότητος, ἢτοι τῆς Διοικήσεως Ἐπιχειρήσεων καί τοῦ λεγομένου σήμερον Marketing.

–           Ἐκ τῶν Προδρόμων τῆς Οἰκολογίας διά τῆς εἰσηγήσεώς του τῆς «Ἀπογραφῆς τῶν Φυσικῶν Πόρων τῆς Ἀττικῆς».

–           Ἀνήκει εἰς ἐκείνους, οἳτινες πρῶτοι ἀντελήφθησαν τόν Νόμον τῆς Προσφορᾶς καί τῆς Ζητήσεως.

–           Συνέλαβε τόν Νόμον τῆς Φθινούσης Ἀποδόσεως καί τῆς Ὁριακῆς Ἀποδόσεως.

–           Τό Πλεονέκτημα τοῦ Καταμερισμοῦ Ἐργασίας.

–           Ἀντελήφθη τήν Οἰκονομικήν Διαδικασίαν ὡς Σύνολον, καί

–           Διετύπωσε τήν ἒννοιαν καί τόν σκοπόν τῆς Ἐπιστήμης τῆς Οἰκονομίας θέτων ὡς βάσιν ταύτης τόν Ὀρθολογισμόν.

Ἐπί τοῦ τελευταίου αὐτοῦ θέματος ὁ Ξενοφῶν διετύπωσεν ἐπιτυχέστατα τόν ὁρισμόν τῆς Ἐπιστήμης τῆς Οἰκονομίας, τόσον ὃσον ἀφορᾷ τόν σκοπόν καί τήν μέθοδόν της, ὃσον καί τά κριτήριά της, ὡς κάτωθι ἀναφέρεται (ἐν μεταφράσει):

«Ὠνομάσαμεν ἐπιστήμην τήν Οἰκονομίαν καί αὐτή ἡ ἐπιστήμη φαίνεται νά εἶναι ἐκείνη πού ἐπιτρέπει εἰς τούς ἀνθρώπους νά αὐξάνωσι τό σπίτι των• σπίτι ὠνομάσαμεν ὂλα τά κτήματα κάποιου καί ὡς κτῆμα ὡρίσαμεν, ὃ,τι εἶναι ὠφέλιμον διά τήν ζωήν τοῦ καθενός• τέλος, ἐδέχθημεν ὃτι ὠφέλιμον εἶναι κάτι πού γνωρίζομεν νά τό χρησιμοποιῶμεν»).

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Ἐπιστήμης μέν τινος ἒδοξεν ἡμῖν ὂνομα εἶναι ἡ Οἰκονομία, ἡ δέ ἐπιστήμη αὓτη ἐφαίνετο ᾗ οἲκους δύναται αὒξειν ἂνθρωπος, οἶκος δ’ ἡμῖν ἐφαίνετο ὃπερ κτῆσις ἡ σύμπασα, κτῆσιν δέ τοῦτο ἒφαμεν εἶναι ὃ,τι ἑκάστῳ εἲη ὠφέλιμον εἰς τόν βίον• ὠφέλιμα δέ ὂντα ηὑρίσκετο πάντα ὁπόσοις τις ἐπίσταιτο χρῆσθαι»).

Ἐξ ἂλλου πρέπει νά γνωρίζωμεν ὃτι τόν ὃρον οἰκονόμος, τόν ἐδημιούργησεν ὁ Ξενοφῶν ἐκ τῶν λέξεων οἶκος + νέμω (νόμος), ἢτοι ὁ διευθύνων τά τοῦ οἲκου του.

Διά τά ἀνωτέρω οἱ Γάλλοι οἰκονομολόγοι Jacques Wolf καί Paul Gemähling τόν κατατάσσουσι μεταξύ τῶν μεγάλων οἰκονομολόγων τῆς Ἀρχαιότητος – «parmi les grands économistes de l’Antiquité», ὁ δέ Ἰταλός Luccioni ὡς «μέγαν μεταρρυθμιστήν» :

Ὁ Ξενοφῶν, κατά τόν Ἀ. Κανελλόπουλον, θέτει ὡς σκοπόν τῆς Οἰκονομίας ὡς Ἐπιστήμης τό «πῶς μία μικρομονάς (ὁ ἰδιώτης) ἢ μίας πόλις – πολιτεία (κοινωνία) μπορεῖ νά γίνῃ πλουσία». Μεταξύ δέ τῶν δύο προτεινομένων πιθανῶν κατευθύνσεων, δηλ. ἢ «τῆς φιλοπολέμου ἐξωτερικῆς πολιτικῆς» ἢ τῆς ἀξιοποιήσεως τῶν δυνατοτήτων μιᾶς κοινωνίας μέ εἰρηνικόν τρόπον καί μέσα, ὁ Ξενοφῶν ἐπιλέγει καί προτείνει εὐθαρσῶς «τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἐσωτερικοῦ καί ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου».

Ἂς προχωρήσωμεν ὂμως εἰς τάς οἰκονομικάς θεωρίας καί ἀπόψεις τοῦ Ξενοφῶντος κατ’ ἒργον. Καί ἀρχίζομεν κατά πρῶτον μέ τόν περίφημον «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ» του:

Ὁ «Οἰκονομικός» τοῦ Ξενοφῶντος ἀναφέρεται εἰς τήν Γεωργίαν διαφέρει ὃμως ἀπό τά ἂλλα ἒργα καί ἀπόψεις τῶν Ἀρχαίων φιλοσόφων, ὡς τοῦ Θαλοῦ (ἢ Θαλέω), Σόλωνος, Δημοκρίτου, Ἀριστοτέλους (ἡ Κατά Φύσιν Κτητική), καί τῶν λοιπῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ὑπεστήριξαν ἐνθέρμως τήν ἀνάπτυξιν τῆς Γεωργίας. Διότι ὁ «Οἰκονομικός» τοῦ Ξενοφῶντος πλήν τῶν γεωπονικῶν ἀναφορῶν ἐμπεριέχει καί οἰκονομικάς ἀπόψεις καί θεωρίας, δηλ. ἀποτελεῖ τοῦτο ἐξαίρετον πόνημα Ἀγροτικῆς Οἰκονομίας ἐπιδιώκοντος τοῦ συγγραφέως μετά τό τέλος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ὃπως ἑλκύσῃ καί ἐπαναφέρῃ τούς ἀνέργους μετά τόν πόλεμον στρατιώτας εἰς τήν ἀπασχόλησίν των πλέον μέ τάς γεωργικάς ἐργασίας. Πολύ χαρακτηριστική εἶναι ἡ πολύ γνωστή διατύπωσίς του «ὃταν πηγαίνῃ καλῶς ἡ Γεωργία, ἐνισχύονται καί ὃλαι αἱ ἂλλαι τέχναι, ὃπου ὃμως ἡ γεωργία ἀναγκάζεται νά μένῃ ἂγονος, σβύννουσι καί αἱ ἂλλαι τέχναι σχεδόν εἰς τίποτε, τόσον εἰς τήν ξηράν ὃσον καί εἰς τήν θάλασσαν».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Εὖ μέν γάρ φερομένης τῆς Γεωργίας, ἒρρωνται καί αἱ ἂλλαι τέχναι ἃπασαι, ὃπου δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν, ἀποσβέννυνται καί αἱ ἂλλαι τέχναι σχεδόν τι καί κατά γῆν καί κατά θάλασσαν»).

Μᾶς λέγει ἀκόμη ὁ Ξενοφῶν πῶς δύναται κάποιος νά αὐξήσῃ τόν Πλοῦτόν του ἀπό τήν Γεωργίαν: «Δι’ αὐτούς πού εἶναι ἱκανοί νά ἐπιβλέπωσι τάς ὑποθέσεις των καί νά καταβάλλωσι προσπαθείας νά καλλιεργήσωσι τήν γῆν, ὑπάρχει μία πολύ ἀποτελεσματική μέθοδος διά νά πλουτίσωσιν ἀπό τήν Γεωργίαν. Ὁ πατέρας μου ὁ ἲδιος τήν ἐφήρμοσε καί τήν ἒμαθε καί σέ μένα. Δέν μέ ἂφηνε ποτέ νά ἀγοράσω γῆν καλῶς καλλιεργημένην• ἂν ὃμως ἀπό ἀμέλειαν ἢ ἀνικανότητα τῶν ἰδιοκτητῶν κάποιο κομμάτι γῆς δέν ἦτο παραγωγικόν ἢ φυτευμένον, αὐτό μέ συνεβούλευε νά ἀγοράσω. Ἡ γῆ πού εἶναι καλά καλλιεργημένη, ἒλεγε, κοστίζει ἀκριβά καί δέν ἒχει ἀπόδοσιν… Αὐτά πού δίδουν ἰδιαιτέρως χαράς (ἱκανοποίησιν) εἶναι ἡ γῆ καί τά ζῶα πού ἀποδίδουν. Καί τίποτε δέν ἀποδίδει περισσότερον ἀπό ἓνα τεμάχιον γῆς, ὀλίγον πρίν μή παραγωγικόν, τό ὁποῖον γίνεται εὒφορον δι’ ὃλα τά εἲδη συγκομιδῆς».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Τοῖς γε ἐπιμελεῖσθαι δυναμένοις καί συντεταμένως γεωργοῦσιν ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπό γεωργίας καί αὐτός ἐπετήδευσε καί ἐμέ ἐδίδαξεν ὁ πατήρ• οὐδέποτε γάρ εἲα χῶρον ἐξειργασμένον ὠνεῖσθαι, ἂλλ’ ὃστις ἢ δι’ ἀμέλειαν ἢ δι’ ἀδυναμίαν τῶν κεκτημένων, καί ἀργός καί ἀφύτευτος εἲη, τοῦτον ὠνεῖσθαι παρήνει• τούς μέν γάρ ἐξειργασμένους ἒφη καί πολλοῦ ἀργυρίου γίγνεσθαι καί ἐπίδοσιν οὐκ ἒχειν… Ἀλλά πᾶν κτῆμα καί θρέμμα τό ἐπί τό βέλτιον ἰόν, τοῦτο καί εὐφραίνειν μάλιστα ᾤετο. Οὐδέν οὖν ἒχει πλείονα ἐπίδοσιν ἢ χῶρος ἐξ ἀργοῦ πάμφορος γιγνόμενος»).

Ὃσον ἀφορᾷ τόν περίφημον Νόμον τῶν Ἀγορῶν, ἂλλως τῆς Προσφορᾶς καί τῆς Ζητήσεως (Law of Supply and Demand, Γαλλ.: Loi de l’Offre et de la Demande, Γερμ.: Das Gesetz des Angebots und der Nachfrage), πρῶτος ὁ Ξενοφῶν διετύπωσε τόν Νόμον αὐτόν. Δίδει δέ τό κάτωθι παράδειγμα: «Ὃταν ἐπίσης ὑπάρχῃ μεγάλη παραγωγή σιταριοῦ καί κρασιοῦ, αἱ γεωργικαί ἐργασίαι δέν εἶναι προσοδοφόροι, ἀκόμη καί ἂν τά προσφερόμενα προϊόντα εἶναι ἂριστα».

(Ἀρχαῖον Κείμενον: «Καί ὃταν γε πολύς σῖτος καί οἶνος γένηται, ἀξίων ὂντων τῶν καρπῶν, ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται»).

Αὐτόν λοιπόν τόν Νόμον τῶν Ἀγορῶν, ὃστις ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῆς Ἐλευθέρας Οἰκονομίας, ὃτι δηλ. ἡ ὑπερπροσφορά προϊόντων (ἀγαθῶν) ὁδηγεῖ εἰς τήν πτῶσιν τῶν τιμῶν των, ὑπῆρξε κατά πρῶτον δημιούργημα τῆς σκέψεως τοῦ μεγάλου αὐτοῦ οἰκονομολόγου τῆς Ἀρχαιότητος – τοῦ Ξενοφῶντος. Δέν εἶναι λοιπόν ἐκ λυσσώδους φθόνου, πού ὁ Schumpeter προσποιεῖται, ὃτι ἀγνοεῖ τόν μεγάλον αὐτόν οἰκονομολόγον τῆς Ἀρχαιότητος;

Ἐπίσης εἰς τόν «Οἰκονομικόν» του ὁ Ξενοφῶν ἀναφέρεται εἰς τήν «Ἀνταλλακτικήν Ἀξίαν» τῶν ἀγαθῶν, δηλ. τήν δυνατότητα καί ἱκανότητα τοῦ πωλοῦντος, ὃπως ἀντλῇ ὠφέλειαν ἀπό τήν διάθεσιν τῶν πρός πώλησιν πραγμάτων. Καί λέγει (ἐν μεταφράσει): «Ὃπως φαίνεται λοιπόν, ἐσύ θεωρεῖς χρήματα τό ὠφέλιμον, ἐνᾧ ὃ,τι βλάπτει, ὂχι. Τά ἲδια λοιπόν πράγματα, δι’ αὐτόν πού ξέρει νά τά χρησιμοποιῇ ἀποτελοῦν ἀγαθά, καί δι’ αὐτόν πού δέν ξέρει δέν ἀποτελοῦσιν ἀγαθά».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Οὐκοῦν ἒμοιγε δοκεῖ. Σύ ἂρα, ὡς ἒοικε, τά μέν ὠφελοῦντα χρήματα ἡγῇ, τά δέ βλάπτοντα οὐ χρήματα. Ταῦτα ἂρα ὂντα τῷ μέν ἐπισταμένῳ χρῆσθαι αὐτῶν ἑκάστοις χρήματά ἐστι, τῷ δέ μή ἐπισταμένῳ οὐ χρήματα»).

Ὃσον ἀφορᾷ τόν Πλοῦτον ὁ Ξενοφῶν ἐθεώρει ὃτι ἡ Οἰκονομία, ἀνεξαρτήτως μεγέθους, εἶναι ἓν «σύνολον ἐνεργειῶν» τῶν ὁποίων ὁ σκοπός εἶναι ἡ δημιουργία περιουσίας καί πλούτου. Διά νά ἀποκτηθῇ δέ ὀ πλοῦτος θά πρέπῃ νά γνωρίζῃ κανείς καί νά ἒχῃ τήν σοφίαν, πού εἶναι τό ὑπέρτατον ἀγαθόν, εἰς τό νά χρησιμοποιῇ ἢ νά πωλῇ τά πρός ἀγοράν ἢ πρός πώλησιν ἀγαθά. Ἐξαρτᾷ δέ τάς προϋποθέσεις αὐτάς καί ἀπό τήν ἒντασιν τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου διά τά ἀντικείμενα αὐτά.

Εἰς δύο σημεῖα τοῦ «Οἰκονομικοῦ» του ὁ Ξενοφῶν λέγει: α) «Ὁ σκοπός ἐκείνου πού ἀσχολεῖται μέ τήν Οἰκονομίαν εἶναι νά δοικῇ σωστά τά τοῦ οἲκου του» καί β) «καθώς θά εἶναι πεφορτισμένος μέ τήν διοίκησιν ἑνός οἲκου, θά πρέπῃ καί νά κάνῃ ὃσα πρέπει καί δημιουργῶν περισσεύματα (περιουσίαν) νά αὐξάνῃ τόν οἶκον του».

(Ἀρχαῖα κείμενα: «Οἰκονόμου ἀγαθοῦ εἶναι εὖ οἰκεῖν τόν ἑαυτοῦ οἶκον» καί «Οἶκον παραλαβών τελεῖν τε ὃσα δεῖ καί περιουσίαν ποιῶν αὒξειν τόν οἶκον»).

Εἶναι ἀκριβῶς εἰς τό σημεῖον αὐτό ἀξιοσημείωτος ἡ ἂποψις τοῦ Ἰταλοῦ οἰκονομολόγου Fenoglio εἰς τό Βιβλίον του «Πορεία τῆς Ἱστορίας τῶν Οἰκονομικῶν Ἀρχῶν», ὃστις τονίζει «ὃτι ἡ ἰδέα περί Πλούτου καί Ὠφελείας τοῦ Ξενοφῶντος εἶναι πιό κοντά στήν ἀλήθειαν ἀπό τούς οἰκονομολόγους, πού ἐπηκολούθησαν 20 αἰῶνας μετά. Κατά τόν Ξενοφῶντα ἐννοεῖται ἡ ὑποχρέωσις τῆς ὀρθολογικῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν κεκτημένων ἀγαθῶν».

Ἓν ἂλλο βασικόν σημεῖον τῆς Οἰκονομίας τό ὁποῖον θίγει ὁ Ξενοφῶν εἶναι ἡ Παραγωγή. Θεωρεῖ δέ ὡς συντελεστάς ταύτης: «α) Τήν γῆν ὡς φορέα φυσικῶν ὑλῶν καί δυνάμεων καί ὡς τόπον ἐγκαταστάσεως. β) Τήν Ἐργασίαν ἣτις ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἡλικίαν, τήν ὑγείαν καί τήν ἐκπαίδευσιν. γ) Τόν πληθυσμόν καί τό μέγεθος τῆς ἀγορᾶς».

Ὃσον ἀφορᾷ δέ τήν λύσιν τοῦ πάντοτε ὑπάρχοντος προβλήματος τῆς Ἰδιοκτησίας μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν, καί ἐν γένει τῆς πενίας ἐντός μιᾶς κοινωνίας, αὓτη σχετίζεται μέ τήν αὒξησιν τῆς Παραγωγῆς.

Ἐξ ἂλλου εἶναι εἰς τό σημεῖον αὐτό ἀκριβῶς τῆς Παραγωγῆς, ὃπου πρῶτος ὁ Ξενοφῶν εἰς τόν «Οἰκονομικόν» του εἰσάγει τούς κάτωθι τρεῖς βασικούς Οἰκονομικούς Νόμους: α) Τῆς Φθινούσης Ἀποδόσεως, β) τῆς Σχέσεως Προσφορᾶς καί Ζητήσεως καί γ) τῆς Ὁριακῆς Χρησιμότητος (ὀνομασθεῖσα μεταγενεστέρως Νόμος τοῦ Gossen).

Καί τι μᾶς λέγει ὁ Γερμανός οἰκονομολόγος Hermann Heinrich Gossen διά τήν Περιθωριακήν Χρησιμότητα εἰς τήν μελέτην του δημοσιευθεῖσαν τῷ 1853 « Die Entwicklung des Gesetzes des Menschlichen Verkehrs (Ἡ Ἀνάπτυξις τοῦ Νόμου τῆς Ἀνθρωπίνης Ἐπικοινωνίας) » ; Τό κάτωθι: «Ὃταν ἡ ποσότης ἑνός ἀγαθοῦ, τό ὁποῖον κατέχομεν, αὐξάνηται, αὐτό πάντοτε μᾶς προκαλεῖ (προξενεῖ) μεγαλυτέραν ἱκανοποίησιν. Ἀλλά ἡ αὒξησις τῆς ἱκανοποιήσεως τείνει νά εἶναι ὃλον καί περισσότερον ἀδύνατη (νά ἐξασθενῇ)». (Διατύπωσις εἰς τήν Γαλλικήν: « Lorsque la quantité d’un bien, que l’on possède, augmente, cela nous procure toujours plus de satisfaction, mais l’accroissement de satisfaction tend à être de plus en plus faible »).

Ὃσον ἀφορᾷ τήν Ἀνάπτυξιν θεωρεῖ βασικόν παράγοντα ταύτης τήν Ἀποταμίευσιν. Δι’ αὐτό εἰς τόν διάλογον τοῦ Ἰσχομάχου μέ τόν Σωκράτην εἰς τό ἲδιον βιβλίον ὁ Ξενοφῶν ἀναφέρει: «Ἐθεωρήσαμεν, ὃμως, ἀνεξαρτήτως ἀπό τό ἐάν κάποιος τυγχαίνῃ νά μήν ἒχῃ ἀγαθά, ὃτι ὑπάρχει μία Ἐπιστήμη τῆς Οἰκονομίας. Τί σέ ἐμποδίζει νά γνωρίζῃς κι ἐσύ αὐτήν τήν Ἐπιστήμην;… Βλέπω, Σωκράτη, ὂτι γνωρίζεις ἓνα μοναδικόν τρόπον νά ἀποκτᾷς περιουσίαν, τόν νά κάνῃς οἰκονομίας. Αὐτός πού μπορεῖ μέ μικρόν εἰσόδημα, νά κάνῃ οἰκονομίας, μπορεῖ, ἐλπίζω, μέ μεγάλα εἰσοδήματα πολύ εὐκόλως νά συγκεντρώνῃ πολύ μεγάλα περισσεύματα».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Ἀλλ’ ἐδόκει ἡμῖν, καί εἰ μή χρήματά τις τύχοι ἒχων, ὃμως εἶναι τις ἐπιστήμη οἰκονομίας. Τί οὖν κωλύει καί σέ ἐπίστασθαι; … Ὁρῶ γάρ σε, ὦ Σώκρατες, ἓν τι πλουτηρόν ἒργον ἐπιστάμενον περιουσίαν ποιεῖν. Τόν οὖν ἀπ’ ὀλίγων περιποιοῦντα ἐλπίζω ἀπό πολλῶν γ’ ἂν πάνυ ῥαδίως πολλήν περιουσίαν ποιῆσαι»).

Ἐν σχέσει πρός τό θέμα τῆς Διανομῆς τοῦ Εἰσοδήματος, προτείνει, μέτ’ ἐκπληκτικῆς διά τήν ἐποχήν του διαυγείας τήν κοινωνικήν ὑποχρέωσιν πρός τήν πολιτείαν καί τούς ἀπόρους, τήν ὁποίαν ὑπέχει ἡ μεγάλη ἰδιωτική περιουσία. Ἒτσι περαιτέρω εἰς τήν συνομιλίαν Ἰσχομάχου καί Σωκράτους ὁ Ξενοφῶν ἀναφέρει: «Θεωρῶ εὐχάριστον, Σωκράτη, νά τιμῶ τούς θεούς καί νά βοηθῶ τούς φίλους μου ἂν χρειάζωνται κάτι … Ὑπάρχουν τόσοι πού δέν μποροῦν νά ζήσωσι χωρίς τήν βοήθειαν τοῦ ἂλλου. … Ἀλλ’ αὐτούς πού μποροῦν ὂχι μόνον νά διοικῶσι τό σπίτι των, ἀλλά νά κάνωσιν οἰκονομίας καί νά ἀνακουφίζωσι τούς φίλους, πῶς νά μήν θεωρήσωμεν ἀνθρώπους μέ γεράς βάσεις καί δύναμιν (ἀνδρείαν ψυχικήν);»

(Ἂρχαῖον κείμενον: Ἡδύ γάρ μοι δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, καί θεούς μεγαλείως τιμᾶν καί φίλους, ἂν τινος δέωνται … Ὃτε πολλοί μέν εἰσίν ἂνθρωποι, οἳ οὐ δύνανται ζῆν ἂνευ τῶν ἂλλων δεῖσθαι … Οἱ δέ δή δυνάμενοι μή μόνον τόν ἑαυτῶν οἶκον διοικεῖν, ἀλλά καί περιποιεῖν ὣστε καί … τούς φίλους ἐπικουφίζειν, πῶς τούτους οὐχί βαθεῖς τε καί ἐρρωμένους ἂνορας χρή νομίσαι;») Καί ἀλλαχοῦ: «Κάνω δέ καλόν σέ ὃσους μπορῶ». Ἀρχαῖον κείμενον: «Εὖ δέ ποιῶ πολλούς ὃσον ἂν δύνωμαι».

Ἐπειδή δέ ὁ «Οἰκονομικός», τό ἐξαίρετον αὐτό ἒργον τοῦ Ξενοφῶντος, δίδει κυρίως συμβουλάς διά τήν ἀνάπτυξιν τῆς ἀτομικῆς ἢ ἰδιωτικῆς ἐργασίας, δηλ. πραγματεύεται τάς μικροῦ μεγέθους μονάδας ἐργασίας, κατατάσσεται τοῦτο ὡς μία ἀξιολογωτάτη πραγματεία τῆς Ἀρχαιότητος ἐπί τοῦ θέματος τῆς Μικρο-οἰκονομίας.

Σημειωτέον ὃτι τόν «Οἰκονομικόν» τοῦ Ξενοφῶντος ὁ Κικέρων τόν ἐθεώρησεν ἀξιολογώτατον ἒργον ὣστε τό μετέφρασεν εἰς τήν Λατινικήν.

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

(Συνεχίζεται)

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 22.9.2016