Στην κατάταξη των μεγαλύτερων τραπεζών παγκοσμίως η Deutsche Bank κατρακύλησε στην 40ή θέση, μέσα σε έναν χρόνο η μετοχή της έπεσε στα 33 ευρώ καταγράφοντας απώλειες 66%, ενώ σημαντικά μερίδιά της σε βιομηχανικές επιχειρήσεις βγήκαν στο “σφυρί”.
Την άνοιξη του 2016 ο επικεφαλής της τράπεζας Τζον Κράιαν διαβεβαίωνε ότι η Deutsche Bank είναι σε θέση να πληρώσει τα επιτόκια για ιδιαίτερα επισφαλή δάνεια. Περιττό να πούμε ότι όταν γίνεται τέτοια δημόσια δήλωση είναι σαν να έχει ομολογηθεί ότι ήδη η τράπεζα βρίσκεται σε πορεία κατάρρευσης.
Μετά την δήλωση αυτή τα συνταξιοδοτικά ταμεία (τα λεγόμενα pension funds που είναι πραγματικοί επενδυτές) και επενδυτές με μακροχρόνιο ορίζοντα αρχίζουν να αφαιρούν μετοχές της Deutsche Bank από το χαρτοφυλάκιό τους, ενώ η Moody´s υποβαθμίζει την πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας, κάτι που αυξάνει εκ νέου το κόστος για τη χρηματοδότησή της.
Στην ουσία είναι να απορεί κανείς με το θράσος των Γερμανών που επί σειρά ετών λοιδορούν και καταστρέφουν την Ελλάδα. Η Deutsche Bank μπορεί να φέρει πραγματικό οικονομικό «τσουνάμι» που όμοιό του στην Ευρώπη δεν έχουν ξαναδεί.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τις αποκλύψεις αυτές τις κάνει η ελληνική έκδοση της DW και συγκεκριμένα οι Ρολφ Βένκελ και Γιάννης Παπαδημητρίου. Δηλαδή τα ίδια τα γερμανικά ΜΜΕ έχουν πλήρη γνώση για το τι έχει κάνει το «καμάρι» τους.
«Η Deutsche Bank ήταν θεσμός επιφανής, σχεδόν ιερός. Εωσότου συνέβη αυτό που η ZEIT Online είχε χαρακτηρίσει κάποτε “τραπεζική ληστεία εκ των έσω”. Μία “ληστεία” που άρχισε το 1989, όταν το διοικητικό συμβούλιο της Deutsche Bank, υπό τον τότε επικεφαλής Άλφρεντ Χέρχαουζεν, εξαγόρασε τη βρετανική επενδυτική τράπεζα Morgan Greenfell.
Ακολούθησε η αγορά της αμερικανικής Bankers Trust το 1999. Μέσα σε δέκα χρόνια η Deutsche Bank είχε αναδειχθεί μεγαλύτερη τράπεζα παγκοσμίως.
Όμως η ταυτότητά της είχε αλλάξει: από υγιές πιστωτικό ίδρυμα που εξασφάλιζε κέρδη με την παροχή ρευστότητας στην ιδιωτική οικονομία, η Deutsche Bank μετατράπηκε σε ναό του τζόγου.
Οι “ειδήμονες” της επενδυτικής τραπεζικής απέκτησαν τον έλεγχο, αλλά, σε αντίθεση με τους τραπεζίτες παλαιάς κοπής, αποποιήθηκαν την ευθύνη για τις συναλλαγές τους.»
Αν μέσα σε όλα αυτά προσθέσουμε και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες όπως η ιταλική UniCredit με τη γερμανική θυγατρική της Hypo-Vereinsbank να καταγράφουν απώλειες 7,2%, οι δύο μεγάλες ισπανικές τράπεζες Santander και BBVA να χάνουν 5,3% και 4,8% αντιστοίχως, ενώ ο ολλανδικός όμιλος ING, στον οποίο ανήκει και η γερμανική ING Diba, έχει απώλειες 4,6% τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά για την γερμανική οικονομία.
Τα ευρωπαϊκά stress test υποδεικνύουν ότι πολλές τράπεζες- μεταξύ αυτών οι γερμανικές Deutsche Bank και Commerzbank- διαθέτουν σχετικά χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Όλα τα τραπεζικά ιδρύματα υποφέρουν από τη σημερινή πολιτική χαμηλών επιτοκίων, η οποία μάλλον θα συνεχιστεί με το Brexit προ των θυρών.
Η αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών τραπεζών αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο βαρόμετρο των χρηματαγορών: οι μετοχές της Deutsche Bank και της Credit Suisse αφαιρούνται από τον δείκτη Stoxx Europe 50, ο οποίος περιλαμβάνει τις 50 ευρωπαϊκές μετοχές με την καλύτερη απόδοση.
Μπορεί ο δείκτης να μην έχει την ίδια βαρύτητα με τον Euro Stoxx 50, που καταγράφει μόνο τις 50 ισχυρότερες μετοχές στην ευρωζώνη, αλλά σε κάθε περίπτωση η εκπαραθύρωση δύο ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί πλήγμα για το κύρος τους.
Στην πραγματικότητα η ΕΕ οφείλει να δώσει ένα «κούρεμα» χρέους στην Ελλάδα όχι μόνο διότι έχει καταφανώς αδικήσει την χώρα αλλά για λόγους δική της επιβίωσης. Εάν η «αποικία» χρέους καταρρεύσει αυτό θα είναι και το τέλος της ΕΕ.
Ήδη μετράει ένα Brexit και τον Οκτώβριο έρχεται η σειρά της Ιταλίας.
Θεόφραστος Ανδρεόπουλος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 8.8.2016