Λ. Κωνσταντινίδης: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΙΔΕΑΙ καί ΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ

Ὃμως οἱ ἂνθρωποι ἐπιδιώκοντες νά καταργήσωσι τούς ἐνυπάρχοντας περιορισμούς εἰς τήν Οἰκιακήν Οἰκονομίαν ἢ ἂλλως εἰς τήν Ἁπλῆν Κτητικήν καί νά ὑπερβῶσι τά ὃρια ἐντός τῶν ὁποίων αὓτη ἐνεργεῖ καί οἱ ἂνθρωποι ἐνυπάρχουσιν εἰς αὐτήν, καί ἀκόμη ἐπειδή διά τῆς ἐξελίξεως ὁ σκοπός τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι πλέον ἁπλῶς τό «εὖ ζῆν», δηλ. τό ἠθικῶς καί ἐναρέτως ζῆν, ἀλλά τό «καλῶς ζῆν», δηλ. ἡ εὐζωΐα (μέ τήν σημερινήν σημασίαν τῆς λέξεως, ἢτοι τῆς καλοζωΐας καί καλοπεράσεως), ἀρχίζουσι νά φροντίζωσι μέ κάθε τρόπον διά τήν ἀπόκτησιν πλούτου καί χρήματος. Ἐφ’ ὃσον δέ εἰς τήν εὐζωΐαν ὑπεισέρχονται ἀναποφεύκτως καί αἱ ἀπολαύσεις, αἱ σωματικαί καί παντός εἲδους τοιαῦται, τότε κατά τόν Ἀριστοτέλη, παρατηροῦνται δύο νέαι τάσεις ἢ ἐπιδιώξεις εἰς τήν κοινωνίαν. Αἱ κάτωθι:

Κατά πρῶτον ἐκ τῆς Κτητικῆς προέρχεται ἡ Οἰκονομική, τῆς ὁποίας σκοπός εἶναι ἡ Αὒξησις τῆς Παραγωγῆς τῶν ὑπαρχόντων φυσικῶν ἀγαθῶν, οὓτως ὣστε νά προσφέρῃ καί ἐμπορεύηται ἐπί εὐρυτέρας κλίμακος τά ἐκ τῆς ἀρχικῶς Ἁπλῆς Κτητικῆς ἀγαθά. Ἡ δευτέρα ἐξέλιξις εἶναι ἡ Χρηματιστική ἢ Ἀνταλλακτική ἢ ἀκόμη καλύτερον, ὡς τήν ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης, ἡ «Κατ’ Ἐξοχήν Χρηματιστική». Ἀμφότεραι αἱ ἀνωτέρω νέαι τάσεις (Οἰκονομική καί Χρηματιστική ἢ Ἀνταλλακτική) κατά τόν Σταγειρίτην φιλόσοφον δέν ἐμπίπτουσιν εἰς τήν φυσικήν ἀπόκτησιν τοῦ περιωρισμένου Φυσικοῦ Πλούτου, ὡς π.χ. ἡ Θηρευτική, Ἁλιευτική κτλ. Τό ἀντικείμενον καί ὁ σκοπός τόσον τῆς Οἰκονομικῆς ὃσον καί τῆς Χρηματιστικῆς ἢ Ἀνταλλακτικῆς εἶναι ἡ τέχνη τοῦ κερδίζειν διά τοῦ Ἐμπορίου καί τῆς Ἀνταλλαγῆς τῶν παραγομένων ἐν ἀφθονίᾳ φυσικῶν καί ἂλλων χρειωδῶν προϊόντων (καί ὂχι ἁπλῶς ἡ ἀπόκτησις τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν ὑπό μιᾶς οἰκογενείας διά τάς ἀνάγκας καί διά τήν ἂνετον ζωήν ταύτης).

Ὡς ἐκ τούτου, τόσον ἡ Οἰκονομική ὃσον καί ἡ Χρηματιστική καταργοῦσι τούς περιορισμούς καί τά ὃρια τῆς Φυσικῆς Οἰκονομίας, ἒχουσι δέ ὡς σκοπόν των τήν ἀπόκτησιν ὃσον τό δυνατόν περισσοτέρου πλούτου, ἢτοι τόν πλουτισμόν, διά τοῦ δημιουργουμένου κέρδους ἐκ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἀγαθῶν. Οὓτω ἀποκτῶνται τά ἀγαθά διά τοῦ ἐμπορίου καί τῆς βιοτεχνίας ἢ μικρᾶς βιομηχανίας, εἲτε διά τῆς Ἀνταλλαγῆς προϊόντων εἲτε διά τῆς Καπηλικῆς, δηλ. ἒναντι πληρωμῆς. Ἀποκαλεῖται δέ αὓτη καί Συναλλακτική ἢ Χρηματική Οἰκονομία. Αὐτήν δέ ὁ Ἀριστοτέλης τήν χαρακτηρίζει «παρά φύσιν Κτητικήν», διότι αὓτη περιλαμβάνει εἰς τήν ὃλην δραστηριότητά της καί τήν «μισθαρνίαν», ἢτοι «τήν ἐκμίσθωσιν τῶν φυσικῶν καί πνευματικῶν ὑπηρεσιῶν τῶν ἐργαζομένων ἀνθρώπων».

Ἓν ἂλλο κακόν τῆς Χρηματιστικῆς κατά τόν Ἀριστοτέλη εἶναι ὃτι παράγει χρῆμα μέσῳ χρήματος, δηλ. αὓτη ἒγκειται εἰς τήν «διά χρημάτων μεταβολήν». Ὡς δέ ἀναλύει ὁ Ἓλλην οἰκονομολόγος Ἀ. Κανελλόπουλος, «τοῦτο ἀποβλέπει, εἰς τήν ἀπεριόριστον ἐπιθυμίαν ὑπό τοῦ ἀνθρώπου πρός πλουτισμόν καί δι’ αὐτό ὁ Ἀριστοτέλης τήν θεωρεῖ ἀφύσικον, ἀτιμωτικήν, ἀνέντιμον καί ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀπόκτησιν πλούτου εἰς βάρος ἂλλων».

Δι’ αὐτό, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης μέ μίαν δόσιν ἀπαξιωτικῆς ἐπικρίσεως (εἰς μετάφρασιν), «ὃλοι αὐτοί οἱ χρηματισταί ὃλας τάς ἱκανότητάς των τάς μεταβάλλουσιν εἰς μέσα ἀποκτήσεως χρήματος, ὡσάν τάχα αὐτό νά εἶναι προορισμός καί πρός αὐτόν τόν προορισμόν πρέπει νά κατατείνωσιν αἱ ἱκανότητες τῶν ἀνθρώπων». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Οἱ δέ πάσας ποιοῦσι χρηματιστικάς, ὡς τοῦτο τέλος ὂν, πρός δέ τό τέλος ἃπαντα δέον ἀπαντᾶν»).

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀπόψεών του ὁ Ἀριστοτέλης καθίσταται πρόδρομος τῆς συγχρόνου λεγομένης «Ἀνθρωπιστικῆς Οἰκονομίας», δηλ. τῆς οἰκονομίας ἐκείνης, ἣτι ἒχει ὡς σκοπόν τήν «ἀνθρωπίνην εὐημερίαν».

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΗ: Ἂς ἰδῶμεν ὃμως πῶς, κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἐξελίσσονται τά πράγματα εἰς τήν Χρηματιστικήν: Ὡς ἢδη ἀνεφέρθη, εἰς αὐτήν δέν ὑπάρχει ὃριον πλούτου καί ἀποκτημάτων. Ἀποτελεῖ δέ αὓτη προϊόν τέχνης καί πείρας καί διεξάγεται δι’ ἀνταλλαγῆς εἲδους ἢ εἰδῶν (Ἀνταλλακτική). Π.χ. προσέφερεν ὁ χρηματιστής οἶνον καί ἐλάμβανε εἰς ἀντάλλαγμα σῖτον κτλ. Διά τήν κοινωνίαν εἰς τήν βάσιν της ἦτο χρήσιμος ἡ τοιαύτη διαδικασία, διότι κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ἀνεπλήρου αὓτη (ἡ κοινωνία) τάς κατά φύσιν ἐλλείψεις της.

Ἐκ τῆς ἀνάγκης βεβαίως τῶν ἀνταλλαγῶν καί τῆς εἰσαγωγῆς ἐλλειπόντων εἰδῶν ἐξ ἀπομεμακρυσμένων χωρῶν κατ’ ἀνάγκην ἡ κοινωνία ὡδηγήθη εἰς τήν ἐπινόησιν τοῦ Νομίσματος. Εἶναι πρέπον δέ νά σημειωθῇ ὃτι οἱ πρῶτοι, οἳτινες ἐφηῦρον τό Νόμισμα εἰς τάς συναλλαγάς των, ἦσαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες καί συγκεκριμένως οἱ Φωκαεῖς τόν 8ον αἰῶνα π.Χρ. Σημειωτέον ὃτι τό πρῶτον ἐκδοθέν Ἑλληνικόν Νόμισμα ἦτο χρυσοῦν καί ἒφερεν ἐπ’ αὐτοῦ τήν Φήμην.

Ὃσον ἀφορᾷ τό Νόμισμα ἢ Χρῆμα καί πάλιν ἡ ἂποψις τοῦ Ἀριστοτέλους συμπίπτει μέ ὃ,τι καί σήμερον εἶναι ἀποδεκτόν εἰς τήν Οἰκονομίαν καί τό Ἐμπόριον, ἢτοι αὐτό πρέπει νά χρησιμεύῃ πρός διευκόλυνσιν τῶν Συναλλαγῶν. Ἀναφέρει δέ τοῦτο εὐκρινέστατα εἰς τήν κάτωθι θέσιν του. Ἐν μεταφράσει: «Διότι ὃταν ἡ εἰσαγωγή τῶν ἐλλειπόντων ἢρχισε νά γίνηται ἀπό περισσότερον ἀπομεμακρυσμένας χώρας, ὡς καί ἡ ἐξαγωγή τῶν πλεοναζόντων εἰς τοιαύτας χώρας, τότε κατ’ ἀνάγκην ἐγεννήθη τό νόμισμα». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Ξενικωτέρας γάρ γενομένης τῆς βοηθείας τῷ εἰσάγεσθαι ὧν ἐνδεεῖς καί ἐκπέμπειν ὧν ἐπλεόναζον, ἐξ ἀνάγκης ἡ τοῦ νομίσματος ἐπορίσθη χρῆσις»).

ΠΛΟΥΤΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΗΣ: Ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τόν Πλοῦτον, ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶται διά τῆς Χρηματιστικῆς ὡς τεχνητόν καί, ὡς ἢδη ἀνεφέρθη, παρά φύσιν («οὐ φύσει»). Ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ μόνον τόν πλοῦτον, ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶται α) ἀπό τήν «κατά φύσιν κτητικήν» (γεωργία, θηρευτική, ἁλιευτική κ.ἂ) καί β) τόν προερχόμενον ἀπό τήν ἐξαγωγήν μεταλλευμάτων καί τήν ὑλοτομίαν, ὃτι εἶναι «φυσικός πλοῦτος».

Ἐπί πλέον ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος ἐνᾧ ἀποδέχεται τήν Ἐργασίαν, ὡς ἢδη ἀνεφέρθη, εἶναι καθέτως ἐνάντιος τῆς Μισθαρνίας, δηλ. «τῆς ἐκμισθώσεως τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν λειτουργιῶν» τοῦ ἐργαζομένου. Ἐν ἂλλοις λόγοις ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ἐνάντιος τῆς «ἀκραίας ἐφαρμογῆς τῆς ἐργασίας», πού εἶναι ἀκριβῶς καί σήμερον αἱ ἀπόψεις τῆς κοινωνίας διά τήν Ἐργασίαν.

Ὃπως καί ὁ Πλάτων θεωρεῖ ἐπίσης ὁ Ἀριστοτέλης ὡς τό κύριον κόστος τῶν παραγομένων ἀγαθῶν τήν ἀξίαν τῆς καταβαλλομένης ἐργασίας πρός παραγωγήν των.

ΚΑΠΗΛΙΚΗ: Ἐξελισσομένης τῆς Χρηματιστικῆς δημιουργεῖται ὡς παράπλευρος ταύτης ἡ Καπηλική, ἡ ὁποία παράγει πλοῦτον διά τῆς κερδοσκοπίας ἐπί τῶν πρός πώλησιν ἀγαθῶν, ἢτοι ἒχομεν τήν «μεταπώλησιν ἐπί κέρδει». Ἐκαλεῖτο δέ Καπηλική ἡ πληρωμή ἀγορᾶς «ἐπί χρήματι», ἐκάλυπτε δέ αὓτη τό τοπικόν ἢ μικρότερον ἐμπόριον, ἐνᾧ ἡ «Ἐμπορία» ἐκάλυπτε τό εὐρύτερον φάσμα τῆς Χρηματικῆς Οἰκονομίας.

Ὡς ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἡ Χρηματιστική καί ἡ παράπλευρος ταύτης Καπηλική ἀσχολοῦνται κυρίως μέ τήν ἐκ τῆς ἀνταλλαγῆς καί τοῦ νομίσματος κερδοσκοπίαν καί ἀποκλειστικόν ἒργον τούτων εἶναι τό νά δύνανται νά ἐξευρίσκωσι τόν τρόπον, διά τοῦ ὁποίου θά κερδηθῇ περισσότερον χρῆμα, ἀφοῦ ἡ χρηματιστική εἶναι παραγωγική πλούτου καί χρημάτων. (Ἀρχαῖον κείμενον: «Διό δοκεῖ ἡ χρηματιστική μάλιστα περί τό νόμισμα εἶναι, καί ἒργον αὐτῆς τό δύνασθαι θεωρῆσαι πόθεν ἒσται πλῆθος χρημάτων• ποιητική γάρ εἶναι τοῦ πλούτου καί χρημάτων»).

Δι’ αὐτό ὁ Ἀριστοτέλης ἐθεώρει παρασιτικάς τήν Ἀλλαγήν ἢ Ἀνταλλαγήν καί τήν Καπηλείαν ἢ ἂλλως τό λιανικόν ἐμπόριον, διότι οἱ ἀσχολούμενοι μέ αὐτάς «ἀποζοῦσιν ἀπό τούς συνανθρώπους των».

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΠΛΟΥΤΟΥ καί ΧΡΗΜΑΤΟΣ: Ἐν τῇ ἐξελίξει τοῦ χρόνου κατέληξε νά θεωρῆται γενικῶς ὡς Πλοῦτος τό πλῆθος τῶν Νομισμάτων, τά ὁποῖα πραγματεύεται ἡ Καπηλική καί κατέχονται κατ’ αὐτήν ὑπό τῶν ἐμπορευομένων.

Ὃμως ὁ Ἀριστοτέλης παρετήρησεν ἒκτοτε πολύ ὀρθῶς, ὃτι ὁ Πλοῦτος ἐκ Νομισμάτων εἶναι ἀσταθής, διότι δύνανται πολλάκις νά διασαλευθῶσιν αἱ βάσεις στηρίξεως τῆς ἀξίας τῶν νομισμάτων καί ἒτσι εἶναι δυνατόν, παρ’ ὃλον ὃτι ἒχει τις πολύν πλοῦτον νομισμάτων, ἐν τούτοις (διά τῆς πιθανῆς ἀπωλείας τῆς ἀξίας των) νά κινδυνεύῃ νά ἀποθάνῃ ἐκ πείνης, ὡς ὁ Μίδας. (Ἀρχαῖον κείμενον: «… ὃτι μετατεθεμένων τε τῶν χρωμένων οὐδενός ἂξιον, οὒτε χρήσιμον πρός οὐδέν τῶν ἀναγκαίων ἐστί καί νομίσματος πλουτῶν πολλάκις ἀπορήσει τῆς ἀναγκαίας τροφῆς … καθάπερ καί τόν Μίδαν …»).

Δι’ αὐτό πρέπει οἱ ἂνθρωποι πάντοτε νά κάμνωσι τήν διάκρισιν μεταξύ ἀφ’ ἑνός τοῦ Φυσικοῦ Πλούτου καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς Χρηματιστικῆς (τοῦ κερδαίνειν διά τοῦ ἐμπορίου) μετά τῆς Καπηλικῆς (τοῦ μεταπωλεῖν ἐπί κέρδει). (Ἀρχαῖον κείμενον: «Διό ζητοῦσιν ἓτερόν τι τόν πλοῦτον καί τήν χρηματιστικήν, ὀρθῶς ζητοῦντες»). Ἐξ ἂλλου ὁ Πλοῦτος εἶναι ἀποτέλεσμα πλήθους στοιχείων καί τῆς οἰκιακῆς οἰκονομίας καί τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας. (Ἀρχαῖον κείμενον: «Ὁ δέ πλοῦτος ὀργάνων πλῆθός ἐστιν, οἰκονομικῶν καί πολιτικῶν»).

Ἐπίσης εἰς τά «Ἠθικά Νικομάχεια» ὁ Ἀριστοτέλης κάνει πολύ ἐνδιαφερούσας παρατηρήσεις διά τήν ἀνταλλαγήν προϊόντων καί τόν ῥόλον τοῦ Χρήματος, ὡς μεσάζοντος. Ἐξ ἂλλου ἀναφέρεται καί εἰς ἀνταλλαγάς ὂχι ἀμέσους, ἀλλά καί μελλοντικάς, τάς λεγομένας σήμερον ventes à terme καί futures sales ! Ἐπαναλαμβάνει δέ τήν διαπίστωσίν του, ὃτι τοῦ χρήματος ὡς ἀγαθοῦ, ἡ ἀξία του μεταβάλλεται ἀναλόγως τῆς προσφορᾶς καί τῆς ζητήσεως. Εἰδικῶς δέ διά τάς μελλοντικάς ἀνταλλαγάς μᾶς λέγει: «Ὃσον δέ ἀφορᾷ εἰς μίαν μελλοντικήν ἀνταλλαγήν, ἐφ’ ὃσον οὐδεμία πρός τό παρόν παρίσταται ἀνάγκη, τό χρῆμα καθίσταται ἐγγυητής διά μίαν τοιαύτην, ἐν περιπτώσει καθ’ ἣν καταστῇ ἀπαραίτητος. Πρέπει λοιπόν ὁ διαθέτων χρήματα νά ἀγοράζῃ μέ αὐτά ἀντίστοιχον ἐμπόρευμα».  (Ἀρχαῖον κείμενον: «Ὑπέρ δέ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδέν δεῖται, ὃτι ἒσται ἐάν δεηθῇ, τό νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἐσθ’ ἡμῖν• δεῖ γάρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν»).

Ὃσον ἀφορᾷ τήν μεταβαλλομένην ἀξίαν τοῦ χρήματος ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος ἀναφέρει: «Προφανῶς συμβαίνει μέ τό χρῆμα ὃ,τι καί μέ ὂλα τά ἂλλα πράγματα, δηλ. δέν διατηρεῖ πάντοτε τήν ἀξίαν του ἐπακριβῶς … Διά τοῦτο ὃλων τῶν πραγμάτων ἡ τιμή πρέπει νά εἶναι ὡρισμένη, διότι μόνον οὓτω καθίσταται δυνατή ἡ συναλλαγή καί ἡ ὓπαρξις κοινωνίας». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Πάσχει μέν οὖν καί τοῦτο τό αὐτό (οὐ γάρ ἀεί ἲσον δύναται)… Διό δεῖ πάντα τετίμησθαι•οὓτω γάρ ἀεί ἒσται ἀλλαγή, εἰ δέ τοῦτο, κοινωνία»).

Καί συνεχίζει: Ἐν μεταφράσει: «Ὃθεν τό χρῆμα εἶναι εἶδος μεσάζοντος … Διότι ἂνευ ἀνταλλαγῆς, εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξῃ κοινότης ἀγαθῶν … Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητος ἡ ὓπαρξις ἑνός (μέσου), τό ὁποῖον νά παριστᾷ κοινόν μέτρον …. Διό καί τό μέτρον τοῦτο καλεῖται νόμισμα, διότι καθιστᾷ σύμμετρα τά πάντα, δεδομένου ὃτι τά πάντα ἀποτιμῶνται διά τοῦ χρήματος».  (Ἀρχαῖον κείμενον: «Τό δή νόμισμα ὣσπερ μέτρον σύμμετρα γενέσθαι … Ἓν δή τι δεῖ εἶναι•… διό νόμισμα καλεῖται• τοῦτο γάρ πάντα ποιεῖ σύμμετρα• μετρεῖται γάρ πάντα νομίσματι»).

Ὁ Ἀριστοτέλης διαχωρίζει σαφῶς τόν Πλοῦτον ἀπό τό Χρῆμα. Δι’ αὐτό λέγει: «Καί ὑπάρχουν οἱ ὑποστηρίζοντες ὃτι πλοῦτος πολλάκις εἶναι τό πλῆθος τῶν νομισμάτων … ἂλλοι δέ θεωροῦσι τό νόμισμα κοῦφον (ἂνευ βάθους) … ἂνευ καμμίας ἐκ φύσεως ἀξίας, πού μεταβαλλομένων τῶν συνθηκῶν δύναται νά ἀπολέσῃ τήν ἀξίαν του …». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Καί γάρ τόν πλοῦτον πολλάκις τιθέασι νομίσματος πλῆθος, … Ὁτέ δέ πάλιν λῆρος εἶναι δοκεῖ τό νόμισμα … φύσει δι’ οὐθέν, ὃτι μεταθεμένων τε τῶν χρωμένων οὐθενός ἂξιον, οὒτε χρήσιμον πρός οὐδέν τῶν ἀναγκαίων ἐστί …»).

Ἑπομένως Πλοῦτος δέν εἶναι τό πλῆθος τῶν νομισμάτων, ἀλλά «τό πλῆθος ὀργάνων οἰκονομικῶν καί πολιτικῶν» καί ἀλλαχοῦ διευκρινίζει: «Χρήματα δέ (δηλ. ἀγαθά, περιουσία, κτήματα, ἒπιπλα κτλ.) λέγομεν πάντα ὃσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται».

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Προχωρῶν εἰς τάς ἀναλυτικάς μελέτας του ὁ Ἀριστοτέλης κάμνει τόν διαχωρισμόν μεταξύ «τῶν συντελεστῶν τῆς παραγωγῆς», τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ Ὂργανα. Τά διαχωρίζει δέ εἰς ἐκεῖνα τά Ὂργανα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται διά περαιτέρω παραγωγήν, ἢτοι τά «ποιητικά ὂργανα» καί εἰς ἐκεῖνα πού χρησιμοποιοῦνται πρός ἂμεσον κατανάλωσιν ἢ χρῆσιν, τά ὁποῖα ἀποκαλεῖ «ὂργανα χρήσεως». Φέρει δέ τό παράδειγμα τῶν ἀργαλειῶν. Ἡ μέν σαγίττα τοῦ ἀργαλειοῦ εἶναι ὂργανον παραγωγῆς, διότι ἀπό αὐτήν παράγεται κάτι διάφορον ἀπό τήν χρησιμοποίησίν της, ἐνᾧ τό παραγόμενον ἒνδυμα ἀπό τόν ἀργαλειόν διά τῆς χρήσεως τῆς σαγίττας ἀποτελεῖ ὂργανον χρήσεως. (Ἀρχαῖον κείμενον: Τά μέν οὖν λεγόμενα ὂργανα, ποιητικά ὂργανά ἐστι, τό δέ κτῆμα πρακτικόν•ἀπό μέν γάρ τῆς κερκίδος (σαγίττας) ἓτερόν τι γίνεται παρά τήν χρῆσιν αὐτῆς, ἀπό δέ τῆς ἐσθῆτος… ἡ χρῆσις μόνον»).

ΠΛΟΥΤΟΣ καί ΕΥΤΥΧΙΑ: Συνεχίζοντες τάς περί Πλούτου ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλους διαπιστώνομεν ὃτι οὗτος ἀπορρίπτει τήν στάσιν τῶν «νεωστί κεκτημένων», δηλ. τοῦ νεοπλουτισμοῦ, διότι ταῦτα «ἀνάγουσι τόν πλοῦτον εἰς προϋπόθεσιν τῆς εὐτυχίας».

Οἱ ἂνθρωποι, ἐν μεταφράσει: «θεωροῦσιν ἀρκετόν τό ποσόν τῆς ὑπαρχούσης παρ’ ἑκάστῳ ἀρετῆς, ἐνᾧ πλούτου καί χρημάτων καί ἰσχύος καί δόξης καί ὃλων τῶν παρομοίων ἀγαθῶν ζητοῦσιν ἐπ’ ἂπειρον νά κατέχωσιν ὑπερβολικάς ποσότητας». «Ἀλλ’ ὃμως», λέγει, «κατά τήν εὐδαίμονα ζωήν, εἲτε εἰς τήν χαράν ἒγκειται αὓτη εἲτε εἰς τήν ἀρετήν εἲτε καί εἰς ἀμφότερα ταῦτα, τήν ἀπολαύουν μᾶλλον οἱ ἒχοντες ὑπερβολικά στολίσματα τοῦ χαρακτῆρος καί τοῦ πνεύματος, ἐν μετρίῳ δέ βαθμῷ τά ὑλικά ἀγαθά …».

Καί συνεχίζει: «Τά μέν ἐξωτερικά ἀγαθά τελειώνουν, ὃπως κάθε πρᾶγμα … Αἱ ψυχικαί ὃμως ἀρεταί ὃσων ὑπερβολικαί καί ἂν εἶναι τόσον περισσότερον χρήσιμοι εἶναι, ἐάν πρέπῃ καί τῶν ἀρετῶν νά ἀναλογισθῶμεν ὂχι μόνον τήν ὡραιότητα ἀλλά καί τήν ὠφελιμότητα». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Τά μέν ἐκτός ἒχει πέρας, ὣσπερ ὂργανόν τι …, τῶν δέ περί ψυχήν ἓκαστον ἀγαθῶν, ὃσῳ περ ἂν ὑπερβάλλῃ, τοσούτῳ μᾶλλον χρήσιμον εἶναι, εἰ δεῖ καί τούτοις ἐπιλέγειν μή μόνον τό καλόν ἀλλά καί τό χρήσιμον»).

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω βλέπομεν ὃτι ἡ θέσις τοῦ Ἀριστοτέλους ἒγκειται, ὡς ἀναφέρεται καί εἰς τό Α΄ Μέρος τῆς παρούσης μελέτης, εἰς τό ὃτι ὁ ὑπέρμετρος πλοῦτος δέν εἶναι ὠφέλιμος διά τόν ἂνθρωπον καί ὃτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό μέγεθος τοῦ πλούτου.

ΤΟΚΟΣ: Ὃσον ἀφορᾷ τόν Τόκον ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ καί αὐτόν ἀντίθετον πρός τήν φύσιν, μάλιστα δέ τόν χαρακτηρίζει ὡς «Ψευδῆ Χρηματιστικήν, πού ἐκτρέπει τό χρῆμα ἀπό τήν φυσικήν λειτουργίαν του καί τό κάμνει ἀντικείμενον ἐμπορίας». Ὀνομάζει δέ τήν Τοκογλυφίαν ὡς «ὀβολοστατικήν».

Καί συνεχίζει: «Δι’ αὐτό δικαιότατα μισεῖται ἡ Τοκογλυφία, διότι τό κέρδος γεννᾶται ἀπ’ αὐτό τό ἲδιον νόμισμα καί ὂχι ἀπό τήν χρῆσιν, χάριν τῆς ὁποίας ἐφηυρέθη τό νόμισμα. Διότι ἐνᾧ ἐξηυρέθη πρός χάριν τῆς ἀνταλλαγῆς, ὁ τόκος τό πολλαπλασιάζει». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Εὐλογώτατα μισεῖται ἡ ὀβολοστατική διά τό ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τήν κτῆσιν καί οὐκ ἐφ’ ὃπερ ἐπορίσθη. Μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν, ὁ δέ τόκος αὐτό ποιεῖ πλέον»).

Καί καταλήγει ὁ Ἁριστοτέλης εἰς τό μοναδικόν διά τήν ἐποχήν του καί ὃλας τάς ἐποχάς συμπέρασμα, ὃτι: «Ὁ τόκος κατ’ οὐσίαν εἶναι νόμισμα ἐκ τοῦ νομίσματος. Ὣστε εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἡ παρά φύσιν ἀπόκτησις χρήματος». (Ἀρχαῖον Κείμενον: «Ὃθεν … ὁ δέ τόκος γίνεται νόμισμα ἐκ νομίσματος. Ὣστε καί μάλιστα παρά φύσιν οὗτος τῶν χρηματισμῶν ἐστίν»).

ΜΙΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ καί ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ: Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναγνωρίζεται σήμερον ὑφ’ ὃλων τῶν οἰκονομολόγων ὡς ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος ὁ διαθέτων τεραστίαν ἀναλυτικήν καί συνθετικήν διάνοιαν. Ἐπί πλέον εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος εἰσῆξε καί ἐνεβάθυνεν εἰς τήν σήμερον καλουμένην «Μικρό-οικονομικήν» καί «Μακρο-οικονομικήν» ἀνάλυσιν. Εἰς τά Πολιτικά του μᾶς λέγει ὃτι ἡ ἒρευνα κάθε ἀντικειμένου πρέπει νά ἀρχίζῃ ἀπό τά μικρότατα τμήματά του καί ἀπό τάς πρωταρχικάς μορφάς τούτου, διά νά φθάνῃ τις μετά εἰς τό ὃλον καί τήν οὐσίαν κάθε μελέτης καί αὐτῆς τῆς Οἰκονομίας καί τῆς Χρηματιστικῆς. Εἰς Μετάφρασιν «Ἀφοῦ δ’ ἢδη γνωρίζομεν τά μέρη τά ἀποτελοῦντα τήν πόλιν, εἶναι ἀνάγκη νά ὁμιλήσωμεν πρῶτον περί τῆς οἰκιακῆς οἰκονομίας, διότι πᾶσα πόλις ἀποτελεῖται ἀπό οἰκογενείας … Ἀφοῦ δέ ἡ ἒρευνα δι’ ὃλα ἐν γένει τά πράγματα πρέπει πρό παντός νά στραφῇ πρός τά ἁπλούστερα μέρη των, τά πρῶτα δέ στοιχειώδη μέρη τῆς οἰκογενείας εἶναι ὁ δεσπότης, ἡ σύζυγος, τά τέκνα … Ἀλλ’ ὑπάρχει καί μία ἀκόμη σχέσις, τήν ὁποίαν μερικοί θεωροῦν ἐπιμέλειαν, ἂλλοι δέ ὡς πολύ σπουδαῖον μέρος … Ὁμιλῶ περί τῆς ἀφορώσης τήν ἀπόκτησιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὀνομαζομένης Χρηματιστικῆς».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Ἐπεί δέ φανερόν ἐξ ὧν μορίων ἡ πόλις συνέστηκεν, ἀναγκαῖον πρῶτον περί οἰκονομίας εἰπεῖν• πᾶσα γάρ σύγκειται πόλις ἐξ οἰκιῶν• … Ἐπεί δ’ ἐν τοῖς ἐλαχίστοις πρῶτον ἓκαστον ζητητέον, πρῶτα δέ καί ἐλάχιστα μέρη οἰκίας εἶναι δεσπότης, πόσις, τέκνα … Ἒστι δέ τι μέρος ὃ δοκεῖ τοῖς μέν εἶναι οἰκονομία, τοῖς δέ μέγιστον μέρος αὐτῆς… Λέγω δέ περί τῆς καλουμένης χρηματιστικῆς»).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ἐν καταλήξει θά ἢθελον νά ἀναφέρω τό κάτωθι συμπέρασμα, εἰς τό ὁποῖον εἶμαι βέβαιος, ὃτι ἒχει καταλήξει ὁ καθείς ἐξ ἡμῶν: Ὃτι δηλ. οἱ λόγιοι καί σοφοί πρόγονοί μας διενοήθησαν καί ἀνέλυσαν τά πάντα καί ἀπό οἰκονομικῆς ἀπόψεως, ὣστε νά ὁδηγῆταί τις ἀβιάστως εἰς τό συμπέρασμα, ὃτι οἱ σύγχρονοι οἰκονομολόγοι σχεδόν ἐλάχιστα προσέθεσαν εἰς τάς ἢδη ἐκφρασθείσας σκέψεις τῶν Ἀρχαίων Φιλοσόφων. Εἲδομεν δέ εἰς τήν παροῦσαν μελέτην ὃτι ὁ Ἀριστοτέλης ἐπελήφθη μέχρι καί τῶν οἰκονομικῶν θεμάτων, πού ἃπτονται τῶν διακυμάνσεων τῆς ἀξίας τοῦ νομίσματος, ἀκόμη δέ καί τῆς ἀξίας τούτου ἐπί τῶν μελλοντικῶν πωλήσεων (Γαλλιστί: ventes à terme, Ἀγγλιστί: sales of futures)! Εἶναι φανερόν ἐκ πάντων τῶν ἀνωτέρω ὃτι μᾶλλον οἱ οἰκονομολόγοι τῶν τελευταίων αἰώνων παρουσιάζοντες τάς ἰδικάς των οἰκονομικάς θεωρίας, ἁπλῶς ἐπανελάμβανον πλείστας ἢδη  ἐκφρασθείσας ἀπόψεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συναδέλφων των!…

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 1.7.2016