ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΙΔΕΑΙ καί ΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ – ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Αἱ οἰκονομικαί ἰδέαι καί ῥήσεις τοῦ Ἀριστοτέλους εἶναι διάσπαρτοι εἰς τά βιβλία του, κυρίως ὃμως εἰς τά Πολιτικά, Ἠθικά-Νικομάχεια, Περί Πλούτου κ.ἂ. Εἰς τοιοῦτον βαθμόν εἶναι ἀξιόλογος ὁ Ἀριστοτέλης, ὣστε ἀκόμη καί ὁ ἀνθέλλην οἰκονομολόγος Schumpeter ἠναγκάσθη νά παραδεχθῇ, ὃτι πράγματι ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος διέθετε τεραστίαν «ἀναλυτικήν οἰκονομικήν σκέψιν» θεωρῶν αὐτόν «ὡς τόν πρῶτον ἀναλυτήν οἰκονομολόγον».

Ἐξ ἂλλου ὁ Γάλλος λόγιος Barthélémy Saint-Hilaire, εἰς τήν εἰσαγωγήν του εἰς τήν Γαλλικήν ἒκδοσιν τῶν «Πολιτικῶν» τοῦ Ἀριστοτέλους, τόν χαρακτηρίζει ὡς τόν « créateur de l’économie politique », δηλ. τόν δημιουργόν τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας. Μεταξύ τῶν μεταφραστῶν τῶν ἒργων τοῦ Ἀριστοτέλους ἀναφέρεται ὁ Ῥωμαῖος φιλόσοφος Boethius εἰς τήν Λατινικήν γλῶσσαν, εἰς δέ τό Βυζάντιον ἡ σπουδή τοῦ Ἀριστοτέλους ἐπηρέασε μεγάλως τόν τρόπον σκέψεως τῶν ἀνθρώπων. Μετέπειτα εἰς τόν Μωαμεθανικόν κόσμον Σῦροι λόγιοι μετέφρασαν τά ἒργα του εἰς τήν Ἀραβικήν, κατά δέ τόν Μεσαίωνα ὁ Θωμάς Ἀκουϊνᾶτος κατέστησε τό ἒργον τοῦ Ἀριστοτέλους ὡς «βάσιν τῆς σχολαστικῆς φιλοσοφίας» καί εἰς τήν Γαλλίαν ἡ περίφημος Μονή τοῦ Saint Michel εἰς Νορμανδίαν εἶχε γίνει τό κέντρον τῆς ἐν Γαλλίᾳ μελέτης τῶν ἒργων καί τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλους.

Ἡ βάσις τῆς οἰκονομικῆς λογικῆς τοῦ Σταγειρίτου φιλοσόφου ἦτο νά ὑπάρχῃ εὐτυχία καί εὐδαιμονία εἰς τήν πόλιν, δηλ. εἰς τήν πολιτείαν. Διά νά δυνηθῇ ὃμως ἡ Πολιτεία νά ἒχῃ τήν ποθουμένην εὐημερίαν, θά πρέπῃ νά ἐπιτύχῃ ταύτην διά τῆς ἰσότητος τῶν πολιτῶν, ἢτοι δέν πρέπει νά ὑπάρχῃ οὒτε καί νά ἐπιτρέπηται ὁ ὑπερβολικός πλοῦτος εἰς τούς πολίτας της, οὒτε καί βεβαίως ἡ ὑπερβολική πενία, διότι ἡ πενία «στάσιν ἐμποιεῖ καί κακουργίαν». Ἑπομένως, αἱ δύο αὐταί ἀκραῖαι καταστάσεις «ὑπονομεύουσι τήν πολιτικήν σταθερότητα καί τάξιν» εἰς τήν πολιτείαν. Ὃθεν ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται, ὃτι ἡ μέση τάξις τῶν πολιτῶν εἶναι ἐκείνη ἡ ἀναγκαία προϋπόθεσις, πού πρέπει νά ὑπάρχῃ διά τήν ἀνάπτυξιν καί τήν ὁμαλότητα εἰς ἑκάστην πολιτείαν. Δηλ. αὐτή ἡ θέσις μετά ἀπό πλέον τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν παραμένει ἡ ἀναλλοίωτος ἐπιδίωξις καί τῶν σημερινῶν ἀνεπτυγμένων κοινωνιῶν.

Διαπιστώνομεν λοιπόν εἰς τάς οἰκονομικάς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλους ὃτι οὗτος ἀντιλαμβάνεται πλήρως τήν μεγάλην χρησιμότητα τῆς ὑπάρξεως ἰσχυρᾶς μεσαίας τάξεως εἰς τήν κοινωνίαν. Δηλ. ἀσπάζεται καί ἀναπτύσσει περαιτέρω τήν παλαιοτέραν θέσιν τοῦ λογίου Φωκυλίδου ἐκ Μιλήτου, ὃστις ἦτο σύγχρονος τοῦ Σόλωνος, καί ὁ ὁποῖος ἐδίδασκεν ὃτι «πολλά μέσοισιν ἂριστα· μέσος θέλω ἐν πόλει εἶναι», δηλ. «πολλά εἶναι τά ἂριστα εἰς τάς μεσαίας τάξεις καί ἐγώ θέλω νά εἶμαι μέσος εἰς τήν πόλιν, δηλ. νά ἀνήκω εἰς τήν μεσαίαν τάξιν εἰς τήν πολιτείαν».

Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναπτύσσων τήν ἂποψιν αὐτήν τοῦ Φωκυλίδου μᾶς λέγει ὁ ἲδιος: «Δῆλον ἂρα ὃτι καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική ἀρίστη ἡ διά τῶν μέσων, καί τάς τοιαύτας ἐνδέχεται εὖ πολιτεύεσθαι πόλεις, ἐν αἷς δή πολύ τό μέσον …». Δηλ. εἶναι λοιπόν φανερόν, ὃτι καί ἡ (πολιτικο-οικονομική) κοινωνία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό μέσους, εἶναι ἡ ἀρίστη, καί ὃτι αἱ καλῶς κυβερνώμεναι πόλεις (πολιτεῖαι) εἶναι ἐκεῖναι, ὃπου ἡ μέση τάξις εἶναι πλέον πολυάριθμος …».

Ἐν ἂλλοις λόγοις διαπιστώνομεν ὃτι ὁ Ἀριστοτέλης ἐθεώρει, ὃτι ἡ αὒξησις τῶν πολιτῶν τῆς μεσαίας τάξεως ἦτο ἀναγκαία, διότι αὓτη ἦτο «προϋπόθεσις τῆς κοινωνικῆς γαλήνης καί τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως». Τό ἀκριβές κείμενον εἰς τήν Ἀρχαίαν ἒχει ὡς ἑξῆς: «… ἐν δέ ταῖς δημοκρατίαις οὐκ ἐγγίνεται τῷ δήμῳ στάσις ἒτι δέ ἡ ἐκ τῶν μέσων πολιτεία, ἣπερ ἐστίν ἀσφαλεστάτη τῶν τοιούτων πολιτειῶν, ἐγγυτέρω τοῦ δήμου ἢ ἡ τῶν ὀλίγων». (Μετάφρασις: Εἰς δέ τά δημοκρατικά πολιτεύματα ὁ λαός οὐδέποτε κάμνει ἐπανάστασιν ἀκόμη δέ καί ἡ ἐκ τῆς μέσης τάξεως πολιτῶν ἀπαρτιζομένη πολιτεία, ἣτις εἶναι ἡ σταθερωτέρα ὃλων, ἀφοῦ πλησιάζει περισσότερον πρός τήν δημοκρατίαν παρά πρός τήν ὀλιγαρχίαν).

Μία ἂλλη βασική οἰκονομική θέσις τοῦ Ἀριστοτέλους ἦτο ὃτι ἡ πολιτεία εἰς τήν κατανομήν τοῦ πλούτου καί τοῦ εἰσοδήματος πρέπει νά καταβάλλη τήν μεγαλυτέραν δυνατήν προσπάθειαν, ὃπως διαμοιράζωνται ταῦτα ὀρθῶς καί δικαίως, οὓτως ὣστε νά ἱκανοποιῆται τό αἲσθημα τῆς ἰσότητος μεταξύ τῶν πολιτῶν. Καί ἀλλαχοῦ ἐπεξηγεῖ (ἐν μεταφράσει): «Διότι ὃταν δέν ὑπάρχῃ ἰσότης μεταξύ ἐργασίας καί ἀπολαύσεως ἀλλά δυσαναλογία, κατ’ ἀνάγκην τότε γεννῶνται παράπονα ἐκ μέρους τῶν καταβαλλόντων περισσοτέρους κόπους καί λαμβανόντων ὀλίγα, ἐναντίον τῶν ἀπολαυόντων ἢ περισσότερα λαμβανόντων καί ὀλιγωτέρους ὑφισταμένων κόπους». Ὡς λέγει δέ εἰς τά «Πολιτικά» του ὁ Ἀριστοτέλης «εἶναι ἀνάγκη νά ἐξευρεθῇ ἡ μέθοδος, διά τῆς ὁποίας ἡ εὐπορία τοῦ λαοῦ θά καταστῇ σταθερά. Ἐπειδή δέ τοῦτο εἶναι συμφέρον καί τῶν πλουσίων». Ἐπομένως δικαίως ὁ Ἀριστοτέλης ἐθεωρήθη ὑπό τῶν νεωτέρων μελετητῶν, ὡς «ὁ πρῶτος συστηματικός οἰκονομολόγος τῆς Εὐημερίας».

Παρεμπιπτόντως ὀφείλει τις ἐδῶ νά ἀναφέρῃ, ὃτι ὁ τελείως πρῶτος ἀρχαῖος φιλόσοφος ὁ ὁποῖος ἐξέφρασεν ἀπόψεις διά τήν εὐδαιμονίαν ἐν τῇ πόλει (πολιτείᾳ) ὑπῆρξεν ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος, ὃστις εἶπε συγκεκριμένως: «Ἡ ἀρίστη πόλις, ἡ μήτε πλουσίους ἂγαν, μήτε πένητας ἒχουσα». Ὃμως ὁ Ἀριστοτέλης ὑπῆρξε ὁ «συστηματικός» ἐκεῖνος φιλόσοφος, ὃστις ἀνέλυσε καί ἐπεξήγησε πῶς ἐπιτυγχάνονται ἡ εὐπορία καί οἰκονομική ἰσότης τοῦ λαοῦ. Ἒτσι βλέπομεν εἰς ἂλλο σημεῖον τῶν Πολιτικῶν του νά διασαφηνίζῃ: «…διότι κατ’ ἀνάγκην ἡ εὐδαιμονία συνυπάρχει μετά τῆς ἀρετῆς, εὐδαίμων δέ πόλις εἶναι ἐκείνη, τῆς ὁποίας ὃλοι ἀνεξαιρέτως οἱ πολῖται εἶναι εὐτυχεῖς καί ὂχι μέρος μόνον ἐξ αὐτῶν». (Ἀρχαῖον κείμενον: «… εὐδαίμονα δέ πόλιν οὐκ εἰς μέρος τι βλέψαντας δεῖ λέγειν αὐτῆς, ἀλλ’ εἰς πάντας τούς πολίτας»).

Ἡ θέσις δέ αὓτη τοῦ Ἀριστοτέλους ὑπῆρξε προδρομική διά τήν διατύπωσιν τῆς θέσεώς του περί τῆς εὐδαιμονίας τῶν πολιτῶν, ὃλων κατά τό δυνατόν τῶν πολιτῶν εἰς τήν κοινωνίαν. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν οἰκονομικήν θέσιν ὑπεστήριξε καί προέβαλε μετά ἀπό δύο χιλιετίας, τόν παρελθόντα αἰῶνα, ὁ οἰκονομολόγος A.C. Pigou, ὀνομάσας τήν θεωρίαν του «Οἰκονομίαν τῆς Εὐημερίας». Διά ταύτης ὁ Pigou ἐπρέσβευεν ὃτι «τό πραγματικόν ἐθνικόν εἰσόδημα, ἡ παραγωγή ἀγαθῶν καί αἱ ὑπηρεσίαι σχετίζονται στενῶς μετά τῆς Εὐημερίας εἰς μίαν οἰκονομίαν, καί ὃσον μεγαλύτερον εἶναι τό Ἐθνικόν Εἰσόδημα, τόσον μεγαλυτέρα θά εἶναι ἡ οἰκονομική εὐημερία μιᾶς κοινότητος».

Θεωρεῖ ἐπί πλέον ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος, ὃτι διά νά ὐπάρξῃ ἡ εὐημερία εἰς μίαν πολιτείαν, πρέπει νά ὑπάρχῃ εἰς αὐτήν αὐτάρκεια πλήθους καί ἀγαθῶν. Εἰς μετάφρασιν: «Πρώτιστος ἀναγκαῖος ὃρος πρός ὓπαρξιν πόλεως (πολιτείας) εἶναι τόσος πληθυσμός, ὃσος ἀπαιτεῖται ὣστε νά ζῇ αὓτη ἐν αὐταρκείᾳ, ὡς κοινωνική ὀντότης». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Δι’ὃ πρώτην μέν εἶναι πόλιν ἀναγκαῖον, τήν ἐκ τοσούτου πλήθους, ὃ πρῶτον πλῆθος αὒταρκες πρός τό εὖ ζῆν ἐστι, κατά τήν πολιτικήν κοινωνίαν»).

Μεταφέροντες τήν ἀνωτέρω ἂποψιν τοῦ Ἀριστοτέλους εἰς τήν παροῦσαν κατάστασιν εἰς Ἑλλάδα καί Εὐρώπην μέ τήν ἀνεξέλεγκτον εἰσροήν κατά χιλιάδας ξένων μεταναστῶν, ἀντιλαμβάνεται ὁ ἀναγνώστης πόσον ἐπικίνδυνος κατάστασις δημιουργεῖται εἰς μίαν χώραν καί εἰς τήν κατάστασιν αὐταρκείας τῆς χώρας αὐτῆς καί τῶν πολιτῶν της, καί πόσοι κίνδυνοι ἐμπεριέχονται διά τήν εὐημερίαν καί εὐτυχίαν τῶν πολιτῶν της, ὃταν τό ἰσοζύγιον εἰς αὐτήν βιαίως διαταράττεται λόγῳ τῆς ἀνεξελέγκτου εἰσροῆς ξένου πληθυσμοῦ.

Διαφοραί Οἰκονομικῶν Ἀπόψεων μεταξύ Ἀριστοτέλους καί Πλάτωνος

Μία βασική διαφορά εἰς τήν οἰκονομικήν ἀντίληψιν τῶν δύο φιλοσόφων ἦτο ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ θέματος τῆς ἰδιοκτησίας. Ἐνᾧ ὁ Πλάτων εἰς τήν «Πολιτείαν» του εἶχε ταχθῆ ὑπέρ τῆς κοινοκτημοσύνης ὑποστηρίζων ὃτι αὓτη ἠδύνατο νά ἀποτρέψῃ τάς ἒχθρας καί διαφοράς μεταξύ τῶν πολιτῶν, ὁ Ἀριστοτέλης ὑπεστήριξε τοὐναντίον, ὃτι διά τῆς κοινοκτημοσύνης καί τῆς ἲσης κατανομῆς κτηματικῆς περιουσίας εἰς τούς πολίτας, καί ἐάν ἀκόμη ὁ νομοθέτης ὣριζε τό ὀρθόν μέτρον περιουσίας, πάλιν οὐδεμία ὠφέλεια θά προέκυπτε, διότι μᾶλλον τάς ἐπιθυμίας τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά ἐξισώνῃ ὁ νομοθέτης παρά τάς περιουσίας, αἱ ὁποῖαι δύνανται νά ἐξισώνωνται μόνον διά τῆς ὀρθῆς ἀγωγῆς καί παιδείας τῶν πολιτῶν διά καλῶν νόμων. (Ἀρχαῖον κείμενον: «Δῆλον οὖν ὡς οὐχ ἱκανόν τό τάς οὐσίας ἲσας ποιῆσαι τόν νομοθέτην, ἀλλά τοῦ μέσου στοχαστέον. Ἒτι δ’ εἲ τις καί τήν μετρίαν τάξειεν οὐσίαν πᾶσιν, οὐδέν ὂφελος μᾶλλον γάρ δεῖ τάς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τάς οὐσίας, τοῦτο δ’ οὐκ ἒστι μή παιδευομένοις ἱκανῶς ὑπό τῶν νόμων»).

Ὡς λέγει ὁ Ἀθ. Κανελλόπουλος εἰς τήν σχετικήν ἀνάλυσίν του, ἡ ἐπιδίωξις τοῦ Ἀριστοτέλους εἰς τά «Πολιτικά» του εἶναι τό «κοινόν συμφέρον» καί ἡ συνένωσις τῶν λαϊκῶν τάξεων διά καλῶν νόμων προσβλεπόντων οὓτω τῶν πολιτῶν εἰς τήν ἐπίτευξιν τῆς πραγματικῆς ἠθικῆς ζωῆς καί ἀρετῆς διά τοῦ κράτους καί ὂχι διά τῶν κενῶν λόγων. Τό ἀρχαῖον κείμενον ἒχει ὡς ἑξῆς: «… δεῖ περί ἀρετῆς ἐπιμελές εἶναι τῇ γ’ ὡς ἀληθῶς ὀνομαζομένῃ πόλει, μή λόγου χάριν … καί ὁ νόμος συνθήκη καί ἐγγυητής ἀλλήλοις τῶν δικαίων, ἀλλ’ οὐχ οἷος ποιεῖν ἀγαθούς καί δικαίους τούς πολίτας»). Ἐν ἂλλοις λόγοις, τό νά γίνωνται οἱ πολῖται δίκαιοι καί ἠθικοί, τοῦτο ἐπιτυγχάνεται διά τῆς καλῆς παιδείας, τήν ὁποίαν προσφέρει τό κράτος μέσῳ τῶν καλῶν νόμων του.

Μία ἂλλη διαφορά μεταξύ Ἀριστοτέλους καί Πλάτωνος εἶναι ἡ κάτωθι: Ὁ Πλάτων ἦτο «ὑπέρ τῆς διανομῆς τοῦ πλούτου καί τοῦ εἰσοδήματος εἰς τόν λαόν». Ὁ Ἀριστοτέλης, ὡς εἲδομεν καί εἰς τήν εἰσαγωγήν τῆς μελέτης τῶν οἰκονομικῶν ἰδεῶν του, ἦτο πάντοτε ὑπέρ τῆς μέσης ὁδοῦ καί τῆς ἐνδυναμώσεως εἰς τήν κοινωνίαν τῆς μεσαίας τάξεως. Ἐθεώρει τήν ἁπλῆν βοήθειαν πρός τούς πτωχούς ὡς σπατάλην χρημάτων, ἐνᾧ ἐπρέσβευεν, ὃτι ἐνισχυόμενοι οἱ πτωχοί ὑπό τοῦ κράτους καί ὑπό τῶν πλουσίων εἰς τό νά ἀποκτήσωσι ἰδιοκτησίαν καί ἐργασίαν ἐγίνοντο οἰκονομικῶς παραγωγικοί καί ἀνεξάρτητοι. Αὐτό ἀπεμάκρυνε καί τούς κινδύνους, πού ἐμπεριείχοντο διά τήν κοινωνίαν, λόγῳ τῶν ἀντιδράσεων τῶν πτωχοτέρων τάξεων. Ὡς δέ λέγει: «τοῦτο γάρ αἲτιον τοῦ μοχθηράν εἶναι τήν δημοκρατίαν» (Διότι αὐτή ἡ πενία τοῦ λαοῦ καί τό νά μή γίνωνται παραγωγικοί οἱ πένητες καθιστᾷ τήν δημοκρατίαν φαύλην καί ἀθλίαν).

Ἂλλα σημεῖα εἰς τά ὁποῖα ὑπάρχει διαφωνία μεταξύ τοῦ Ἀριστοτέλους καί τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὃτι ὁ Πλάτων δέν ἐμελέτησεν ἐπαρκῶς τό θέμα τῆς ῥυθμίσεως τοῦ πληθυσμοῦ εἰς τήν πολιτείαν ἐφ’ ὃσον ἐπεζήτει τό κράτος νά ἀποτελῆται ἀπό ὃμοια καί κοινά στοιχεῖα δι’ ὃλους. Ὃμως, ὡς λέγει ὁ Ἀριστοτέλης, ἐάν ὃλα ἦσαν ὃμοια καί κοινά δι’ ὃλους εἰς τήν πολιτείαν, τότε θά ὑπῆρχε μεγάλη ἀδιαφορία εἰς τούς κατοίκους τῆς πολιτείας λόγῳ τῆς μή ὑπάρξεως κινήτρων πρός ἀνέλιξιν καί προωθήσεως τῶν ἱκανοτήτων τῶν ἀτόμων εἰς τήν κοινωνίαν. Αὐτά, κατά τόν Ἀριστοτέλη, θά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς προτεινομένης ὑπό τοῦ Πλάτωνος κοινοκτημοσύνης.

Ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος μᾶς λέγει εἰς μετάφρασιν: «Ἀκόμη δέ δέν δύναται κανείς νά εἲπῃ πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ἡδονή τοῦ νά θεωρῇ ὡς ἰδικόν του κάτι τό ὁποῖον κατέχει· … Ἀλλά εἶναι γλυκυτάτη ἀπόλαυσις καί τό νά χαρίσῃ καί βοηθήσῃ τις ἢ συντρόφους ἢ φιλοξενουμένους ἢ ἂλλους· ὃμως τοῦτο γίνεται μόνον ὃταν τις ἒχῃ ἀτομικήν ἰδιοκτησίαν. Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται ἐκεῖ ὃπου ἐπιδιώκεται ἡ ἀπόλυτος κοινότης (ὁμοιότης) εἰς τήν πόλιν· … διότι ἐν τῇ κοινοκτημοσύνῃ οὒτε εἶναι δυνατόν νά φανῇ τις γενναιόδωρος, οὒτε δύναται νά ἐκτελέσῃ πρᾶξιν τινά γενναιόδωρον. Διότι ἡ γενναιοδωρία δύναται νά ἐξωτερικευθῇ μόνον κατά τήν χρῆσιν τῆς ἀτομικῆς περιουσίας». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Ἒτι δέ καί πρός ἡδονήν ἀμύθητον ὃσον τό νομίζειν ἲδιόν τι. … Ἀλλά μήν καί τό χαρίσασθαι καί βοηθῆσαι φίλοις ἢ ξένοις ἢ ἑτέροις ἣδιστον· ὃ γίνεται τοῖς κτήσεως ἰδίας οὒσης. Ταῦταί τε δή οὐ συμβαίνει τοῖς λίαν ἓν ποιοῦσι τήν πόλιν· … οὒτε γάρ ἒσται φανερός ἐλευθέριος ὢν, οὒτε πράξει πρᾶξιν ἐλευθέριον οὐδεμίαν· ἐν τῇ γάρ χρήσει τῶν κτημάτων τό τῆς ἐλευθεριότητος ἒργον ἐστίν»).

Ἐπίσης ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει τήν ἑξῆς παράλειψιν τοῦ Πλάτωνος ἐν σχέσει πρός τήν κοινοκτημοσύνην. Δηλ. τό ὃτι δέν ἒλαβεν ὑπ’ ὂψιν του τήν ἐξελικτικήν σχέσιν μεταξύ τῆς περιουσίας καί τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς κοινωνίας. Βεβαίως ὁ Πλάτων εἰς τούς «Νόμους» του ἐπέτρεπε τήν αὒξησιν τῆς περιουσίας μέχρις ἑνός ὁρίου, τό ὁποῖον δέν θά ὐπερέβαινε τό πενταπλάσιον τῆς ἐλαχίστης («πλεῖον τοῦ πενταπλασίαν εἶναι τῆς ἐλαχίστης»).

Ἀλλά ἡ παράλειψις τοῦ Πλάτωνος ἦτο ὃτι δέν συνεσχέτιζε ταύτην μέ τόν πληθυσμόν καί συγκεκριμένως μέ τόν ἀριθμόν τῶν γεννηθησομένων τέκνων («… τό τῆς οὐσίας τάττοντας πλῆθος προσήκει καί τῶν τέκνων τό πλῆθος τάττειν»). Διότι ἐάν ὁ ἀριθμός τῶν τέκνων εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τό μέγεθος τῆς περιουσίας, τότε εἶναι ἐπικίνδυνον νά γίνωνται πολλοί πτωχοί ἀπό πλούσιοι. («Ἐάν γάρ ὑπεραίρῃ τῆς οὐσίας τό μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμός, φαῦλον τό πολλούς ἐκ πλουσίων γίνεσθαι πένητας»).

Καί ἀλλαχοῦ ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρει: Εἰς Μετάφρασιν: «Ἀλλά τό νά ἐπιτρέψῃ τις ἀπόλυτον ἐλευθερίαν εἰς τάς γεννήσεις, ὃπως γίνεται εἰς τάς περισσοτέρας πόλεις, τοῦτο γίνεται κατ’ ἀνάγκην αἰτία πενίας τῶν πολιτῶν, ἓνεκα τῆς ὁποίας πενίας προκαλοῦνται στάσεις καί κακουργήματα». (Ἀρχαῖον κείμενον: «Τό δ’ ἀφεῖσθαι, καθάπερ ἐν ταῖς πλείσταις πόλεσι, πενίας ἀναγκαῖον αἲτιον γίνεσθαι τοῖς πολίταις, ἡ δέ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καί κακουργίαν»). Δι’αὐτό συνεχίζει ὁ Ἀριστοτέλης: Μετάφρ.: Μᾶλλον θά ἒπρεπε νά καθορισθῇ ἀντί τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κτηματικῶν μεριδίων ὁ ἀριθμός τῶν τέκνων, ὣστε νά μή γεννᾷ κάποιος περισσότερα ἀπό ὡρισμένον ἀριθμόν. (Ἀρχαῖον κείμενον: «Μᾶλλον δέ δεῖν ἂν ὡρίσθαι τῆς οὐσίας τήν τεκνοποιΐαν, ὣστε ἀριθμοῦ τινός μή πλείονα γεννᾶν»).

Ἂλλως ἐφ’ ὃσον  θά αὐξάνηται ὁ πληθυσμός ἐν τῇ πόλει, τότε θά ἒπρεπε κατ’ ἀνάλογον τρόπον νά αὐξάνηται καί ἡ περιουσία τῶν κατοίκων ἐν τῇ πόλει. Ἂρα, ὁ ὑπερπληθυσμός εἰς μίαν πολιτείαν πρέπει νά συμβαδίζῃ μέ τούς πόρους τῶν πολιτῶν. Εἰς μετάφρασιν ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος λέγει: Φανερόν λοιπόν εἶναι ὃτι τό μέγιστον ὃριον τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς πόλεως εἶναι νά ἐπαρκῇ οὗτος εἰς τάς ἀνάγκας του. (Ἀρχαῖον κείμενον: «Δῆλον τοίνυν ὡς οὗτος ἐστι πόλεως ὃρος ἂριστος, ἡ μεγίστη τοῦ πλήθους ὑπερβολή πρός αὐτάρκειαν ζωῆς»).

Ἀπό αὐτάς ἀκριβῶς τάς θέσεις τοῦ Ἀριστοτέλους προέβαλε τήν θεωρίαν του ὁ οἰκονομολόγος τοῦ 19ου αἰῶνος Malthus, ὀνομασθεῖσαν «Μαλθουσιανή Θεωρία», περί «τῆς σχέσεως περιουσίας καί πληθυσμοῦ».

Ἐπί πλέον οἱ μελετηταί ἐντοπίζουσιν εἰς τόν Ἀριστοτέλη τό κάτωθι σημεῖον εἰς τό ὁποῖον αἱ οἰκονομικαί θέσεις τοῦ Σταγειρίτου φιλοσόφου ταὐτίζονται μέ τάς συγχρόνους οἰκονομικάς ἀντιλήψεις: Τό ὃτι ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία εἰς τήν κοινωνίαν ὂχι μόνον εἶναι ἀπαραίτητος, ἀλλά καί εἶναι «κοινωνική ὑποχρέωσις» ἐκ μέρους τῆς κοινωνίας, ὃπως ὑπάρχῃ ἀτομική ἰδιοκτησία.

(Συνεχίζεται)

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016