Νίκος Χατζηνικολάου (Παν. Καθηγητής): Μην υποβαθμίσετε το ελληνικό Ινστιτούτο στη Βενετία

Πρέπει να πω εξαρχής ότι η ιδιάζουσα διοικητική και επιστημονική υπόστασή του («…δυσλειτουργίες αναφορικά με τις αρμοδιότητες των οργάνων, την άσκηση της προβλεπόμενης εποπτείας…», όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου) πρέπει αναμφισβήτητα να αρθεί λαμβάνοντας τολμηρές αποφάσεις που θα οδηγήσουν προς το καλύτερο.

Το Ινστιτούτο είναι μικρό και η παροχή υποτροφιών περιορισμένη (6). Ο χώρος για τους φιλοξενούμενους ερευνητές κι αυτός περιορισμένος (10-12 άτομα). Δεν είναι ερευνητικό Ίδρυμα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, ούτε μπορεί να μετατραπεί σε κάτι τέτοιο. Προωθεί όμως και γνωστοποιεί την έρευνα που διεξάγεται σε ορισμένους τομείς σε ένα διεθνές κοινό, κυρίως ιταλικό, αλλά όχι μόνο.

Η επαφή των υποτρόφων με την επιστημονική ζωή της Ιταλίας και ιδιαίτερα της Βενετίας και της Πάδοβας είναι ανυπολόγιστης αξίας. Πέρα από τα δύο πανεπιστήμια πρέπει να τονιστεί ο καθοριστικός ρόλος που παίζει η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη και το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, ιδιαίτερα για εκείνους κι εκείνες που ετοιμάζουν διδακτορική διατριβή με θέμα σχετικό με τις σχέσεις των βενετικών κτήσεων με τη Μητρόπολη.

Πιστεύω πως θα ήταν λάθος να επιδιώξουμε το Ινστιτούτο να μετατραπεί σε ένα είδος Κέντρου Προβολής του ελληνικού πολιτισμού, όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου. Στην ουσία αυτό δεν σημαίνει τίποτα πέρα από μια υποβάθμιση. Πρώτ’ απ’ όλα γιατί όποιος ζητάει να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να κλείσει τα μάτια μπροστά στο γεγονός ότι η προβολή του ελληνικού πολιτισμού γίνεται από το Ινστιτούτο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με αποκορύφωμα τις θητείες Παναγιωτάκη και Μαλτέζου στη διεύθυνση του Ιδρύματος.

Το δεύτερο είναι πως η πραγματική (και όχι η διαφημιστική) προβολή δεν οργανώνεται εκ προοιμίου, αλλά είναι αποτέλεσμα. Είναι η θετική εντύπωση που αφήνουν τα επιστημονικά συνέδρια και οι ημερίδες, η περιοδική έκδοση Θησαυρίσματα, το Μουσείο, το Αρχείο και η Βιβλιοθήκη. Θα ήταν ακατανόητο να μην αναγνωριστεί τι ρόλο παίζουν όλα αυτά. Πρέπει, όμως, να διευρυνθεί το φάσμα των γνωστικών αντικειμένων (με μέτρο βέβαια, γιατί η πίτα είναι μικρή) και να επιδιωχθεί η ισοδύναμη εκπροσώπησή τους.

Αυτό έχει διατυπωθεί, κατά κάποιον τρόπο, στο σχέδιο νόμου («οι κύριοι σκοποί του Ινστιτούτου διευρύνονται πέραν της προαγωγής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών και στην προαγωγή φιλολογικών, ιστορικών και ευρύτερων θεμάτων του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής πολιτιστικής και εκπαιδευτικής διπλωματίας, καθώς και στην παροχή εκπαιδευτικών προγραμμάτων…»). Εδώ η «διεύρυνση» παίρνει όμως τέτοιες διαστάσεις ώστε το Ίδρυμα παύει να έχει αντικείμενο.

Το Ινστιτούτο είναι, πράγματι, μονόπλευρα προσανατολισμένο απ’ τη μια προς το Βυζάντιο και αυτό που αμήχανα αποκαλείται «μεταβυζαντινές σπουδές» (!), κι απ’ την άλλη προς τη Φραγκοκρατία. Σίγουρα, δύο σημαντικές διαστάσεις της ιστορίας μας. Υπάρχουν όμως και τα νεότερα χρόνια. Τόσο του ελλαδικού όσο και του ιταλικού χώρου. Στα αντικείμενα που καλύπτει ερευνητικά μπορεί να μην εγγράφεται ο ιταλικός πολιτισμός από την Αναγέννηση και μετά, μέχρι και τον 20ό αιώνα, με έμφαση στην ιταλική φιλοσοφία, λογοτεχνία και τέχνη των Πρώιμων Νεότερων Χρόνων (1400-1800);

Πιστεύω, κατά συνέπεια, ότι η ιστορία, οι εικαστικές τέχνες, η λογοτεχνία / φιλολογία και η φιλοσοφία θα πρέπει να είναι τα κατ’ εξοχήν πεδία που θα τροφοδοτούν το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Βενετίας με υποτρόφους υποψήφιους διδάκτορες. Το ίδιο το Ίδρυμα θα έπρεπε, ως προς την επιστημονική του πλευρά, να διοικείται από το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο Παιδείας. Η διοικητική ασάφεια που επικρατεί δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η πρόσφατη εκλογή του νέου διευθυντή έδειξε το αδιέξοδο.

Ο διευθυντής / η διευθύντρια πρέπει απαραιτήτως να συνεπικουρείται από ένα πενταμελές επιστημονικό συμβούλιο (όπως προτείνεται) αποτελούμενο από καθηγητές Πανεπιστημίου στους κλάδους που προανέφερα.

Πιστεύω πως ο έλεγχος του Ινστιτούτου της Βενετίας από το υπουργείο Εξωτερικών και την Ακαδημία είναι πια σήμερα ένα από τα αρνητικά κατάλοιπα της εποχής που ιδρύθηκε. Φυσικά η εκπροσώπηση των ελληνικών συμφερόντων στη Βενετία και στο Βένετο, όπως και στο σύνολο της Ιταλίας, εναπόκειται στο υπουργείο Εξωτερικών. Θεωρώ όμως πως θα ήταν λάθος αυτό να επεκταθεί στον έλεγχο της λειτουργίας του ίδιου του Ινστιτούτου ως επιστημονικού ιδρύματος. Ως προς τους απαραίτητους ελέγχους της οικονομικής διαχείρισης αρμόδιο είναι βέβαια το υπουργείο Οικονομικών.

Το υψηλό επίπεδο που κατέκτησε κατά τη διάρκεια των 60 ετών που πέρασαν από τότε που άρχισε να λειτουργεί, χάρη στους εξαίρετους διευθυντές που το τίμησαν με το έργο τους, ξεκινώντας με την ίδια τη Σοφία Αντωνιάδου, τον Μανούσο Μανούσακα και τους επόμενους που ήδη ανέφερα, είναι μια πραγματικότητα. Είναι σωστό να εγκαταλείψουμε αυτό που έχει επιτευχθεί αντί να χτίσουμε εκεί πάνω και να διορθώσουμε ό,τι πρέπει να διορθωθεί;

Δείξτε, κύριε υπουργέ, τη βούληση που χρειάζεται για να γίνουν τα απαραίτητα βήματα προς το καλύτερο, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το στενό «συμφέρον» του υπουργείου σας. Το Ινστιτούτο της Βενετίας να αφιερωθεί στις επιστήμες που καλλιεργούνται στις Φιλοσοφικές Σχολές των Πανεπιστημίων μας, στραμμένες θεματικά προς τη Βενετία και γενικότερα την Ιταλία, χώρα πολλαπλά δεμένη με την ελληνική διανόηση, παιδεία και τέχνη. Καθηγητές σε Φιλοσοφικές Σχολές ήταν και ο Νίκος Παναγιωτάκης (Ιωάννινα και Κρήτη) και η Χρύσα Μαλτέζου (Κρήτη και Αθήνα) και αυτοί, κυρίως, μετέτρεψαν το Ινστιτούτο σε επιστημονικό ίδρυμα διεθνούς ακτινοβολίας.

Όπως όλοι μας και όπως όλα, έτσι και οι ΥΠΕΞ έρχονται και παρέρχονται. Η απόφαση που θα παρθεί από εσάς τώρα πρέπει να είναι λειτουργική μακροπρόθεσμα. Η πρόταση, όπως διατυπώνεται στο σχέδιο νόμου, φοβάμαι ότι θα μετατρέψει βαθμιαία το Ινστιτούτο σε ένα είδος ξενώνα για τους διπλωμάτες μας, οι οποίοι θα μπορούν να περάσουν στη Βενετία μερικές ευχάριστες εβδομάδες. Πραγματικά, ας αναρωτηθούμε: Πόσο οργανικά εντάσσεται μια τέτοια κληρονομιά στις πολιτικές δραστηριότητες του ΥΠΕΞ;

Αντίθετα, επιτρέψτε μου να το πω αυτό, λαβαίνοντας υπόψη την πολιτική της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή μετά τον Γενάρη 2015, και συνυπολογίζοντας την ιστορική παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων στην περιοχή, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει ένα ερευνητικό Ινστιτούτο διοικούμενο από το ΥΠΕΞ με έδρα την Αλεξάνδρεια ή το Αμμάν που να καλλιεργεί επιστημονικά, σε συνεργασία με τα υπουργεία Παιδείας και Άμυνας, την έρευνα στα θέματα του Διεθνούς Δικαίου, των Πολιτικών Επιστημών και της Νεότερης Ιστορίας, με επίκεντρο τη Μέση Ανατολή; Με υποτρόφους Έλληνες, Άραβες και Ισραηλινούς, Τούρκους και Κούρδους, με τακτικά συνέδρια κι ένα περιοδικό διεθνούς κύρους;

Πώς υλοποιείται και αναπτύσσεται μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική χωρίς στηρίγματα αυτού του τύπου; Η ελληνική ουδετερότητα δεν θα επέτρεπε εδώ την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και προβληματισμών που οι Μεγάλες Δυνάμεις που εμπλέκονται άμεσα στην περιοχή δεν μπορούν / δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν;

Με ιδιαίτερη τιμή,

Νίκος Χατζηνικολάου

Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 27.6.2016