Το 1992 οι Ελβετοί είχαν απορρίψει την ένταξη στην τότε ΕΟΚ με τον επικεφαλής του κόμματος SVP, Λούκας Ράινμαν, να ηγείται της εκστρατείας κατά της ένταξης.
Το 2000 οι Ελβετοί είχαν εγκρίνει με δημοψήφισμα τις διμερείς Συνθήκες με την Ε.Ε., θεσμοθετώντας την ελευθερία μετεγκατάστασης, ενώ το 2005, με άλλο δημοψήφισμα, είχαν εγκρίνει την προσχώρηση της Ελβετίας στις Συνθήκες Σένγκεν και Δουβλίνου.
Ο Τόμας Μίντερ, σύμβουλος του κρατιδίου Σαφχάουζεν, τάσσεται ενεργά υπέρ της «ελβετικότητας» (sic) δηλώνοντας ότι επιθυμεί «να κλείσει το ζήτημα της ένταξης γρήγορα και ανώδυνα», καθώς μόνο «κάποιοι παλαβοί» θέλουν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση τώρα, δήλωσε στην ελβετική εφημερίδα.
Το μακροχρόνιο αίτημα της Ελβετίας να ενταχθεί στην ΕΕ δεν είχε σημαντική επίδραση στην πολιτική της χώρας για περισσότερα από 20 χρόνια, καθώς έχουν ανασταλεί οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις από το 1992.
Ορισμένοι πολιτικοί ακόμη υποστήριξαν ότι η ψηφοφορία ήταν περιττή, αφού αυτονοήτως η Ελβετία δεν θεωρείται από την ΕΕ ως υποψήφια χώρα προς ένταξη στο μπλοκ.
Η χρονική στιγμή της επιβεβαίωσης της εθνικής κυριαρχίας της Ελβετίας και της ανεξαρτησίας της από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αν και συμπτωματική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρακτικά στην εκστρατεία υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 17.6.2016, Β. Λορεντζάτος