Το Ινστιτούτο παρουσιάζει διαχρονικά προβλήματα που χρήζουν αντιμετώπισης και υπάρχει έντονη η ανάγκη εκσυγχρονισμού, ώστε να αποκτήσει την εξωστρέφεια που αρμόζει στο μοναδικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου το οποίο διαθέτει η χώρα μας στο εξωτερικό.
Σκοπός μας είναι η διεύρυνση των επαφών του Ινστιτούτου με τον επιστημονικό κόσμο και η ταυτόχρονη παροχή υποβοήθησης να προσαρμόσει τη λειτουργία του στις ανάγκες του σύγχρονου διεθνοποιημένου ακαδημαϊκού και μορφωτικού περιβάλλοντος.
Στην κατεύθυνση αυτή, απόλυτα αναγκαίο θεωρούμε να καταγράφεται αλληλεπίδραση με τα ελληνικά Πανεπιστήμια και τις Σχολές Ανθρωπιστικών Επιστημών στο σύνολό τους, με Τμήματα Ιστορίας της Τέχνης, Συντήρησης Έργων Τέχνης, Ψηφιοποίησης κτλ που δραστηριοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα.
Με τις διατάξεις του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου στοχεύουμε:
– Στην αμερόληπτη και ανεξάρτητη δράση των ελεγκτικών μηχανισμών του Ινστιτούτου μέσω της χρηστής δημοσιονομικής του διαχείρισης και της εύρυθμης επιστημονικής του λειτουργίας.
Χαρακτηριστικές, προς τον σκοπό αυτό, είναι οι κάτωθι ρυθμίσεις:
1. Άρθρο 12 παρ. 5 περί της θέσπισης ασυμβίβαστου μέλους Εποπτικής Επιτροπής με την ιδιότητα του διατελέσαντος σε θέση οργάνου διοίκησης ή προσωπικού του Ινστιτούτου, καθώς και
2. Άρθρο 14 παρ. 7 περί της υποχρέωσης του Προέδρου να προβεί στην άμεση και πλήρη απογραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ινστιτούτου.
– Στη δημιουργία της αναγκαίας εξωστρέφειας στη δράση του Ινστιτούτου, στο πλαίσιο του σύγχρονου μορφωτικού και πολιτιστικού διεθνούς περιβάλλοντος.
Με βάση την από 23.01.2014 «Τελική Έκθεση Αξιολόγησης και το Σενάριο Μεταρρύθμισης του πλαισίου λειτουργία του Ινστιτούτου» που συντάχθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης Εποπτευόμενων Φορέων του Υπουργείου Εξωτερικών, η επιδιωκόμενη εξωστρέφεια θα μπορούσε να επιτευχθεί:
1. Μέσω της διοργάνωσης μορφωτικών και πολιτιστικών προγραμμάτων σε συνεργασία με ιταλικούς και διεθνείς φορείς και
2. Μέσω της χορήγησης υποτροφιών και σε αλλοδαπούς
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι το Ινστιτούτο, χωρίς επ’ ουδενί να χάνει τον ρόλο του Μορφωτικού Ιδρύματος που έχει κύριο σκοπό την προαγωγή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών, εξελίσσεται, αναβαθμίζεται και διευρύνει τη δράση και την επιστημονική του εμβέλεια.
Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης δόθηκε στη δημοσιότητα η υπ’ αριθ. πρωτ. 123440/02.06.2016 επιστολή της Ακαδημίας Αθηνών στην οποία υποστηρίζεται ότι:
1. H μεταβολή των σκοπών του Ινστιτούτου μπορεί να λάβει χώρα μόνο σε συμφωνία με την Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς η ίδρυση του Ινστιτούτου είναι αποτέλεσμα διεθνούς συμφωνίας.
Προκαλεί απορία το γεγονός ότι η Ακαδημία Αθηνών, η οποία συμμετέχει στην Εποπτική Επιτροπή του Ινστιτούτου και έχει ενεργό εμπλοκή στην επιλογή του Διευθυντή αυτού, φαίνεται ότι αγνοεί το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του.
Συγκεκριμένα, οι σκοποί του Ινστιτούτου ορίζονται στο άρθρο 1 του Ν. 1766/1951 «Περί συστάσεως εν Βενετία Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών» (Α’ 114), ο οποίος δεν αποτελεί κυρωτικό νόμο ορισμένης διεθνούς συμφωνίας με την ιταλική πλευρά, αλλά έναν τυπικό νόμο, ο οποίος σύμφωνα με την τηρούμενη νομοπαρασκευαστική και συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία τροποποιείται ή και καταργείται ακόμα με μεταγενέστερο νόμο ισοδύναμης ισχύος.
Ο μόνος κυρωτικός διεθνούς συμφωνίας νόμος που αφορά στο Ινστιτούτο είναι το Ν.Δ. 1271/1949 «Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας συμφωνίας αφορώσης τα εν Ιταλία Ελληνικά μορφωτικά ιδρύματα και τα εν Ελλάδι ιταλικά τοιαύτα» (Α’ 302), στον οποίο και δεν γίνεται καμία απολύτως μνεία ή ρύθμιση των σκοπών του Ινστιτούτου.
Με το αναρτηθέν σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εξωτερικών οι κατά τα ανωτέρω ιδρυτικοί σκοποί του Ινστιτούτου παραμένουν ως έχουν, χωρίς να θίγονται ή να μεταβάλλονται, αλλά εξειδικεύονται, όπως, μεταξύ άλλων, π.χ. με τη δημιουργία της αναγκαίας εξωστρέφειας στη δράση του Ινστιτούτου, στο πλαίσιο του σύγχρονου μορφωτικού και πολιτιστικού διεθνούς περιβάλλοντος.
Συνεπώς, οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική τροποποίηση που αντιβαίνει τόσο τις διεθνείς συμφωνίες της χώρας μας, όσο και τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 28 παρ. 1 προκύπτει ως αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας του κανονιστικού πλαισίου που διέπει το Ινστιτούτο.
2. Στην ως άνω επιστολή υποστηρίζεται ότι το άρθρο 17 του σχεδίου νόμου με τίτλο «Πόροι του Ινστιτούτου» αντίκειται στο άρθρο 109 παρ. 1 του Συντάγματος, δηλαδή κατά μία επισφαλή ερμηνεία δεν θα επιτρεπόταν η αύξηση των πόρων του Ινστιτούτου καθοιονδήποτε τρόπο, βάσει της πράξης δωρεάς της περιουσίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Βενετίας στο Ινστιτούτο.
Οι δεσμεύσεις ωστόσο του Ινστιτούτου έναντι της Κοινότητας, η οποία σημειωτέον αντιμετωπίζει γενικά θετικά το σχέδιο νόμου, ορίζονται στη σχετική Πράξη Μεταβίβασης Περιουσίας του 1953. Στις εκεί συμφωνίες το Ινστιτούτο δεσμεύεται αφενός να κάνει χρήση της δωρηθείσας περιουσίας της Κοινότητας για τους σκοπούς αυτού, αφετέρου να ενισχύει τους πόρους της Κοινότητας και να παρέχει συμμετοχή στη διοίκηση αυτού.
Συνεπώς, με τις διατάξεις του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου οι δεσμεύσεις έναντι στην Κοινότητας δεν ανατρέπονται, αλλά αντιθέτως κατοχυρώνονται τα δικαιώματα και ο ρόλος της.
Η δε Πράξη Μεταβίβασης Περιουσίας εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο. Οι πόροι του Ινστιτούτου εμπλουτίζονται με πρόβλεψη χρηματοδότησης και από άλλες πηγές, με κύριο σκοπό τον σαφή νομοθετικό καθορισμό των προβλεπόμενων πόρων, γεγονός που οδηγεί άμεσα αφενός στην αύξηση των εσόδων του Ινστιτούτου, αφετέρου στην εξασφάλιση μηχανισμού ελέγχου τυχόν σπατάλης και οικονομικής κακοδιαχείρισης.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί και η άποψη της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Βενετίας επί του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, η οποία στις παρατηρήσεις της επ’ αυτού στο υπ’ αριθ. πρωτ. 216/16/07.06.2016 έγγραφό της αναφέρει ρητά ότι η Κοινότητα συμφωνεί με το σκεπτικό του Υπουργείου Εξωτερικών το Ινστιτούτο να είναι αυτοτελές οικονομικά και ανεξάρτητο στην επίτευξη των επιστημονικών σκοπών του.
Επομένως, οποιοδήποτε επιχείρημα περί μη συμφωνίας των ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου με την Πράξη Μεταβίβασης Περιουσίας ή τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγματος θα συντελούσε στην καταστρατήγηση της αυτάρκειας που οφείλει η ελληνική πολιτεία να παρέχει στο Ινστιτούτο. Το ακριβώς αντίθετο είναι ο στόχος του Υπουργείου Εξωτερικών, και σίγουρα όλων των εμπλεκόμενων φορέων, η οικονομική αυτοτέλεια του Ινστιτούτου και η χρηστή διαχείριση.
Το Υπουργείο Εξωτερικών, μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης επί του σχεδίου νόμου, βρίσκεται στο στάδιο της μελέτης των διατυπωθέντων σχολίων επ’ αυτού, των παρατηρήσεων που διατύπωσε η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Βενετίας, η Ακαδημία Αθηνών, καθώς και άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς και το αμέσως προσεχές διάστημα θα διερευνηθεί αρμοδίως, ποιες εξ αυτών θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο υπό κατάθεση σχέδιο νόμου.
Ακλόνητη θέση και βούληση της παρούσας πολιτικής Ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών αποτελεί η, μέσω του παρόντος σχεδίου νόμου, πλήρης εξάλειψη των φαινομένων δυσλειτουργίας και υποβιβασμού του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών & Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.
Οποιαδήποτε συνδρομή προς την επίτευξη των παραπάνω στόχων, είναι ευπρόσδεκτη.
Η θέσπιση ενός σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα στηρίζεται στις αρχές της εύρυθμης επιστημονικής και δημοσιονομικής λειτουργίας, θα αναδείξει το Ινστιτούτο σε διεθνές σημείο αναφοράς επιστημονικής και πολιτιστικής προβολής της χώρας μας, καθώς και σε σημείο συγκέντρωσης και αναφοράς για τους νέους Έλληνες επιστήμονες που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αναζητώντας ευκαιρίες επιστημονικής και επαγγελματικής ανάδειξης.
Αθήνα, 16 Ιουνίου 2016
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 16.6.2016