ΟΙ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ Πρωτοπόροι στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Μόντρεαλ

Καλεσμένος για την εκδήλωση, ο καθηγητής πανεπιστημίου κύριος Γαβριήλ Μανωλάτος από τη Σάμη, ο οποίος μίλησε για τη ζωή και το έργο των επτανήσιων δημιουργών.

Η χορωδία του συλλόγου Ζακυνθίων «Ζακυνθινές Φωνές» με το μαέστρο Πέτρο Πλαρινό τραγούδησαν επτανησιακές καντάδες και τραγούδια. Απαγγέλθηκαν  ποιήματα των δημιουργών και θα ακούστηκαν μουσικές συνθέσεις και τραγούδια από μελοποιημένους στοίχους των ποιητών μας.

Με τις «Ζακυνθινές φωνές τραγούδησαν οι: Στάθης Βαρβαρίγος, Ιορδάνης Κονίδης, Γιώργος Τσουμπλέκας, Γρηγόρης Βλασόπουλος, Παναγιώτης Κωστής, Δημήτρης Κατσαρός, Γιώργος Γεωργιάδης, Διονύσιος Ζαβραδινός, Διονύσιος  Μαρούδας, Ηλίας Δροσόπουλος, Ορφέας Βαστόπυλος,  και ο μαέστρος Πέτρος Πλαρινός

Ποιήματα απήγγειλαν οι: Νίκος Σπαθής, Μαρίνα Χατζηδάκη, Γεωργία Τζέικομπ, Εμμανουήλ Μανωλάτος, Ευφημία Βουτσινά και Κώστας Τσαντρίζος

Η εκδήλωση είχε μεγάλη επιτυχία και εντυπωσίασε τόσο τους επίσημους προσκεκλημένους και το πλήθος, όσο και τα μέσα ενημέρωσης του Μόντρεαλ

https://www.facebook.com/MontrealGreekTV/videos/1371096736240339/

ΟΙ ΕΠΤΑΝΗΣΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Είναι πάρα πολλοί

Θα ξεχωρίσουμε  αυτούς που δημιούργησαν τη λεγόμενη

Επτανησιακή Σχολή και  που εννοούμε τη λογοτεχνική παραγωγή των Ιονίων νήσων από τις τελευταίες δεκαετίας του 18ου αι. έως το τέλος του 19ου αι (δηλαδή από 1700-1800)

Την Επτανησιακή Σχολή συνθέτουν οι εξής κατηγορίες δημιουργών:

Οι Προσολωμικοί.  Αυτοί οι ποιητές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως πρόδρομοι, επειδή προετοίμασαν το έδαφος για την μετέπειτα πνευματική πρόοδο των Επτανήσων. Οι ποιητές αυτοί είναι σχεδόν όλοι Ζακύνθιοι.

Οι Σολωμικοί ποιητές που το έργο τους φέρει τα ίχνη της σολωμικής επίδρασης, ενώ οι ίδιοι συνέβαλαν στη μελέτη και τη διάδοση της ποίησης του Σολωμού.

Οι Μετασολωμικοί ποιητές που Δραστηριοποιούνται μετά το θάνατο του Σολωμού (1857).

Οι Εξωσολωμικοί ποιητές

Δεν ανήκουν στη σφαίρα επιρροής του Σολωμού. Κυριότεροι θεωρούνται ο Ανδρέας Κάλβος,  ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και επίσης  ο Ανδρέας Λασκαράτος

Οι ποιητές και Λογοτέχνες της Επτανησιακής Σχολής είναι πάρα πολλοί με πλουσιότατο έργο. Αυτοί πρωτοδημιούργησαν και ανέπτυξαν την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή και ποίηση και την πνευματική πρόοδο της Ελλάδος.

Εμείς θα αναφερθούμε μόνο, στον Μεγάλο Διονύσιο Σολωμό, στον Βαλαωρίτη, στον Κάλβο, στον Μαρκορά και στον Πολυλά.

Γεράσιμος Μαρκοράς

Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες  της Επτανησιακής Σχολής, των τεχνών και των γραμμάτων. Ο ποιητής του περίφημου «Όρκου», ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και ένας από τους ανθρώπους τους οποίους αγωνίστηκαν όσο λίγοι ώστε τα Επτάνησα να ενωθούν με την Ελλάδα.

Ο Γεράσιμος Μαρκοράς γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά το 1826. Η οικογένειά του ήταν μία από τις παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Κέρκυρας, ιταλικής καταγωγής. Γιος του Κερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας Βλασσοπούλου.

Ήταν , μαθητής του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ανήκει στους «σολωμικούς ποιητές» της λεγόμενης «Επτανησιακής σχολής».

Έλαβε τη Γυμνασιακή του εκπαίδευση στην Κέρκυρα. Σε ηλικία 23 ετών έφυγε για την Ιταλία και σπούδασε νομικά. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία απ’ όπου αποφοίτησε και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα.

Παρά τις σπουδές του στα νομικά, αφιερώθηκε στην ποίηση. Το 1864  έγγραψε τον Ελληνικό Βασιλικό ύμνο  τον οποίο μελοποίησε ο Νικόλαος Μάντζαρος. Το 1875 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τον τίτλο «Όρκος» και το 1890 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ποιητικά Έργα», στην οποία περιλαμβανόταν και ο «Όρκος». Το 1898 ακολουθεί η συλλογή του «Μικρά Ταξείδια».

Επηρεασμένος από το διδάσκαλο του, στα ποιήματά του υπήρξε μελωδικός, αφηγηματικός και επιδέξιος χειριστής της δημοτικής. Ήταν φυσιολάτρης και πατριδολάτρης, κάτι που επηρέασε έντονα την ποίησή του. Μαζί με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Καρκαβίτσα και Πολυλά συνέβαλε στην επιβολή της δημοτικής και στην αναγέννηση των νεοελληνικών γραμμάτων.

Πέθανε στην Κέρκυρα στις 28 Αυγούστου του 1911.

Ο  Όρκος

του Μαρκορά αποτελεί μια επικολυρική σύνθεση εμπνευσμένη από την Κρητική επανάσταση του 1866 και την ηρωική ανατίναξη της μονής του Αρκαδίου.

Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, την Ευδοκία και τον Μάνθο.

Πλέει το καράβι αδιάκοπα, κι η Πούλια ωστόσο δείχτει,

Στον ουρανό αρμενίζοντας, πως είναι μεσονύχτι.

…Αν στο ροδάτο μάγουλο σιγά-σιγά τ’ αέρι

Μιαν άκρη από τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά της φέρει

τ’ αγαπημένου το φιλί πώς αγρικάει παντέχει,

Και νέα σε κάθε φλέβα της γλυκάδα ουράνια τρέχει.

Ιάκωβος Πολυλάς

Γεννήθηκε 13 Οκτωβρίου 1825 στην Κέρκυρα και πέθανε 5 Αυγούστου 1896.

Ήταν Επτανήσιος συγγραφέας και κριτικός, διάσημος μαθητής και εκδότης του έργου του Σολωμού. Το λογοτεχνικό του έργο, ποιητικό και πεζογραφικό, είναι μικρής έκτασης. Έκανε επίσης μεταφράσεις αλλά είναι πιο γνωστός για τα κριτικά του έργα.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα, από ευγενή οικογένεια με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη.  Έλαβε εξαιρετική μόρφωση, όπως άρμοζε σε έναν ευγενή, αλλά το πιο αποφασιστικό γεγονός για την εξέλιξή του ήταν η γνωριμία του με τον Σολωμό.

Η μεγάλη αυτή φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων, που χάρισε η Κέρκυρα στην ελληνική παιδεία, με την παρουσία του, έχει δώσει μια ξεχωριστή αίγλη και έναν σημαντικό προορισμό στον καθορισμό των ελληνικών γραμμάτων. Δίκαια έχει αναγνωριστεί σαν ο ιδρυτής της Επτανησιακής Σχολής, αυτού του πνευματικού σχήματος που καθόρισε την πορεία της ελληνικής γλώσσας.

Η μεγάλη του μόρφωση αλλά και η συμμετοχή του στον σολωμικό κύκλο μαζί με τους Στέλιο και Γεράσιμο Μαρκορά, Ιούλιο Τυπάλδο, Κάρολο Μάνεση και άλλους θα σημαδέψει σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα πνευματική του πορεία. Αποτελούν την ομάδα των «σολωμικών ποιητών» της Επτανησιακής Σχολής.

Παντρεύεται την Αιμιλία Σορδίνα, η οποία σύντομα αρρωσταίνει και το 1851 μεταβαίνουν στην Ιταλία για θεραπεία. Εκεί ο Πολυλάς συνεχίζει τη μελέτη του σε ξένες φιλολογίες και αρχαιοελληνικά κείμενα. Το 1853 επιστρέφει για λίγο καιρό στην Κέρκυρα και ο Σολωμός – ιδιόρρυθμος και μονήρης τύπος- τον αντιμετωπίζει με ψυχρότητα, κάτι που πικραίνει τον Πολυλά. Το 1854 η σύζυγός του πεθαίνει και εκείνος επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα.

Όταν το 1857 ο Σολωμός πεθαίνει, ο Πολυλάς εκφωνεί τον επικήδειο λόγο. Από τότε ως το 1859 αφοσιώνεται στη συγκέντρωση και έκδοση των χειρογράφων του “δασκάλου” έργο ιδιαίτερα δύσκολο.

Ο Πολυλάς ήταν υποστηρικτής της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Το 1862 ίδρυσε τον πολιτικό σύλλογο «Αναγέννησις» και εξέδιδε ομώνυμη εφημερίδα.

Εξελέγη τέσσερις φορές βουλευτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την Ριζοσπαστική παράταξη του Χαρ. Τρικούπη. Το 1884 στράφηκε για λίγο προς την παράταξη του Δηλιγιάννη αλλά το 1890 προσέγγισε ξανά την τρικουπική ριζοσπαστική παράταξη. Το 1892 εγκατέλειψε οριστικά την πολιτική. Πέθανε στις 25 Ιουλίου (5 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) του 1896.

«Ωδή. Εις τον θάνατον Διονυσίου Σολωμού»

Ελλάς, τα μαύρα φόρεσε

και κλίνε το κεφάλι!

Το κάλλιο απ’ τα τέκνα σου

στου τάφου την αγκάλη

τ’ άψυχο σώμ’ ανάπαψε,

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Εὐαγγελισμός – Ἑλληνισμός

Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,

οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.

Μία φλόγα ἀστράφτει… ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία…

Πετάει ἕν᾿ ἄστρο… σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία…

«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!

Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»

Γεννήθηκε στη Λευκάδα τον Ιούνιο του 1824 και βαπτίστηκε, Μόσχος – Αριστοτέλης.

Γιος του ηπειρωτικής καταγωγής Ιωάννη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα Ευρυτανίας και της καταγόμενης από ευγενή οικογένεια της Κεφαλλονιάς Αναστασίας Τυπάλδου-Φορέστη. Το όνομα Αριστοτέλης που του δόθηκε ήταν δείγμα της λατρείας προ την αρχαία Ελλάδα και τον κλασσικό πολιτισμό τους οποίους έτρεφε η οικογένειά του. Τα πρώτα γράμματα, τα έμαθε στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία και ακολούθως ταξίδεψε στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος και στην Ιταλία.  Ύστερα πήγε στο Ελβετικό κολλέγιο στη Γενεύη, Στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στη νομική σχολή, αλλά για λόγους υγείας μετέβη στην Πίζα στην Ιταλία και συνέχισε τα νομικά. Το 1848, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Δικαίου. Το επάγγελμα του δικηγόρου όμως δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.

Από αρκετά νωρίς ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μπλέχθηκε στην πολιτική, και το 1857 εξελέγη στην Ιόνιο Βουλή, τασσόμενος με το κόμμα των Ριζοσπαστών και αγωνιζόμενος για την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα.

Μετά την ένωση, στάλθηκε ως αντιπρόσωπος των Επτανήσων στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση.  Διακρίθηκε με τη δήλωση που έκανε ότι οι συντοπίτες του θα συνεργάζονταν χωρίς προτίμηση για το ένα ή το άλλο κόμμα με τον καταλληλότερο ή ικανότερο πρωθυπουργό αλλά και τον πιο ανιδιοτελή.

Μέριμνά του είναι η ενότητα του Ελληνικού έθνους γι’ αυτό προβάλει μέσα από τις ομιλίες του στο κοινοβούλιο ,την προσήλωση στο θεσμό της μοναρχίας, σαν  παράγοντα εξισορρόπησης.  Έτσι, πολύ καλή ήταν η ιδιωτική και δημόσια σχέση που είχε με τον βασιλιά Γεώργιο.  Οι διαβόητες για τη νοθεία τους εκλογές του 1868,οι αυθαιρεσίες της κυβερνητικής παράταξης κατά την επικύρωση των αποτελεσμάτων από τη βουλή, καθώς κι ένα επεισόδιο ανάμεσα στον ποιητή και τους αδελφούς Ιακωβάτους, όπου στη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 1868, ο Βαλαωρίτης δεν θα διστάσει να χαστουκίσει τον Χαράλαμπο Τυπάλδο-Ιακωβάτο ενώ αντάλλαξε και γρονθοκοπήματα με τον αδελφό του τον Γεώργιο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, κατέληξε σε αποδοκιμασία της Βουλής για τον Βαλαωρίτη.

Στις επόμενες εκλογές, τον Μάιο του 1869, δεν θέλησε πλέον να θέσει υποψηφιότητα. Εγκαθίσταται στο νησάκι Μαδουρή. Εκεί θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του το 1879 . Ορόσημο στην τελευταία αυτή φάση του βίου του αποτελεί η περίοδος από το τέλος του 1871, όταν το Πανεπιστήμιο του αναθέτει τη σύνθεση ενός ποιήματος για τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄. Ήδη η κίνηση της ανάθεσης μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Η απαγγελία ωστόσο του ποιήματος «Αδριάς του αοίδιμου Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» λίγους μήνες μετά, την 25η Μαρτίου 1872, ταυτίζεται συμβολικά με τη στιγμή της επίσημης και πανελλήνιας αναγνώρισης του Βαλαωρίτη ως «εθνικού ποιητή».

Πώς μας θωρείς ακίνητος πού τρέχει ο λογισμός σου

Τα φτερωτά σου όνειρα Γιατί στο μέτωπο σου

Να μη φυτρώνουν γέροντα τόσες χρυσές αχτίδες

Όσες μας  δίνει η όψη σου παρηγοριά κι ελπίδες;

Τα γνωρίσματα του ποιητικού του έργου ήταν: η ρητορικότητα, ο πραγματισμός, η αφηγηματικότητα, η ιστορική, εθνοκεντρική, πατριδολατρική και μεγαλοϊδεατική θεματική,  η εμποτισμένη από το δημοτικό τραγούδι της ηπειρωτικής Ελλάδας γλώσσα.

Ο Βαλαωρίτης κρατάει φανερή απόσταση από το έργο και το πρότυπο του Σολωμού

Αν και έγραψε μάλιστα δύο ποιήματα στην μνήμη του. Η αντισολωμική στάση του Βαλαωρίτη δεν αποσκοπούσε παρά στη διεκδίκηση της θέσης του εθνικού ποιητή που οι άλλοι επτανήσιοι προόριζαν για τον Σολωμό.

Στην περίπτωση του Βαλαωρίτη ο τίτλος του «εθνικού ποιητή» δόθηκε, ίσως, διότι «αντλούσε σχεδόν αποκλειστικά τα θέματά του από τη νεώτερη ελληνική ιστορία και επειδή υπερασπίστηκε την εθνική ιδέα όχι μόνο με το λόγο του αλλά και εμπράκτως». Όμως με δεδομένο πως και άλλοι ποιητές και πεζογράφοι της εποχής του αντλούσαν από το ίδιο υλικό, η διάκριση αυτή του Βαλαωρίτη οφειλόταν

α) στη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποίησε –θελκτικό στοιχείο για το ακροατήριό του μα που άρμοζε και με το «ήθος και τη φωνή των διαφόρων ηρώων του»

β) στο πάθος και το τραγικό μεγαλείο με το οποίο πρόβαλε τους ήρωές του.

γ) στη συγκυρία που επέτεινε όλα αυτά κι έτσι ήταν επακόλουθο οι κριτικοί να επισημάνουν «διαρκώς θετικά», αυτά τα δεδομένα, «αναδεικνύοντας τον Βαλαωρίτη στον εγκυρότερο ποιητικό εκφραστή της Μεγάλης Ιδέας και της Μεγάλης Ελλάδας.

Γράμμα του Βαλαωρίτη προς  τον Λασκαράτο

10 Φεβρ. 1872

Φίλε Λασκαράτε

Το Πανεπιστήμιον με προσεκάλεσεν επισήμως, να προσαγορεύσω δι’ ενός διθυράμβου κατά την 25η Μαρτίου τον Ανδριάντα του Πατριάρχου Γρηγορίου.

Εδέχθην την πρόσκλησιν και ελπίζω εις τον Θεόν να μην εντροπιάσω ούτε την μνήμην του μεγάλου της νεωτέρας Ελλάδος αθλητού, ούτε τους φίλους μου».

Απάντηση Λασκαράτου

27 Φεβρ. 1872

Φίλε Βαλαωρίτη

Σε συγχαίρω διά την Πανεπιστημονική πρόσκληση που έλαβες να προσαγορέψεις τον ανδριάντα του Γληγοράκη.

Δώσ’ του κι από μέρους μου τα γκαρδιακά χαιρετίσματά μου και πες του πως του εύχομαι να ξακολουθάη να φανατίζει τους όχλους, όσο ναν τους αποχτηνώση εξ ολοκλήρου, και ναν τους κάμη ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι είναι δίποδους γαϊδάρους».

Το έργο που άφησε ο Βαλαωρίτης είναι πολύ μεγάλο και σπουδαίο. Στα 1847 φοιτητής ακόμα, τυπώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του, ‘’Στιχουργήματα’’ . Το 1859 τυπώνει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, ‘’Μνημόσυνα’’ και το 1859 τη μεγάλη ποιητική του σύνθεση ‘’Η Κυρά Φροσύνη’’.  Αυτά περιλαμβάνουν δεκάδες ποιήματα. Πραγματοποίησε και πολλές μεταφράσεις, όπως ποιήματα του Βίκτωρα ντε Λαπράντ (Victor de Laprade).

Ο Βαλαωρίτης μαζί με Κάλβο και το Λασκαράτο είναι οι εξωσολωμικοί ποιητές.

Η ποίησή του Βαλαωρίτη δέχθηκε τις επιρροές του Γαλλικού ρομαντισμού. Μέσα από τα ποιήματά του που τα περισσότερα έχουν σχέση με τον αγώνα, ήθελε να τονώσει το πατριωτικό αίσθημα και την εθνική αυτογνωσία των Ελλήνων.

Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ

Κοιμήσου… ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω

δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι

ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.

Κοιμήσου… χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,

ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.

Ανδρέας Κάλβος

Ὦ φιλτάτη πατρίς,

ὦ θαυμασία νῆσος,

Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας

τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος

τὰ χρυσὰ δῶρα!

Ανδρέας Κάλβος. Κοσμοπολίτης στο πνεύμα και στην αντίληψη. Επαναστάτης στην καρδιά. Σύγχρονος του Σολωμού.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 και ζει εκεί τα πρώτα του χρόνια. Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κάλβου, Κερκυραίου αξιωματικού του βενετικού στρατού, και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1802, ο Κάλβος και ο αδελφός του αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκατέλειψε τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του.

Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου. Ο πρόωρος χωρισμός από τη μητέρα, που πεθαίνει το 1815, θα είναι οριστικός. Ο Κάλβος μόνο με τα μάτια της φαντασίας του θα την ξαναδεί. Μια τέτοια συνάντηση, ονειρική, περιγράφει λίγα χρόνια μετά στην ωδή «Εις θάνατον»:

Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι Foscolo και Κάλβος καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας και των δύο, διαλύει τη φιλία τους.

Επιστρέφει στην Ιταλία το 1820 και την εγκαταλείπει οριστικά το 1821 διωγμένος από τις ιταλικές αρχές εξαιτίας της εμπλοκής του στο κίνημα των καρμπονάρων. Ήταν επαναστάτης.

Όσο ο Κάλβος κατηγορείται για επαναστατική δράση, έρχεται η «πoθητή ώρα». Το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης. Τον βρίσκει μακριά μεν απ’ την πατρίδα, μετέωρο στην Ευρώπη, αλλά πολιτικά ενεργό επαναστάτη. Έως το 1826 ζει κυρίως στη Γενεύη και για ένα διάστημα στο Παρίσι, συνδέεται με το φιλελληνικό κίνημα και γράφει ελληνικά ποιήματα. Ένας αληθινός «φιλόπατρις» ο Κάλβος, μέσω της αντίθεσης δύο κυρίαρχων χαρακτηριστικών. Της φιλοπατρίας και της επαναστατικότητας. Γίνεται ένας πολιτικός ποιητής: Ο ποιητής της ελληνικής επανάστασης. Η περιγραφή, η εξύμνηση και ο σχολιασμός του εθνικού αγώνα βρίσκονται στο κέντρο του ελληνόγλωσσου ποιητικού έργου του που αριθμεί, έκτος από την «Ελπίς πατρίδος», είκοσι ωδές: δέκα που απαρτίζουν τη Λύρα (Γενεύη, 1824) και δέκα ακόμα, συγκεντρωμένες στη δεύτερη συλλογή, που εκδίδεται το 1826 στο Παρίσι υπό τον τίτλο Λυρικά.

Στο τέλος του Ιουλίου του 1826, πηγαίνει στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του απελευθερωμένου Ελληνικού Κράτους. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως λέγεται, «είχε απλή γνωριμία».

Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και επιστρέφει στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams.

Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του, το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης.

Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο,  αλλά δεν μπορεί, ίσως, να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ’ ότι τους συμπατριώτες του.

Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συνδυάζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη.

Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή μια σημαντική διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του. Ο Ανδρέας Κάλβος είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα  αρχαιοελληνικά  πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό  περιεχόμενο,  σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους).

Ο Κάλβος μαζί με  το Βαλαωρίτη και το Λασκαράτο είναι οι εξωσολωμικοί ποιητές

Ο Κάλβος είναι ο “διαμεσολαβητής” ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Αθηναϊκή λογοτεχνία, είναι μια ιδιαίτερη ποιητική μορφή αντλεί τα θέματά του απ ‘την ιστορική παράδοση της Επτανήσου και από τα γεγονότα του Αγώνα, η γλώσσα του είναι ιδιότυπη είναι ένα κράμα δημοτικής και λόγιων εκφράσεων. Η ποίησή του έχει αρκετές λυρικές εικόνες.

Πέθανε τις 3 Νοεμβρίου 1869

Η σορός του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως “Έτος Κάλβου”, έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στην Αθήνα και εν συνεχεία στη Ζάκυνθο.

Πρεσβευτής στην αγγλική πρωτεύουσα ήταν ο Γιώργος Σεφέρης.

Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ

τὸ σύννεφον, καὶ ὁ ἄνεμος

σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίσῃ

τὸ χῶμα τὸ μακάριον

῾ποὺ σᾶς σκεπάζει.

Λορέντζος Μαβίλης

«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;

Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία

ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,

τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

Ποιητής και μεταφραστής, τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και μάλιστα του κερκυραϊκού κύκλου.

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο ισπανικής καταγωγής πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, υπηρετούσε ως δικαστικός. Ο παππούς του ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα. Η μητέρα του, Ιωάννα Σούφη, ήταν ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Μαβίλης τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα και φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Μονάχου και Φράιμπουργκ (1878-1890), όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας και αρχαιολογίας, ενώ μελέτησε τα φιλοσοφικά συστήματα των μεγάλων Γερμανών φιλοσόφων Καντ, Φίχτε και Σοπεγχάουερ. Το 1890 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν .

Ο Μαβίλης δεν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος, αλλά και της δράσης. Φλογερός πατριώτης, συμμετείχε ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αγωνίστηκε ως επικεφαλής επαναστατικής ομάδας στην Κρήτη και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια του άτυχου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Μετά την επάνοδό του στην Κέρκυρα έγραψε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του και ασχολήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα, που το θεωρούσε συνδεδεμένο με το εθνικό.

Το 1910 εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο λόγος του στη Βουλή ένα χρόνο αργότερα για το γλωσσικό ζήτημα, αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική. Παροιμιώδης θα μείνει η φράση του «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι», υπερασπιζόμενος την ευγένεια της δημοτικής γλώσσας.

Η υπέρτατη θυσία του προς την πατρίδα θα έλθει στις 28 Νοεμβρίου του 1912, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Λορέντζος Μαβίλης, συμμετέχοντας ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών, θα πέσει ηρωικά μαχόμενος κατά των Τούρκων στο βουνό Δρίσκος της Ηπείρου. Ήταν μόλις 52 ετών, πάνω στην κορύφωση της πνευματικής του δημιουργίας.

Ο Λορέντζος Μαβίλης υπήρξε ολιγογράφος σαν ποιητής. Διέπρεψε στο απαιτητικό είδος του σονέτου. Ανήκε στην παράδοση της επτανησιακής σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό.

Στα ποιήματά του, «Εις την Πατρίδα», «Πατρίδα», «Πλήρωμα Χρόνου»,  υμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ εκφράζει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του  στα ποιήματα «Λήθη», «Υπεράνθρωπος», «Ελιά», «Έρωτας και Θάνατος». Τονίζει την αγάπη προς τη μητέρα στα ποιήματα «Αμίλητα» και «Αφιέρωση» και την αξία της φιλίας «Στον φίλο Γ. Καλοσγούρο». Υμνεί τον ιδανικό έρωτα στο «Ανάξιο», και «Ψυχοφίλημα», ενώ αφιερώνει ιδιαίτερα ποιήματα σε φίλους και συνεργάτες του. Η απαισιοδοξία του, που είναι αποτέλεσμα των επιδράσεων του Σοπεγχάουερ και της ινδικής φιλοσοφίας, δεν μπόρεσε να μαράνει τη θέρμη και τη δροσιά της ποίησής του.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σονέτο του Φάληρο (Ιούνιος 1911), όπου για πρώτη φορά σε ελληνικό ποίημα αναφέρονται οι λέξεις  αυτοκίνητο,  σοφέρ  και  μπαρ,  άγνωστες μέχρι τότε στον μέσο Έλληνα.

Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Γνώστης πολλών γλωσσών, μετέφρασε, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά  Σίλερ, Σέλεϊ, Βιργίλιο, Μπράουνινγκ, Φώσκολο, Μπάιρον και αποσπάσματα από το  ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα.

Λήθη

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε

τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει

ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,

μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Φωτογραφία: Οι συντελεστές της εκδήλωσης Από αριστερά: Ο καθηγητής Γαβριήλ Μανωλάτος, Ο Νίκος Σπαθής, στέλεχος της Κεφαλλονίτικης Αδελφότητας Καναδά, ο Απόστολος Αγγούριας, πρόεδρος της Κεφαλλονίτικης Αδελφότητας και ο Φίλιππος Σωφρονάς πρόεδρος  της ΕΠΟΚ

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6.6.2016