Οι περισσότεροι άλλωστε Έλληνες εργάτες, ηλικίας 15-35 ετών, δεν είχαν φέρει καν στον Νέο Κόσμο τις οικογένειές τους, όχι βέβαια επειδή δεν μπορούσαν οικονομικά, αλλά γιατί ήθελαν να ζήσουν τυχοδιωκτικά σε βάρος της ευνομούμενης αμερικανικής κοινωνίας. «Σαν τα ποντίκια κοιμούνται οι Έλληνες τέσσερις και πέντε σε ένα δωμάτιο», παραπονούνταν τα αποκαλυπτικά δημοσιογραφικά άρθρα για την εκρηκτική κοινωνική κατάσταση που δημιουργούσαν οι μετανάστες στη βιομηχανική Νότια Όμαχα. Αν και το κύριο σημείο τριβής ήταν το μεροκάματο, καθώς ο έλληνας μετανάστης ήταν πρόθυμος να δουλεύει για ψίχουλα, κλέβοντας την αξιοπρεπή αμοιβή από τον ντόπιο Αμερικανό.
Η ρητορική του μίσους παραγνώριζε βέβαια τα καμιά πενηνταριά μαγαζιά που αριθμούσε το Greek Town, κομμάτι της ιρλανδικής συνοικίας της πόλης, από φούρνους, μπακάλικα και μανάβικα μέχρι ταβέρνες, καφενεία και ζαχαροπλαστεία. Μέχρι και δική τους ορθόδοξη εκκλησία είχαν οι έλληνες μετανάστες, αποτέλεσμα προσπάθειας δύο ετών, και ο παπάς Κωνσταντίνος Χάρβαλης κατέφτασε στις 9 Απριλίου 1909 για την πρώτη ορθόδοξη λειτουργία της Νεμπράσκα! Παρά ταύτα, ο Έλληνας ήταν ξένος και εχθρός της φιλήσυχης αμερικανικής κοινωνίας και μέσα σε τρία χρόνια η κατάσταση είχε φτάσει προφανώς στο απροχώρητο…
Το χρονικό της φρίκης
Το περιστατικό που πυροδότησε τη βίαιη αντίδραση των αμερικανών πολιτών άκουγε στο όνομα John Masourides, ενσαρκώνοντας το αντιμεταναστευτικό μένος κατά της ελληνικής αποικίας που σύντομα θα έβρισκε έκφραση με εμπρησμούς, κακοποιήσεις και ανείπωτο τρόμο. Ο Τζον Μασουρίδης κατέφτασε στις ΗΠΑ το 1906 από ένα χωριουδάκι έξω από την Καλαμάτα (από την επαρχία της «Messinia, Peloponnesus, Greece», όπως έγραψε ο αμερικανικός Τύπος).
Ήταν ένας 36χρονος χειροδύναμος άντρας, αν και «προερχόταν από ένα κομμάτι της Ελλάδας όπου οι κάτοικοι είναι γνωστοί για τη βία τους εδώ και αιώνες, καθώς πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Λεωνίδα και των Τριακοσίων του», σχολίαζαν με νόημα οι πατριωτικές εφημερίδες της Νεμπράσκα. Ο Μασουρίδης ήταν λοιπόν ο στερεοτυπικός ανυπότακτος Έλληνας που εξουσία και νόμο δεν γνώριζε. Μελαμψός, κοντούλης και με το χαρακτηριστικό μουστακάκι, δεν μιλούσε γρι αγγλικά. Ο μετανάστης άφησε στη χώρα του γυναίκα και τέσσερα παιδιά και αποβιβάστηκε στον Νέο Κόσμο κυνηγώντας τυχοδιωκτικά το αμερικανικό όνειρο.
Αφού πήγε αρχικά στον αδερφό του που είχε εγκατασταθεί στο Γουαϊόμινγκ, μετακόμισαν κάποια στιγμή στη Νότια Όμαχα για να ανοίξουν ένα παντοπωλείο με σπεσιαλιτέ τα ελληνικά γλυκά. Ο αδερφός έφυγε κάποια στιγμή αναζητώντας την τύχη του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ο Τζον λειτουργούσε τώρα μόνος το κατάστημα. Ήταν βέβαια ήδη στο στόχαστρο των Αρχών, καθώς ο φάκελός του μετρούσε ήδη μια καταδίκη για παράνομο τζόγο και οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι είχε σπιτώσει μια ντόπια μικρούλα που συνήθιζε να μαθαίνει στους έλληνες μετανάστες αγγλικά.
Ήταν ακριβώς η φερόμενη σχέση του με τη 17χρονη Αμερικάνα που θα οδηγούσε στο συναπάντημά του με τον αστυφύλακα Lowery το απογευματάκι της Παρασκευής, 19 Φεβρουαρίου, 1919. Η συμπλοκή του Μασουρίδη με τον αστυνομικό θα άφηνε τον έναν νεκρό και τον άλλο με ελαφρά τραύματα. Στις δύο εκδικάσεις της υπόθεσής του οι αυτόπτες μάρτυρες δεν συμφωνούσαν καν στις καταθέσεις τους για το τι είχε συμβεί: άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο Μασουρίδης πυροβόλησε πρώτος, ενώ οι υπόλοιποι επιβεβαίωναν την ιστορία του Τζον, κατά την οποία είχε πετάξει το πιστόλι του για να μη συλληφθεί για παράνομη οπλοκατοχή, το οποίο αναγκάστηκε ωστόσο να ξαναπιάσει όταν ο αστυνομικός άνοιξε αναίτια πυρ εναντίον του. Μετά το περιστατικό πάντως, ο Μασουρίδης σύρθηκε στο αστυνομικό τμήμα και πολύ αργότερα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες.
Φοβούμενη λιντσάρισμα του Έλληνα, η αστυνομία της Νότιας Όμαχα αποφάσισε να μεταφέρει τον κατηγορούμενο στις φυλακές της διπλανής Όμαχα. Και πιθανότατα είχε δίκιο, καθώς το ίδιο κιόλας βράδυ του περιστατικού ένας οργισμένος όχλος 500 νοματαίων κυνήγησε το ασθενοφόρο του Μασουρίδη προσπαθώντας να σταματήσει την πορεία του. Τα άλογα της άμαξας έτρεχαν όμως γρηγορότερα από το πλήθος, κι έτσι ο όχλος έριξε μερικές πιστολιές στον αέρα και διαλύθηκε, καθώς η αστυνομία είχε καταφέρει να φυγαδεύσει τον δράστη. Η φωτιά είχε όμως ανάψει και περίμενε τώρα να μετατραπεί σε λαίλαπα, κάτι που πυροδότησε τόσο ο δημοσιογραφικός κιτρινισμός όσο και τα κηρύγματα μίσους των πατριωτών Αμερικάνων, που φρόντισαν να μην ξεχάσει ο κόσμος τον «βάρβαρο φόνο» του καλόκαρδου 42χρονου αστυνομικού, που έπεφτε στη γραμμή του καθήκοντος από τον διεφθαρμένο Έλληνα, αφήνοντας πίσω του γυναίκα και δύο παιδιά.
Παρά την απόπειρα λιντσαρίσματος του Μασουρίδη, η κατάσταση φαινόταν να έχει εκτονωθεί μέχρι το απογευματάκι του Σαββάτου, αν και την ένταση μπορούσες να τη μυρίσεις στην ατμόσφαιρα. Επόμενο στιγμιότυπο στη βασιλεία του τρόμου θα ήταν η ανοιχτή εκδήλωση διαμαρτυρίας του απογεύματος της Κυριακής, 21 Φεβρουαρίου, όταν χίλιοι περίπου ανήσυχοι πολίτες συγκεντρώθηκαν έξω από το δημαρχείο της πόλης, όπου τελέστηκε άτυπο μνημόσυνο για τον αδικοχαμένο αστυνομικό, αν και σύντομα μετατράπηκε σε καταδικαστικό λόγο για τα χαλαρά ήθη και την παροιμιώδη ανομία των Ελλήνων. Ο βασικός ομιλητής τέλειωσε τον λόγο του ρωτώντας το πλήθος τι σκόπευε να κάνει για να περιορίσει την «ελληνική απειλή», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Ο επόμενος ομιλητής δεν μάσησε τα λόγια του: «Ξέρουμε ότι οι Έλληνες, ένας μεγάλος αριθμός των οποίων απασχολούνται στη βιομηχανία συσκευασίας, έφεραν στην πόλη όχι μόνο τη συνθήκη της ανομίας και του εγκλήματος, αλλά και ότι ένα καλό ποσοστό αυτών υποφέρουν και τα σώματά τους είναι άρρωστα από απεχθείς και μεταδοτικές ασθένειες. Οι περισσότεροι έχουν χτυπηθεί από σύφιλη, κι όμως τους επιτρέπεται να ετοιμάζουν φαγητά και φαγώσιμα προϊόντα που τρώνε οι κάτοικοι αυτής εδώ της πόλης».
Οι πατριωτικοί λόγοι για τον καλό αστυνομικό και τίμιο αμερικανό πολίτη που δολοφονήθηκε από τον ψυχρό έλληνα εκτελεστή έδιναν και έπαιρναν στη μοιραία εκείνη λαϊκή συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Οι ανήσυχοι πολίτες κήρυξαν τη μέρα της κηδείας του αστυνομικού, που θα γινόταν την Τρίτη, 23 Φεβρουαρίου, μεταξύ 8:00-12:00 το πρωί, πολιτειακό πένθος και συμφώνησαν κανείς να μη δουλέψει εκείνες τις σημαδιακές για τον τόπο τους ώρες.
Τα αντι-ελληνικά κηρύγματα μίσους συνεχίστηκαν για αρκετές ώρες, με το πλήθος να αριθμεί πια περισσότερους από 3.000 ανθρώπους, όταν ξαφνικά ένα καλό ποσοστό του ξέκοψε από την πλατεία και κατευθύνθηκε οργισμένο προς το ελληνικό καντόνι. Ο όχλος ούρλιαζε «θάνατος στους Έλληνες» και «εκδίκηση για τον Lowery» και με τις ιαχές αυτές όρμησε στο Greek Town αφήνοντας τρόμο, βία και καταστροφή στο πέρασμά του…
Η επίθεση που θα σήμανε το τέλος
Ένα προς ένα, τα ελληνικά μαγαζιά και σπίτια γίνονταν αποδέκτες της εκδικητικής μανίας των φιλήσυχων πολιτών, κάπου χίλιοι άντρες και γυναικόπαιδα(!) δηλαδή. Σύντομα η ελληνική συνοικία θα μετατρεπόταν σε ένα αχαλίνωτο σκηνικό φρίκης. Οι έλληνες μετανάστες, αιφνιδιασμένοι τόσο από το ξαφνικό της επίθεσης όσο και το απόλυτο μέγεθος του όχλου, προσπαθούσαν τώρα να εγκαταλείψουν πανικόβλητοι τις εστίες τους, αν και συχνά δεν τα κατάφερναν, πέφτοντας στα χέρια του μανιασμένου πλήθους.
Πάμπολλοι ξυλοκοπήθηκαν αγρίως και άλλοι τόσοι χλευάστηκαν και προπηλακίστηκαν από τους ταραξίες. Κάποιος Έλληνας πυροβόλησε σε αυτοάμυνα, τραυματίζοντας επιφανειακά δυο παιδιά, και τότε το πράγμα ξέφυγε από κάθε έννοια ελέγχου: ο όχλος χωρίστηκε σε δύο ομάδες και πλέον στο στόχαστρο ήταν όλοι οι ξένοι της ευρύτερης ιρλανδικής συνοικίας, καθώς το πλήθος δεν ξεχώριζε πια Έλληνα, Τούρκο, Ιταλό, Πολωνό, Ούγγρο και Βούλγαρο.
Τι έκανε όμως η αστυνομία κατά τις στιγμές αυτές της βίας, του εμπρησμού και του τρόμου; Όπως δήλωσε μετά η Μαίρη Δήμου (Mary Demos), ιδιοκτήτρια ελληνικού ζαχαροπλαστείου, όταν πήρε την αστυνομία ζητώντας προστασία από τον όχλο, άκουσε τα ακατάσχετα γέλια από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Το μαγαζί της λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε στο τέλος.
Αναφορές υπήρξαν ακόμα και για αστυνομικούς μέσα στον όχλο, που πλιατσικολόγησαν περιουσίες και κακοποίησαν ανθρώπους. Ο δήμαρχος ενημερώθηκε κατά τις 5:00 το απόγευμα από τον διοικητή της αστυνομίας και τον αντίστοιχο της πυροσβεστικής. Ατάραχος, ενημέρωσε με τη σειρά του τον κυβερνήτη της Νεμπράσκα, αν και δεν πήρε την ομοσπονδιακή βοήθεια που του προσέφερε ο κυβερνήτης, λέγοντας πως σύντομα θα έθετε την κατάσταση υπό έλεγχο. Μετά το τηλεφώνημα, ο δήμαρχος έμεινε για καμιά ωρίτσα στο αστυνομικό τμήμα και κατόπιν επέστρεψε στο σπίτι του σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Η αστυνομία άργησε χαρακτηριστικά να μπει στον χορό και πολλοί βλέπουν ύποπτο εδώ το γεγονός ότι ο διοικητής της ήταν ένας από τους ανήσυχους πολίτες που μίλησε στην αποφράδα συγκέντρωση. Όπως ισχυρίστηκαν μετά το περιστατικό οι αστυνομικοί που επιστρατεύτηκαν για να κατευνάσουν τον όχλο, είχαν λάβει σαφείς οδηγίες να μη χρησιμοποιήσουν τα γκλομπ τους κατά των αμερικανών πολιτών για χάρη των «βρομερών μεταναστών».
Μέχρι να καταφτάσουν οι αστυφύλακες στον τόπο του μαρτυρίου, η κατάσταση είχε ξεφύγει. Ο διοικητής της αστυνομίας της Νότιας Όμαχα αρνήθηκε μάλιστα να ζητήσει τη συνδρομή του αστυνομικού τμήματος της Όμαχα, λέγοντας πως καλύτερο θα ήταν να αφήσουν τον όχλο να εκτονωθεί «μένοντας μακριά του»! Μόνο οι δεσμοφύλακες που κρατούσαν τον Μασουρίδη εξουσιοδοτήθηκαν να ασκήσουν βία αν ο όχλος έφτανε ως τις πολιτειακές φυλακές.
Αν και η κατάσταση απείχε πολύ ακόμα από την εκτόνωσή της, καθώς με το που έπεσε το σκοτάδι άρχισαν οι εμπρησμοί. Ανενόχλητος κυριολεκτικά ο όχλος και με την αστυνομία σιωπηλό παραστάτη, καλούσε τους Έλληνες να βγουν στον δρόμο και όσοι αρνούνταν να κατεβούν και να ξυλοκοπηθούν αγρίως γνώριζαν το στουπί και τη φωτιά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μέχρι τις 9:00 το βράδυ οι 30 δράστες που είχαν συλληφθεί για τα έκτροπα και ήταν στο κρατητήριο ήταν όλοι Έλληνες! Βαρύτατα τραυματισμένοι και ξυλοκοπημένοι στα όρια του θανάτου Έλληνες, μετατρέποντας το αστυνομικό τμήμα σε αυτοσχέδιο νοσοκομείο.
Η δολοφονική μανία του όχλου κόπασε μόνο μετά τα μεσάνυχτα, αν και μεμονωμένα επεισόδια εκτυλίχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Μέχρι τότε βέβαια, για περισσότερες από εννιά ώρες «το πλήθος με ρεβόλβερ, λοστούς και καδρόνια, με πυρσούς και στουπί, γυρνούσε από μέρος σε μέρος σπάζοντας παράθυρα, πίνοντας το κλεμμένο αλκοόλ από τα λεηλατημένα καφενεία και κλέβοντας εμπόρευμα. Ο όχλος επιτέθηκε σε όσους κυνηγούσε, μέχρι που το αίμα στον δρόμο έγινε ποτάμι από τα ανοιχτά τραύματα, πυροβόλησε έναν μανάβη στο πόδι και ξυλοκοπούσε ακόμα και παιδιά, σέρνοντάς τα από τα πόδια στους δρόμους της ελληνικής συνοικίας», έγραψε η τοπική εφημερίδα.
Το πρωινό της Δευτέρας, 22 Φεβρουαρίου, ήταν ιδιαιτέρως ήσυχο στα χαλάσματα του ελληνικού μαχαλά. Οι φωτιές κάπνιζαν βέβαια ακόμα, αν και οι αρχές ετοιμάζονταν τώρα πυρετωδώς για την αυριανή κηδεία του αστυνομικού, ζητώντας τη συνδρομή της Εθνοφυλακής όχι για την προστασία της ελληνικής συνοικίας, αλλά για τη νεκρώσιμη ακολουθία του αστυνομικού την επόμενη μέρα! Ο λόγος της θανατερής αυτής αταραξίας στην ελληνική συνοικία δεν ήταν φυσικά γιατί η αστυνομία είχε θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο, παρά μόνο γιατί κανένας Έλληνας δεν ζούσε τώρα εκεί. Όλοι είχαν καταφύγει στα δάση γύρω από την πόλη και τις ερημιές, την ίδια ώρα που ο Μασουρίδης φυγαδεύτηκε σε άλλες φυλακές της Νεμπράσκα.
Από τους 1.200 εκτιμώμενους έλληνες μετανάστες που ερήμωσαν το Greek Town, μόλις καμιά διακοσαριά αναζήτησαν καταφύγιο στη διπλανή Όμαχα. Ο κοινοτάρχης της ελληνικής παροικίας, κάποιος Μαντάνης, ζήτησε ψυχραιμία και όχι πράξεις αντεκδίκησης από τους Έλληνες, και μέσα στην επόμενη εβδομάδα η ελληνική κοινότητα αξίωσε αποζημιώσεις από τον δήμο της Νότιας Όμαχα για την καταστροφή της περιουσίας τους, ποσό που αποκρυσταλλώθηκε στα 288.130,34 δολάρια.
Η ελληνική κοινότητα της Νότιας Όμαχα, μέσω της Πανελλήνιας Ένωσης, ήθελε να πάει την υπόθεση στα δικαστήρια, αν και μέσα σε τρεις μέρες οι αμερικανοί δικηγόροι της την ενημέρωσαν ότι «καμία αποζημίωση δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ως διεκδίκηση από τον δήμο», καθώς ο νόμος απάλλασσε τις πόλεις από «τη μαζική βία των δημοτών τους». Έξι χρόνια αργότερα (3 Φεβρουαρίου 1916), η αμερικανική Γερουσία επιδίκασε αποζημιώσεις 40.000 δολαρίων στην ελληνική κυβέρνηση.
Όσο για τους δράστες, στα χρόνια που ακολούθησαν μόλις ένας ταραξίας καταδικάστηκε για τα βίαια γεγονότα του Greek Town, αν κι αυτός ακόμα έπεσε στα μαλακά. Ο γενικός εισαγγελέας της Όμαχα αποκάλυψε δύο μέρες μετά τις ταραχές ότι ποτέ δεν ζητήθηκε η κυβερνητική συνδρομή για την καταστολή της φρίκης. Ο πρεσβευτής της Ελλάδας απέστειλε έναν έλληνα καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βοστόνης να συμβουλεύσει τους εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας που είχαν καταφύγει στην Όμαχα να υπακούουν στους νόμους του αμερικανικού έθνους και να καθίσουν λίγο πολύ στα αυγά τους.
Η τύχη του Μασουρίδη θα καθοριζόταν έπειτα από τις δύο δίκες του Μαΐου 1909 και του Μαΐου 1910: πρωτόδικα καταδικάστηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού, αν και το Ανώτατο Δικαστήριο της Νεμπράσκα, αναγνωρίζοντας πολλά κενά στην υπόθεση, τον καταδίκασε σε 14 χρόνια κάθειρξης, παραμένοντας τελικά στη στενή για 5,5 χρόνια. Με το που βγήκε από τη φυλακή, απελάθηκε από τις ΗΠΑ και κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Όσο για το Greek Town, μετά τα έκτροπα η ελληνική παροικία των 1.200 νοματαίων μετρούσε πια μόλις 59 γενναίους Έλληνες που επέστρεψαν στις εστίες τους. Παρά το γεγονός ότι γνώρισε και πάλι απήχηση μεταξύ 1918-1926, η εποχή της δόξας της είχε περάσει πλέον ανεπιστρεπτί.
Στην προσπάθεια της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Νεμπράσκα να καταγραφούν το 1963 οι μαρτυρίες όσων Ελλήνων έζησαν τις ταραχές, όλοι ξεκίνησαν τις ιστορίες τους με την ευχή να μην ξαναδούν τα μάτια τους τέτοια γεγονότα. Αν και πλέον ήταν σαφές ότι τόσο ο Τζον Μασουρίδης, ο αστυνομικός Edward Lowery όσο και η ίδια η αντι-ελληνική εκστρατεία του τρόμου είχαν για τα καλά θαφτεί κάτω από την επίφαση της κανονικότητας…