Aβάντι Σενιόρ Ρέντζι. Ο Γιώργος Κουρής περιγράφει μια παιδική εμπειρία που τον σημάδεψε

μας… αφήσουν γεια, γιατί οι παμπόνηροι αυτοί απόγονοι των πειρατών και αποικιοκρατών αντιλαμβάνονται ότι όσο περνάει ο καιρός τόσο και θα δυσκολεύουν τα πράγματα για την Ευρώπη.

ΜΕΤΑ έχουμε τους Γάλλους, που μαζί με την Γερμανία έφτιαξαν την Ευρωπαϊκή Ένωση… Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι Γάλλοι χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν ορντινάτζες των Γερμανών, αλλά τώρα τελευταία, μετά τις επιθέσεις που δέχονται από τους τζιχαντιστές, την ανεργία και την αύξηση της παρουσίας των μεταναστών, έχουν αρχίσει να σηκώνουν πάλι κεφάλι, κάπως αργά βέβαια, γιατί εν τω μεταξύ η οικονομία τους έχει πάρει την κατηφόρα…

ΤΟΥΣ τελευταίους όμως μήνες, κεφάλι έχει σηκώσει και ο Ρέντζι…

ΑΠΟ τη μια μεριά το τεράστιο κύμα μεταναστών που κατακλύζει τις Ιταλικές Ακτές και από την άλλη η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση οδηγούν σε αδιέξοδο την Ιταλική οικονομία, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν τα προβλήματα των Ιταλών με γεωμετρική πρόοδο.

Ο ΡΕΝΤΖΙ, έχοντας αντιληφθεί πόσο κρίσιμη γίνεται η κατάσταση, προσπαθεί δικαιολογημένα να φορτώσει την κρίση στους Γερμανούς και γι΄ αυτό αρχίζει να «πιέζει» και να «βρίζει» την Μέρκελ και τον Σόιμπλε, πότε για τα «κόκκινα» δάνεια των Ιταλικών τραπεζών και πότε για το «σύμφωνο σταθερότητας» που προσπαθεί να εφαρμόσει στην Ευρωζώνη η Γερμανία, σε… βάρος των άλλων κρατών, το οποίο ο Ιταλός Πρωθυπουργός, πολύ σωστά το ονομάζει «ΣΥΜΦΩΝΟ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑΣ!..».

ΝΑ το θυμηθείτε ότι όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση – η χώρα μας την έχει πληρώσει αυτή τη… συμμορία πιο ακριβά από όλους – οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό το… έκτρωμα, όπως το κατάντησαν οι γραφειοκράτες που το διοικούν, φθάνει στο τέλος του…

ΕΜΕΙΣ πάντως από την πλευρά μας, θέλουμε να θυμίσουμε στον Ιταλό Πρωθυπουργό, ένα… απλό περιστατικό που όμως το έχουμε όμως ΖΗΣΕΙ προσωπικά.

ΣΤΑ μέσα του Σεπτέμβρη του 1943, όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν με τους συμμάχους μας, οι Γερμανοί έξω φρενών, όπου εύρισκαν Ιταλό στρατιώτη, τον εκτελούσαν ή του έκοβαν το κεφάλι.

ΣΤΙΣ 22 του Σεπτέμβη του 1943, δεκαπέντε με είκοσι Γερμανοί έφεραν ένα απογευματάκι στο χωριό μου, τα ΤΡΩΪΑΝΝΑΤΑ της Κεφαλλονιάς, 750 αιχμαλώτους Ιταλούς, τους οποίους μοίρασαν στα διάφορα σπίτια για να βγάλουν τη νύκτα τους και εμείς να τους… φυλάμε να μην φύγουν.

ΣΤΟ σπίτι μου, 2 Γερμανοί στρατιώτες, έφεραν 20 Ιταλούς και είπαν στον πατέρα μου να τους… φυλάει(!) –αν ήταν ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος, να φυλάει μην του φύγουν 20 νέοι στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί…–

ΟΙ 2 Γερμανοί φεύγοντας πήραν 2 σανίδες, 1 μέτρο και τις κάρφωσαν στις 2 εξώπορτες του σπιτιού μας με 4 – 5 παλιόπροκες και έφυγαν, αφού ξαναείπαν στον πατέρα μου να τους φυλάει και ότι αν έφευγε κανένας θα ήταν υπεύθυνος και ότι θα ερχόντουσαν τα χαράματα να τους ξαναπάρουν…

ΟΙ Ιταλοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, σωστά ανθρώπινα ράκη, ξάπλωσαν μέσα στο λινό και στο πάτωμα σε κάτι κουβέρτες που τους έστρωσε η μάνα μου η οποία μοίρασε σε όλους ψωμί, τυρί, ελιές, λάδι και διάφορα άλλα πράγματα που είχαμε, σαν καλοί νοικοκυραίοι στο σπίτι μας, ενώ ο πατέρας μου έδωσε σε όλους ποτήρια και τους είπε ότι μπορούσαν να πιούν όσο κρασί ήθελαν από τα βαρέλια που υπήρχαν στο κατόι του σπιτιού…

ΘΥΜΑΜΑΙ ότι οι Ιταλοί βλέποντας και εκτιμώντας την ανθρωπιά των γονιών μου, άρχισαν να βγάζουν τα ρολόγια, τα δακτυλίδια και τα σταυρουδάκια που φορούσαν και τα έδιναν στους γονείς μου, οι οποίοι δεν άγγιξαν τίποτε παρά την επιμονή των Ιταλών, οι οποίοι τους έλεγαν: «Πάρτε τα γιατί αύριο οι Γερμανοί θα μας εκτελέσουν…».

ΘΥΜΑΜΑΙ ακόμα το κλάμα της μάνας μου όλη τη νύκτα…

ΤΑ χαράματα ήρθαν οι Γερμανοί, τους πήραν από όλα τα σπίτια του χωριού, που τους είχαν σκορπισμένους, τους πήγαν 200 μέτρα πιο κάτω, σ΄ ένα κάμπο, έστησαν 3 πολυβόλα και τους ΘΕΡΙΣΑΝ όλους, χωρίς να τολμήσει ούτε ένας Ιταλός να κουνηθεί ή να προσπαθήσει να φύγει.

ΑΠΟ το παράθυρο του σπιτιού μου, παρακολούθησα τη δραματική προετοιμασία και μόλις άρχισαν να «δουλεύουν» τα πολυβόλα η μάνα μου με έκρυψε κάτω από το φουστάνι της το… «βελέσι» της, για να μην ακούω τις ριπές.

ΜΕΤΑ οι 15-20 Γερμανοί ανέβηκαν στα αυτοκίνητα και τις μηχανές τους και μας άφησαν ΕΝΑ ΛΟΦΟ με πτώματα…

ΑΠΟ όλη αυτή τη σφαγή γλίτωσαν 4-5 Ιταλοί, που έπεσαν κάτω και τους πλάκωσαν τα πτώματα, 1-2 από αυτούς ήταν τραυματισμένοι, τους περιθάλψαμε, οι Τρωϊαννάδες και τους στείλαμε να κρυφτούν στο βουνό, όπου κάποιοι τσοπάνηδες τους έδιναν λίγο νερό και φαγητό.

ΑΠΟ τους διασωθέντες ένας ήταν ρολογάς και κατέβαινε κάπου – κάπου στο χωριό και μας έφτιαχνε τα μεγάλα ρολόγια του τοίχου που είχαμε στα σπίτια μας, τα περισσότερα φερμένα από τις παραδουνάβιες περιοχές, όπου μετανάστευαν οι συγχωριανοί μας.

ΤΟ δράμα στη συνέχεια υπήρξε ακόμα πιο σκληρό, γιατί δεν υπήρχαν μηχανήματα για να ανοίξουμε λάκκους για να θάψουμε τους νεκρούς.

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ να κάψουμε τα πτώματα υπήρξε μεγαλύτερη τραγωδία, γιατί 750 πτώματα δεν μπορούσαν να καούν με ένα ντενεκέ πετρέλαιο, το μόνο που έγινε ήταν επί 5-10 μέρες όλο το χωριό να μυρίζει ανθρώπινο ψητό κρέας!..

ΤΕΛΙΚΑ οι συγχωριανοί μου αποφάσισαν και τους έριξαν στα πηγάδια μας από τα οποία, όταν ήταν πρόεδρος ο Ιταλός ο Σάντρο Περτίνι ήρθε και πήρε τα οστά τους και έστησε ένα μνημείο στον τόπο μαρτυρίας των συμπατριωτών του, στο «Κοντό Πηγάδι».

ΑΥΤΑ τα ολίγα αγαπητέ κύριε Ρέντζι, για να θυμάστε ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ να πάθετε και εσείς και εμείς από κάποιους, ανεγκέφαλους, Γερμανούς οι οποίοι μεταξύ 15 και 26 Σεπτεμβρίου του 1943 εκτέλεσαν εν ψυχρώ στην Κεφαλλονιά, πάνω από 10.000 Ιταλούς αιχμαλώτους. Ίσως είναι η μεγαλύτερη βαρβαρότητα στρατιωτών στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Κ

Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 13.2.2016