23.1.1480: Ένας Κεφαλλονίτης ήρωας οδηγεί την πρώτη ελληνική επανάσταση. Κροκόνδειλος Κλαδάς

Ο Κροκόνδειλος ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και έγινε στρατιωτικός. Όταν πέθανε ο πατέρας του, το 1460, κληρονόμησε και τον πύργο του Αγίου Γεωργίου στη Μπαρδούνια της Μάνης. Με την έκρηξη του πρώτου τουρκοενετικού πολέμου, το 1463, πήρε και πάλι τα όπλα και πολέμησε επικεφαλής σώματος στρατιωτών, υπέρ τον Ενετών κι οι Ενετοί για να τιμήσουν τη γενναία του προσφορά και την στρατιωτική του αξία τον διόρισαν αρχηγό των Ελλήνων αρματολών. Οι Ενετοί ίσως θεώρησαν πως με τις τιμές που προσέφεραν στον Κροκόνδειλο Κλαδά μπορούσαν κιόλας να τον ελέγχουν, ωστόσο προς μεγάλη τους έκπληξη, όταν υπέγραψαν τη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους (Κωνσταντινούπολη, Ιανουάριος 1479), εκείνος συνέχισε την πολεμική του προσπάθεια αντιδρώντας βίαια στην πρόθεση των Ενετών να παραχωρήσουν την Μάνη στους Τούρκους.

Ο Κλαδάς ξεκινώντας με τους στρατιώτες του από την Κορώνη (πιθανός τόπος γέννησης τού ως προς την καταγωγή Κεφαλλονίτη) συγκέντρωσε στρατό 16 χιλιάδων ανδρών, αποτελούμενο από επικηρυγμένους κλέφτες και άλλους αντάρτες, και φτάνοντας στην περιοχή της Μέσης Μάνης προέτρεπε τους κατοίκους σε επανάσταση. Επικεφαλής, ύστερα, του πολυάριθμου αυτού στρατού ο Κροκόνδειλος Κλαδάς υπέταξε τους Οθωμανούς της περιοχής, κυρίευσε το φρούριο και τον πύργο του Τριγοφίλου και του Οιτύλου. Κατόπιν, αφού κατέλαβε τις κλεισούρες των όρων Μεγάλου και Μάνης, κατέκτησε τα φρούρια και τους πύργους της Καστανιάς, Γαστίλας, Λεφτίνης, Ανδρούσας, Βάσκου, Πιάγας και το χωριό Παπαφίγγο.

Ο Ενετός φρούραρχος της Κορώνης Νικόλαος Νοβαγέρ και ο αρμοστής Νικόλαος Κονταρίνης, μη θέλοντας να ενοχοποιηθεί απέναντι στον Μωάμεθ η Ενετική Δημοκρατία, συνέλαβαν τη γυναίκα, τα παιδιά και δύο αδερφούς του Κροκόνδειλου που βρίσκονταν στην Κορώνη, και διακήρυξαν δημόσια προς όλους τους αρματολούς πως τους απαγορευόταν η συμμετοχή στη δράση του Κροκόνδειλου επί ποινή θανάτου. Συνάμα, έστειλαν επιστολές ανοικτές προς όλους τους Μανιάτες, στους οποίους διακήρυτταν πως ο Κλαδάς έλαβε τα όπλα χωρίς τη συναίνεση των Ενετών∙ πληροφορία που φρόντισαν να φτάσει μέχρι τον Μωάμεθ προκειμένου ν’ αποφευχθούν επιζήμιες συγκρούσεις με τους Οθωμανούς.

Ο σουλτάνος έχοντας πεισθεί για την ειλικρίνεια των Ενετών αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα για την τιμωρία των ανταρτών του Κλαδά, διέταξε έτσι τον Σουλεϊμάν και τον βεηλέρβεη της Ρούμελης Αλή Βούμικο να εκστρατεύσουν κατά του Κροκόνδειλου (5-10 Νοεμβρίου 1479).

Εντωμεταξύ στη δύναμη του Κλαδά προστέθηκε και ο περιβόητος Μερκούριος Μπούας με τους άνδρες του, τον οποίο ο προβλεπτής του Ναυπλίου Μίμης Βόρτολι έσπευσε να αποκηρύξει προσδιορίζοντας αμοιβή για τη σύλληψη ή τον φόνο του, ενώ, στις 23 Ιανουαρίου 1480 δημοσιεύτηκε επικήρυξη και κατά του Κλαδά με υψηλή αμοιβή για όποιον κατόρθωνε να τον συλλάβει ζωντανό.

Λίγες μέρες πριν, στις 16 Ιανουαρίου ο βεηλέρβεης Βούμικος συγκέντρωσε δύναμη που περιελάμβανε μεταξύ άλλων 6 χιλιάδες πεζούς και ιππείς, και ξεκινώντας από τη Σπάρτη επιτέθηκε στη Μάνη. Μετά από μερικές ασήμαντες επιτυχίες συγκρούστηκε στις 19 του μηνός με τις δυνάμεις του Κλαδά, όπου και υπέστη μεγάλη ήττα. Οι δυνάμεις του Κλαδά έσφαξαν 700 Οθωμανούς και ανάγκασαν τον βεηλέρβεη να επιστρέψει στη Σπάρτη.

Στις 12 Φεβρουαρίου οι Ενετοί μετέφεραν την αιχμάλωτη οικογένεια του Κλαδά σε φυλακή της Ενετίας. Ενώ, παράλληλα, ο σουλτάνος ανακάλεσε τον βεηλέρβεη της Ρούμελης Βούμικο και διόρισε ως υπεύθυνο για τον πόλεμο κατά του Κλαδά τον σαντζάκβεη Αχμέτ, ο οποίος με 2 χιλιάδες γενίτσαρους και ιππείς κατέφτασε στις 16 Φεβρουαρίου 1480 στην Πελοπόννησο. Σταδιακά με την προσέλευση κι άλλων δυνάμεων, καθώς και με την προσθήκη ντόπιων, η δύναμη του Αχμέτ έφτασε τις 10 χιλιάδες, τις οποίες αφού μοίρασε σε δύο τμήματα, έστειλε τον βοεβόδα με χίλιους στην Καλαμάτα κι αυτός με τους υπόλοιπους κατευθύνθηκε προς την Καστανιά. Στις 4 Απριλίου κατόρθωσε να εισέλθει στη Μάνη και συγκρούστηκε με τον Κλαδά, που αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ ένα φρούριο της Καστανιάς.

Στη συνέχεια αφού ενώθηκαν εκ νέου τα δύο τμήματα των δυνάμεων του Αχμέτ πέρασε στην κυρίως Μάνη και λεηλάτησε την περιοχή κυριεύοντας αρκετά χωριά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που πάτησε οθωμανικό πόδι σ’ εκείνα τα μέρη. Τη στιγμή, ωστόσο, που συνέβαιναν αυτά, έφτασαν στο ακρωτήριο του Αγίου Αγγέλου της Μάνης τρεις γαλέρες του βασιλιά της Αραγονίας Φερδινάνδου, που κατευθύνονταν προς τον Ελλήσποντο για να μάθουν αν ο Μωάμεθ σχεδίαζε να επιτεθεί στη Νάπολη. Σε αυτές βρισκόταν κάποιος αδελφοποιτός του Κλαδά, (Giangho da Venezia), και του διαμήνυσε πως μπορούσε να τον βοηθήσει μεταφέροντάς τον όπου ήθελε. Έτσι, ο Κλαδάς, αφού επιχείρησε μια τελευταία επίθεση κατά των δυνάμεων του Αχμέτ φονεύοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς, επιβιβάστηκε στις 13 Απριλίου μαζί με πενήντα συντρόφους του σε μία απ’ τις γαλέρες.

Στη Νάπολη ο Κροκόνδειλος Κλαδάς έγινε δεκτός με πολλές τιμές από τον βασιλιά Φερδινάνδο, με παρότρυνση του οποίου συνόδευσε τον γιο του Γεώργιου Καστριώτη, Ιωάννη, στο Δυρράχιο. Σε αυτή την πρώτη εκστρατεία στις περιοχές της Ηπείρου συνέβαλε στην επανάκτηση του Υδρούντα (Μάιος 1481)∙ υπηρεσία για την οποία έλαβε πλούσια ανταμοιβή από τον Φερδινάνδο, επιστρέφοντας στη Νάπολη.

Έπειτα από την επιτυχή αυτή επέμβαση, ο Κροκόδειλος Κλαδάς και ο Καστριώτης, αφού έλαβαν τέσσερις γαλέρες από τον Φερδινάνδο αποβιβάστηκαν εκ νέου στην Ήπειρο, όπου καταδιώκοντας τους Τούρκους έφτασαν μέχρι την Αυλώνα κι από εκεί στη Χιμάρα. Η εμφάνισή τους, μάλιστα, στην περιοχή ενέπνευσε τους χριστιανούς κατοίκους σε περισσότερα από πενήντα χωριά να πάρουν τα όπλα και να εκδιώξουν τους Τούρκους.

Ο Κλαδάς επιτέθηκε στο φρούριο της Χιμάρας, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους 3.000 Τούρκους που κατέφθασαν για να το υπερασπιστούν. Η ήττα του τουρκικού στρατού ήταν μεγάλη, καθώς οι δυνάμεις του Κλαδά και οι ντόπιοι χριστιανοί κατόρθωσαν να σκοτώσουν και να αιχμαλωτίσουν τουλάχιστον χίλιους απ’ αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν έντρομοι. Έτσι, στις 31 Αυγούστου 1481, ο Κλαδάς κατέλαβε το φρούριο, που εγκαταλείφθηκε εσπευσμένα από τους υπερασπιστές του.

Μετά τα γεγονότα της Ηπείρου η πορεία του Κλαδά δεν είναι απολύτως γνωστή. Ωστόσο, είναι βέβαιο πως επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να συνεχίσει τον εκεί αγώνα. Τον συνέλαβαν, όμως, οι Τούρκοι, το 1490, και τον θανάτωσαν με φρικτό τρόπο.

(Πολύ πρόχειρη έρευνα  από πηγές: Korinthios Jannis, I Grecei di Napoli e del Meridione d’ Italia dal XV al XX Secolo,  Am & D Edizioni (τον οποίο ευχαριστώ θερμότατα για το πολύτιμο αυτό δώρο). Κωνσταντίνος Σάθας ,Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του ελληνικού έθνους (1453-1821). Ουίλλιαμ Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204 – 1566). Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Αρματωλοί και κλέφτες, Εν Αθήναις, χ.χ. Βικιπαίδεια και latisto).

Φωτογραφία: Το έμβλημα της οικογένειας (δηλοί την άμεση σχέση με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία).

Ευρυδίκη Λειβαδά