Ο συγγραφέας μεταξύ άλλων και του βιβλίου «Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως: Από την Αγία Σοφία του Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού» με κατηγορηματικό ύφος δηλώνει ότι στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα δεν μπορούμε ως έθνος να αξιοποιήσουμε κανέναν θρύλο και καμία παράδοση.
Πολλές φορές επανέρχεται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας ο προβληματισμός σχετικά με τους θρύλους της Αγίας Σοφίας και την εθνική σημασία τους. Πόσο αναγκαίο κρίνετε ότι είναι αυτό σήμερα;
Ο ελληνικός λαός σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση πτώσεως -για να μην πω καταπτώσεως- και χρειάζεται τα αναγκαία εμψυχωτικά σύμβολα.
Οσο και αν λέμε ότι κάποια πράγματα έχουν σχέση με τον θρύλο, οφείλω να τονίσω πως ό,τι είναι θρύλος δεν συνεπάγεται ότι είναι ψέμα.
Ο θρύλος που έχει την ισχυρότερη διεισδυτικότητα είναι αυτός που συνδέεται με την Αγία Σοφία.
Η Αγια-Σοφιά, όπως συνηθίζει να τη λέει ο λαός, είναι για τον ελληνικό ορθόδοξο κόσμο κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν ο Παρθενώνας για την αρχαία Αθήνα. Υπάρχει, μάλιστα, και μια συμβολική σύνδεση.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας ονόμαζαν την Αθηνά «πρόμαχο», ενώ στους ψαλμούς αποκαλούμε την Παναγία, που υπερασπιζόταν την Κωνσταντινούπολη, «Υπέρμαχο Στρατηγό».
Στην Αγία Σοφία τελούνταν η λατρεία προς τη σοφία του Θεού, ωστόσο η κυρίαρχη μορφή ακόμη και σήμερα, παρά την καταστροφή, είναι η Παναγία σε διάφορες στάσεις.
Η Αγία Σοφία, σε αντιδιαστολή με τον Παρθενώνα, κατάφερε να έχει μεγαλύτερη διάρκεια μέσα στο συλλογικό φαντασιακό του ελληνικού έθνους;
Σαφώς, έτσι είναι, αφού μιλάμε για διάρκεια ζωντανής παρουσίας πάνω από 1.500 χρόνια μέσα στην ψυχή του ελληνικού λαού.
Ο Παρθενώνας δεν παύει να είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο αρμονίας και ομορφιάς, κάτι που τον καθιστά ένα προσκυνηματικό κέντρο κάθε πολιτισμένου ανθρώπου σε όλο τον πλανήτη. Δεν είναι ιστορικά επιτρεπτό να προχωράμε σε συγκρίσεις.
Και τα δύο μνημεία ανάγονται σε ιστορικές εποχές και υπάρχει, ασφαλώς, ιστορική σύνδεση.
Και αυτό επειδή οι άνθρωποι που έφτιαξαν τον Παρθενώνα έχουν μια καταβολική προέκταση προς τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι με τη σειρά τους κατασκεύασαν την Αγία Σοφία.
Μεταξύ των δύο ναών υπάρχει μια ομοιότητα την οποία δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε. Πρόκειται για την αρμονία των γραμμών.
Και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι το μέγεθος που εντυπωσιάζει, αλλά η αρμονία και η χάρη είναι τα στοιχεία που κερδίζουν το βλέμμα και τον θαυμασμό.
Το εξαιρετικό από άποψη αρχιτεκτονικής σύλληψης και ανέγερσης οικοδόμημα της Αγίας Σοφίας μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι, ως δημιούργημα, δεν είναι ποτέ δυνατό να επαναληφθεί σε μελλοντικό χρόνο;
Δεν μπορώ να εκφράζομαι με απολυτότητα. Στη μορφή που υπάρχει, αλλά και στη μορφή που λειτούργησε για εκατοντάδες χρόνια αποτέλεσε το λαμπρότερο μνημείο του χριστιανικού κόσμου. Ο,τι φτιάχτηκε στη συνέχεια στη Δύση έγινε με βάση το πώς θα υπερκερασθεί σε μέγεθος η Αγία Σοφία.
Ο,τι μπορεί να είναι τεράστιο σε μέγεθος δεν σημαίνει ότι θα είναι τεράστιο και σε αισθητική αξία. Εχω μείνει έκπληκτος από τα αριστουργήματα, π.χ., του Μπρουνελέσκι στη Φλωρεντία ή τον ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη ή τον καθεδρικό ναό στην Κολονία, αλλά οφείλω να ομολογήσω -ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μου- ότι οι ναοί αυτοί δεν μου πρόσφεραν το δέος που μου προκαλεί η Αγία Σοφία.
Ως προς το θέμα των θρύλων της Αγίας Σοφίας, πόσο σωστά ταξινομημένο είναι το σχετικό υλικό όχι μόνο για έναν ιστορικό, αλλά και για όποιον επιθυμεί να αποκτήσει μεγαλύτερη γνώση;
Αυτό έχει γίνει και εξακολουθεί να συμβαίνει, επειδή η Αγία Σοφία δεν είναι ένα θέμα που από ερευνητικής άποψης έχει εξαντληθεί. Η μελέτη της Αγίας Σοφίας θα αποτελεί αντικείμενο έρευνας και στους υπόλοιπους αιώνες.
Εχω αφιερώσει πολύ χρόνο στη μελέτη του όλου θέματος. Μπορώ να πω ότι κατάφερα να συγκεντρώσω στοιχεία ακόμη και για τους τομείς της αρχιτεκτονικής και της διακόσμησης της Αγίας Σοφίας.
Το ενδιαφέρον μου δεν περιορίστηκε στο παρελθόν, αλλά προχώρησα και στη συμπλήρωση πληροφοριών για το έργο συντήρησής του κατά τους νεότερους χρόνους.
Αυτό, μάλιστα, επιτεύχθηκε χάρη στις επιστημονικές παρεμβάσεις ξένων συντηρητών και αρχαιολόγων, τους οποίους χρησιμοποίησε τόσο το οθωμανικό όσο και το κεμαλικό καθεστώς.
Γι’ αυτούς, άλλωστε, η Αγία Σοφία είναι μια χρυσοφόρος φλέβα, αφού η συντήρησή της αποφέρει τεράστια ποσά κάθε χρόνο στο τουρκικό κράτος.
Ποιους θεωρούμε σημαντικότερους θρύλους της Αγίας Σοφίας;
Για την παρούσα δύσκολη κατάσταση που περνά σήμερα ο Ελληνισμός ταιριάζει το περίφημο δημοτικό «Πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικιά μας θα ‘ναι».
Σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι πριν από την πτώση της Πόλης είχαμε μια σειρά θρηνητικών ασμάτων, τα οποία προέλεγαν την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
Δεν θα τα χαρακτηρίσω τραγουδίσματα, ο πιο σωστός ορισμός είναι μάλλον μοιρολόγια. Αυτά απέπνεαν μια απαισιοδοξία, σαν αυτή που υπάρχει και στο περίφημο ποίημα του Καβάφη το οποίο επιγράφεται «Τρώες». Μεταξύ άλλων λένε οι στίχοι: «Ομως η πτώσις μας είναι βεβαία / Επάνω, εις τα τείχη, αρχίζει ο θρήνος».
Μετά την πτώση της Πόλης, το 1453, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο. Εχουμε βεβαίως θρήνους, έχουμε όμως και τραγούδια τα οποία δεν αποπνέουν απελπισία.
Κρύβουν μέσα τους ένα άρωμα αισιοδοξίας. Μεταδίδουν στον Ελληνισμό την ελπίδα ότι πάλι θα χαράξει η ημέρα της λευτεριάς.
Αυτό μπορεί κάποιος να το δει πολύ ξεκάθαρα στα λόγια του Γέρου του Μοριά.
Λέει ο καημένος ο Κολοκοτρώνης: «Οταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, σε ολόκληρη την ελληνική φυλή απλώθηκε ένα βαθύ σκοτάδι. Και όσο περνούσε ο καιρός, το σκοτάδι γινόταν βαθύτερο. Η ώρα η πιο σκοτεινή της νυκτός είναι λίγο πριν ξημερώσει».
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι μέσα από αυτά τα τραγούδια, τα οποία αφηγούνταν τα μεγάλα δράματα του Ελληνισμού, έβγαινε ένα μήνυμα ελπίδας. Η ελπίδα αυτή ήταν που έσωσε το Γένος.
Επομένως, ο θρύλος δεν είναι απαραίτητο να συνδέεται με την απώλεια και το πένθος γύρω από αυτή…
Οχι, το πένθος δεν πρέπει να το αποκλείουμε. Λαός που δεν πενθεί δεν έχει ευαισθησίες. Ο θρήνος είναι αναγκαίος στη ζωή μας, όπως είναι και το κλάμα.
Αναφερόμενοι, λοιπόν, στους θρύλους της Αγίας Σοφίας, μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το πένθος προκύπτει η ελπίδα.
Οι λαοί που δεν τιμούν τους νεκρούς δεν έχουν προοπτική επιβίωσης. Αυτό φαίνεται έντονα στη δική μας εποχή, όπου, π.χ., η ταφή των νεκρών έχει λάβει έναν χαρακτήρα τυπικότητας και κοσμικότητας, με αποτέλεσμα να έχει πάρει τη μορφή τυπικής διαδικασίας και όχι αυτής της σεμνής τελετής όπου, τιμώντας τον νεκρό, τιμάμε τη ζωή που έζησε και πρόκειται να ζήσει σε έναν άλλο κόσμο.
Η λαμπρότητα της Αγίας Σοφίας -όχι ως αρχιτεκτονήματος αλλά ως οράματος θρησκευτικού- έχει την αντανάκλασή της και στους τωρινούς καιρούς.
Υπήρξε η συμβολική αποτύπωση της Μεγάλης Ιδέας του ελληνικού έθνους, η οποία όμως, επειδή άγγιξε τα όρια της υπερβολής, στέρησε από το έθνος την έμπρακτη πραγμάτωσή του.
Ο Αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, είχε πει πως το μεγαλύτερο λάθος των Ελλήνων ήταν ότι δεν απελευθέρωσαν την πρωτεύουσά τους, εννοώντας φυσικά την Κωνσταντινούπολη.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα, αφότου έγινε πρωτεύουσα και για μια εικοσαετία, δεν διέθετε κάποιο εντυπωσιακό κτίσμα. Οι απλοϊκοί αγωνιστές του 1821 πίστευαν ότι, όπου να ‘ναι, θα μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη.
Οταν φτιάχτηκε το πρώτο μεγάλο κτίσμα στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα, οι αγωνιστές που το έβλεπαν ειρωνεύονταν τον κατασκευαστή και τον ιδιοκτήτη του, λέγοντας: «Τι το φτιάχνετε; Κοράκια θα έρθουν να το κατοικήσουν…»
Στο μυαλό τους είχαν ότι αργά ή γρήγορα θα μετοικίσουμε στην Πόλη. Αυτό το έλεγαν και το πίστευαν!
Η Μεγάλη Ιδέα υπήρχε στις ψυχές των αγωνιστών πριν από την Επανάσταση και αυτός που την καλλιέργησε ήταν ο Ρήγας Φεραίος με τη «Χάρτα» και τον «Θούριο».
Οσο για το τραγούδι της Αγια-Σοφιάς, αυτό τραγουδιόταν από γενιά σε γενιά στη μορφή που το κατέγραψε ο Νικόλαος Πολίτης.
«Αν σβήσουμε όλα αυτά, είναι σαν να διαγράφουμε το ίδιο το μέλλον»
Σε ποιους άλλους θρύλους θα μπορούσαμε να αναφερθούμε, οι οποίοι είναι ισάξιοι μεταξύ τους;
Ενας άλλος θρύλος που παραμένει ζωντανός είναι αυτός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εως τα πρόσφατα χρόνια ήταν ζωντανός στην ελληνική ψυχή.
Σε όλα τα σχολικά βιβλία υπήρχε η παράδοση της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ρωτούσε τους ναυτικούς εάν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Η απάντηση που έπαιρνε ήταν: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει».
Ο Αλέξανδρος και το θηρίο ήταν η πιο αγαπημένη παράσταση στον θίασο σκιών. Ακριβώς σχέση με την Αγία Σοφία δεν έχει, εντούτοις έχει με τον Διγενή Ακρίτα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν αντικείμενο μελέτης σε όλη τη χιλιετή διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Διγενής δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα απείκασμα του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη.
Πέραν αυτού, μπορούμε να αναφέρουμε και έναν άλλο θρύλο. Σύμφωνα με αυτόν, κάποια στιγμή θα ανοίξει κάποια θύρα και θα εμφανιστεί ένας λευκοφορεμένος γέροντας, για να οδηγήσει και πάλι στον θρόνο τον βασιλέα.
Πρόκειται για τον θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά. Θέλει όμως μεγάλη συζήτηση το πώς δημιουργήθηκε αυτός ο θρύλος.
Ο λαός μας, όντας σκλαβωμένος, έβλεπε διάφορες γλυπτές μορφές ή, σκάβοντας στα χωράφια, έφερνε στην επιφάνεια αγαλμάτινες μορφές, διαμορφώνοντας έτσι -με τη βοήθεια της φαντασίας- την πίστη ότι σε αυτή την κατάσταση βρίσκεται κάπου θαμμένος ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.
Ωστόσο πίσω από αυτό τον θρύλο υπήρχε μια παλαιά παράδοση, σύμφωνα με την οποία στην κρίσιμη στιγμή ο βασιλιάς θα εξαφανιστεί και θα επανέλθει μετά την πάροδο πολλών ετών.
Εάν επιχειρήσουμε να σβήσουμε αυτές τις παραδόσεις, είναι σαν να διαγράφουμε το ίδιο το μέλλον. Το μέλλον δεν είναι τίποτε άλλο από το παρελθόν που εισέρχεται από άλλη πόρτα.
Τι σημασία μπορούμε να προσδώσουμε στους θρύλους της Αγίας Σοφίας, έτσι ώστε να αποκτήσουμε ως έθνος και ένα επίκαιρο υπαρξιακό νόημα;
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε κανέναν θρύλο και καμία παράδοση.
Και αυτό επειδή η οικογενειακή, σχολική, θρησκευτική αλλά και γενικότερη παιδεία μας είναι παιδεία εκχυδαϊσμού, συβαριτισμού, ευδαιμονισμού, που δεν επιτρέπει στα παιδιά να έχουν υψηλά οράματα.
Πρέπει να αλλάξουν όλα αυτά, για να ζωντανέψουμε στην ψυχή των παιδιών τους παλιούς θρύλους.
Οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα σεβαστικοί σε ό,τι μας κληροδότησαν οι παλαιότεροι.
Σαράντος Καργάκος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 17.1.2016