ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η φιλελεύθερη δημοκρατία έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, δεν θεμελίωσε μόνο τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά γέννησε και έναν αργό αλλά σταθερά αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό. Λαϊκιστικά κόμματα κάνουν σταθερά την εμφάνισή τους σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες από τη δεκαετία του 1980. Αλλά και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας έχει υπονομεύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τουλάχιστον από το 9/11.
Οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωζώνης και της νέας ελληνικής λαϊκιστικής κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ήταν ίσως η πιο τραυματική περίοδος για την ευρωπαϊκή Αριστερά. Πολλοί προοδευτικοί είδαν στο πρόσωπο του Τσίπρα τον άνθρωπο που θα τερμάτιζε τη λιτότητα στην Ευρώπη, αλλά σύντομα διαπίστωσαν ότι είχαν αφενός υπερεκτιμήσει τις ικανότητες του Τσίπρα και αφετέρου υποτιμήσει το πείσμα της ΕΕ. Ως αποτέλεσμα του ελληνικού δράματος, πολλοί στην Αριστερά έχασαν την πίστη τους στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και στην εναλλακτική της λαϊκιστικής Αριστεράς.
Από τη στιγμή που αποφεύχθηκε το Grexit, η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια προσφυγική κρίση, με ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία και το Αφγανιστάν, να ψάχνουν τον δρόμο τους στην Ευρώπη. Η απογοήτευση για τα ευάλωτα εξωτερικά σύνορα και την μη ύπαρξη (πια) εσωτερικών συνόρων, οδήγησε σε μια έντονη αντιευρωπαϊκή αντίδραση στους κόλπους της ευρωπαϊκής Δεξιάς. Αυτό επιδεινώθηκε από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, ιδιαίτερα όταν ανεύθυνοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι υποστήριξαν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ των τρομοκρατών και των προσφύγων. Σε ολόκληρη την ήπειρο mainstream και λαϊκιστές πολιτικοί ζήτησαν την αναστολή της ισχύς του κανονισμού του Δουβλίνου και της Συνθήκης Σένγκεν, δύο βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκ των θεμελιωδών αξιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτό που ξεχωρίζει και στις δύο κρίσεις είναι το πλήρες ιδεολογικό κενό στην καρδιά της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ. Κανείς δεν ήταν πραγματικά σε θέση να υπερασπιστεί -πειστικά τουλάχιστον- τις θεμελιώδεις αξίες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα. Στο τέλος, η σύγκρουση αποφασίστηκε από την πρακτική ικανότητα και εμπειρία της ελίτ της Ευρωζώνης και, ακόμη περισσότερο, την ανικανότητα της Αριστερής λαϊκιστικής εναλλακτικής -τυφλωμένη από την ηθική επιταγή της υπόθεσης και τον ναρκισσισμό του υπουργού Οικονομικών της.
Δυστυχώς, η κατάσταση όσον αφορά την προσφυγική κρίση είναι διαφορετική. Δεν είναι μόνο το ιδεολογικό κενό ακόμη πιο έντονο, αλλά υπάρχει μια ακόμη πιο ισχυρή ιδεολογική πρόκληση. Παρά τις εντυπωσιακές εθνικές και περιφερειακές εκλογικές νίκες από τους συνήθεις υπόπτους της άκρας δεξιάς -ως επί το πλείστον εγκαθιδρυμένα ακροδεξιά κόμματα, όπως το αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ), το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (DF) και το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας (FN) – ο ηγέτης της ακροδεξιάς πρόκλησης είναι ένας πολιτικός που προέρχεται από το ευρωπαϊκό πολιτικό mainstream: ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτωρ Ορμπάν.
Από πολλές απόψεις, το 2015 καθορίστηκε από τη μετεξέλιξη του Ορμπάν από εξόριστος της πολιτικής σκηνής σε πολιτικό σωτήρα. Όταν ο Ούγγρος πρωθυπουργός χρησιμοποίησε την τρομοκρατική επίθεση στο Charlie Hebdo τον Ιανουάριο για να επιτεθεί στην ευρωπαϊκή αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας, η καταδίκη ήταν σχεδόν καθολική – με την προβλέψιμη εξαίρεση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Αλλά όταν ο Ορμπάν δήλωσε ότι θέλει να εξασφαλίσει μια «Ευρώπη για τους Ευρωπαίους» και μια «ουγγρική Ουγγαρία», κατά την έναρξη της προσφυγικής κρίσης, λίγες ευρωπαϊκές ελίτ καταδίκασαν τις δηλώσεις του. Και όταν μίλησε στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στη Μαδρίτη, εξισώνοντας τους «μετανάστες» με «ένα στρατό», έγινε αποδεκτός με ένα μεγάλο χειροκρότημα. Και αυτό συνέβη πριν ακόμη από τις επιθέσεις του Νοεμβρίου στο Παρίσι!
Τον επόμενο χρόνο (ή τα επόμενα χρόνια) θα πρέπει να δείξουν εάν τα ευρωπαϊκά φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα μπορούν να αποτελέσουν μια εναλλακτική για τον Ορμπάν.
Η Μέρκελ προσπάθησε, υπερασπιζόμενη μια Ευρώπη ανοιχτή για τους πρόσφυγες (αν και αυστηρή απέναντι στους μετανάστες), αλλά βρήκε λίγους υποστηρικτές μεταξύ των άλλων Ευρωπαίων ηγετών, αλλά και εύγλωττους αντιπάλους μέσα στο κόμμα της. Την ίδια στιγμή, η ρητορική του Ορμπάν «αναπαράχθηκε» από πολιτικούς ηγέτες σε όλη την ανατολική-κεντρική Ευρώπη, από τον πρόεδρο της Τσεχίας, Μίλος Ζέμαν, στον πρωθυπουργό της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίκο, στην οποία ανοιχτή επίθεση κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας της Ευρώπη πρόσφατα «προσχώρησε» το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας, «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS). Πιθανότατα οι αδέξιες πολιτικές της νέας πολωνικής κυβέρνησης θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια κεντροδεξιά απάντηση, δεδομένου ότι το PiS δεν εντάσσεται στο ΕΛΚ, αλλά θα φαντάζει υποκριτική, αν δε στοχεύει επίσης στην Ουγγαρία του Ορμπάν, και δεν θα φέρει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αν δεν έχει τις ρίζες της σε μια ισχυρή, ανανεωμένη, φιλελεύθερη δημοκρατική ιδεολογία.
Cas Mudde, Eπίκουρος καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Georgia (Η.Π.Α)
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο opendemocracy.net
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 29.12.2015. ΜΝΜ