Ἀξιόλογον ἒργον του ἦτο ἐπίσης ἡ ὀργάνωσις καί πολιτική ἓνωσις τῶν πόλεων τῆς ἀρχαίας Ἰωνίας μέ ἓδραν τήν Τέων πρός δημιουργίαν Ὁμοσπονδίας. Ἡ ἐνέργεια δέ αὐτή τοῦ Θαλοῦ (ἢ Θαλέω) θεωρεῖται ὡς ἡ πρώτη προσπάθεια εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης πρός δημιουργίαν μιᾶς ἑνιαίας «Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητος». Ὁ Θαλῆς ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος, ὃστις διενοήθη μίαν κοινήν Ἓνωσιν πόλεων. Σημειωτέον ὃτι κατά τήν Ἑλληνικήν ἀρχαιότητα ἑκάστη πόλις ἰσοδυνάμει μέ τήν ἒννοιαν τῶν σημερινῶν κρατῶν.
Ἰδιαιτέρως, ὃσον ἀφορᾷ τήν Οἰκονομικήν σκέψιν τοῦ Θαλοῦ, αὓτη ἐμφαίνεται ἀπό τό γεγονός, τό ὁποῖον μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἱερώνυμος ὁ Ρόδιος, ὃτι δηλ. ὁ Θαλῆς θέλων νά ἀποδείξῃ, ὃτι εἶναι εὒκολον νά πλουτίσῃ κάποιος, ἀφοῦ προέβλεψε τήν συνεχῆ ζήτησιν καί ἀξίαν τοῦ ἐλαιολάδου, ἐνοικίασε τά ἐλαιουργεῖα τῆς περιοχῆς του (τῆς Μιλήτου) καί ἀπεκόμισεν ἐκ τῆς ἐνεργείας του αὐτῆς πάμπολλα χρήματα.
Τό ἀρχαῖον κείμενον τοῦ Ἱερωνύμου τοῦ Ῥοδίου ἒχει ὡς ἑξῆς: «Θαλῆς βουλόμενος δεῖξαι ῥάδιον εἶναι πλουτεῖν, προνοήσας ἐμισθώσατο τά ἐλαιουργεῖα καί πάμπλειστα συνεῖλε χρήματα». Αὐτό ἀποτελεῖ περίτρανον ἀπόδειξιν περί τῆς ὑπάρξεως εἰς τόν ἲδιον τόν Θαλῆν καί γενικώτερον κατά τήν ἐποχήν του σοβαρᾶς οἰκονομικῆς σκέψεως, μάλιστα δέ ἀφοῦ «ἐπρόκειτο δι’ ἂντλησιν κερδῶν ἀπό ἐπιχείρησιν οἰκονομικῆς φύσεως».
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ὁ Σάμιος (582 – 500 π.Χρ.)
Ὁ Πυθαγόρας ἦτο πολύ ἐμβριθής φιλόσοφος ἱδρύσας δύο σχολάς, τήν μίαν εἰς Σάμον καί τήν ἂλλην εἰς τόν Κρότωνα (εἰς τήν περιοχήν τῆς σημερινῆς Καλαβρίας, Νότιος Ἰταλία). Παρ’ ὃλον ὂτι ἦτο φιλόσοφος μέ μεγάλον βάθος, ἐν τούτοις δέν ἂφησε γραπτόν ἒργον, ὡς μᾶς ἀναφέρει καί ὁ Διογένης Λαέρτιος. Αὐτό δικαιολογεῖται ἐκ τοῦ γεγονότος ὃτι αἱ φιλοσοφικαί ἀπόψεις του καί αἱ δύο σχολαί του διεπνέοντο ὑπό τοῦ μυστικιστικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖον τόν ἐχαρακτήριζε.
Ὃσον ἀφορᾷ τάς περί τῆς Διοικήσεως τῆς Κοινότητος θεωρίας τοῦ Πυθαγόρου, κατά τόν Ἰάμβλιχον, ἐστήριζε ταύτας εἰς τό ὃτι τά διοικητικά μέλη μιᾶς κοινότητος διεχωρίζοντο εἰς τούς Πολιτικούς, τούς Νομοθέτας καί Οἰκονομολόγους. Καί οἱ μέν Πολιτικοί διεχωρίζοντο εἰς τούς Ἐσωτερικούς, πού ἦσαν οἱ Μαθηματικοί καί εἶχον ὡς ἒργον των νά ἀσχολῶνται μέ τά ἐπιστημονικά θέματα τῆς κοινότητος, καί εἰς τούς Ἐξωτερικούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ Ἀκουσματικοί καί ἠσχολοῦντο μέ τάς καθημερινάς ὑποθέσεις τῆς κοινότητος. Οἱ Νομοθέται εἶχον ὡς Ἒργον των τήν ἐπιβολήν τῆς Τάξεως καί τῆς Δικαιοσύνης εἰς τήν Κοινότητα. Οἱ δέ Οἰκονομολόγοι ἠσχολοῦντο μέ τά «κοινά», ἢτοι τάς ὑποθέσεις τοῦ «κοινοῦ οἲκου» τῆς κοινότητος, δηλ. τήν οἰκονομικήν διαχείρισιν τῆς Κοινότητος.
Ὃσον ἀφορᾷ τάς οἰκονομικάς ἀπόψεις τοῦ Πυθαγόρου, αὗται συνοψίζονται εἰς τάς κάτωθι:
α) Εἰς τήν ἐπιδίωξιν τῆς μαθήσεως καί τῆς γνώσεως. Ἐπιτυγχάνονται δέ αὗται κατά δύο τρόπους: τῆς ἐνοράσεως ἢ αὐτογνωσίας καί τῆς ἀναζητήσεως ἢ ἐρεύνης.
β) Ἐπίστευεν εἰς τήν ἀξιοκρατίαν καί, ὡς ἀναφέρει ὁ Ἓλλην οἰκονομολόγος Ἀ. Κανελλόπουλος, ὁ Πυθαγόρας «ὑπῆρξεν ὁ πρόδρομος τῆς θεωρίας τῆς «κυκλοφορίας τῶν ἐκλεκτῶν», τήν ὁποίαν διετύπωσεν μετά ἀπό χιλιάδας ἐτῶν ὁ Vilfredo Pareto.
γ) Ὁ Πυθαγόρας ἐπανελάμβανε τήν φράσιν «τάς λεωφόρους μή βαδίζειν», δηλ. νά μήν ἀκολουθῶσιν ὃλοι τόν ἲδιον δρόμον, ἀλλά οἱ ἂνθρωποι θά πρέπῃ νά καινοτομῶσιν. Ὡς δέ ἒγραψεν ὁ Schumpeter εἰς τό βιβλίον του «Περί τῆς θεωρίας τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως», ἡ Καινοτομία ἀποτελεῖ πολύ μεγάλον παράγοντα εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῆς συγχρόνου οἰκονομίας. Ἐφ’ ὃσον δέ ἡ καινοτομία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐφευρέσεως καί τῆς ἐφαρμογῆς ταύτης, ἂρα αὓτη ἐμπίπτει ἐντός τῶν πλαισίων τῆς ἐργασίας τῶν ἐπιχειρηματιῶν, ἢτοι τῆς οἰκονομίας.
δ) Ἂλλη βασική θεωρία τοῦ Πυθαγόρου ἦτο περί τῆς μεγάλης ἀξίας τῶν ἀριθμῶν εἰς τήν ζωήν καί τήν κοινωνίαν ἐν γένει. Ὡς γνωστόν, ἡ θεωρία τῶν ἀριθμῶν, τήν ὁποίαν ἐδίδασκεν ὁ Πυθαγόρας, ὑπῆρξε μεγάλης σημασίας, διότι διά τῆς εἰς αὐτήν ἐνυπαρχούσης ἀπολύτου λογικῆς τῶν ἀριθμῶν, ἣτις προϋποθέτει τήν ὀρθολογιστικήν σκέψιν, ἐβοήθησε τά μέγιστα πλήν τῶν ἂλλων τομέων τῶν Ἐπιστημῶν καί τήν Οἰκονομικήν Ἐπιστήμην εἰς τήν ἀνά τούς αἰῶνας ἐξέλιξίν της.
Κλείων τήν παροῦσαν ἀναφοράν εἰς τόν Πυθαγόραν καί παρ’ ὃλον ὃτι τό κατωτέρω ἀναφερθησόμενον δέν σχετίζεται κατ’ ἂμεσον τρόπον μέ τάς οἰκονομικάς θεωρίας, πρέπει τις νά ἀναφέρῃ, ὃτι εἶναι ὁ πρῶτος ἀρχαῖος φιλόσοφος, ὃστις ἀνεγνώρισε τήν ἰσοτιμίαν, δηλ. τήν ἰσότητα, τῶν γυναικῶν εἰς τήν Κοινωνίαν!
ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ ὁ Κολοφώνιος (570 – 478 π.Χρ.)
Ὁ Προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης διετύπωσε καλύτερον παντός ἂλλου εἰς τήν ἀρχαιότητα τό οἰκονομικόν θέμα τῆς Προόδου, ἣτις ἀκολουθεῖ πάντοτε τάς ἐμπειρικάς παρατηρήσεις καί τήν μεθοδικήν ἒρευναν. Ἡ Πρόοδος, κατά τόν Ξενοφάνην, ἐπιτελεῖται μόνον κατόπιν πολυχρόνου μελέτης καί ἐρεύνης. Ὡς δέ λέγει χαρακτηριστικῶς: «ἀλλά (θνητοί) χρόνωι ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἂμεινον», δηλ. οἱ ἂνθρωποι μέ μακροχρόνιον ζήτησιν ἀνακαλύπτουν, ὃ,τι εἶναι καλύτερον δι’ αὐτούς.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό ὀφείλει νά ἀναφερθῇ, ὃτι ὑπῆρξαν κάποιοι ξένοι μελετηταί τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς οἰκονομίας καί οἰκονομικῆς σκέψεως, ὡς οἱ M.M. Austin καί P. Vidal-Naquet, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριξαν τήν θέσιν, ὃτι οἱ ἀρχαῖοι Ἓλληνες δέν ἠσχολοῦντο μέ τήν μελλοντικήν ἐξέλιξιν τῆς οἰκονομίας, διότι ἡ οἰκονομία των ἦτο μία «οἰκιακή οἰκονομία βασιζομένη ἐπί τῆς ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἐπιβιώσεώς των».
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἒγκειται ἡ μεγίστη σημασία τῆς ἀνωτέρω ἀναφερθείσης ῥήσεως τοῦ Ξενοφάνους, ὃτι «ἀλλά (θνητοί) χρόνωι ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἂμεινον», ὁ ὁποῖος διαχρονικῶς ἀποδεικνύει πλήρως λανθασμένας τάς ἐκ τῶν ὑστέρων μόλις πρό πεντηκονταετίας ἐκφρασθείσας ἀπόψεις τῶν δύο ὡς ἂνω οἰκονομολόγων. Ὁ Ξενοφάνης ἢδη ἀπό τόν 5ον αἰῶνα π.Χρ. μᾶς ἀναφέρει ὃτι οἱ ἀρχαῖοι Ἓλληνες ἐνδιεφέροντο διά τήν ἒρευναν καί τήν μελλοντικήν πρόοδόν των, ἀφοῦ οἱ ἂνθρωποι μέ μακροχρόνιον ζήτησιν (δηλ. ἒρευναν) ἀνακαλύπτουσιν, ὃ,τι εἶναι καλύτερον δι’ αὐτούς.
Ἐξ ἂλλου καί ὁ Θουκυδίδης ἀναφέρει διά τόν Θεμιστοκλῆ τό κάτωθι: «καί τῶν μελλόντων ἐπί πλεῖστον γενησομένων ἂριστος εἰκαστής», δηλ. καί ἐκείνων, τά ὁποῖα ἐπρόκειτο νά συμβῶσιν εἰς τό μέλλον, ὑπῆρξεν (ὁ Θεμιστοκλῆς) εἰς μέγιστον βαθμόν ἐξαίρετος εἰκαστής (εἰκάζων, συμπεραίνων). Ἂρα αὐτομάτως ἀνατρέπεται ἡ ὂψιμος ἂποψις τῶν δύο ἀναφερθέντων ξένων οἰκονομολόγων.
Τέλος, ὁ Ξενοφάνης, ὡς ἐξ ἂλλου ὀλίγα ἒτη ἀργότερόν του καί ὁ Ἡράκλειτος, ὑπῆρξε δριμύς κατά τῶν συμπολιτῶν του, οἱ ὁποῖοι ἒμαθον νά ἐντρυφῶσιν εἰς τήν χλιδήν καί τήν εὐμάρειαν, δηλ. εἰς ἀνωφέλους σπατάλας. Ἡ ἐπικριτική καί σκωπτική θέσις τοῦ Ξενοφάνους διά τούς συμπολίτας του τούς ζῶντας εἰς ἐπιδεικτικήν πολυτέλειαν φαίνεται καί ἀπό τήν κάτωθι ῥῆσίν του, ὃπου ἐπί λέξει εἰς μετάφρασιν ἀναφέρει:
«Μά ἀφ’ὃτου ἒμαθαν τήν ἀνώφελην τρυφήν ἀπό τούς Λυδούς,
ἐπήγαιναν μέσα στήν ἀγοράν πορφυροστόλιστοι,
καμαρώνοντες τήν καλοκάμωτήν τους κόμην,
καί ποτισμένοι μυρωδιές ἀπό φτιαχτά ἀρώματα».
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ὁ Ἐφέσιος (524 – 475 π.Χρ.)
Κατωτέρω ἀναφέρονται μέ τάς σχετικάς ἐξηγήσεις αἱ κυριώτεραι οἰκονομικαί ἰδέαι τοῦ μεγάλου Προσωκρατικοῦ φιλοσόφου Ἡρακλείτου.
Ἐν πρώτοις, ὁ Ἡράκλειτος ἐπίστευεν ὃτι ὁ Κοινός Λόγος ἢ, ὡς ἒλεγον οἱ ἀρχαῖοι, ὁ «ξυνός λόγος», δηλ. ἡ ὁμοφωνία καί ἡ ὁμοψυχία, εἶναι εἰς τάς ἀνθρωπίνας σχέσεις τό στοιχεῖον ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μεταξύ των καί μέ τόν πέριξ αὐτῶν κόσμον. Αὐτός ὁ Κοινός Λόγος εἶναι ἡ βάσις τῆς προόδου τῶν ἀνθρώπων, ἑπομένως καί τῆς οἰκονομικῆς ἐπιτυχίας των. Ἀπό αὐτόν τόν κοινόν λόγον, ἂλλως τήν Κοινήν Λογικήν, προέρχεται ἡ ἀφανής καί ἡ φανερή ἁρμονία εἰς τήν κοινωνίαν καί τήν φύσιν, ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἁρμονιῶν, ὡς λέγει, «ἁρμονία ἀφανής, φανερῆς κρείττων» (ἡ ἀφανής ἁρμονία εἶναι ἰσχυροτέρα τῆς φανερᾶς). Συνεχίζων, ἐθεώρει ὁ Ἡράκλειτος, ὃτι ἒκφρασις τοῦ Κοινοῦ Λόγου εἶναι ὁ «Κοινός Νόμος», ὁ ὁποῖος δίδει εἰς τόν λαόν τήν δικαίαν συμμετοχήν του εἰς τήν ἐξ αὐτοῦ προερχομένην πολιτείαν καί ὡς ἐκ τούτου δικαίαν μερίδα εἰς τόν δημιουργούμενον κοινόν πλοῦτον.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Ἡράκλειτος συνδυάζει τό ἀτομικόν μέ τό κοινόν συμφέρον, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀποτελεῖ τήν βάσιν τῆς οἰκονομικῆς θεωρίας τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ «Φιλελευθερισμοῦ».
Ἐπεξηγῶν δέ περαιτέρω τάς σκέψεις του λέγει: «Μάχεσθαι χρῆ τόν δῆμον ὑπέρ τοῦ νόμου ὃκωσπερ τείχεος», δηλ. πρέπει ὁ λαός νά ἀγωνίζηται διά τόν νόμον, ὡς ἀκριβῶς διά τήν προστασίαν τῶν τειχῶν τῆς πόλεως του (σήμερον: τῶν συνόρων τοῦ κράτους του). Παραδέχεται ὃμως, ὃτι πλειστάκις εἶναι δύσκολον ὁ λαός, δηλ. οἱ πολῖται ἢ, ὡς ὁ Ἡράκλειτος ἀναφέρει, «οἱ πολλοί» νά ἐλέγξωσι καί τιθασσεύσωσι τάς ἀντιδράσεις των ὡς ἀτόμων, διότι «θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν», δηλ. εἶναι δύσκολον νά ἀντιμάχηται κανείς εἰς τάς ἐπιθυμίας (τό πάθος) του. Ἐν τέλει ὃμως ὁ Κοινός Λόγος, δηλ. ἡ Κοινή Λογική, δύναται πάντοτε νά πρυτανεύῃ. Πῶς ὃμως ἐπιτυγχάνεται τοῦτο, ἀφοῦ πλειστάκις ὁ Ἡράκλειτος κατέκρινε τήν στάσιν τῶν «πολλῶν», οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουσι τόν Νόμον, ἐπειδή συνήθως αὐτοί (οἱ πολλοί) δέν συμμορφώνονται εἰς τόν Κοινόν Λόγον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Κοινή Λογική, ἢτοι ἡ ὁμοφωνία καί ἡ ὁμοψυχία; Κατά τόν Ἡράκλειτον αὐτό κατορθώνεται τελικῶς διά τῆς ἐναρμονίσεως τῶν ἀντιθέσεων, ἀφοῦ «ὁ κόσμος εἶναι ἑνότης τῶν ὑφισταμένων διαφορῶν». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον διά τῆς ἐναρμονίσεως τῶν ἀντιθέτων θέσεων ὂχι μόνον εἰς τόν φυσικόν ἀλλά καί εἰς τόν κοινωνικο-οἰκονομικόν τομέα «πραγματοποιεῖται ἡ ἀριστοποίησις τοῦ οἰκονομικοῦ ἀποτελέσματος». Ὡς λέγει ἐπί λέξει: «Διαφερόμενον ἀεί ξυμφέρεται» καί «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν». (Μετάφρ.: Πάντοτε συμφέρει ἡ διαφορά. Ἀπό τάς διαφοράς προέρχεται ἡ καλυτέρα ἁρμονία).
Βασιζόμενοι λοιπόν ἐπί τῶν βαθέων σκέψεων τοῦ Ἡρακλείτου καί κυρίως τοῦ ὃτι ἐκ τῶν «ἀντιξόων συμφερόντων», δηλ. ἐκ τῶν διαφερόντων, ὁδηγούμεθα εἰς τήν «καλλίστην ἁρμονίαν» καί ὃτι ὃλα ἐπιτυγχάνονται μέ τήν πάλην μεταξύ των, δηλ. μέ τήν ἀνταγωνιστικότητα, (ὁ Ἡράκλειτος λέγει ἐπί λέξει: «πάντα κατ’ ἒριν γίγνεσθαι»), διαπιστώνομεν ὃτι μετά ἀπό δύο καί πλέον χιλιάδας ἒτη διετυπώθη ἡ οἰκονομική θεωρία τῆς «Ἰσορροπήσεως τῶν Συμφερόντων», ἐπί τῶν ὁποίων ἐβασίσθησαν τόσον ὁ Adam Smith ὃσον καί ὁ Marx εἰς τήν διατύπωσιν τῶν θεωριῶν των, ὡς ἀναφέρει εἰς τό ἒργον του ὁ Ἀ. Κανελλόπουλος.
Εἰς τήν διαδικασίαν αὐτήν μέγιστον ῥόλον διαδραματίζει κατά τόν Ἡράκλειτον ἡ διαλεκτική σκέψις, διά τῆς ὁποίας ἐπιτυγχάνεται ἡ «παλίντροπος ἁρμονίη», δηλ. ἡ ἁρμονία τῶν ἀντιθέσεων καί τῶν ἀντιθέτων τάσεων, αἱ ὁποῖαι ἀντιθέσεις ἐν τελικῇ ἀναλύσει φθάνωσι εἰς τό σημεῖον νά συμφωνῶσι μεταξύ των. Ὡς δέ μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἱππόλυτος, ὁ Ἡράκλειτος ἒλεγε «διαφερόμενον ἑωυτῷ (ἑαυτῷ) ὁμολογέει», ἂρα ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει «ὁ κόσμος εἶναι ἑνότης τῶν ὑφισταμένων διαφορῶν».
Αὓτη ἡ θέσις ἦτο ἐκ τῶν βασικῶν ἰδεῶν τοῦ Ἡρακλείτου, ὡς βεβαιώνει τοῦτο ἐξ ἂλλου καί ὁ Διογένης Λαέρτιος, ὃστις ὡς σκέψεις τοῦ Ἡρακλείτου ἀναφέρει: «… διά τῆς ἐναντιοδρομίας ἡρμόσθαι τά ὂντα. Γίνεσθαί τε πάντα κατ’ ἐναντιότητα καί ῥεῖν τά ὃλα ποταμοῦ δίκην», ἢτοι ὁ Ἡράκλειτος ἒλεγεν ὃτι «… τά ὂντα ἐξ ἀντιθέτων κινήσεων ἒρχονται τελικῶς εἰς ἁρμονίαν. Καί τά πάντα γίνονται συμφώνως μέ τάς ἀντιθέσεις καί ὃλα ῥέουσιν ὡς ὁ ποταμός». Κατά τόν αὐτόν τρόπον ἐντός τῆς δυναμικῆς αὐτῆς ἐναρμονίσεως τῶν ἀντιθέσεων ἐπιτυγχάνεται καί εἰς τήν οἰκονομίαν «ἡ ἀριστοποίησις τοῦ οἰκονομικοῦ ἀποτελέσματος».
Κατ’ ἁπλούστερον τρόπον ἐξηγούμενον τοῦτο, κατά τόν Ἡράκλειτον αἱ ἀντίθετοι θέσεις καί ὁ συναγωνισμός, δηλ. ἡ δυναμική αὐτή, ἀποτελεῖ τήν πρώτην διεργασίαν, ἡ ὁποία ἐν τέλει καταλήγει εἰς τήν κοινωνικο-οικονομικήν ἰσορροπίαν. Πρέπει δέ ἐδῶ νά σημειώσωμεν, ὃτι ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ὁ πρῶτος εἰσάξας τήν «διαλεκτικήν μέθοδον» πρός ἐξήγησιν καί ἀπόδειξιν τῶν θέσεών του. Ταύτην δέ τήν διαλεκτικήν μέθοδον ἐχρησιμοποίησαν οἱ Engels καί Marx τόν 19ον αἰῶνα στηρίζοντες δι’ αὐτῆς τήν θεωρίαν των «περί ἐναρμονίσεως τῶν ἀντιμαχομένων στοιχείων».
Ἀκόμη δέ ὁ Ἡράκλειτος κατέκρινε τήν ἐπιπολαιότητα τῶν ἀνθρώπων, τόσον ὡς μάζης (δηλ. τῶν πολλῶν), ὃσον καί ὡς ἐπικρατούσης πλουσίας τάξεως, αἳτινες ἀμφότεραι ἐπεδίδοντο ἀφρόνως εἰς σπατάλας, τήν πολυτέλειαν καί κάθε εἲδους ἀπολαύσεις. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράσις του διά τήν μᾶζαν, τούς «πολλούς» ὡς τούς ἀπεκάλει: «οἱ δέ πολλοί κεκόρυνται ὃκωσπερ κτήνεα» (Μετάφρ.: καί οἱ πολλοί ἒχουν χορτάσει ὃπως τά κτήνη).
Ἀλλά ἐξ ἲσου ἐπικριτικός ἦτο διά τήν πλουσίαν τάξιν καί κατά τῶν «πολυτελῶν δαπανῶν καί τῆς ὑπερμέτρου εὐμαρείας, διότι πλειστάκις αὗται φθάνουσιν εἰς τό σημεῖον τῆς ὓβρεως», ἢτοι τῆς προκλήσεως. Ὁπότε «Ὓβριν χρή σβεννύναι ἢ πυρκαϊήν» (Μετάφρ.: Πρέπει νά σβύννηται (ἐξαλείφηται) ἡ πρόκλησις πολύ περισσότερον παρά ἡ πυρκαϊά). Δι’ αὐτό πάντοτε, κατά τόν Ἡράκλειτον, ἡ κοινωνικο-οικονομική αὐτή δυναμική πρέπει νά διεξάγηται μέ μέτρον καί ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ δικαίου, δηλ. τῆς Δικαιοσύνης.
Ἡ παροῦσα ἀναφορά εἰς τάς Οἰκονομικάς Σκέψεις τοῦ Ἡρακλείτου θά ἦτο ἐλλειπής, ἐάν δέν ἀνεφερόμεθα καί εἰς τήν διατύπωσίν του τῆς «ἀνταλλακτικῆς σχέσεως τοῦ χρυσοῦ καί τοῦ χρήματος». Ἰδιαιτέρως ἀναφέρεται αὓτη εἰς τό ἀπόσπασμά του, ὡς μᾶς τό διασώζει ὁ Πλούταρχος ὃτι: «…ὃκωσπερ ἀνταμοιβή χρυσοῦ χρήματα καί χρημάτων χρυσός» (δηλ. ὡς ἀκριβῶς ἀνταλλάσσονται τά ἐμπορεύματα μέ τόν χρυσόν καί ὁ χρυσός μέ τά ἐμπορεύματα).
Ἐπίσης δέ ὁ Ἡράκλειτος ἀνεφέρθη καί εἰς τήν μεγαλυτέραν ἀξίαν τοῦ χρυσοῦ λόγῳ τῆς σπάνεως τοῦ πολυτίμου αὐτοῦ μετάλλου. Τήν ῥῆσίν του αὐτήν μᾶς διέσωσεν ὁ Κλήμης εἰς τό ἒργον του «Στρωματεῖς» καί ἒχει ὡς ἑξῆς: «χρυσόν γάρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλήν ὀρύσσουσι καί εὑρίσκουσιν ὀλίγον» (Μετάφρ.: αὐτοί πού ψάχνουν διά χρυσάφι ἀνασκάβουν πολλήν γῆν καί εὑρίσκουν ὀλίγον).
Αἱ ἀνωτέρω παρατιθέμεναι θέσεις εἶναι μία σύντομος ἀνάλυσις τῶν Ἰδεῶν καί Ῥήσεων τοῦ Ἡρακλείτου, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Προσωκρατικοῦ Φιλοσόφου, αἱ ὁποῖαι σχετίζονται τῶν Οἰκονομικῶν καί Κοινωνικῶν ἀπόψεων του κατά τήν παλαιοτάτην ἐποχήν του, ἒχουσιν ὃμως, ὡς ἒχομεν ἀντιληφθῆ, διαχρονικήν ἀξίαν καί σύγχρονον ἐφαρμογήν εἰς πλεῖστα σημεῖά των.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ὁ Ἀβδηρίτης (460 -370 π.Χρ.)
Ὁ Προσωκρατικός φιλόσοφος Δημόκριτος ἐχαρακτηρίζετο ὑπό μεγάλου φιλελευθερισμοῦ εἰς τάς ἀπόψεις του, διετύπωσε δέ οὐσιώδεις ἰδέας διά τήν Οἰκονομίαν καί τήν ὀργάνωσίν της, ὡς ἐπίσης διά τήν διανομήν τῶν πόρων καί τήν παραγωγικήν δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰδικώτερον διά τήν Οἰκονομίαν ἡ θέσις τοῦ Δημοκρίτου ἦτο ὃτι αὓτη πρέπει νά βασίζηται εἰς μίαν καλῶς λειτουργοῦσαν κοινωνίαν, ἡ ὁποία διά νά λειτουργῇ καλῶς πρέπει νά ἒχῃ ἰσχυράν συνοχήν καί νά εἶναι προϊόν συμβάσεως μεταξύ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἡ θέσις αὐτή τοῦ Δημοκρίτου μᾶς παραπέμπει εὐθέως εἰς τόν κατά πλείονας τῶν δύο χιλιετιῶν μεταγενέστερόν του Jean-Jacques Rousseau καί τό περίφημον ἒργον του «Κοινωνικόν Συμβόλαιον».
Πῶς ὃμως ἐπιτυγχάνεται ἡ ἰσχυρά συνοχή μιᾶς κοινωνίας; Μόνον διά τῆς ὁμονοίας καί τῆς φιλίας, αἱ ὁποῖαι πρέπει νά ἒχωσι γνώμονά των τό κοινωνικόν ὂφελος, τό ὁποῖον ὁ Δημόκριτος ἀποκαλεῖ «συμφέρον», καθ’ ὃτι αὐτό φέρει τήν ὁμοφροσύνην τῶν πολιτῶν: «ὁμοφροσύνη φιλίην ποιεῖ» (ἡ ὁμοιότης τῶν ἰδεῶν δημιουργεῖ φιλίαν).
Καί λέγει ἀκόμη ὁ Δημόκριτος: (εἰς μετάφρασιν) Ἐάν ὁ καθείς πολίτης δέν ἒβλαπτε ὁ εἷς τόν ἂλλον, τότε οἱ νόμοι δέν θά ἠμπόδιζον νά ζῇ ὁ καθείς ὡς ὁ ἲδιος θέλει. Ἐξ ἂλλου ὁ ἐριστικός φθόνος εἶναι ἡ ἀρχή τῆς διχονοίας». Αὐτός ὁ ἐριστικός φθόνος εἶναι τό μειονέκτημα τό ὁποῖον παρουσιάζεται πολλάκις κατά τήν ἐπιδίωξιν τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας. Παρ’ ὃλον τοῦτο ὁ Δημόκριτος θεωρεῖ προτιμητέαν τήν ἀτομικήν ἰδιοκτησίαν ἀπό τήν κοινοκτημοσύνην, διότι αὓτη, ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία, συμβάλλει πολύ περισσότερον εἰς τήν «ἐπιμελῆ ἐργασίαν» καί τόν περιορισμόν τῆς σπατάλης, δηλ. εἰς τήν προαγωγήν τῆς φειδοῦς εἰς μίαν κοινωνίαν.
Ἐν ἂλλοις λόγοις τό κοινωνικόν ὂφελος ἐπιτυγχάνεται διά τοῦ ἀτομικοῦ ὀφέλους ἢ συμφέροντος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θέσις τοῦ Δημοκρίτου ἀποτελεῖ τήν ἐξήγησιν τοῦ Φιλελευθερισμοῦ τοῦ Adam Smith : Τό κοινόν συμφέρον προωθεῖται διά τῆς ἐπιδιώξεως καί προαγωγῆς κατά πρῶτον τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος. Δι’ αὐτό καί ὁ Δημόκριτος ἒλεγε: «αἰσχρόν τά ὀθνεῖα πολυπραγμονεύοντα, ἀγνοεῖν τά οἰκήϊα», δηλ. εἶναι αἰσχρόν νά ἀναμειγνύηται κάποιος εἰς ξένας ὑποθέσεις, ἐκείνας δέ τοῦ οἲκου του νά τάς ἀγνοῇ.
Αἱ δημιουργούμεναι ἀντιθέσεις καί ὁ ἐριστικός φθόνος, πού, κατά τόν Δημόκριτον, ὡς ἐπί τό πλεῖστον παρουσιάζεται εἰς τό κοινωνικο-οἰκονομικόν σύστημα, μποροῦν ὃμως νά ἀμβλύνωνται καί νά ἐξομαλύνωνται μέ τόν διάλογον – τόν «κριτικόν ἒλεγχον», ὡς τόν ἀποκαλεῖ, οὓτως ὣστε οἱ πολῖται μιᾶς κοινωνίας, ἢτοι αἱ κοινωνικαί τάξεις, νά ὁδηγῶνται πρός τήν ἀλληλεγγύην καί τήν εὐεστώ, δηλ. τήν εὐημερίαν καί τήν εὐδαιμονίαν (εὐτυχίαν).
Ὁ Δημόκριτος συνταυτίζει ἐπίσης τήν οἰκονομικήν ἐπιστήμην μέ τούς φυσικούς καί ψυχολογικούς νόμους. Ὡς ἀκριβῶς εἰς τήν φύσιν ὑπάρχει τό «μέτρον», δηλ. τό ὃριον, οὓτω καί εἰς τήν οἰκονομίαν. Ἐάν ὑπερβῇ τίς τό μέτρον, τότε ἡ ὑπάρχουσα ἰσορροπία ἀνατρέπεται: «Εἲ τις ὑπερβάλλοι τό μέτριον, τά ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο», δηλ. ἐάν κάποιος ξεπεράσῃ τό σωστόν μέτρον, τά πλέον εὐχάριστα πράγματα θά μποροῦσαν νά γίνουν τά πλέον δυσάρεστα». Δι’ αὐτό καί ἡ ἂμετρος φιλαργυρία καί ὁ ἂμετρος πλοῦτος, ὃταν ὑπερβῶσι τό ἐπιτρεπόμενον ὃριον, φέρουσι πάντοτε δυσάρεστα ἀποτελέσματα.
Ὁ Δημόκριτος, ὡς βλέπομεν, σύρει τήν διαχωριστικήν γραμμήν εἰς τήν ἐπιδίωξιν τοῦ ὑπερβολικοῦ καί ἀνεξελέγκτου πλούτου, πέραν τοῦ ἐπιτρεπτοῦ μέτρου. Πρός τόν σκοπόν αὐτόν κάνει τήν σύγκρισιν μεταξύ τοῦ πλουσίου καί τοῦ πένητος λέγων: «Εὐτυχής ὁ ἐπί μετρίοισι χρήμασιν εὐθυμεόμενος, δυστυχής δέ ὁ ἐπί πολλοῖσι δυσθυμεόμενος» (Μετφρ.: Εὐτυχισμένος εἶναι ὃποιος αἰσθάνεται γαλήνη μέ τά ὀλίγα χρήματα, ἐνᾧ δυστυχισμένος εἶναι ὃποιος δέν εὐχαριστιέται μέ τά πολλά).
Διά τόν Δημόκριτον ἡ οὐσία εἰς τήν ἐπιδίωξιν τοῦ πλούτου εἶναι πάντοτε τό μέτρον: Ἢτοι, εἶναι μέν ἡ ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου ἀπαραίτητος καί ἀναγκαία διά τήν ἀνάπτυξιν τῆς οἰκονομίας, ὃμως ἡ ὑπέρβασις τοῦ μέτρου τοῦ «κόρου» (τοῦ χορτασμοῦ) φέρει μεγάλας ἐλλείψεις καί στερήσεις.
Αὐτή ἡ θέσις τοῦ Δημοκρίτου συγκεντροῦται εἰς τήν κάτωθι ῥῆσίν του: «Χρημάτων χρῆσις ξύν νόωι μέν χρήσιμον εἰς τό ἐλευθέριον εἶναι καί δημωφελέα, ξύν ἀνοίηι δέ χορηγίη ξυνή», ἢτοι: Ἡ συνετή χρῆσις τῶν χρημάτων εἶναι χρήσιμος ὡς πρός τήν γενναιοδωρίαν καί ὠφέλιμος εἰς τό σύνολον. Ἡ ἀσύνετος χρῆσις τῶν χρημάτων τά μεταβάλλει εἰς κοινήν (ἁπλῆν) δαπάνην (σπατάλην).
Ὁ Ἂγγλος οἰκονομολόγος Barry Gordon εἰς τήν μελέτην του περί Οἰκονομίας ἀναφέρει ὃτι ἡ ἀνωτέρω ῥῆσις τοῦ Δημοκρίτου ἀποτελεῖ «τό μεῖζον οἰκονομικόν μήνυμα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων εἰς τήν Οἰκονομίαν».
Προχωροῦντες εἰς τάς οἰκονομικάς ἀπόψεις τοῦ Δημοκρίτου παρατηροῦμεν ὃτι πρῶτος αὐτός διατυπώνει καί μίαν ἂλλην ἂποψιν, τήν ὁποίαν ἐπίσης ἀσπάζεται ἡ οἰκονομική σκέψις τῆς σήμερον, ὃτι δηλ. ἡ ἒλλειψις τῆς ἀτομικῆς πρωτοβουλίας φέρει ἀφ’ ἑαυτῆς διττόν κόστος: Ἐκτός δηλ. τοῦ κόστους τῆς στερήσεως ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὡς τοῦ χρήματος, ἀκινήτου περιουσίας κτλ., φέρει αὓτη καί τήν στέρησιν ἀΰλων ἀγαθῶν, ὡς τῆς δημοκρατίας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ περιβάλλοντος κ.ἂ.
Χαρακτηριστική τῆς θέσεως ταύτης τοῦ Δημοκρίτου εἶναι ἡ ῥῆσίς του, ἡ ὁποία μᾶς διεσώθη χάριν εἰς τόν Στοβαῖον: «Ἡ ἐν δημοκρατίᾳ πενίη τῆς παρά τοῖς δυνάστοισι καλεομένης εὐδαιμονίης τοσοῦτόν ἐστι αἱρετωτέρη, ὁκόσον ἐλευθερίη δουλείης» (Μετφρ.: Ἡ πεῖνα στό δημοκρατικόν πολίτευμα εἶναι τόσον προτιμωτέρα ἀπό τήν λεγομένην εὐδαιμονίαν τῶν δυναστικῶν πολιτευμάτων, ὃσον (προτιμωτέρα) εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπό τήν δουλείαν).
Ἀκόμη ὁ Δημόκριτος λέγει ὃτι ὁ ἂνθρωπος δύναται νά ἐπιτύχῃ τήν βελτίωσιν τῆς ζωῆς του εἰς τόν πολιτικο-οικονομικόν τομέα καί τήν ἠθικήν διά τῆς δυναμικότητός του, τῆς διδαχῆς τῆς ὁποίας θά τύχῃ καί τῶν καλῶν συνηθειῶν τάς ὁποίας θά ἀποκτήσῃ, ἐφόδια τά ὁποῖα θά τόν βοηθήσωσι εἰς τό νά ἀντιμετωπίζῃ ὀρθῶς τά τῆς διοικήσεως τῆς πόλεως (κράτους) του καί τῆς διαχειρίσεως τῆς προσωπικῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως καί περιουσίας του. Δι’ αὐτό οἱ ἂνθρωποι δέν πρέπει νά φιλονικῶσι κακοπροαιρέτως μεταξύ των καί νά μή περιβάλλωσι τόν ἑαυτόν των μέ δύναμιν ἀντίθετον πρός τό γενικόν συμφέρον, ἀλλά νά θεωρῶσι τά ζητήματα τῆς πόλεως (κράτους) των σπουδαιότερα ἀπό ὃλα τά ἂλλα, δηλ. νά φροντίζωσι νά εὐημερῇ οἰκονομικοπολιτικῶς ἡ πόλις των.
Καί καταλήγει εἰς τήν σκέψιν του ὡς ἑξῆς:
«Πόλις γάρ εὖ ἀγομένη μεγίστη ὂρθωσίς ἐστι,
καί ἐν τούτωι πάντα ἒνι,
καί τούτου σωιζομένου πάντα σώιζεται
καί τούτου διαφθειρομένου πάντα διαφθείρεται».
(Μετφρ.: Ἡ πόλις (κράτος) ἂλλωστε πού διοικεῖται σωστά εἶναι ἡ μεγαλυτέρα προστασία, καί σ’ αὐτό ἒγκειται τό πᾶν, ὃταν σώζηται αὐτή σώζονται τά πάντα καί ὃταν καταστρέφηται αὐτή, καταστρέφονται τά πάντα).
Μέ τήν ἀνωτέρω περιληπτικήν ἀναφοράν εἰς τούς πέντε σημαίνοντας Προσωκρατικούς Φιλοσόφους, μαζί μέ τάς ἢδη δημοσιευθείσας ὑπό τοῦ γράφοντος εἰς τόν Τύπον Oἰκονομικάς Ἰδέας τῶν ἐξεχόντων Ποιητῶν καί Τραγικῶν Συγγραφέων τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος, συμπληρώνεται ἡ παράθεσις τῶν κυριωτέρων Οἰκονομικῶν Θεωριῶν, τάς ὁποίας μᾶς ἐκληροδότησαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες μέχρι τῆς πρό τοῦ Σωκράτους ἐποχῆς.
Ὡς ἀνέφερον δέ καί εἰς τήν πρώτην εἰσαγωγήν τῆς ὃλης μελέτης, θεωρῶ πολύ μεγάλην προσβολήν διά τούς συγχρόνους Ἓλληνας νά δέχωνται ἀπό τούς ξένους ἀλλεπαλλήλους ταπεινώσεις διά τήν οἰκονομικήν κατάστασιν τῆς χώρας των, μητρός Πατρίδος καί ἡμῶν τῶν Κυπρίων, ἀφοῦ οἱ Πρόγονοί μας ὑπῆρξαν οἱ πρῶτοι διδάξαντες τήν Ἐπιστήμην τῆς Οἰκονομίας εἰς τήν Ἀνθρωπότητα.
Λάμπης Κωνσταντινίδης
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 22.12.2015