Η δικογραφία σε βάρος του πρώην υπουργού αποτελεί τμήμα αυτής που αφορά την επίμαχη σύμβαση που υπεγράφη επί υπουργίας του το 1997, μεταξύ ΟΤΕ και Siemens, υπόθεση που ξεκίνησε να εκδικάζεται την περασμένη Παρασκευή και θα συνεχιστεί στις 15 Δεκεμβρίου.
Η υπόθεση αφορά το συνολικό ποσό των περίπου 450 χιλιάδων μάρκων -230 χιλιάδες ευρώ- που έλαβε ο πρώην υπουργός από τη γερμανική εταιρεία, το 1998 και το 2000 , σε ελβετικό λογαριασμό με την ονομασία ROCOS, χρήματα τα οποία κατά τη δικογραφία αποτελούσαν “δώρο” της Siemens για την επιλογή της στο έργο ψηφιοποίησης κέντρων του ΟΤΕ με τη σύμβαση 8002.
Στο εδώλιο πλην του κ. Μαντέλη κάθονται ο επιχειρηματίας, κουμπάρος του πρώην υπουργού, Γιώργος Τσουγκράνης, η εφοριακός Αντωνία Μάρκου, το άλλοτε στέλεχος της ελληνικής Siemens Ηλίας Γεωργίου και ο πρώην συνεργάτης του βασικού κατηγορουμένου Αριστείδης Μαντάς. Οι κατηγορούμενοι, κατά περίπτωση, αντιμετωπίζουν την κατηγορία της ενεργητικής δωροδοκίας κατά μόνας και από κοινού, άπαξ και κατ΄ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Ο κατηγορούμενος πρώην υπουργός επανέλαβε πολλές φορές στο δικαστήριο πως ποτέ δεν απαίτησε δώρο από την γερμανική εταιρεία , “ούτε δραχμή”, ενώ τόνισε πως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας για τη “σύμβαση 8002” δεν προκύπτει να έχει ζητήσει ανταλλάγματα για την υπογραφή της σύμβασης . «Δεν υπήρξε ένοχη σχέση», είπε χαρακτηριστικά.
Απολογούμενος ο κ. Μαντέλης υπεραμύνθηκε της εν λόγω σύμβασης και παρέθεσε στοιχεία για να καταδείξει πως η “8002” για ψηφιοποίηση του δικτύου του ΟΤΕ «ήταν απολύτως επικερδής και επωφελής για το ελληνικό Δημόσιο, με τεράστια και ανυπολόγιστα κέρδη του οργανισμού μέχρι και σήμερα». Επισήμανε, επίσης, πως στην τελική τιμή το Δημόσιο πέτυχε μεγάλη μείωση του κόστους, της τάξεως των 99,5 εκατομμυρίων δραχμών, ποσό που δεν θα δεχόταν η Siemens, όπως είπε, αν είχε απαιτήσει χρήματα. «Αν είχα απαιτήσει να μου δώσει χρήματα, θα έφτανε τη μείωση από 3 στο 20%; Ήξερε πως δεν είχε κάλυψη από κανέναν, και κυρίως από εμένα, γι’ αυτό και έκανε τις αλλεπάλληλες μειώσεις», προσέθεσε.
Αναφερόμενος στο διάστημα μετά την ολοκλήρωση της θητείας του, ο κ. Μαντέλης επικαλέστηκε έγγραφο με το οποίο ενημέρωνε και τον επερχόμενο υπουργό για την επίμαχη σύμβαση και τον έλεγχο των όρων που θα έπρεπε να εκπληρωθούν.
«Δεν σιωπούσα, γιατί δεν υπήρξε ένοχη σχέση» ανέφερε ο κ. Μαντέλης και συνέχισε: «Δεν μου αρκούσε ότι είχα φύγει πλέον, αλλά ήθελα και ο επόμενος να ξέρει σε πιο πλαίσιο πρέπει να κινηθεί».
Ο κατηγορούμενος τόνισε στο δικαστήριο πως έλαβε τα χρήματα ως “εκλογική χορηγία” καθώς την περίοδο που μπήκαν σε λογαριασμό του «η πολιτική κατάσταση στη χώρα δεν ήταν σταθερή και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών ήταν υπαρκτό». Αναφέρθηκε επίσης σε δημοσιεύματα της εποχής, που τον έφεραν να έχει χρηματιστεί με μεγάλα ποσά και τα οποία ουδέποτε αποδείχθηκαν: «Στην πολιτική ήμουν πεθαμένος, είχα πλέον αποχωρήσει και ήμουν το πρόσωπο που ήθελαν να μου “φορτώσουν” τα πάντα».
Ο κ. Μαντέλης, με την έναρξη της δίκης επέστρεψε στο αποκαλούμενο “ταμείο κλεμμένων” επίδικα χρήματα με σκοπό να εφαρμοστεί ο νόμος για ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση, με μείωση της απειλούμενης ποινής η οποία ορίζεται σε 10 έως 20 χρόνια και αφορά περιπτώσεις κατηγορουμένων που ζημίωσαν το Δημόσιο εφόσον “εξαλειφθεί η ζημιά”. Από τις προβλέψεις του νόμου εξαιρούνται νυν και πρώην κρατικοί αξιωματούχοι και μένει να διατυπωθεί η κρίση του Δικαστηρίου αν τελικά ο κ. Μαντέλης θα τύχει ή όχι των ευνοϊκών προβλέψεων.
Τζ. Βινιεράτου, Αθηναϊκό Πρακτορείο, Αθήνα
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 1.12.2015, Μ. Ιγνατίου