Μετά από πέντε χρόνια κρίσης, έχει αλλάξει η νοοτροπία των Ελλήνων πολιτικών και πολιτών; Στη νοοτροπία των Ελλήνων πολιτικών πρέπει να αλλάξει κάτι στη σχέση τους με τον πολίτη και γενικότερα, στη σχέση με το πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα που θεωρεί ότι δεν είναι κοντά του και δεν ασχολείται ποτέ με τη λειτουργία του, το κατακρίνει όμως συνεχώς, επειδή παραλείπει αυτά που πιστεύει ότι πρέπει να του προσφέρει.
Το σύστημα παραμένει διπλοπελατειακό. Από τη μία πλευρά ο πολίτης εξακολουθεί να εξαρτάται από τον πολιτικό και ο πολιτικός από ορισμένα επίπεδα δημόσιας διοίκησης που του εξασφαλίζουν τις εξυπηρετήσεις που πρέπει να προσφέρει στον πολίτη. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε ένα κλειστό σύστημα στο οποίο προέχουν οι σχέσεις και πολύ λιγότερο οι θεσμοί.
Επειδή το συνδέσατε με την κρίση που κρατάει χρόνια, πρέπει να σημειώσουμε ότι η κρίση υπήρξε εξελικτική και έτσι απέκλειε να φανεί το σημερινό καταστρεπτικό αποτέλεσμα.
Αν από την αρχή ήταν αιφνιδιαστική και οδυνηρή, πιθανώς να είχε προκαλέσει ευεργετικές ανατροπές τόσο στην πολιτική όσο και στη διοίκηση και την οικονομία.
Έχουμε αποκτήσει αυτοσυνειδησία ώστε να προχωρήσουμε στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης;
Αν έχει υπάρξει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να δεχθούμε ότι τώρα μόλις αρχίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Για να μη σας πω ότι η μέσης ηλικίας γενιά δεν θα ήταν έτοιμη να προσχωρήσει σε έναν τέτοιο εκσυγχρονισμό που θα απέτρεπε τις προσωπικές σχέσεις.
Έχει κερδίσει έδαφος ο ορθολογισμός έναντι του θυμικού;
Αυτό είναι το μέγα πρόβλημα, στο μέτρο που ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται η διδασκαλία της ιστορίας αλλά και άλλων μαθημάτων ενισχύει περισσότερο τη βεβαιότητά μας ότι είμαστε κάτι το πολύ ξεχωριστό και συνεπώς δεν χρειάζεται να το συζητάμε, να το αμφισβητούμε. Όταν όμως κάτι δεν το αμφισβητείς, δεν το βάζεις σε διάλογο, αποκλείεις τον λογικό έλεγχο. Προϋπόθεση του ορθολογισμού είναι συνεπώς ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα, λιγότερο δοξολογικό και περισσότερο πραγματολογικό.
Έχουμε δείξει ιστορικά, ότι μπορούμε να υπομένουμε και να επαναστατούμε. Έχουμε όμως μάθει να διαπραγματευόμαστε;
Ούτε έχουμε μάθει να υπομένουμε ούτε να επαναστατούμε, διότι και τα δύο προϋποθέτουν άλλη αίσθηση ευθύνης. Εύκολα όμως αγανακτούμε, διαμαρτυρόμαστε, και μάλιστα ανώνυμα. Και τέλος για να διαπραγματευόμαστε, πρέπει να αποδεχόμαστε ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι ποτέ εντελώς υπέρ μας, ούτε εντελώς εναντίον μας.
Είδαμε, στην περίοδο της κρίσης, να ενισχύονται τα αρνητικά στερεότυπα. Ίσως και οι Βρυξέλλες δεν έδωσαν έμφαση στη μεγαλύτερη επικοινωνία μεταξύ των λαών.
Αν θέλουμε να αξιολογήσουμε την αντιμετώπιση της κρίσης από τις Βρυξέλλες, θα πρέπει να σημειώσουμε τρία πράγματα: Πρώτον, τις μεγάλες μας ευθύνες ως κοινωνία και κυρίως ως πολιτική και διοίκηση. Δεύτερο, την άρνηση των Βρυξελλών να δουν το πρόβλημα ως μια παθογένεια προς αντιμετώπιση και όχι ως αδίκημα για το οποίο έπρεπε να τιμωρηθούμε, και το τρίτο και πιο απαράδεκτο, ότι όλη η αντιμετώπιση ανατέθηκε στη Γερμανία, η οποία από νοοτροπία, ιστορία, και πειθαρχία βλέπει και αξιολογεί τα πάντα μέσα από έναν πολιτικό προτεσταντισμό. Κάτι που όχι μόνο για μας αλλά και για άλλες χώρες της ΕΕ, ενισχύεται περισσότερο μέσα από μια διάχυτη εικόνα, πεποίθηση, ότι άλλο είναι ο βορράς και άλλο ο νότος. Να υφέρπει άραγε εδώ, ένας πολιτισμικός ρατσισμός με γεωγραφική δικαιολόγηση;
Γιάννης Μεταξάς, Oμότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 18.7.2015