Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στον Αγκώνα από τον σπουδαίο νομομαθή Ανδρέα[1] και την Ρεγγίνα, κόρη του νομικού Παύλου Χωραφά, τη χρονιά που ξέσπασε η γαλλική επανάσταση, και συγκεκριμένα στις 3 Μαΐου 1789 έτους συμβολικού, που καθόρισε όλη τη ζωή του. Καθώς η οικογένειά[2] του ήταν ίσως η πλέον εύπορη της περιοχής, ο νεαρός Γεράσιμος είχε όλα τα εφόδια για να σπουδάσει στο εξωτερικό αφού αποπεράτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αργοστόλι. Σπούδασε νομικά στην Πάβια και στην Μπολώνια με τους περίφημους σε όλη την Ευρώπη τότε καθηγητές Volta και Τambourin[3], όπου το 1815 πήρε το δίπλωμά του. Συνεδέθη φιλικά με τον Ανδρέα Ζαΐμη, έγινε μέλος του Εθνικού Κομιτάτου της Βενετίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Επέστρεψε στην Κεφαλλονιά to 1819, τα πλούσια σπίτια της οικογένειάς του σε Αγκώνα και Αργοστόλι έγιναν καταφύγιο οπλαρχηγών, πολιτικών, φιλελλήνων και οι Λειβαδά διέθεσαν μεγάλα ποσά για συντήρηση προσφύγων[4], αλλά και για πολεμοφόδια για τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο νεαρός Γεράσιμος, μπολιασμένος από τις επαναστατικές ιδέες και τον διαφωτισμό, εργαζόταν, συζητούσε, έγραφε θερμά κείμενα, προέτρεπε συμπολίτες του υπέρ του εθνικού καθήκοντος ως απόστολος του ελληνικού έθνους, συγκρότησε πολιτικούς συλλόγους, γεγονός που ενόχλησε τον μισέλληνα Αρμοστή Thomas Maitland (1818-1824), ο οποίος κατεδίωκε κάθε φιλελεύθερη ιδέα υπέρ των αγωνιζομένων στον ιερό αγώνα και διοργάνωνε δίκτυα κατασκοπίας υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[5].
Το 1820 παντρεύτηκε την Άννα, «ήτις εφημίζετο τόσον δια το κάλλος της, όσον και δια τας αρετάς της»[6], αδελφή του Βαπτιστή και κόρη του κυβερνητικού Σπυρίδωνα Μεταξά Αντζουλακάτου, γόνο οικογένειας που στάθηκε απέναντι στην επιλογή της, λόγω του άκαμπτου χαρακτήρα του Λειβαδά. Η Άννα απεδείχθη άξια συνεργάτης του πρωτοριζοσπάστη, ορθώνοντας τα σταθερά φιλοπρόοδα και φιλελεύθερα φρονήματά της ενάντια και στην οικογένειά της ακόμα. Το 1823 ο George Gordon Byron κατά το ταξίδι του στην Κεφαλλονιά γνώρισε το ζεύγος Λειβαδά και μάλιστα, με την Άννα ανέπτυξε αλληλογραφία όπου καλλιεργείται η ιδέα του Φιλελληνισμού. Από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσαρους γιούς: τον Θρασύβουλο (γεν. 1824), τον δευτερότοκο Ανδρέα, τον Όθωνα και τον Παναγιώτη, οι οποίοι μπολιάστηκαν κι ακολούθησαν την ίδια επαναστατική πορεία με τον πατέρα τους, και τρεις κόρες, με γνωστή την Αγγελική.
Μετά το τέλος της Επανάστασης ο Λειβαδάς άνοιξε πρώτος τον αγώνα στα Επτάνησα εναντίον της Αγγλοκρατίας –για αυτό αποκαλείται Πατέρας του Ριζοσπαστισμού και Πρωτοριζοσπάστης- και από το 1830 στηλίτευε με την πύρινη πέννα του δημοσίως τις παραβάσεις των συνθηκών, τις αυθαιρεσίες, τις βιαιότητες της «Προστασίας».
Με τα αδέλφια του, τα ξαδέλφια του, με επώνυμους αγρότες, με σέμπρους στα κτήματά του, ακόμα και με προεστούς φθάνει συχνότατα στα δικαστήρια για αγροζημίες, για μοιράσματα σταφίδας, για «κακαίς δούλεψαις, για «κακοεργίες», για δικαιώματα πάχτου[7]. Πάντως ο σύγχρονος με αυτόν βιογράφος του Π. Γρατσιάτος για την μεγάλη του περιουσία σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πολύτιμον επίκουρον είχε την μεγάλην αυτού περιουσίαν, ην διέθετεν αφειδώς, συντρέχων προθύμως και μετά γενναιοδωρίας υπέρ παντός πατριωτικού και φιλανθρώπου σκοπού». Για δε τις δίκες, οι οποίες συνεχίστηκαν σε βάθος χρόνου, σημειώνει πως ήταν μέρος του μεγάλου διωγμού που υπέστη και σχέδιο των αγγλοϊόνιων αρχών για να τον εξαντλήσουν οικονομικά και να υποκύψει[8].
Γέννηση Ριζοσπαστισμού – Διωγμοί και φυλακίσεις
Το 1830 συνελήφθη και προφυλακίσθηκε για 9 μήνες -με τον μετέπειτα καλό φίλο του νομικό κι αυτόν Κοσμέτο Βαλσαμάκη[9]– «επί εσχάτη προδοσία», έγκλημα που κατά την Ιόνιο Νομοθεσία τιμωρείτο «δια κεφαλικής ποινής», με την υπόνοια ότι συμμετείχε σε ανώνυμες σάτυρες που τοιχοκολλήθηκαν νύχτα στο Αργοστόλι κατά τους μήνες Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, περιστοιχίσθηκε το σπίτι του από στρατιώτες και χωροφύλακες που παραβιάζοντας το οικογενειακό άσυλο έσπειραν τρόμο στην οικογένεια –ενώ ψυχορραγούσε ο γέρος Ανδρέας Λειβαδάς-, κλείδωσαν την γυναίκα του σε ένα δωμάτιο, τα παιδιά και τους υπηρέτες σε άλλο κι αναστάτωσαν τα πάντα σε όλο το σπίτι ψάχνοντας έγγραφα και όπλα[10]. Μεταφέρθηκε σιδεροδέσμιος στην Κέρκυρα –για να μην εξεγερθεί ο λαός της Κεφαλλονιάς- «υπό συνοδείας λογχοφόρων»[11] στο παλιό Φρούριο και τον έκλεισαν στα μπουντρούμια σε αυστηρή απομόνωση και απαγόρευση αλληλογραφίας. Το σπίτι του παρέμεινε επιτηρούμενο νύχτα και μέρα. Μια και που ο ευθαρσής και υψηλόφρων χαρακτήρας του δεν του επέτρεπε να κατεβεί στο αναξιοπρεπές επίπεδο των ανώνυμων λιβελλογραφημάτων, και καθώς ο πραγματικός «ένοχος» παρουσιάστηκε[12], αλλά και λόγω που ο Άγγλος δικαστής ήταν αμερόληπτος και ευσυνείδητος, αφέθη ελεύθερος μαζί με τον συγκατηγορούμενό του.
Στις εκλογές της 2ας Φεβρουαρίου 1833 που ματαιώθηκαν ο Λειβαδάς είχε πάλι τον πρώτο λόγο και ως εκ τούτου βρέθηκε ξανά στη φυλακή, πρώτα στην Κεφαλλονιά και μετά στην Κέρκυρα. Ο φιλοδίκαιος δικαστής Patric, εξετάζοντας την «επί εσχάτη προδοσία» καταδίκη του και καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του, με την από 17 Αυγούστου 1833 απόφασή του, τον απελευθέρωσε.
Το 1840 έγραψε τον 16χρονο τότε Θρασύβουλο στο νεοσύστατο Λύκειο Κέρκυρας. Οι Αγγλοϊόνιες αρχές πήραν από τον διευθυντή την αλληλογραφία πατέρα και γιού νομίζοντας πως θα εύρισκαν επίβουλη πρόφαση. Μάταια όμως. Ο Θρασύβουλος βλέποντας την αλληλογραφία του παραβιασμένη, θίχθηκε και ο πατέρας του σκεπτόμενος τις κακοήθειες και τους κινδύνους, αποφάσισε να τον αποσύρει από το Λύκειο[13].
Η σύντομη ήρεμη περίοδος που δημιούργησαν οι οικονομικές και κοινωνικές βελτιώσεις που εισήγαγε ο George Greenville Βαρώνος Nugent (1832-1835) έληξε με τον νέο Αρμοστή στρατηγό Howard Douglas (1835-1841). Η Κεφαλλονιά δοκιμάστηκε πικρά. Ο Λειβαδάς, βλέποντας να καταρρακώνονται από τους «προστάτες» με αυθάδεια και αθέμιτο τρόπο τα φυσικά και αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώματα τού μορφωμένου επτανησιακού λαού, υπέβαλε συνεχή και μακρά υπομνήματα προς το αγγλικό Κοινοβούλιο και το Υπουργείο Εξωτερικών γραμμένα με θάρρος έκφρασης, λογική και μέτρο. Ένα από αυτά, το οποίο σημειωτέον, έφερε υπογραφές 5.000 συμπολιτών του, εξόργισε τον Αρμοστή Douglas λόγω του ότι, και τον παρέκαμπτε, και επιπλέον φανέρωνε τον επαναστατικό χαρακτήρα του Λειβαδά και τις ιδέες του για εθνική αποκατάσταση των Επτανήσων. Διέταξε τότε και πάλι τη φυλάκισή του σε υγρό υπόγειο με ατμόσφαιρα πνιγηρή, τη φορά αυτή στις στρατιωτικές φυλακές στο νησί Βίδο. Στους τέσσαρους αυτούς μήνες που του απαγορευόταν η μετακίνησε αρρώστησε πολύ βαριά. Η Άννα στεκόταν από μακριά πάντα στο πλευρό του εξόριστου. Οι επιστολές της είναι δείγματα ανδρείας, αξιοπρέπειας, αγωνιστικότητας και υψηλού ήθους: «Άνδρα μου περαστική η ασθένειά σου και ευλογία Θεού η εξορία σου! … Η εξορία σου είναι ο αργαλειός της σημαίας της Λευτεριάς μας… τι αξίζει μια ζωή εμπρός στο Ιδανικό … το αίμα που βγάζεις γράφει την ιστορία της Λευτεριάς μας… Πρόσεξε, αν καμφθής, θα αυτοκτονήσω»!
Από την απάνθρωπη αυτή φυλακή τον γλύτωσε ο επόμενος Αρμοστής, ο φιλάνθρωπος Alexander Steward Mackenzie (1841-1843).
Το 1846 όμως ο Λειβαδάς ξαναφυλακίσθηκε. Τη φορά αυτή καταδικάστηκε από το πλημμελειοδικείο Αργοστολίου για ένα έτος και του αφαίρεσαν την άδεια του δικηγορείν. Κατηγορήθηκε ως υβριστής της αρχής γιατί συμβούλευσε «αμερόληπτον και δικαίαν απονομήν της δικαιοσύνης». «Ο δικαστής ο κρίνων δικαίως τας υποθέσεις των πολιτών είναι άξιος τιμής και αγάπης, ο τ’ αναντία δε πράττων είναι άξιος κατηγορίας και κατάρας». Έτσι έμεινε φυλακισμένος τον νότιο ανήλιο προμαχώνα του Κάστρου Αγίου Γεωργίου[14].
Οι συχνές φυλακίσεις, οι χρηματικές ποινές που του επιβλήθηκαν, η αδυναμία να συνεχίσει το επάγγελμά του, αλλά και η ίδια διαδρομή που ακολούθησαν πατώντας ακριβώς στα βήματά του οι γιοί του, εξαθλίωσαν οικονομικά την οικογένεια που γρήγορα έπεσε στην ανάγκη αισχροκερδών δανειστών και τοκογλύφων[15]. Παρόλα αυτά ο Γεράσιμος ουδέποτε συμβιβάστηκε κι ουδέποτε μετάνοιωσε. Παρέμεινε στις επάλξεις του αγώνα αξιώνοντας την εθνική αποκατάσταση της Επτανήσου και την αντίσταση κατά του δεσποτισμού και μισελληνισμού.
Στα ταραγμένα γεγονότα του Επιταφίου τον Απρίλιο του 1848 και επί Αρμοστού John Seaton (1843-1849), πάλι ο Λειβαδάς έχει τον πρώτο λόγο. Στο «Δημοτικό Κατάστημα» μαζί με τους Μομφερράτο, Ζερβό Ιακωβάτο και Πανά, θα κάνουν την εμφάνισή τους ο Γεράσιμος και οι γιοί του. Ο Ανδρέας μαζί με άλλους νέους εμπόδισαν τον Επιτάφιο να σταματήσει μπροστά στο Κυβερνείο. Αμέσως μετά το πέρας, απόσπασμα Άγγλων στρατιωτών και χωροφυλάκων λογχοφόρων, διέρρηξαν ληστρικά το σπίτι του Γεράσιμου, και πήραν τους γιούς του σιδεροδέσμιους. Τον πρωτότοκο Θρασύβουλο, με την απόφαση του Πλημμελειοδικείου της 19ης Ιουνίου 1848, καταδίκασαν μαζί με άλλους πολίτες, σε φυλάκιση 13 μηνών, τον Ανδρέα με αστυνομική απόφαση σε εξορία οκτάμηνη. Αρχικά εκτοπίσθηκε στη Θηνιά αντί του Φισκάρδου. Τελικά απολύθηκε αφού κατέβαλε εγγύηση 100 στερλίνες και πρόστιμο 4 τάλληρα[16]. Τον δε Όθωνα, αφού τον προσωποκράτησαν, τον απέλυσαν αφού ο πατέρας του κατέβαλε στην αστυνομία 100 στερλίνες[17]. Στον ίδιο δε –ενν. πατέρα-, ο τοποτηρητής επικύρωσε οκτάμηνη εγγυοδοσία[18]. Ιστορική έμεινε η παράσταση που έδωσε η μητέρα τους στην αστυνομία. Με παρρησία, ευτολμία και παράστημα ανδρός υπερασπίστηκε τα παιδιά της, ενώ ο Ανδρέας δέσμιος οδηγείτο στη φυλακή τραγουδώντας άσματα εθνικά. Λίγο μετά νέα έφοδος στρατιωτών φέρνει αναστάτωση στο σπίτι Λειβαδά καθώς οι αρχές προσπαθούσαν ετσιθελικά να ενοχοποιήσουν και τον πατέρα για να απαλλαγούν από τον δεινό τους αντίπαλο[19].
Στα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1848 ο Γεράσιμος μετρά πέμπτη καταδρομή στο σπίτι του, το εξοχικό τη φορά αυτή, στον Αγκώνα. Τον συλλαμβάνουν ενόσω μάζευε καρπούς, και για να τον ενοχοποιήσουν, παρουσιάζουν μια επιστολή όπου έγραφε: «il tempo matura le mespole[20]». Έτρεξε χωρικός να καταθέσει εναντίον του ότι συμμετείχε στην εξέγερση του Σταυρού. Προφυλακίστηκε για τέσσαρους μήνες, ο έντιμος όμως ανακριτής κατάλαβε τις διαβολές και διέταξε την αθώωσή του[21].
Οι συχνές διώξεις και οι καταδίκες ενέτειναν το πατριωτικό αίσθημα και το μίσος ενάντια στην Προστασία και στους υπηρέτες της. Το 1849 με αστυνομική απόφαση συνελήφθη παράνομα και αυθαίρετα[22] στη μέση του δρόμου και εξορίσθηκε μαζί με τον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο στους Παξούς για οκτώ μήνες[23] με το πολεμικό πλοίο “Sharp Sooter”[24]. Και από εκεί φυσικά στέλνουν μαζί υπόμνημα με ημερομηνία 2 Απριλίου 1849 προς την Η΄ Ιόνιο Βουλή, όπου ρίχνουν το βάρος στην κυβέρνηση για τα συμβάντα στην Κεφαλλονιά και διαμαρτύρονται για την άδικη εξορία τους. Μαρτυρείται πως οι γιοί του με συγχωριανούς τους τραγουδούσαν επαναστατικά τραγούδια σχετικά με τους αγώνες τού 1848, τα οποία όμως δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί[25].
Η θητεία του επόμενου Αρμοστή Henry George Ward (1849-1855) τους βρίσκει μεν στην εξορία, όμως ο Αρμοστής τους απελευθερώνει στις 30.7.1849 αφού συμπλήρωσαν πέντε μήνες στους Παξούς και αφού διέταξε τη στενή παρακολούθησή τους[26]. Στα γεγονότα της Σκάλας ο παπα-Νοδάρος ενοχοποίησε στην απολογία του τον Γεράσιμο και τον Ζερβό Ιακωβάτο, παρόλο που παραδέχτηκε ότι δεν είχε προσωπική γνώση και πως τα άκουσε από άλλους[27].
Συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες – Εθνική πορεία – Συνέχιση διωγμών
Στις εκλογές της περίφημης Θ΄ Ιονίου Βουλής (27/28.2.1850) ο Λειβαδάς εκλέγεται πρώτος (σύνολο ψήφων 1380) από τους έντεκα ομοϊδεάτες του και συνυπογράφουν το πρώτο ψήφισμα για την Ένωση στις 26 Νοεμβρίου 1850[28]. Ο Λειβαδάς είχε ξανά ριφθεί στα δεσμωτήρια με απόφαση του Πλημμελειοδικείου στις 24 Ιουνίου 1850 γιατί τόλμησε να κρίνει τους δικαστές ότι σε κατάσχεση εκτίμησαν άδικα το σπίτι του το οποίο και τελικά έχασε[29]. Οι έντεκα Ριζοσπάστες βουλευτές απετέλεσαν αντιπολιτευτικό και αγωνιστικό τμήμα της Βουλής από όπου οι δημοκρατικές αξίες και οι αρχές του Ριζοσπαστισμού – εθνικο-ενωτικές και πολιτικο-κοινωνικές- βρήκαν τη αρμόδια έκφρασή τους μέσω μνημειωδών αγορεύσεων. Στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής, στην 48η, τέθηκε το περίφημο ψήφισμα: «…Η ομόθυμος στερεά και αμετάτρεπτος θέλησις του Επτανησιακού λαού, είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας του και η Ένωσις αυτού με το λοιπόν έθνος του, την απηλευθερωμένην Ελλάδα…». Σχεδόν από την αρχή τής ανάγνωσής του από τον Κεφαλλονίτη Τυπάλδο Καπελέτο Δοτοράτο διεκόπη η συνεδρίαση, ακολούθησε η διάλυσή της και η προκήρυξη εκλογών για το Ι Κοινοβούλιο (υπόθεση Δεκακαλπίας -1852-) όπου φυσικά αποκλείσθηκαν οι Ριζοσπάστες και διαγράφηκαν από τον εκλογικό κατάλογο οι φιλελεύθεροι πολίτες. Άρχισαν και πάλι εκφοβισμοί και αμείλικτη καταπολέμηση των ηγετών των Ριζοσπαστών.
Παρόλο που ο Λειβαδάς είναι πλέον απόλυτα φτωχός, εντούτοις συγκεντρώνει δίπλα του τους φιλελεύθερους οπαδούς «της Ενώσεως ως φυσικό, αναπαλλοτρίωτο και αναφαίρετο δικαίωμα του Επτανησιακού Λαού»[30]. Στις 23 Απριλίου 1851 στα Πετρικάτα συνελήφθη ο Θρασύβουλος γιατί έψαλλε εθνικά τραγούδια και ύψωσε εθνικές σημαίες. Δικάστηκε στις 14 Νοεμβρίου και καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση. Στις 21 Νοεμβρίου όμως, το δεσμωτήριο γέμισε εντελώς από πολίτες οι οποίοι αποδοκίμασαν το άδικο[31].
Στις 17 Ιουλίου 1852, ο Γεράσιμος διαβίβασε το περίφημο εκείνο Υπόμνημα -συνταγμένο γαλλικά και ιταλικά- προς το Αγγλικό Κοινοβούλιο όπου ξεδιπλώνονται όλες οι συνταγματικές παραβάσεις, οι πολιτικές πονηριές, οι άδικες διώξεις, αλλά και οι πανουργίες με αφορμή τις εκλογές που έγιναν στα Ιόνια. Καταλήγει φυσικά με τη σταθερή και αμετάτρεπτη θέληση των Επτανησίων για ανάκτηση της ανεξαρτησίας τους και για Ένωσή τους με το υπόλοιπο ελληνικό έθνος. Για άλλη μια φορά ο Λειβαδάς, σθεναρός και ανυποχώρητος υπέρμαχος των θεμελιακών αρχών και διακηρύξεων της ανεξαρτησίας, της ισότητας, της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, κατέδειξε απαράμιλλη γενναιότητα και ακατάβλητη καρτερία. Υπερασπίστηκε την ιδέα της ελληνικής εθνικότητας και του ελληνικού εθνισμού του Επτανησιακού λαού και ζήτησε την επίσημη αναγνώρισή του από τον ξένο κυρίαρχο. Η οικογένεια της συζύγου του, αλλά και συγγενείς των Μεταξά Αντζουλακάτων, πρότειναν στην Άννα προσφορές στο σύζυγό της, αξιώματα και πλούτο, για να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή όμως υπερήφανα απέκρουε κάθε είδους δωροδοκία[32].
Στο Λονδίνο ο Sir Henry John Temple, 3ος κόμης Palmerston[33], συναντήθηκε με τον αδελφό της Άννας, Βαπτιστή Μεταξά και του ανακοίνωσε ότι το Βρετανικό Στέμμα αναλαμβάνει να παύσει κάθε καταδίωξη εναντίον του Γεράσιμου Λειβαδά και της οικογένειάς του, να του αποδωθεί όλη η κατασχεθείσα περιουσία του και να του πληρώνεται μεγάλη μηνιαία αποζημίωση εφ’ όρου ζωής, αρκεί ο Λειβαδάς να παραιτηθεί τελείως από τον αγώνα για Ένωση και να σταματήσει να δημοσιεύει άρθρα εναντίον της Αγγλίας. Ο Λειβαδάς του απάντησε: «Αφήστε με ήσυχο. Θα παύσω τον αγώνα μου μόνον μετά την Ένωσιν»[34].
Ο Αρμοστής Ward όταν πληροφορήθηκε το Υπόμνημα του 1852 έπνεε μένεα κατά του Λειβαδά, στόχευσε στην παντελή εξόντωσή του, το υπόμνημα το θεώρησε ως «επίβουλον, αυθάδες, αντισυνταγματικώς υποβληθέν, και ως σύνθημα συνωμοσίας προς ανατροπήν των καθεστώτων» και του γνωστοποίησε με τον Τοποτηρητή στις 30 Μαρτίου 1853 ότι θα τον θεωρήσει -μαζί με τον γιό του Θρασύβουλο και τον Βασίλειο Πανά Δοναδάτο- «υπεύθυνον δια παν ό,τι συμβή βίαιον κατά της Κυβερνήσεως εν τη νήσω». Καθώς μάλιστα το 1854 εξερράγη επανάσταση στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία κατά των Οθωμανών με αίτημα την Ένωση με την απελευθερωμένη Ελλάδα, και με δεδομένο τον μεγάλο και πολύπλευρο αγώνα που είχε κάνει ο Γεράσιμος Λειβαδάς -και ο πατέρας του- υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα το 1821, ο Ward νομίζοντας πως θα βοηθούσε ο Γεράσιμος με θερμά κηρύγματα, επιστολές, προτροπές και παντοίους άλλους τρόπους το κίνημα αυτό, του γνωστοποίησε μέσω της Υψηλής Αστυνομίας την απειλή «ότι άμα ως διαπραχθή η ελαχίστη κατά των Τούρκων βιαιοπραγία, θα φυλακισθή εκείνος και θα εξορισθή εις Αντικύθηρα, μένων εκεί εφ’ όσον ο Ουάρδος διατελεί αρμοστής»[35].
Ο Λειβαδάς, βλέποντας πως δεν θα γλύτωνε επόμενη εξορία, αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να δημοσιογραφήσει διαμαρτυρία κατά της Προστασίας και κατά του Ward με ημερομηνία 8 Απριλίου 1853. Τότε όμως συλλαμβάνονται και φυλακίζονται οι δυο γιοι του Θρασύβουλος και Όθων αφού τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του στην Αθήνα. Ο πατέρας όμως δεν υποχωρεί, αλλά συνεχώς βομβαρδίζει την Προστασία με πύρινα κείμενα εναντίον της, η δε μητέρα για να παράσχει τα αναγκαία στους γιούς της αναγκάζεται να εκποιήσει τα υπόλοιπα πολύτιμα αντικείμενα που είχε. Ο Θρασύβουλος εξορίζεται στα Αντικύθηρα για οκτώ μήνες, ο δε Όθων φυλακίσθηκε και υποβλήθηκε σε αυστηρές ανακρίσεις και δόθηκαν κι εγγυήσεις[36].
Μέλος ο Γεράσιμος της ΙΑ΄ Ιονίου Βουλής, αρνείται το 1857 τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του Gladstone γιατί επιβουλεύονταν δολερά την αυτονομία και την ανεξαρτησία των Ιονίων. Συνεχίζει δε να τις αρνείται και στο ΙΒ΄ Ιόνιο Κοινοβούλιο μαζί με τους Κ. Λομβάρδο, Θεόδωρο Καρούσο, Σταμ. Πυλαρινό και άλλους. Στη Βουλή αυτή διχάστηκαν στα περί του ενωτικού θέματος, κι ο πολιτικός αυτός διχασμός φάνηκε πλέον καθαρά στο επόμενο Κοινοβούλιο, όταν υπεγράφη η Ένωση. Ανέλαβε χρέη προσωρινού Προέδρου και μόλις κατέλαβε την έδρα έκανε σημαντικότατη δήλωση ανακεφαλαιώνοντας την πολιτική του ομολογία και το σύστημα των πολιτικών του αρχών: «… ωρκιζόμην ως ακλόνητος ριζοσπάστης … ως πιστός χριστιανός Ορθόδοξος της Ανατολικής Εκκλησίας και ως καθαρός Έλλην το γένος… επισημοποιώ το ό,τι με όλην την παρρησίαν και θάρρος ενθουσιωδώς εξέφρασεν ο Επτανησιακός λαός απέναντι του εκτάκτου απεσταλμένου εντίμου κυρίου Γλάδστωνος… άλλο τι δεν θέλει και δικαιωματικώς απαιτεί, ειμή την ένωσίν του με την Ελευθέραν Ελλάδα, την άμεσον παύσιν της Προστασίας, και την απελευθέρωσιν όλης της Ελληνικής φυλής. Συμμορφούμαι, αναγνωρίζω και επισημοποιώ την πράξιν του Δεκάτου Κοινοβουλίου, δι ης απερρίφθησαν αι κατηραμέναι εκείναι μεταρρυθμίσεις, προταθείσαι υπό του άλλοτε αντιπροσώπου της Προστασίας Ουάρδου… επί τέλους δεν θέλω λείψη επί του οικοδομήματος τούτου να εξακολουθήσω παντοίαις δυνάμεσι την εθνικήν μου και ριζοσπαστικήν μου πορείαν, προς ταχείαν πραγματοποίησιν της Ελευθερίας ημών».
Εν μέσω της πολιτικής του δράσης, ο Γεράσιμος το 1859 εκλέχθηκε παμψηφεί επίτιμος πρόεδρος στο Institut d’ Afrique[37] και του απεστάλη Μετάλλιο και δίπλωμα τιμητικό σε μεμβράνη. Η τιμητική αυτή διάκριση ήλθε ως αποτέλεσμα της δήλωσης που έκανε ως πρόεδρος της Βουλής, και των πύρινων άρθρων του τα οποία δημοσιεύονταν και σε εφημερίδες πολλών κρατών της Ευρώπης. Ένα από τα ωραιότερα άρθρα του ήταν το «Διαίρει και Βασίλευε» που το αφιέρωσε στην Αγγλία[38].
Στο τελευταίο Ιόνιο Κοινοβούλιο, το ΙΓ΄, εξελέγη και πάλι βουλευτής και στην Β΄ Εθνική Συνέλευση στην Αθήνα εξελέγη πληρεξούσιος Κεφαλληνίας. Τότε υπεγράφη η Ένωση, την οποία οι Ριζοσπάστες επεδίωκαν ως «αναφαίρετο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του Επτανησιακού λαού». Στη χρονική αυτή καμπή παρουσιάζεται –χωρίς να γίνεται ξεκάθαρη- η διαφορά Ριζοσπαστών, Μεταρρυθμιστών και Ενωτιστών.
Το Ριζοσπαστικό κίνημα εξήλθε, όπως ο Η. Ζερβός Ιακωβάτος σημειώνει «εκ των σπλάγχνων του λαού και έχον τα φρονήματα, τας ανάγκας και τας δοξασίας αυτού… ήτο κάτι τι πλέον υψηλόν, πλέον ισχυρόν, πλέον απόρθητον. Ήτο λαός, ηθική δύναμις, ήτο κοινή γνώμη».
Οι Μεταρρυθμιστές εξαρτούσαν την Ένωση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τις συγκυρίες και πρότειναν μεταρρυθμίσεις τις οποίες οι Ριζοσπάστες έκριναν ως συμβιβασμό και συνθηκολόγηση.
Οι δε Ενωτιστές επεδίωκαν την Ένωση με ικεσίες προς την βασίλισσα.
Ως εκ τούτου, οι εθνικοί στόχοι που οραματίστηκαν και για τους οποίους έκαναν τόσους αγώνες οι Ριζοσπάστες, δεν στέφθηκαν με την επιτυχία που οι ίδιοι περίμεναν, γεγονός που φάνηκε σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά την Ένωση όταν ξένες δυνάμεις διαχειρίζονταν την ελληνική πολιτική σκηνή που έβριθε από συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων υποστηρικτών διαφορετικών πολιτικών ιδεών και κομμάτων, όταν η πολιτική ζωή και οι αρχές είχαν εξαθλιωθεί και που είχε αρχίσει να φαίνεται η άλλη όψη, η αρνητική. Τότε όμως ο Λειβαδάς δεν ζούσε.
Μετά την Ένωση – «Το ανάλγητον ελληνικόν κράτος» απέναντι στους Ριζοσπάστες
Ο Γεράσιμος στην Α΄ Βουλευτική περίοδο (14 Μαΐου 1865) εξελέγη βουλευτής της Επαρχίας Πάλλης και το 1866 υπέβαλε, μαζί με τους αδελφούς Γεώργ. και Χαρ. Ιακωβάτο, υπόμνημα πατριωτικότατο προς το Υπουργείο. Ο βουλευτής Κυρ. Α. Κουμουνδούρος, γνωρίζοντας το έντιμο, μαχητικό, ακλόνητο του χαρακτήρα του Λειβαδά, τις ανόθευτα δημοκρατικές αρχές του που υπερασπίστηκε χωρίς διακοπή και τους ασταμάτητους αγώνες του για κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική ενότητα, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, μιλώντας για τον «γηραιό πατριώτη κι εθνομάρτυρα» «όστις κατέστρεψε την περιουσίαν του υπέρ της Ενώσεως», πρότεινε στην 101η συνεδρίαση της Βουλής[39] να εισάγει νομοσχέδιο περί απονομής αναλόγου συντάξεως από το δημόσιο ταμείο. Μετά από τέσσερα χρόνια η πρόταση αυτή έφερε αποτέλεσμα να χορηγούνται στους Ριζοσπάστες χαμηλότατα επιδόματα[40]. Στον Λειβαδά δόθηκε για πέντε μόνον μήνες το ευτελές ποσό των 200 δρχ.[41]. Ο γιός του, αλλά και συγκαιρινοί ιστοριογράφοι τονίζουν την «φρικώδη ολιγωρία προς αυτόν και την οικογένειάν του εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων και της αναλγησία των εκάστοτε εκ των συμπολιτών του βουλευτών οίτινες ώφειλον να μεριμνήσωσιν πρωτίστως περί των αληθών συμφερόντων και των υποχρεώσεων της πολιτείας και κοινωνίας»[42]. Ο δε αγαπημένος φίλος του Θ. Καρούσος δημοσίευσε το «Η αρετή αναξιοπαθούσα» όπου καταγγέλλεται για άλλη μια φορά η αγνωμοσύνη της κυβέρνησης.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1867 η σύζυγός του Άννα απέστειλε επιστολή προς τον Πρωθυπουργό σημειώνοντας «… το πικρόν ποτήριον φυλακίσεων και εξοριών του ανδρός μου, τας καταδιώξεις των υιών μου, τους τρόμους των θυγατέρων μου και την παντελή καταστροφήν της πλουσίας περιουσίας μου χάριν της πραγματοποιηθείσης ενώσεως… εις τους πάντας είναι γνωστόν ο ακέραιος χαρακτήρ του εναρέτου ανδρός μου και της οικογενείας του διότι και τας υψηλάς θέσεις, ας διέθετον ημίν οι Αρμοσταί περιεφρονήσαμεν, και τα προσφερόμενα δώρα των απεποιούμεθα. … Έκτοτε κύριε Πρωθυπουργέ, παρήγορον είχαμεν την πρότασίν σας… επικαλουμένη την όσον το τάχιον αποπεράτωσιν της μνησθείσης συντάξεως…»[43]. Χωρίς φυσικά κανένα αποτέλεσμα.
Ο Λειβαδάς «λιμώττων και κεκυφώς εκ των βασάνων, … δίκην επαίτου»[44], κατέφυγε ζητώντας δικαιοσύνη στον βασιλιά με αναφορά του στις 20 Ιουνίου 1868 όπου εξέθεσε την άδικη εγκατάλειψή του και την αιτία της οδυνηρής θέσης στην οποία είχε περιέλθει αυτός και η οικογένειά του. «Ο αγών εις ον εξετέθην κατά της Αγγλοϊόνιας Προστασίας δεν ήτο πενταετής, ούτε δεκαετής, αλλά κινδύνων μεστός διήρκεσεν επί έτη 40 από της ακμαιοτέρας νεότητος μέχρι του γήρατός μου… και πρώτος εγώ ύψωσα την φωνήν μου υπέρ της Ενώσεως με την εισέτι αβεβαίαν ανεξαρτησίαν της Ελλάδος…».
Η Α΄ Βουλευτική περίοδος μετά την Ένωση ήταν το κύκνειο άσμα στην πολιτική σκηνή του Λειβαδά. Στα 80 του απομακρύνθηκε από την ενεργό πολιτική. Απογοητεύθηκε όμως από την αρχή. Θεωρούσε την Ένωση « ως είσοδον εις ευρύτερον στάδιον, μάλλον επίμοχθον και ακανθώδες, όπερ επιτακτικώς διανοίγει η πατριωτική ιδέα εις παν τμήμα του έθνους… Αλλά την χαράν αυτού και τας ελπίδας διεδέχετο βαρυθυμία και απογοήτευσις ένεκα της αθλίας καταστάσεως των ελληνικών πραγμάτων», ενώ η ελληνική γη ήταν «…εν ονόματι μόνον ελευθέρα, αλλ’ υπό ξένην κυριαρχίαν»[45].
Η ανάλγητη εθνική κυβέρνηση έχει κι αυτή το δικό της μερίδιο στην περαιτέρω κατάρρευσή του καθώς αρνείται να δώσει την δια νόμου σύνταξη και την αποστερεί από την οικογένεια[46]: «Η εκ μέρους της κυβερνήσεως άσπλαγχνος εγκατάλειψις ανδρών οίτινες παντοία υπέστησαν και εμόχθησαν υπέρ του θριάμβου μιας Εθνικής Ιδέας αποδεικνύει ότι οι παρ’ ημίν πολιτευόμενοι στερούνται παντός ευγενούς και πατριωτικού αισθήματος, πάσης μετριοφροσύνης και παντός πόθου προαγωγής των εθνικών συμφερόντων… η άκαμπτος επιμονή της κυβερνήσεως, πεισμόνως αρνουμένης εις το να αποδώση δικαιοσύνην και να αμείψη εν ευλόγω μέτρω οικογένειαν τα πάντα απολέσασαν εν αγώνι εθνικώ… Ο νυν πρωθυπουργός (ενν. Α. Κουμουνδούρο) παρεμύθει την τεθλιμμένην οικογένειαν υποσχόμενος ότι η Κυβέρνησις θέτει αυτήν υπό την προστασίαν της υπό της στιγμής εκείνης. Και εν τούτοις από της στιγμής εκείνης χρονολογείται νέα εποχή συμφορών δια την οικογένειαν». Αυτά σημειώνει ο μικρότερος γιός του Παναγής, το 1879 στο: «Οι Αγώνες του Γερασίμου Λιβαδά εκτιμωμένοι παρά της ελληνικής κυβερνήσεως» όπου αναφέρεται και στον άλλο εγκαταλελειμμένο μεγάλο αγωνιστή Ι. Μομφερράτο, αλλά και στον αγώνα του Ζακύνθιου βουλευτή Λομβάρδου υπέρ σύνταξης των Ριζοσπαστών και κατά της κυβερνήσεως, αλλά κυρίως, κατά της αδιαφορίας των Κεφαλλήνων βουλευτών, «η διαγωγή των οποίων διήγειρε γενικήν έκπληξιν, διότι αυτοί προπάντων είχον καθήκον να συνηγορήσωσιν υπέρ του ανδρός του οποίου οι αγώνες συνετέλεσαν εις το να απολαύσωσιν εθνικήν ύπαρξιν και ελευθερίαν»[47].
Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το αγωνιστικό ηθικό όλων των γιών του Γεράσιμου και της Άννας. Πέρα από τους διωγμούς που υπέστησαν και την άκαμπτη θέλησή τους σημειώνουν: «Έχομεν το ολέθριον ατύχημα να μη δυνάμεθα να κολακεύσωμεν τους έχοντας επιρροήν και αξιώματα, διότι εκληρονομήσαμεν ανεξαρτησίαν και παρρησίαν φρονήματος, ασυμβίβαστον προς επίτευξιν της προστασίας μικροσκοπικών και ιδιοτελών κομματαρχών» [48].
Οι διωγμοί όμως δεν σταματούν και μετά την πολυπόθητη Ένωση, καθώς στην πολιτική κονίστρα άρχισε να σχηματοποιείται ο δικομματισμός. Την πολυμελή οικογένεια που ζούσε αξιοπρεπώς μέσα στη μεγάλη της ένδεια, συντηρούσε ο Όθωνας που εργαζόταν στο Τελωνείο και που μετά από 12 χρόνια «άμεμπτο υπηρεσία» προήχθη σε Υποτελώνη και πήγε στο Ληξούρι. «Φατρία», τα στοιχεία της οποίας δεν αναφέρονται, «προς ικανοποίησιν των ορέξεών της υποβιβάζειν αυτόν αλλαχού, και μετ’ ολίγους μήνας, αποπέμπει αυτόν της υπηρεσίας… Εις ταύτα έμελλε το Υπουργείον να προσθέση και τον εμπαιγμόν. Δια τούτο πέρυσι (ενν. 1878) παραγγέλλει τον Όθωνα να υπηρετήση επί διμηνίαν έτι ως δόκιμος τω Τελωνείω, ίνα, δήθεν δυναθή να διορισθή αύθις μετά προβιβασμού. Η διαταγή εκτελέσθη, αλλ’ ο διορισμός παρεπέμφη εις τας Ελληνικάς Καλένδας»[49].
Το τέλος του Γ. Λειβαδά και η είσοδός του στην Ιστορία
Καταπονημένος από τις κακουχίες, τις απανωτές δημεύσεις και κατασχέσεις περιουσιακών του στοιχείων, τις εξορίες, τις μαστιγώσεις, τις φυλακίσεις, την απαγόρευση εξάσκησης του επαγγέλματός του, την τραγική του αρρώστια και τους κατατρεγμούς και «εν πενία και στερήσει», το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 1876 πέρασε το κατώφλι της Ιστορίας «ο εγκαταλελειμμένος ήρως του μεγάλου αγώνος θύμα της πείνης και των κακουχιών»[50]. Συστάθηκε αμέσως επιτροπή για να φροντίσει τα της κηδείας. Μέλη της ήταν οι: Γεράσιμος Βαλσαμάκης, Λεωνίδας Μηλιαρέσης και Σωκράτης Η. Ζερβός. Στην τότε μητρόπολη Αργοστολίου, στον Σωτήρα, με λαϊκές τιμές και ενδείξεις σεβασμού, εψάλλη την επομένη στις 17:00 η νεκρώσιμος ακολουθία τη παρουσία περισσοτέρων από 3.000 Κεφαλλήνων και με τις δυο φιλαρμονικές, Αργοστολίου και Ληξουρίου[51]. Τον νεκρό περιετύλιξαν με εθνική σημαία, ενώ τις ταινίες του μεγαλοπρεπούς φερέτρου κρατούσαν ο Ι. Μομφεράτος, οι αδελφοί Ιακωβάτου και άλλοι Ριζοσπάστες. Ακούστηκαν επικήδειοι από τους δικηγόρους Γ. Μουσούρη και Δ. Σπινέλλη οι οποίοι έκαναν λόγο για την εν Ελλάδι κατάσταση. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον επικήδειο του Μουσούρη καθώς τόνισε πως τρεις μέρες πριν τον είχε δει «βαρείας δε εκφέροντα αράς κατά των πολιτικών της Ελλάδος, των μόνων αιτίων της οικτράς ταύτης του Έθνους καταστάσεως»[52].
Λόγω της πληθώρας του κόσμου η κηδεία, όπου «ούτε η ελαχίστη αταξία συνέβη, ουδέ μικρός τις ψιθυρισμός ηκούετο» και που είχε χαρακτήρα πολιτικής διαδήλωσης, διήρκεσε τέσσαρες ώρες. Αυτές οι σιωπηλές ενέργειες του κοινού είχαν πολιτικό και εθνικό χαρακτήρα[53].
Στον τάφο του μίλησε ο νεαρός τότε Χαραλάμπης Άννινος (1852-1934)[54]. Αναφέρθηκε στη γενιά των Ριζοσπαστών που φεύγει, στον «πρωταθλητή των ελευθεριών μας, τον ήρωα της εποποιΐας της πάλης», αυτόν που έθεσε «τον πρώτον και ακρογωνιαίον λίθον του υψηλού οικοδομήματος της απελευθερώσεώς μας».
Η κυβέρνηση, ενώ για χρόνια στάθηκε αγνώμων, με καθυστέρηση μεγάλη αναγνώρισε την μεγάλη προσφορά του πρωτοριζοσπάστη και πατέρα της Ένωσης και διέταξε την κηδεία του δημοσία δαπάνη. Μετά τον θάνατό του το ελληνικό κράτος έδωσε στις κόρες του Γ. Λειβαδά την ευτελή σύνταξη των 150 δρχ[55]. Στην Αθήνα τελέσθηκε μνημόσυνο όπου μίλησε ο Κων. Ξένος στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», και στην Κέρκυρα ο Ι. Πολυλάς. Το 1884 ο Δήμος Κρανίων ανήγειρε λίθινο μνημείο (χαμηλού ύψους οβελίσκο) στον τάφο του Γ. Λειβαδά στο κοιμητήριο Δραπάνου, δίπλα στην αγαπημένη του συντρόφισσα, εξίσου μαχητική και αταλάντευτη στις αρχές της, Άννα Μεταξά που έφυγε λίγους μήνες πριν από αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι κι αυτή ασθένησε σοβαρά, νέα ακόμη, από τις κακουχίες και τις στερήσεις που πέρασε, από καρδιακό νόσημα[56].
Ο Γεράσιμος Λειβαδάς γεννήθηκε σε οικογένεια φιλελεύθερη, γαλουχήθηκε με τις αξίες της γαλλικής επανάστασης, είχε ιδιοσυγκρασία αγνού αγωνιστή, μορφώθηκε, μελέτησε και βίωσε τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα της εποχής του, γέννησε τον Ριζοσπαστισμό, πάλεψε αταλάντευτα, όσοι ελάχιστοι, για τις αρχές του θυσιάζοντας όλη την περιουσία του κι αυτήν ακόμα την οικογενειακή του γαλήνη κι ευτυχία, και πέθανε ανόθευτος Ριζοσπάστης. Μπήκε στον αγώνα πολύ πλούσιος, και εξήλθε πάμφτωχος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε αγνός αγωνιστής κατά της φιλοοθωμανικής αγγλικής δεσποτείας και αντέταξε με αρμονική συνέχεια και συνέπεια στη διαφθορά, στην αποσύνθεση και στις αυθαιρεσίες, τα ιερά και απαράγραπτα δίκαια που κουβαλούσε στην ψυχή του. Δεν προσδοκούσε καμμιά ικανοποίηση. Μόνος του ιδεολογικός στόχος η Εθνική Ένωση. Στρατεύθηκε από τα νιάτα του σε αυτόν και θυσίασε και την υγεία του ακόμη. Το βιογραφικό του Λειβαδά βρίθει ανιδιοτελών αγώνων, επαναστάσεων, διακηρύξεων, μανιφέστων, πολιτικών επιστολών ενάντια στην ξενοδουλεία, όταν σαν έννοιες όλα αυτά δεν είχαν καλά καλά συλληφθεί από μεγάλη μερίδα ομοϊδεατών ακολούθων του. Αυτός τους δίδαξε. Αυτός τους μπόλιασε με την ιδέα της απελευθέρωσης, της αποκατάστασης και της συνένωσης ως ιερής, εθνικής υποχρέωσης της Επτανήσου με τη μητέρα πατρίδα.
Ευρυδίκη Λειβαδά
Βιβλιογραφία
Βιογραφίες του Γ.Α. Λειβαδά (ενδεικτικά):
Τσιτσέλης Ηλίας (Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος 1, Γεράσιμος Λειβαδάς, Αθήναι, Λεωνής, 1904, σσ. 294-303
Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία Γερασίμου Λειβαδά. Εν Κεφαλληνία: τυπ. Η Ηχώ, 1877
Θεοδωροπούλου-Λιβαδά Βαρβάρα, Γεράσιμος Λιβαδάς. Ο εγκαινιαστής και πρώτος σπορεύς του Ριζοσπαστισμού. Αθήναι, 1966
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Μια οικογενειακή τραγωδία μέσα στο κλίμα των πολιτικών αντιθέσεων της Κεφαλλονιάς του 1850-1852, Άγνωστες δικαστικές περιπέτειες του Ριζοσπάστη Γεράσιμου Λιβαδά από ανέκδοτα έγγραφα, Παρνασσός, τόμος 20, 1978
Λιβαδάς Γ. Παναγιώτης, Οι αγώνες του Γερασίμου Λιβαδά εκτιμώμενοι παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Εν Κεφαλληνία: τυπ. Η Ηχώ, 1879
Μιχαλόπουλος Φάνης, Διάσημοι Έλληνες Δημοκράτες: Γεράσιμος Α. Λειβαδάς, Ο Πατριάρχης και Μάρτυρας του Ριζοσπαστισμού, Περιοδικό Ελληνικά Χρονικά, 21 Δεκ. 1952
Επίσης:
Λιβαδάς Γ. Παναγιώτης, Λιβαδάς, Γεράσιμος. Υπόμνημα περί των Ιονίων Νήσων προς το Αγγλικόν Κοινοβούλιον, διαβιβασθέν εν έτει 1852. Κεφαλληνία, τυπ. Η Πρόοδος, 1878
Άννινος, Χαραλάμπης, Λόγος Επιτάφιος απαγγελθείς την 28 Ιουνίου 1876 επί του νεκρού του Γερασίμου Λιβαδά, Εν Κεφαλληνία, τυπ. Η Ηχώ, 1876
Μουσούρης, Γεράσιμος, Λόγος εκφωνηθείς κατά την κηδείαν του Γερασίμου Λιβαδά, Εν Κεφαλληνία, τυπ. Η Κεφαλληνία, 1876
Livadas Gerasimos, Memorandum del. S. Dr. Gerasimo Livada a sua Eccelenza il Lord alto Comissionario, 1859, Luglio 26. Εν Κερκύρα, τύπ. Ερμού, 1860
Livadas Gerasimos, A Monsieur le president de la chamber des communes de la Grande Bretagne. Pettion de Mr. Dr. Gerasimo Andre Livada, citoyen de Cephalonie des iles Ioniennes, En Cephalonie, Typographie Σάλπιγξ, 1852
Αρχεία οικογένειας Λειβαδά (προσωπικό αρχείο της συγγραφέως)
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Η πειθαρχική Προστασία, Έκδοση του Δήμου Αργοστολίου, 1985
Λειβαδά Ευρυδίκη, Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού, Εκδόσεις Λιβάνης, 2014
Λουκάτος Σπύρος, Ο ριζοσπαστισμός, το ριζοσπαστικό κόμμα, το ριζοσπαστικό κίνημα στα χρόνια του αγγλικού προτεκτοράτου των Επτανήσων, 1815-1864, Έκδοση Δήμου Αργοστολίου, 2010
Λουκάτος Σπύρος, Η Επτανησιακή πολιτική σχολή των Ριζοσπαστών, Γενική επιμέλεια: Πέτρος Πετράτος, Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, Αργοστόλι 2009
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Λειβαδάς και Λιβαδάς
Παξιμαδοπούλου Σταυρινού Μ. Οι εξεγέρσεις της Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1848 και 1849, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 1980
Πετράτος Πέτρος, Οι λαϊκές ταραχές του 1833 στο Αργοστόλι, Εκδόσεις Σίσυφος, Αθήνα 1999
Τουμασάτος Ηλίας, «Ο λίβανος εκάη ήδη…» Ένας επιτάφιος λόγος για τον Γεράσιμο Λιβαδά από τον Χαραλάμπη Άννινο, Πολιτιστική Επετηρίδα Οδύσσεια, τ. 2006.
[1] Αδελφός του ήταν ο Ευάγγελος, γνωστός αγωνιστής Πατρών και μέλος της Φιλικής Εταιρείας (βλ. Φιλήμων «Απομνημονεύματα Γερμανού Παλαιών Πατρών», σελ. 103). Από την ίδια οικογένεια ήταν και ο ήρωας του Μεσολογγίου Κωνσταντίνος.
[2] Ο οίκος Λειβαδά (Λιβαδά) είναι βυζαντινός και ανέδειξε ανώτατους αξιωματούχος στον στρατό και στη διοίκηση (στρατηγούς και πρωτοβεστιάριους). Κλάδος του, μετά την Άλωση, εγκαταστάθηκε στην Κρήτη -περιοχή Σελίνου στα Χανιά. Και άλλος, μέσω Πελοποννήσου (Μορέα) εγκαταστάθηκε στον Αγκώνα Θηναίας. -Μαρτυρούνται ως κάτοχοι κτημάτων στον Apanu Ancona από τον 16ο αι-. Πατέρας του Γεράσιμου ήταν ο Ανδρέας, αδελφοί του ο Χαράλαμπος και ο Διονύσιος, δικηγόροι και οι δυο, θείος του ο Σπυρίδων (πατέρας του Δημητρίου – ημ. βάπτισης 4 Μαΐου 1774- και του Γεωργίου -ημ. Βάπτισης 4 Οκτωβρίου 1780-), και παππούς του ο Δημήτριος Λειβαδάς, νομικός και μεγαλοκτηματίας της περιοχής. Ο Δημήτριος ήταν αδελφός του Στέφανου, του Γεωργίου, του Αλέξανδρου και του Κωνσταντίνου. Όλοι αυτοί ήταν παιδιά του Ανδρέα Λειβαδά, ήδη γηγενούς της περιοχής. Η οικογένεια δεν εμφανίζεται στο Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264.
Για σχέση της οικογένειας με την Στερεά Ελλάδα δεν προκύπτει, μέχρι στιγμής, από κανένα αρχείο. Μόνον ο Η. Τσιτσέλης αναφέρει μια παράδοση την οποία, ως σημειώνει, του είπε ο δάσκαλος Σπ. Λειβαδάς. Σύμφωνα με αυτήν η οικογένεια κατάγεται από τη Λειβαδιά (το συμπέρανε ο Σ. Λειβαδάς προφανώς λόγω ετυμολογίας;). Το πρόθεμα ή το τοπωνύμιο «Λιβαδ…» είναι κοινότατο κι απαντά σε όλες ανεξαιρέτως τις περιοχές της Ελλάδας.
Ο Τσιτσέλης σημειώνει πως η οικογένεια συγκαταλέγετο στις προνομιούχες επί Βενετοκρατίας (Κεφαλ. Σύμμικτα, Α΄, σελ. 303). Το βέβαιο είναι πως η οικογένεια εμφανίζεται στους ευγενείς επί Επτανήσου Πολιτείας (Το Libro d’ oro της Κεφαλονιάς του 1799, Κατερίνα Φ. Ζαρίδη, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Μελετών, Αργοστόλι 2006).
Η αρχική γραφή του ονόματος είναι με «ει» -τουλάχιστον έτσι απαντά στο Βυζάντιο-. Η μετατροπή του σε «ι» προέρχεται πιθανόν από το γεγονός της συχνής χρήσης του επωνύμου με λατινικούς χαρακτήρες καθώς όλοι οι νομικοί της εποχής εκείνης, λόγω σπουδών τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, έγραφαν κι υπέγραφαν με τον τρόπο αυτό (A. Livadas, G. Livadas ).
[3] Διατριβή Κ. Ξένος (εντός του «Υπομνήματος» του Λειβαδά, 1852) σελ. 32.
[4] Ο Αρκάς πολιτικός Χαρ. Βοζίκης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Δι’ εμέ και την οικογένειά μου είναι πρόσωπον ιερόν διότι ο πάππος μου Χ. Βοζίκης, οπλαρχηγός, μας εδιηγείτο συχνά ότι ο μέγας Εθνικός ανήρ, ο πρώτος Ριζοσπάστης Γεράσιμος Λειβαδάς, ο θαρραλέος των θαρραλέων, έσωσεν τους γέροντας και τα γυναικόπαιδα της οικογενείας ημών, όπως και πολλούς άλλους συμπολίτας, από βέβαιον θάνατον, κατά την Εθνεγερσίαν του 1821. Ο μεγαλόκαρδος ούτος ανήρ εφιλοξένησεν τούτους στοργικώς εν τω Μεγάρω του επί μίαν τριετίαν, ότε κατέφυγαν ούτοι πρόσφυγες, εις την εύανδρον και φιλόξενον Νήσον Κεφαλληνίαν».
[5] Το βεβαιώνει ο William Ewart Gladstone στο πόνημά του «Το ελληνικόν στοιχείον εν τω ανατολικώ ζητήματι», ως ο Τσιτσέλης σημειώνει βλ. Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Τ. Α, σελ. 295.
[6] Διατριβή Κ. Ξένος (εντός του «Υπομνήματος» του Λειβαδά, 1852), σελ. 33.
[7] Τα σχετικά έγγραφα υπάρχουν στα ΓΑΚ και τα αναφέρει ο Α-Δ Δεμπόνος στην «Πειθαρχική Προστασία», σελ. 206-214.
[8] Γρατσιάτος Π., Βιογραφία, σελ. 28-29.
[9] Δρ. Κοσμέτος Βαλσαμάκης, άριστος ποινικολόγος, γιος του επίσης δρ. Μαρίνου Βαλσαμάκη. Το παρανόμι «Αρματωμένος» ήταν οικογενειακό του. Στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται το 1803 σε ηλικία 23 ετών. Στην αρχή είχε με τον Γεράσιμο Λειβαδά οικονομικές σχέσεις, όμως μετά τα γεγονότα του 1830 όπου και οι δυο αντιμετώπισαν κατηγορία «αργυρώνυτου πράκτορα της Προστασίας» με την κυκλοφορία πολιτικών σατιρικών ποιημάτων εναντίον των αρχών, οι δυο νομικοί δέθηκαν με δεσμά φιλίας. Επιπλέον, στάθηκε με κάθε τρόπο δίπλα στον αδύναμο να ελέγξει την προσωπική του περιουσία Γ. Λειβαδά όταν οι χρεώστες του, με την ευκαιρία των συνεχών εξοριών του και την ανάγκη ρευστού που είχε, του αφήρεσαν σχεδόν όλη την περιουσία.
[10] Διατριβή Κ. Ξένου (εντός του «Υπομνήματος» του Λειβαδά) σελ. 35.
[11] Χειρόγραφο του Γ. Πεταλά με τίτλο: «Ο πρωτεργάτης του Εθνικού Αγώνος, Ριζοσπάστης Γεράσιμος Λιβαδάς», αντίγραφο του οποίου έχω στη συλλογή μου. Μου δόθηκε από την δασκάλα Μαριάνθη Γαλιατσάτου-Αννίνου η οποία είχε το πρωτότυπο. Το εξέδωσα στην πολιτιστική επετηρίδα Οδύσσεια, τ. 2006, σελ. 22-24, σε Αφιέρωμα για τον Λειβαδά.
[12] Ήταν ο Παναγής Κεφαλάς.
[13] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 15-16.
[14] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 18.
[15] Η μελέτη των εν λόγω εγγράφων από τον Αγγελο-Διονύση Δεμπόνο, φέρνει στην επιφάνεια συγκλονιστικά στοιχεία (βλ. σχετικά στη Βιβλιογραφία).
[16] Παξιμαδοπούλου Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 97.
[17] Reclamo του Ανδρέα Γ. Λειβαδά. Το φέρνει στην επιφάνεια η Παξιμαδοπούλου Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 92.
[18] Παξιμαδοπούλου Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 97.
[19] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 20-22.
[20] Ο καιρός ωριμάζει τα φρούτα – μέσπολες.
[21] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 22-23.
[22] Παξιμαδοπούλου Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 234.
[23] Μεταφέρθηκαν στις 10 (ή 20) Μαρτίου 1849. Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 191-192.
[24] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 23.
[25] Δεμπόνος Α-Δ., Πειθαρχική Προστασία, σελ. 234.
[26] Παξιμαδοπούλου Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 193.
[27] Παξιμαδοπούλου Σταυρινού, Εξεγέρσεις, σελ. 219.
[28] «Από το βήμα της Θ` Ιονίου Βουλής οι Ριζοσπάστες βουλευτές απαίτησαν: Την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών και το σεβασμό του οικογενειακού ασύλου, την κατάργηση της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων από την ξενόδουλη κληρονομική αριστοκρατία, την ισόνομη κατανομή των φορολογικών βαρών, την κατάργηση των απάνθρωπων αγροληπτικών σχέσεων, την απελευθέρωση της ιδιοκτησίας των αγροληπτών, την κατάργηση της τοκογλυφίας και του αναγκαστικού πλειστηριασμού, την αμισθί δημοτική εκπαίδευση, την εισαγωγή του ορκωτού συστήματος στις ποινικές υποθέσεις, την κατάργηση των προνομίων και των αυθαιρεσιών της υψηλής αστυνομίας. Χαρακτηριστικά, επί του προκειμένου, επισημαίνουμε προτάσεις και νομοσχέδια, που υποβλήθηκαν στην Θ` Ιόνιο Βουλή από τους Ριζοσπάστες βουλευτές: Για την παύση του αποκλεισμού του εκλογικού δικαιώματος μετά την εκπλήρωση της ποινής, για την εξάλειψη της διαφοράς προσόντων μεταξύ εκλογέων και εκλόγιμων, για την απελευθέρωση της ιδιοκτησίας των αγροληπτών, την τροπολογία του αναγκαστικού πλειστηριασμού, για την κατάργηση του δικαιώματος της προτιμήσεως, για την κατάργηση του ανατοκισμού, με τον οποίο εμψυχώνονταν η τοκογλυφία, για την προσωπική ασφάλεια των βουλευτών, για την ελάττωση του δασμού επί της εξαγωγής μερικών εθνικών προϊόντων, του λαδιού, της λιανοσταφίδας και την κατάργηση του δασμού στο κρασί, για την ατομική ελευθερία και κατά της υψηλής αστυνομίας “υπό το τρομερόν όνομα της οποίας, κατά Ζερβόν, υπονοούνται παραβιάσεις οικιακών ασύλων, φυλακίσεις, εξορίας ότι πας καταδιωγμός άνευ δίκης και άνευ εγκλήματος”, για την κατάργηση της κεφαλικής ποινής σ’ όλα τα εγκλήματα, πολιτικά και ιδιωτικά, για την καθιέρωση της καθολικής ψήφου, και άλλα» σημειώνει ο αείμνηστος δρ. Σπύρος Λουκάτος στο έργο του: «Ο Ριζοσπαστισμός, το ριζοσπαστικό κόμμα, το ριζοσπαστικό κίνημα στα χρόνια του αγγλικού προτεκτοράτου των Επτανήσων, 1815-1864», Έκδοση Δήμου Αργοστολίου, 2010, σελ. 88-89.
[29] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 28.
[30] Φυλλάδιο στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη με στοιχεία καταλογράφησης H.G.iii, 9v2, No 15 και τίτλο «τα της 26ης Νοεμβρίου 1850».
[31] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 30.
[32] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. 3.
[33] Home Secretary (1852-1855) και μετέπειτα πρωθυπουργός (1855-1858 και 1859-1865).
[34] Γρατσιάτος Π. Βιογραφία, σελ. 30.
[35] Τσιτσέλης Η., Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Α΄, Λειβαδάς Γεράσιμος.
[36] Γράτσιατος Π., Βιογραφία, σελ. 32.
[37] Ένα κέντρο για κατάργηση της δουλείας «φιλάνθρωπο και εκπολιτιστικό» με αρχική έδρα το Παρίσι, το οποίο κατέγραφε και τα της Αφρικής (γεωγραφία, ιστορία, πολιτική, οικονομία, κοινωνία, πολιτισμοί κ.α.) και που μέχρι σήμερα υφίσταται και χωρίζεται σε επιμέρους Ινστιτούτα. Λέγεται Institut fondamental d’Afrique noire (IFAN), είναι ερευνητικό, έχει έδρα το Dakar (Σενεγάλη), και διεδέχθη το 1966 το Institut français d’Afrique noire.
[38] Θεοδωροπούλου Λιβαδά Β., Γεράσιμος Λιβαδάς
[39] Πρακτικά της 8ης Ιανουαρίου 1866 της Α΄ Βουλής.
[40] Η αντιπατριωτική και άκαρδη στάση των Ελλήνων κυβερνώντων κατακρίνεται από τον Τσιτσέλη, Κ. Σύμμικτα, Α΄, σελ. 301-302.
[41] Γρατσιάτος Παύλος, Βιογραφία, σελ. στ΄. και 55, όπου η αναφορά του στον βασιλιά στις 20.6.1868.
[42] Υπόμνημα Γ. Λειβαδά, σελ. ε.
[43] ΓΑΚ, Βιβλίο Αποφάσεων Πολιτικού Αρχείου Αργοστολίου,1855, ΧΙΙβ, φ. 240r, και «Αγώνες» σελ. 11-13.
[44] Λειβαδάς Παν. Οι αγώνες του Γ. Λειβαδά, σελ. 4.
[45] Διατριβή Κων. Ξένου, σελ. 29 (εντός του «Υπομνήματος»).
[46] «Αγώνες» σελ. 8, κ.α.
[47] «Αγώνες» σελ. 7-8, κ.α.
[48] «Αγώνες» σελ. 10, κ.α.
[49] «Αγώνες» σελ. 9, κ.α.
[50] Διατριβή Κων. Ξένου, σελ. 29 (εντός του «Υπομνήματος»).
[51] Ένας από τους γιούς του, ο Παναγιώτης στο «Οι αγώνες του Γερασίμου Λιβαδά» σσ. 13-14, αναδημοσιεύει άρθρο από την εφημερίδα «Φίλος του Λαού», όπου σημειώνει πως το πλήθος που παρέστη στην κηδεία ανερχόταν σε τρεις χιλιάδες.
[52] «Αγώνες» σελ. 22.
[53] Γρατσιάτος Π., Βιογραφία, σελ. 44-45. «…. Σιωπηρά τις διαμαρτύρισις κατ’ εκείνων οίτινες διαδίδουσιν ότι ο λαός της Επτανήσου βαρέως φέρει την μετά της μητρός Ελλάδος ένωσίν του και ότι μετενόησε δήθεν διότι ειργάσθη και ηγωνίσθη υπέρ αυτής».
[54] Τουμασάτος Ηλίας, «Ο λίβανος εκάη ήδη…» Ένας επιτάφιος λόγος για τον Γεράσιμο Λιβαδά από τον Χαραλάμπη Άννινο, Πολιτιστική Επετηρίδα Οδύσσεια, τ. 2006.
[55] Βλ. φωτογραφία από ΓΑΚ.
[56] Γρατσιάτος Π., βιογραφία, σελ. 3.