Από βραδύς να ξημερώνει Κυριακή 10 Μαΐου έλαβα το τηλεφώνημα να παραστώ στον κούρο του φίλου Γεράσιμου Παναγή Ξένου στα Ζώλα. Στην περιοχή της Αγίας Κυριακής, στο Μπουγιό, σε μικρή πλαγιά λόφου και σε σκιάδα μεγάλης ελιάς είχαν μαζευτεί από νωρίς το πρωί, οι κουρείς και οι βοηθοί τους και με τις ηλεκτρικές μηχανές τους, παίρνοντας ρεύμα από γεννήτρια, δούλευαν και κωλοκούριζαν τα πρόβατα. Αναγνώρισα φίλους και γνωστούς, τους αδελφούς Γεράσιμο και Χαράλαμπο Ραυτόπουλοι από την Έρισσο, το γαμπρό του Παναγή Ξένου τον Γιάννη Ραυτόπουλο (τον Θιακό όπως τον λένε), τον Νικόλα τον Σταματελάτο από το Πυργί και φυσικά τον Παναγή Ξένο με τον γιο του τον Γεράσιμο, ιδιοκτήτης του μαντριού και τον εγγονό Παναγή Γερασίμου Ξένο. Επίσης, τα παιδιά, που πραγματικά αποδείχτηκαν γνώστες της κοπιαστικής εργασίας και βοήθησαν ποικιλοτρόπως ο Δημήτρης Γερασίμου Ραυτόπουλος ο Σταύρος και ο Γρηγόρης Σταματελάτος.
Η φωτογραφική μηχανή μου πάλευε να «παγώσει» την κάθε εργασιακή κίνηση, τη λεπτομέρεια, τη σειρά και το κέφι που αποτυπωνόταν στη γκριμάτσα του προσώπου. Προσεγμένη ήταν η εργασία του κωλόκουρου από τους κουρείς- βοσκούς που γινόταν με τις ηλεκτρικές μηχανές, οι οποίες είχαν παραμερίσει χρόνια τώρα τη ταλαιπωρία των βοσκών να κωλοκουρίζουν με τις ψαλίδες, αλλά έχουν εκτοπίσει και σε μεγάλο μέρος στοιχεία από την παλιά τελετουργία και εθιμική διαδικασία που βασιζόταν στον αρκετό χρόνο που έδιναν τα ψαλίδια για να γίνει ο κούρος.
Οι μεγάλοι κούρευαν και οι μικροί εναλλάσσονταν κατά διαστήματα στον μαντρί και στο μάζεμα των μαλλιών. Άρπαζε από το πόδι ο Παναγής Γερασίμου Ξένος ένα – ένα τα πρόβατα και τα έδινε στα άλλα παιδιά και αυτά με τη σειρά τους στους κουρείς, που προσεγμένα κούρευαν και έκαναν όπου ήταν αναγκαίο τις παρατηρήσεις τους για τα ζωντανά. Αν κάποιο ζώο είχε κάποιο πρόβλημα, το φρόντιζαν, γιατί αυτός είναι ο πρώτιστος λόγος του κούρου και των ανθρώπων που τον πραγματοποιούν, να περιποιηθούν το κοπάδι να έχει υγιή ζώα.
Κάθε τόσο βουτούσαν την κοφτερή χτένα της ηλεκτρικής μηχανής στο νερό για να μην ανάβει και να καθαρίζει και όλο και συνέχιζαν δυναμικά και χωρίς καθυστέρηση τελείωσαν γρήγορα.
Σε αυτή την εθιμική κτηνοτροφική διαδικασία σπουδαίο ρόλο παίζει η φιλία και η αλληλεγγύη των κτηνοτρόφων μεταξύ τους, που έρχονταν να βοηθήσουν και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να βγει η δουλειά. Τα παιδιά τους μυημένα και αυτά στον κούρο, πέρα από την πολύτιμη βοήθεια που έδωσαν σε καθετί αναγκαίο, ακολουθούν το καλό συνεργατικό και φιλικό παράδειγμα των πατέρων τους και έτσι από γενιά σε γενιά διατηρείται μια όμορφη επικοινωνία μεταξύ των βοσκών, που δίνει το παρόν της σε κάθε στιγμή ανάγκης για το καλό της εργασία και του κοπαδιού.
Γρήγορα τελειώσαμε από το Μπουγιό το κούρεμα των προβάτων και νά’σου δόθηκε το σήμα από τον Γεράσιμο Ξένο να ανεβούμε στα Ζώλα, για να κουρέψουμε και κάποια πρόβατα που είχε εκεί. Γρήγορα πήραν οι μηχανές φωτιά και το κωλόκουρο τελείωσε γρήγορα. Μα όπως είχε αρχίσει το δεύτερο κωλόκουρο πρόβαλε με μια καπελίνα άσπρη η Αργυρή Απέργη –Βιτσεντζάτου. Παλιά τσοπάνισσα με πείρα και μπρίο αζωλιάτικο.
Άρχισε την καλή «ψαλτική»…!
Ωρές που είσαστενε… εκείνα τα χρόνια παλεύαμε με τις ψαλίδες και μέχρι να τελειώσουμε μας έπαιρνε το βράδυ, όλο κοιτούσε και όλο έλεγε τα δικά της που θυμόταν από παλιά και είχαν σχέση με το κοπάδι και τον κούρο. Χαμός, γέλια πειράγματα, το έλα να δεις! Η Αργυρή πρωτοστατούσε με το κέφι της, αλλά και επόπτευε την κάθε κίνηση. Και εκεί που είμαστε να τελειώσουμε και αυτό το κωλόκουρο νά’ σου και παρουσιάζεται «ο Πλανητάρχης» κατά κόσμο Γεώργιος Αποστόλη Απέργης, πάρεδρος γιος της Αργυρής. Με μια μηχανή και ένα γυαλί, ο θεός να δώσει. Αρχίζει να λέει…
-Μάνααα, μη ζηλεύεις που βλέπεις τα πρόβατα! Θέλεις να ξανακάνεις κοπάδι;
– Όχι παιδί μου, αλλά παρατηρώ και συγκρίνω την τότε εργασία με τη σημερινή.
Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του Γεράσιμου Παναγή Ξένου, παιδιά τελειώσαμε πάμε τε να πλυθούμε και να φάμε.
Το μεγάλο τραπέζι στρωμένο με όλα τα καλά του Θεού, με βραστά και ψητά τράγια και προβατίσια, σαλάτες και εδέσματα, τυρί σφικτό υπέροχο και κρασί γλυκάδι στα χείλη μας, όλα επιμελημένα άψογα από την Τζόγια Ξένου και την οικογένεια της, μας προκάλεσαν και στρωθήκαμε να γιομίσουμε τις γαστέρες μας με συντροφιά τα περί τυροκομίας και κτηνοτροφίας του νησιού.
Παιδιά, έτσι πάντα αγαπημένα να κάνετε τσι δουλειές σας, τον κούρο σας, το τρυγητό, το πάτημα και ότι άλλο γεωγρικο-κτηνοτροφικό εθιμικό πράττετε.
Σας χάρηκε η ψυχή μου, γιατί διατηρείτε πατροπαράδοτα τη φιλία και τη συνεργασία στη ζωή σας.
Πάω να φύγω και ξαφνικά με πιάνει το Ληξουριώτικό μου δαιμόνιο και ρωτάω τον ιδιοκτήτης του κοπαδιού, τον φίλο Γεράσιμο Ξένο.
Μωρέ, Μάκη μου, όλα καλά με τον κωλόκουρό σου, υπέροχα όλα.
Εσύ, τι κάνεις όταν σε πιάνουν φουμάδες το καλοκαίρι! Κάνεις και συ πάνω σου τέτοιο πράγμα, «κωλοκουρεύεσε»;
Δεν πιστεύω να κουρλάθηκες και ρωτάς εφκείνα τα πράγματα…; Και μέσα στα γέλια μου αμολάρει το εξής με μια φωνή στεντόρεια!
«Αμά, να σου πω.. όταν με πιάνουν κάψες το καλοκαίρι, αρπάζω τη ψαλίδα και καλλωπίζομαι»!
Έφυγα γεμάτος εικόνες, στουμπωμένος από φαγητό και ησυχασμένος από την απάντηση του Μάκη!
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12.5.2015