Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, τον Απρίλιο του 1941 η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία, εισέβαλαν στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας μια βάναυση κατοχή που διήρκησε έως τον Οκτώβριο του 1944. Οι Ναζί διοικητές είχαν θέσει ένα σύστημα στενού ελέγχου και είχαν εφαρμόσει πολιτικές που οδήγησαν σε μεγάλες ελλείψεις και στην πείνα. Στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν την αντίσταση των Ελλήνων ανταρτών τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν προβεί σε διάφορες σφαγές σε χωριά όλης της χώρας. Η πιο αποτρόπαια ωστόσο ήταν εκείνη του Διστόμου, στις 10 Ιουνίου 1944, όπου εκτελέστηκαν αδιακρίτως 214 άντρες γυναίκες και παιδιά, από τους Waffen-SS, ως αντίποινα για την επίθεση εναντίον γειτονικής γερμανικής μονάδας. Μετά την απελευθέρωση από τις συμμαχικές δυνάμεις η Ελλάδα βρέθηκε σε μια κατάσταση οικονομικής κατάρρευσης. Οι Ναζί κατακτητές δεν αφαίρεσαν μόνο τις τακτικές δαπάνες της κατοχής –μια πράξη που επιτρέπεται από τη Συνθήκη της Χάγης-, αλλά υποχρέωσαν παράλληλα την Τράπεζα της Ελλάδας να συνάψει δάνεια 476 εκ. μάρκων για την στήριξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, στη Ρωσία και στο βόρεια Αφρική.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος η Ελλάδα περιλαμβανόταν στα 23 κράτη που κρίθηκε ότι πρέπει να αποζημιωθούν στο πλαίσιο της Διάσκεψης για τις επανορθώσεις του 1946 στο Παρίσι, μαζί με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία. Η Ελλάδα έλαβε το 7% περίπου από το συνολικό ποσό που είχε δοθεί. Οι αποζημιώσεις που προέβλεπε η συμφωνία ήταν, ωστόσο, συμβολικές και δεν ανταποκρίνονταν σε όλες τις απαιτήσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Στο τέλος, όπως υποστηρίζει η Αθήνα, δεν κατεβλήθη ποτέ ολόκληρο το ποσό που προέβλεπε η συμφωνία.
Οι αξιώσεις αυτές δεν εκπληρώθηκαν ποτέ λόγω της αλλαγής του στρατηγικού προσανατολισμού εντός των πρώην συμμαχικών κρατών. Μετά την ήττα των δυνάμεων του Άξονα η Σοβιετική Ένωση άρχισε να πιέζει για την επέκταση της ισχύος της στην Κεντρική Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, η Δύση έστρεψε την προσοχή της από την τιμωρία των πρώην φασιστικών κρατών στο έλεγχο της Μόσχας, μέσω του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ. Η Γερμανία ήταν κρίσιμος παράγοντας σε αυτό το διαμορφούμενο πλαίσιο. Όταν η Ανατολική Γερμανία βρέθηκε, το 1949, στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, οι ΗΠΑ άρχισαν να ενισχύουν την Δυτική Γερμανία. Η Ουάσιγκτον ήλπιζε ότι η οικονομική σταθερότητα της Δυτ. Γερμανίας θα απέτρεπε το ξέσπασμα μιας κομμουνιστικής εξέγερσης στην νεοϊδρυθείσα χώρα. Γι’ αυτό το λόγο η Ουάσιγκτον επιχείρησε να μεταθέσει τα αιτήματα για επανορθώσεις των κατεχόμενων από τους Ναζί κρατών συνάπτοντας άτυπη συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. Οι ΗΠΑ παρείχαν στήριξη κατά των Ελλήνων ανταρτών κομουνιστών με αντάλλαγμα την σιωπή της Αθήνας σχετικά με τα αιτήματα για τις επανορθώσεις.
Το 1953 η Συμφωνία του Λονδίνου μετέθεσε και με επίσημο τρόπο την εξέταση των επανορθώσεων ή των χρεών έως την ενοποίηση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία. Το θέμα δεν τέθηκε ξανά έως το 1960 όταν η Δυτ. Γερμανία συμφώνησε να καταβάλει στην Ελλάδα 115 εκ. μάρκα. Αυτή ήταν και η τελευταία δόση μέχρι το τέλος του «ψυχρού πολέμου».
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, και η ενοποίηση της Γερμανίαςμ το 1990, ξαναέφεραν ωστόσο στην επιφάνεια τις ελληνικές απαιτήσεις. Το 1990, η Ελλάδα υπέγραψε την Συμφωνία για τον οριστικό Διακανονισμό σχετικά με τη Γερμανία, τη γνωστή «Two Plus Four Treaty». Όσοι υπέγραψαν τη συμφωνία αποποιήθηκαν όλων των δικαιωμάτων που είχαν επί της Γερμανίας. Από την σκοπιά της Γερμανίας, η συμφωνία αυτή έλυσε το θέμα του χρέους και των επανορθώσεων καθώς δεν υπήρχε ρητή αναφορά, μολονότι τώρα η Ελλάδα αμφισβητεί την ερμηνεία της. Εκείνη την περίοδο η Αθήνα ήταν υπεραισιόδοξη σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενώ δέχονταν διάφορες επιδοτήσεις μετά την ένταξή της στην ΕΕ το 1981 και γι’ αυτό το λόγο δεν έθεσε το θέμα.
Η αισιοδοξία ωστόσο δεν διήρκεσε πολύ. Η αναφορά στις γερμανικές επανορθώσεις κατέστη μοχλός πίεσης της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1995 ο Π/Θ, Ανδρέας Παπανδρέου, πρότεινε τη διεξαγωγή συνομιλιών για τα δάνεια που υποχρέωσαν οι Ναζί να πάρει η Ελλάδα στην προσπάθειά του να πείσει την Ευρώπη να εντάξει την Κύπρο στην ΕΕ, σε μια περίοδο κλιμάκωσης του κυπριακού εθνικισμού. Το 1997 το ανώτατο δικαστήριο της Ελλάδας, ο Άρειος Πάγος, αποφάσισε ότι η Γερμανία οφείλει να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου, μολονότι το 2001 το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης απέρριψε το αίτημα, βασιζόμενο στην συνθήκη του 1990 και στην αδυναμία ενός ελληνικού δικαστηρίου να προσφύγει κατά του γερμανικού κράτους.
Στις αρχές του 2012, ο τότε Π/Θ, Λουκάς Παπαδήμος, την περίοδο που διεξήγε τις διαπραγματεύσεις για το δεύτερο σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας, ζήτησε την συγγραφή έκθεσης από επιτροπή του Υπουργείου Οικονομικών για τα χρέη που οφείλει η Γερμανία στην Αθήνα. Τον Απρίλιο ρου 2014 ο διάδοχός του, Αντώνης Σαμαράς, επέλεξε τη συνέχιση της μελέτης και γι’ αυτό το λόγο έβαλε ως επικεφαλής της ομάδας, τον πρώην γενικό διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, Παναγιώτη Καρακούση. Η επιτροπή υπολόγισε το γερμανικό χρέος στα 11 δις ευρώ. Το αίτημα αυτό δεν έχει τεθεί ακόμη σε κανέναν διεθνές δικαστήριο και γι’ αυτό αποτελεί την ισχυρότερη απαίτηση που διαθέτει σήμερα η Αθήνα.
Με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη, η διαμάχη για τις επανορθώσεις αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης αντίστασης προς τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ από πολλά κράτη-μέλη. Οι πιέσεις του Βερολίνου για πολιτικές λιτότητας αντιμετωπίζουν σήμερα την αντίσταση μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας, που τάσσονται υπέρ των πολιτικών παροχής κινήτρων για την στήριξη της ανάπτυξης, αντί της περικοπής δαπανών. Οι Έλληνες ειδικότερα ως στόχος των μέτρων λιτότητας αντιτίθενται στο γερμανικό πρόγραμμα.
Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε λεπτή θέση. Χρειάζεται χρήματα για να αποπληρώσει τις ωριμάνσεις των χρεών της και δεν διαθέτει πολλές επιλογές. Η Αθήνα θα πρέπει να εισάγει οδυνηρά μέτρα για να διασφαλίσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και για να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές της και κυρίως τη Γερμανία. Ενόψει αυτής της κλιμακούμενης κρίσης, ο Π/Θ, Αλέξης Τσίπρας, και το κόμματου, ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να διατηρήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την δημοφιλία τους. Γι’ αυτό το λόγο ο κ. Τσίπρας πρέπει να δείξει δυναμισμό στις διαπραγματεύσεις και αυτό σημαίνει τροφοδότηση του ελληνικού εθνικισμού με αντιγερμανικά αισθήματα. Γι’ αυτό το λόγο μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησαν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος με θέμα την ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη. Ο κ. Τσίπρας θα διεξάγει επίσης διμερείς συνομιλίες με την Ρωσία στις 8-9 Απριλίου στην προσπάθειά του να πείσει τους Έλληνες ότι η νέα κυβέρνηση είναι ισχυρή. Η επαναφορά των γερμανικών αποζημιώσεων είναι ένας εύσχημος τρόπος που χρησιμοποιεί ο κ. Τσίπρας για να δηλώσει ότι και η Γερμανία οφείλει χρήματα και γι’ αυτό δεν έχει το δικαίωμα να πιέζει τους Έλληνες.
Από την επίσημη γερμανική σκοπιά το Βερολίνο δεν είναι νομικά υποχρεωμένο να αποζημιώσει την Αθήνα, καθώς θεωρεί ότι το θέμα λύθηκε με την συνθήκη του 1990. Η γερμανίδα Καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, και ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος και η Υπουργός Οικονομίας, Sigmar Gabriel, έχουν ήδη απορρίψει το ζήτημα, επιμένοντας ταυτόχρονα ότι δεν θα πρέπει να περιληφθεί στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για το ελληνικό χρέος.
Η άποψη της κας Μέρκελ προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό, καθώς οι ελληνικές αξιώσεις έτυχαν στήριξης εντός της Bundestag, με μέλη των Πρασίνων και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να ζητούν δημόσια την αποπληρωμή. Πρόσφατα επίσης, μέλη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της κας Μέρκελ παρείχαν μια μορφή στήριξης, όπως ο επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Bundestag, Roderich Kiesewetter, ο οποίος δήλωσε ότι η Γερμανία πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο παραχωρήσεων, υπογραμμίζοντας την πιθανότητα αύξησης της οικονομικής στήριξης προς το ελληνογερμανικό Μελλοντικό Ταμείο, που περιλαμβάνει ένα δις ευρώ και προορίζονταν αρχικά για τις πολιτιστικές ανταλλαγές και την κοινωνία των πολιτών. Υπάρχει το προηγούμενο σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Το 1992 η Πολωνία δέχθηκε βοήθεια 1,2 δις δολάρια, μέσω του Ιδρύματος για την Γερμανο-Πολωνική Συμφιλίωση, ένα ταμείο παρόμοιο με το Μελλοντικό Ταμείο. Κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Αλέξη Τσίπρα, στις 23 Μαρτίου, η Κα Μέρκελ έκανε μνεία στο Ταμείο. Μολονότι δεν δεσμεύθηκε σε τίποτα, υπογράμμισε την γερμανική ευθύνη να παραμείνει ζωντανή η συναίσθηση των ναζιστικών εγκλημάτων.
Η κα Μέρκελ ωστόσο βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Η Γερμανία θα πρέπει να συνεχίσει να τροφοδοτεί την αντίληψη ότι αποτελεί ισχυρό παράγοντα στις διαπραγματεύσεις για το ελληνικό χρέος. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα φάνηκε απρόθυμο να υποχωρήσει. Ο Peter Gauweiler, αντιπρόεδρος της Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης, παραιτήθηκε εξαιτίας αυτού του θέματος, ενώ η κα Μέρκελ δεν θα επιθυμούσε τη ρήξη τους με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Το Βερολίνο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του ότι οι αποζημιώσεις προς την Ελλάδα θα δημιουργούσαν προηγούμενο για ανάλογες αξιώσεις από ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως την Πολωνία και την Ιταλία. Σε μια περίοδο συνεχιζόμενης κρίσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης το θέμα της γερμανικής ενοχής για τις πράξεις του ναζιστικού καθεστώτος σημειώνει νέα έξαρση, ενώ θα συνεχίζει να διογκώνεται, παράλληλα με την περαιτέρω διάσπαση της ΕΕ.
https://www.stratfor.com/analysis/greece-brings-nazi-reparations-once-again
Μιχάλης Ιγνατίου
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6.4.2015