Σαν σήμερα έφυγε απ’τη ζωή ο Έλληνας μεγιστάνας, Αριστοτέλης Ωνάσης. Πέρασαν 40 χρόνια από τον θάνατό του (15 Μαρτίου του 1975), ο οποίος έκανε τον γύρο του κόσμου, καθώς ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Ο Έλληνας μεγιστάνας Αριστοτέλης Ωνάσης γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1906 στη Σμύρνη, σε σχετικά εύπορη για την περιοχή και την εποχή εκείνη οικογένεια. Ήταν το δεύτερο παιδί των γονιών του. Είχε προηγηθεί η Άρτεμις, δυο χρόνια πριν.
Ο πατέρας του Σωκράτης Ωνάσης ήταν ένας από τους πλουσιότερους καπνέμπορους και επιχειρηματίες της Σμύρνης. Η μητέρα του Πηνελόπη Δολόγλου παντρεύτηκε στα 17 της χρόνια, αλλά πέθανε νέα στα 33 της. Έξι μήνες μετά, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε την Ελένη, από την οποία ο Αριστοτέλης απέκτησε δύο αδελφές, τη Μερόπη και την Καλλιρρόη.
Η γιαγιά του, Γεσθημανή, ήταν πολύ θρήσκα και ονειρευόταν για τον εγγονό της να γίνει παπάς. Από μικρός ήταν παπαδάκι και του άρεσε να μαθαίνει απ’ έξω τους βυζαντινούς ψαλμούς. Ξεστράτισε, όμως, ως μαθητής, παρότι φοίτησε στα καλύτερα σχολεία.
Μεγαλώνοντας έκανε ένα ελκυστικό κορμί, που το επεδείκνυε με καμάρι στα κορίτσια. Είχε δύναμη, τόλμη, διασυνδέσεις και λεφτά… Δωροδοκούσε τους υπαλλήλους των σχολείων του, αγόραζε τσιγάρα που τα κάπνιζαν με τους φίλους του, καβγάδιζε συχνά κι έλεγε ψέματα για πλάκα. Όμως, ήταν αγαπητός για τα ελαττώματα και τις απερισκεψίες του, το πνεύμα του και φυσικά τα χρήματά του. Ήταν τακτικός πελάτης σε οίκο ανοχής και είχε τις πρώτες του εμπειρίες από τη δασκάλα του των γαλλικών, την πλύστρα της οικογένειάς του και μια παντρεμένη Τουρκάλα.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο πατέρας του βρέθηκε στη φυλακή. Η επιχείρησή τους περιήλθε στα χέρια των Τούρκων και η αποθήκη τους κάηκε. Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να ξενιτευτεί για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη για εκείνον και την οικογένειά του.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 15.3.2015 – Β. Λορεντζάτος
Κεφαλλονιά 1961-1962: Ο Ωνάσης και η Κάλλας – Στα Κουρκουμελάτα με την οικογένεια Βεργωτή
Στις 15 Μαρτίου 1975 πέθανε στο Παρίσι, στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Neuilly, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, πάσχοντας από οξεία μυασθένεια.
Σύμφωνα με την επιθυμία του, ετάφη δίπλα στο εκκλησάκι της Παναγίτσας, στον Σκορπιό, όπου αναπαύονταν ήδη ο γιος του.
Κεφαλλονιά: Αύγουστος του 1961
Σε ένα γεύμα του Ωνάση στο εξωτερικό η Μαρία Κάλλας γνωρίζει τον Ρόκκο Βεργωτή, γόνο της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Ο Βεργωτής καλεί το ζευγάρι αυτό, Κάλλας και Ωνάση, να έλθουν στην Κεφαλλονιά. Πράγματι από το νησάκι Σκορπιός, ιδιοκτησία του Ωνάση, το 1961, με τη θαλαμηγό του μεγιστάνα έρχονται στην Κεφαλλονιά προς επίσκεψη του νησιού και του Παναγή Ρ. Βεργωτή.
Η θαλαμηγός «Χριστίνα» αράζει στο Αργοστόλι και το ζεύγος επισκέπτεται κάποια μέρη του νησιού μας, μεταξύ των οποίων και το λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης και το σπήλαιο της Δρογγαράτης, όπου η μεγάλη σοπράνο τραγούδησε μια σύντομη άρια για να χαρεί την ακουστική του χώρου. Όσοι έμαθαν την παρουσία του διάσημου ζεύγους έτρεξαν να τους δουν από κοντά για να τους θαυμάσουν. Στο τέλος κατέληξαν στα Κουρκουμελάτα όπου και φιλοξενήθηκαν από την οικογένεια των εφοπλιστών.
Το άκουσμα της παρουσίας της Κάλλας στην Κεφαλλονιά αναστάτωσε καλλιτεχνικά και τον ερασιτέχνη τενόρο του Αργοστολίου Ανδρέα Δ. Τραυλό-Τζαννετάτο, ο οποίος έσπευσε σύντομα και εγκάρδια να συναντήσει τη διάσημη υψίφωνο. Φυσικά και άλλοι φιλόμουσοι και καλλιτέχνες του Αργοστολίου, όπως ο Σπύρος Φωκάς, έτρεξαν για να τη δουν από κοντά και να συζητήσουν μαζί της. Αυτή ήταν πρόθυμη και με όλους ιδιαίτερα φιλική, αναγνωρίζοντας, τη μουσική Ιόνια προίκα που «κουβαλάει» στις φλέβες του ο κάθε Κεφαλλονίτης.
Κεφαλλονιά: Αύγουστος του 1962
Στα Κουρκουμελάτα στο τοπικό καφενείο
Στα Κουρκουμελάτα στο τοπικό καφενείο
Η τοπική εφημερίδα «Τα Νέα» στις 2/8/1962, στη σελίδα 4, προαναγγέλλει ότι «Θα αφιχθή η διάσημος Ελληνίς υψίφωνος Μαρία Κάλλας και θα παραμείνη για δεκαπέντε ημέρες».
Η Κάλλας με τον Ωνάση θα έφθαναν με τη θαλαμηγό « Χριστίνα» η οποία θα κατέπλεε στο λιμάνι του Αργοστολιού. Στη «Χριστίνα» επέβαιναν και άλλες προσωπικότητες και ο συμπολίτης μας Παν. Βεργωτής. Το δημοσίευμα ενημέρωνε για τον παραθερισμό της στο νησί μας και για τη φιλοξενία του ζεύγους από την οικογένεια Βεργωτή.
Για το σκοπό αυτό νοικιάσθηκε το ξενοδοχείο «Αίγλη» των Ιωάννη Ζερβού και Κων. Κρούσου για να μείνει η ακολουθία τους. Η ίδια εφημερίδα έγραφε πως το διάσημο ζευγάρι θα επισκεφτεί διάφορα ιδρύματα και αξιοθέατα του νησιού, και θα παρακολουθήσει την συναυλία της Επτανησιακής χορωδίας και μαντολινάτας του Διον. Αποστολάτου που θα γινόταν εκείνες τις ημέρες στο Αργοστόλι.
Εν αναμονή λοιπόν της αφίξεως της Κάλλας, τα σχόλια στον τύπο και στον κόσμο του νησιού μας έδιναν και έπαιρναν.
Ο περίφημος ποιητής Σόλων Γαλιατσάτος (Λορνιόν) σε ένα ποίημά του με τίτλο «Ο Διάλογος του διευθυντού μας» και με υπότιτλο « Ο Τζανέτος και ο Γιάννης συζητούνε και τα χάνεις», σχολιάζει με υπέροχο τρόπο τα όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο που αναμενόταν η επίσκεψη των Κάλλας – Ωνάση.
Ιδιαίτερα την επίσκεψη που ήθελε να τους κάμει ο Ανδρέας Τραυλός. Σύμφωνα με πολλούς, που γνώριζαν πράγματα και καταστάσεις, το ζευγάρι ήταν τσακωμένο και γι’ αυτό ήθελαν να διακόψουν την κρουαζιέρα. Άλλοι πάλι, που έβλεπαν την Κάλλας να φορεί συνεχώς τα μαύρα μεγάλα γυαλιά της, είπαν ότι μάλωσε με τον Ωνάση και αυτός τη χτύπησε στο μάτι. Τελικά όλα αυτά ήταν εικασίες για το διάσημο ζευγάρι που ζούσε έναν δυνατό έρωτα.
Τ- « Μέσα στας επισκέψεις μας ως σήμερα τας άλλας
αφίχθη και το Σάββατον και η Μαρία Κάλλας
ένα δεκαπενθήμερο στη νήσο θα περάση
με συνοδό της βέβαια τον Τέλη τον Ωνάση.
Γ- Θάτρεξ’ αμέσως ασφαλώς
κι’ ο φίλτατός μας ο Τραυλός
για να την συναντήση.
Τ- Μην έχεις καμμιά είδησι ότι θα τραγουδήση,
δια να τρέξω αυθωρεί και να ακούσω, Γιάννη,
τις άφθαστες κορώνες του που ο Ανδρέας βγάνει;
Έτρεξα εις το λιμάνι
τη «Χριστίνα» για να δώ
όπου έφερνε βρε Γιάννη,
τη μεγάλη αοιδό.
Και εις το ΕΙΡ θα τρέξω να φωνάξω στο ντουνιά,
για να μάθη ποία χάρι έχει η Κεφαλλονιά».
Στο επόμενο φύλλο της ίδιας εφημερίδας 15/8/1962, στη σελίδα 2 δημοσιεύεται ένα ακόμη ποίημα του Σόλωνα Γαλιατσάτου με τίτλο «Στην Μαρία Κάλλας» και που σχολιάζει σατιρικά το ότι δεν μπόρεσε ο κόσμος να την ιδεί. Βέβαια η παραμονή της εδώ στην Κεφαλλονιά ήταν πολύ σύντομή και όχι εκείνη που ήταν αρχικά προγραμματισμένη.
«Τ’ ήταν αυτό πωκάμετε, ευγενεστάτη Κάλλας;
Εμείς σας περιμέναμε με ανοικτάς αγκάλας
δια να σας θαυμάσωμεν και για να σας χαρούμε
και γούρλωσε το μάτι μας όσο να σας ιδούμε.
Μα ήρθατε και φύγατε μόνο για μιαν ημέρα
σαν νάχαμε ….χολέρα!
Χαρήκαμ’ όταν είδαμε στο πόρτο τη «Χριστίνα»
κι’ ελέγαμε θα κάτσ’ εδώ, αν όχι ένα μήνα,
αλλά τουλάχιστον μισό. Έτσι πιστεύαμ’ όλοι
και ήτανε επί ποδός όλο το Αργοστόλι.
Αλλά εσείς σαν πύραυλος ήρθατε κι’ εχαθήκατε.
Ούτε και στο συμπόσιο δεν επαρευρεθήκατε!
Προτού καλά να φθάσετε φεύγετε και σας χάνουμε.
Μήπως εφοβηθήκατε μήπως σας αβασκάνουμε ;
Τι πράματα είναι αυτά, κυρά ευγενεστάτη;
Εμείς στο πόρτο ετρέξαμε την Κυριακή τρεχάτοι
και μ’ αγωνία κάτου κει επεριμέναμε όλοι
σαν νάθελε να μπαίνανε στο πόρτο ξένοι στόλοι.
να σας ιδούμε νάβγετε με μάτι σαν γαρίδα.
Μα ήλθατε κι’ απήλθατε, κι’ αντίο που δεν σ’ είδα!»
16-9-1980: Το γράμμα μου
Αγαπητή Κάλλας,
Ξημέρωσε 16 του Σεπτέμβρη 1977 και οι πρώτες ειδήσεις έλεγαν και ξαναέλεγαν για την αθανασία σου, για το αιώνιο ταξίδι σου στον άλλο κόσμο. Όσοι ξέραμε και είχαμε ακούσει για σένα. Σε θαυμάζαμε και σιωπούσαμε για να σε ακούσουμε να ξετυλίγεις τη θεσπέσια φωνή σου που σε πήγαινε πάρα πέρα από το καλλιτεχνικό σύνηθες.
Η γνωριμία μαζί σου δεν είναι εύκολο πράγμα, μα όποιος έχει τη δύναμη να ακούει τους ήχους και τα ηχοχρώματά που απλόχερα δίνεις με τη φωνή σου, τον κάνεις σκλάβο σου, εσύ μια θεά, από μια άλλη εποχή φερμένη.
Έβαλα κάτω τα πράγματα μιαν ημέρα για να δώ και να αναλύσω το μυστήριό σου, μα βασανίστηκα πολύ. Το’ξερα ότι δεν είσαι μια εύκολη περίπτωση, γνώριζα τη μοναδικότητα σου και καθώς σε μελετούσα βρήκα το μίτο της ύπαρξής σου. Καμαρώνω γι’ αυτό και είμαι σίγουρος πως έτσι έχουν τα πράγματα. Ναι, η φωνή σου, που τόσες επικρίσεις και επαίνους έχει δεχτεί, ήταν μια κληρονομιά γονιδιακή από τον πάππο σου, τον Βασίλη Καλογερόπουλο.
Αυτή η φωνητική κληρονομιά του τενόρου παππού, μεταλλάχτηκε και πλουτίστηκε με το δικό σου χρώμα και έγινε μοναδική. Το κατάλαβα από την πρώτη φορά που, όντας παιδάκι, σε πρωτοάκουσα. Να, γιατί η φωνή σου ήταν κολόνα στερεή και συμπαγής και σου επέτρεπε να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις τόσο όμορφα χρωματικά. Μια σκούρα και βαθιά φωνή, ανθρώπινη και θεία συγχρόνως, που ιρίδιζε με χρωματικές ανταύγειες και καθήλωνε το κάθε δύσκολο αυτί.
Θα έλεγα με ακρίβεια πως η φωνή σου είναι ένα αντρικό σοπράνο με πλήθος χρωματικές ανταύγειες. Να και γιατί οι κριτικοί έλεγαν τη φράση «..οι φωνές της Κάλλας».
Και έπειτα να σχολιάσω την άψογη τεχνική σου, που βασιζόταν σε ένα αρμονικό άνοιγμα του διαφράγματος με της στοματική σου κοιλότητας το ηχείο. Έτσι περνούσε ο αέρας και ζυμωμένος με ένα πάντρεμα συναισθήματος και εγκεφαλικής σκέψης σε έκαναν να χρωματίζεις ανάλογα την κάθε μουσική νότα.
Είναι αλήθεια πως υπάρχουν χιλιάδες φωνές σ’ όλο τον κόσμο. Και ποια να πρωτοδιαλέξεις! Υπάρχουν φωνές υπέροχες, και σε χρώματα, και σε ερμηνείες, μα ελάχιστες θα μείνουν ως οι πλέον ικανές για το πέρασμα στη μοναδικότητα. Αυτή τη μοναδικότητα που εσύ ολόκληρη είσαι. Ναι, είναι αλήθεια ότι μόνο εσύ μπόρεσες να τραγουδήσεις πέρα από τις νότες.
Εκείνο που με θεριεύει μουσικά είναι ο τρόπος που ξετυλίγεις την κάθε μουσική φράση από τις όπερες που τραγούδησες. Δε βιάζεσαι στο τέλος για να κλείσεις το κομμάτι με οξύ κραυγασμό, αλλά αφήνεις τη μουσική να σε παρακολουθήσει και, με φωνητικούς παλμούς, αδειάζεις το διάφραγμα όπως τα κύματα έρχονται και μιλούν απανωτά και ρυθμικά στο ακρογιάλι.
Στέκομαι στην όλη φιγούρα σου. Με το πέπλο σου είσαι μια αρχαία Ελληνίδα θεά. Να το άλλο μυστικό σου: η καταγωγή σου, που της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και λύτρωσης ιερά, τα είχες μέσα σου και τα ξεδίπλωνες μεταμορφωμένη, επάνω στη σκηνή.
Το αδρό και επιβλητικό πρόσωπο, τα μαύρα και μεγάλα σου μάτια, εκείνα τα μάτια, ήταν εργαλεία για την κάθε σου κίνηση.
Κι ύστερα, πώς να ξεχάσω τα χέρια σου που σαν διαβήτες χάραζαν τα επίπεδα τοποθέτησης σου πάνω στη σκηνή! Όχι δεν ήταν όνειρο. Αφού τη βλέπω συχνά στην οθόνη, εκείνη την άρια της Ελεονόρας από το «Τροβατόρε», που τα χέρια σου καθώς είναι υψωμένα στο πλάι του σώματός σου, ομοιάζουν με μανουάλια, με τεράστια κηροπήγια, ως αντικείμενα σκηνοθετικά για την όλη παράσταση.
Πήρα να πω δυο λόγια για τη ζωή σου. Είναι αλήθεια πως εγκατέλειψες τη γυναίκα για χάρη της τέχνη σου. Έτσι αγαπητή Κάλλας συμβαίνει. -Ή το ορίζει η ειμαρμένη για αυτούς που τάσσονται μοναδικοί;- Αργότερα σε παρέσυρε -με το δίκιο του- ο Έρωτας για να ζήσης τη γυναίκα Μαρία, και την Κάλλας την παραμέρισες αναγκαστικά. Πέρασες από τη «Μήδεια» και τη «Νόρμα», από την «Άννα Μπολένα» και τη «Βιολέτα» στο ρόλο της Μαρίας, το τραγικό μελόδραμα της ζωής σου. Βέβαια, δε συμφωνώ και με εκείνους που λένε, πως, σε κατάστρεψε ο έρωτας για τον Ωνάση. Όχι, αυτό πάει αλλού.
Η αλήθεια κρύβεται στο ότι, για δεκαπέντε χρόνια κράτησες στην πλάτη σου το υπεράνθρωπο βάρος μια μοναδικής θεάς. Και κάθε φορά που τελείωνες μιαν άρια, το χειροκρότημα όλο και πιο απαιτητικό. Και δώσ’ του εσύ να πεθαίνεις στην σκηνή ως «Βιολέτα» μονάχη και έρημη. Και ο κόσμος όλο και ζητούσε ν’ απολαύσει το θείο χάρισμα απ’ το λαρύγγι σου. Αλήθεια τι παράξενη σχέση δημιουργείται ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο κοινό του σε αυτές τις περιπτώσεις!
Εσύ πέρα από την όλη σου πορεία μαγνήτιζες και στο δρόμο ακόμη και με το γέλιο σου, που, ήταν ένα βαθύ ανδρικό βιμπράτο.
Με προβλημάτισε εκείνο που είπες κάποτε σε μια συνέντευξή σου, ότι δεν ήλθε ποτέ το παιδί σου να σε αγκαλιάσει σε καμμιά παράστασή σου. Σε τούτη την κουβέντα σου, που αληθινή είναι, σου λέγω πως, τα μεγάλα όντα του ιερού προορισμού, δεν καταθέτουν το είναι τους στη ύλη.
Αγαπητή Μαρία, έχω πολλά να σου ειπώ, μα φοβάμαι πως δεν θα μου το συγχωρήσει ο χώρος του χαρτιού. Τα μουσικά θέματα περιμένουν στο μυαλό μου σωρό. Από το πλήθος των θεμάτων ανασύρω ένα, που και εγώ το βρήκα πραγματικά υπέροχο και σωστό. Έλεγες πως η άρια από την «Τόσκα» του Πουτσίνι «Vissi d’arte, vissi d’ amore» δεν αρμόζει μουσικά μέσα στην όπερα αυτή. Το διαπίστωσα, ότι πράγματι κόβει την πλοκή της υπόθεσης. Να, στο σημείο αυτό η μεγαλοφυΐα σου ως μουσικός!
Γρήγορα σε αυτό το γράμμα σου λέω πως όλοι σήμερα αναγνωρίζουμε την προσφορά σου στην παγκόσμια μουσική. Εσύ ξέθαψες του παρελθόντος ξεχασμένες όπερες και άλλα έργα. Για σένα ειπώθηκε ότι δεν διδάχτηκες από την τέχνη αλλά αυτή από σένα Ακόμη ότι χώρισες την ιστορία του μελοδράματος στην «προ Κάλλας» και «μετά Κάλλας» εποχή, και αυτό που λέει η παγκόσμια κριτική για σένα, πως, ήξερε ο Μπελλίνι πως θα γεννηθεί μια Κάλλας γι’ αυτό έγραψε τη «Νόρμα».
Κλείνω το γράμμα μου με μιαν ερώτηση; Άραγε υπήρξε η Κάλλας; Την ακούσαμε ποτέ, ή πλάσαμε μια Κάλλας με τη φαντασίας μας επειδή την είχαμε ανάγκη; Αισθανθήκαμε ποτέ σε όλο το βάθος τους, τούς θείους ηχητικούς παλμούς που υπάκουαν στο αρμονικό που τους ερμήνευε; Άραγε υπήρξε η Κάλλας φτιαγμένη απ’ ανθρώπινο υλικό;
Κείμενο και φωτογραφίες: Γεράσιμος Γαλανός για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ – τεύχος 2007