Ο πυρήνας, δηλαδή, του προβλήματος εδράζεται στη δυσλειτουργία και στην αδυναμία, εν τέλει, των κρατικών δομών να εκπληρώσουν το εύρος της αποστολής τους. Να εγγυηθούν επαρκώς την εθνική κυριαρχία, να διατηρούν υψηλό το αίσθημα της εσωτερικής ασφάλειας, και ταυτοχρόνως, να δύνανται να παρέμβουν καθοριστικά στην ανασυγκρότηση της οικονομικής δραστηριότητας, με τομές στην εσωτερική παραγωγή και με την κατάλληλη προβολή ισχύος στο εξωτερικό.
Παρά το γεγονός ότι το κράτος έχει πληγεί από τα βέλη νεοφιλελεύθερων και νεομαρξιστών, στο όνομα των ατομικών δικαιωμάτων και του μεσσιανισμού της παγκοσμιοποίησης, στα χρόνια της κρίσης ανεδύθη και πάλι, εκ των πραγμάτων, ως πρωταγωνιστικός παράγων. Τούτο γίνεται άμεσα αντιληπτό παρακολουθώντας την εναγώνια δραστηριότητα των χωρών να διασωθούν, να ανθέξουν, να αναδειχθούν, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.
Και κάνοντας λόγο για χώρες, δεν περιοριζόμαστε σε όσες υποτίθεται δεν είναι εμπεδωμένες οι φιλελεύθερες αξίες ή δεν έχει βαρύνουσα σημασία η κοινωνία των πολιτών, και όπου το κράτος έχει ανοιχτά κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία της αγοράς, όπως είναι η Ρωσσία και η Κίνα. Το ίδιο πράττουν με ιδιαίτερη συνέπεια και οι χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Σε έναν «πόλεμο», άλλωστε, χρησιμοποιείς όποιο όπλο διαθέτεις.
Η κρισιακή αναστάτωση που έχει πλήξει τις πλείστες οικονομίες έχει αποκαλύψει τη σκανδαλώδη υπερεξουσία των «αόρατων» αγορών. Απέναντί τους το ισχυρό κράτος, είναι το μόνο που δύναται να αντιπαρατεθεί θέτοντας σε εφαρμογή τα πολλαπλά εργαλεία του.
Και δεν είναι μόνον η δυνατότητα της εξισορρόπησης, έναντι των πανίσχυρων χρηματοπιστωτικών κέντρων, που, υποτίθεται, ότι συμπεριφέρονται αποκλειστικά με γνώμονα τη «λεία-κέρδος». Και λέμε υποτίθεται, καθώς στα «καθαρά» οικονομικά κριτήρια, υπεισέρχονται, περιέργως πως, και άλλα αμιγώς και εξόχως πολιτικά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά.
Είναι, όπως αναφέραμε, και οι καίριες παρεμβάσεις στην παραγωγική δομή, που εξασφαλίζουν τις αλλαγές που είναι απαραίτητες για την προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Μπορεί βεβαίως στην περίπτωση της Ευρώπης οι χρηματοδοτήσεις να γίνονται κεντρικά, εντούτοις και αυτές ενέχουν κεϋνσιανό χαρακτήρα. Διότι, πρόκειται για πρακτικές mutatis mutandis που ακολουθήθηκαν και στο μεσοπόλεμο και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι οποίες προϋποθέτουν λειτουργικές κρατικές δομές για να αποδώσουν.
Το ισχυρό κράτος κινείται, ταυτοχρόνως, μανιωδώς στον παγκόσμιο χώρο, επιζητώντας το ίδιο συμμαχίες, διεθνή στήριξη και επικερδείς συμφωνίες για να προσφέρει ανάσες ζωής στην εσωτερική του παραγωγική δραστηριότητα. Και όταν χρειάζεται, ή ορθότερα όποτε μπορεί, συμμετέχει και σε άλλες πιο επιθετικές δραστηριότητες για να πετύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Για τι δυτικές δημοκρατίες αυτό γίνεται πλέον κάτω από το «σταυροφορικό» λάβαρο της παγκόσμιας δημοκρατίας.
Καθόλου τυχαία, άλλωστε, οι ΗΠΑ μετά το αρχικό σοκ της οικονομικής κρίσης, και υπό το φόβο της απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονίας, κινήθηκαν ιδιαίτερα επιθετικά σε πολλαπλά μέτωπα: στη Μέση Ανατολή και βόρεια Αφρική, με την αραβική άνοιξη και τον πόλεμο κατά του Άσαντ, κατά της Ρωσσίας, με αφορμή την Ουκρανία, αλλά και κατά της, εν δυνάμει γερμανικής, Ευρώπης. Κρίνοντας, εκ του, έως τώρα, αποτελέσματος, δεν τα πήγαν άσχημα. Η επιτυχία του «δημοκρατικού» ιμπεριαλισμού τους αντανακλάται στην παρούσα οικονομική τους ανάκαμψη.
Την ίδια, όμως, επιθετική τακτική ακολούθησαν ή επεδίωξαν να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι σοβαροί παίκτες του παγκόσμιου συστήματος. Όχι πάντοτε με επιτυχία αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η προσπάθεια της μαραζωμένης Γαλλίας να βάλει πάλι πόδι στο Λεβάντε, κατέληξε στο Βατερλώ του Παρισιού.
Ένα λειτουργικό κράτος δίδει, επιπλέον και τη δυνατότητα της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Η οποία προφυλάσσεται κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της κρίσης, μέσω πρωτίστως του αισθήματος ασφάλειας που μεταδίδεται στον πολίτη. Αυτή βεβαίως, προϋποθέτει μια σειρά από λειτουργίες όπως είναι κοινωνικές παροχές, απόδοση δικαιοσύνης, πάταξη του εγκλήματος.
Εν ολίγοις, όταν όλα αυτά συμβαίνουν, τότε η μετάβαση προς την έξοδο από την κρίση είναι ευκολότερη. Εξυπακούεται ότι οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν μας και τις διαφορετικές συνθήκες, υπό τις οποίες λειτουργεί το κάθε κράτος, τα διαφορετικά καθήκοντα που έχει να επιτελέσει. Όπως για παράδειγμα, την πολυεθνική σύσταση μια κοινωνίας ή τις εξωτερικές απειλές.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην ελληνική περίπτωση είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχθούμε ότι το ελληνικό κράτος αδυνατεί σήμερα να ανταπεξέλθει στην αποστολή του. Και τούτο διότι στο διάβα των προηγούμενων δεκαετιών έχει δεχθεί καθοριστική αλλοίωση των χαρακτηριστικών του. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μακρά διαδικασία μετάλλαξης, που συνδέεται άμεσα με τις ιστορικές περιπέτειες της χώρας.
Ως γνωστόν, από την ίδρυση του μικρού ελλαδικού κράτους δημιουργήθηκαν θεσμοί, που ήταν μεταφυτευμένοι από τη Δύση και άρα μη αρκούντως αποτελεσματικοί. Η πελατειακή φύση του θα το χαρακτηρίζει εσαεί. Επιπλέον, η ξενική εξάρτηση ήταν έντονη και η κοινωνική δομή δεν είχε εγχώρια συγκροτημένη εύρωστη αστική τάξη, γεγονός που δυσχέραινε σοβαρά τον εκσυγχρονισμό.
Παρ’ όλα αυτά, κινητήρια δύναμη και κεντρικός στόχος τον οποίον έπρεπε το κράτος να επιτελέσει ήταν, μέχρι και το 1922, η Μεγάλη Ιδέα. Στην πραγματικότητα, και ορθώς, η κρατική μηχανή προσαρμόστηκε στις ανάγκες αυτής της διαρκούς εξωτερικής επανάστασης, που θα επετύγχανε την εθνική ολοκλήρωση.
Μετά το 1922, υπό το άγος της μικρασιατικής καταστροφής, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, η επαναστατική κατάσταση μεταφέρθηκε στο εσωτερικό. Το κράτος, εντασσόμενο στο δυτικό κόσμο, λόγω και της εξωτερικής παρέμβασης, ανασυντάσσει τους θεσμούς του με στόχο την αποτροπή της νίκης των επαναστατικών δυνάμεων, καθώς η τελική έκβαση της αντιπαράθεσης δεν είχε κριθεί, αλλά και τον εκσυγχρονισμού των δομών που απαιτούσε η ευρω-ατλαντική συμμετοχή της Ελλάδας, στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου.
Για δύο περίπου δεκαετίες, μέχρι και το στρατιωτικό πραξικόπημα, το μοντέλο αυτό επέτυχε σε γενικές γραμμές τους βασικούς σκοπούς για τους οποίους είχε συγκροτηθεί, με όσα αρνητικά στοιχεία βεβαίως το χαρακτήριζαν. Η μεταπολιτευτική εποχή, έχοντας αυτή τη φορά το άγος της Κύπρου, όπου το κράτος απέτυχε να προστατεύσει, βρέθηκε σε κατάσταση σύγχυσης και αποπροσανατολισμού.
Η μακρά εσωτερική επαναστατική διαδικασία θα ολοκληρωθεί με την νίκη των δυνάμεων που είχαν ηττηθεί στο παρελθόν, αλλά αυτό θα γίνει μόνον κατά το ήμισυ. Και αυτό για να μη δημιουργηθεί ουσιαστικό πρόβλημα στο δυτικό κόσμο, στον οποίο παρέμενε ενταγμένη η Ελλάδα. Αυτή, όμως, η επαμφοτερίζουσα νίκη προκάλεσε και μια ιδιόμορφη εκ των έσω κατάληψη της κρατικής μηχανής στο όνομα της δημοκρατίας.
Ο γιγαντιαίος και ανερμάτιστος κρατικός Λεβιάθαν δεν κινείτο πλέον κατά κάποιων εχθρικών κοινωνικών ομάδων, όπως στο παρελθόν. Προσαρμοζόταν, όμως, σχεδόν αποκλειστικά στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των ίδιων των μελών του και του πελατειακού κομματικού συστήματος. Ως εκ τούτου, η κατάρρευσή του ήταν θέμα χρόνου.
Η παράταση του βίου του οφείλετο στη μερική συμμόρφωσή του στις δομές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ώστε να απορροφά διαρκώς τις ενέσεις χρηματοδότησης. Οι οποίες τόνωναν την κατανάλωση και δημιουργούσαν κοινωνική κινητικότητα αλλά την ίδια ώρα μείωναν την πραγματική κρατική ισχύ και εξόντωναν τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.
Τα μεγαλοαστικά στρώματα, σε όλη αυτή την περίοδο μετακινήθηκαν σε πιο παρασιτικές δραστηριότητες, με υψηλότερα κέρδη, επωφελούμενα από την μεταμόρφωση του κράτους, την οποία και υποστήριζαν. Ο ρόλος του κράτους είτε ως μεσάζων για την απομύζηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είτε ως φορέα δυσθεώρητου δανεισμού για εσωτερική διανομή ήταν βολικός.
Η πλέον υπονομευτική συνέπεια αυτής της μετάλλαξης της κρατικής δομής υπήρξε το φαινόμενο η Ελλάδα να διαθέτει ηγεμονικές ελίτ χωρίς εθνο-κρατική ιδεολογία, αλλά επίσης να είναι ίσως η μοναδική χώρα στην οποία οι κρατικοί της λειτουργοί να μη διέπονται από «κρατική ιδεολογία». Να αισθάνονται δηλαδή ότι η τύχη τους και τα προνόμιά τους δεν εξαρτώνται από την γενική ισχύ του μηχανισμού στον οποίο υπηρετούν.
Κατόπιν τούτων των δεδομένων, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Ελλάδα βρίσκεται επί χρόνια στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής κατάρρευσης, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει πολλαπλές άμεσες και μεσοπρόθεσμες προκλήσεις.
Αναφέρουμε τις σημαντικότερες:
– Την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Η έξοδος από την ευρωζώνη θα σημάνει μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση. Η υποτιμημένη και πανταχόθεν βαλλόμενη δραχμή θα είναι νόμισμα φτώχειας και δυστυχίας. Είναι η βέβαιη οδός προς την τελική βαλκανιοποίησή μας.
– Την ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής, με τη μείωση των παρασιτικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων και αντικατάστασή τους με πραγματικά παραγωγικές.
– Την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας. Οι νέο-οθωμανοί της Άγκυρας βαδίζουν βάσει σχεδίου. Επιθυμούν την πλήρη φινλαδοποίησης της Ελλάδας, την απόλυτη υπαγωγή της στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας, και όχι μόνον τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο ή την μερική αυτονόμηση της Θράκης.
– Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Χωρίς την Ελλάδα, όποια συμμαχία και να κάνει η Λευκωσία, ο ελληνισμός τριών χιλιάδων ετών κινδυνεύει θανάσιμα.
– Την αντιμετώπιση του εν γένει ισλαμικού κινδύνου. Είτε αυτός εμφανιστεί με άμεσα επιθετική μορφή, σε αυτή την πρώτη γραμμή του μετώπου που βρισκόμαστε, είτε με τη μορφή της συνεχούς μεταναστευτικής εισροής στο ελληνικό έδαφος.
Για να φέρει σε πέρας αυτές τις αποστολές επιβίωσης του ελληνικού έθνους το κράτος πρέπει να αλλάξει ριζικά, και να το κάνει πριν μας προλάβει κάποια καταστροφή -και μετά από αυτή αν δεν υπάρξουν ούτε και οι τελευταίες εφεδρείες είναι πιθανόν η παρακμή να συνεχίζεται μέχρι τη τελική σήψη.
Εντούτοις, αυτή η αδήριτη οδός σωτηρίας, μέσω της ισχυροποίησης συγκεκριμένων δομών του κράτους, που ασφαλώς προϋποθέτουν τόσο αποφασιστικούς περιορισμούς στις αντι-παραγωγικές του λειτουργίες αλλά και την αύξηση του συγκεντρωτισμού της εξουσίας δεν συζητείται.
Ο πολιτικός λόγος εξακολουθεί να κινείται με τους όρους της μεταπολίτευσης, διότι οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούν, αλλά και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ευελπιστούν κατά βάθος στην παράταση της προηγούμενης περιόδου.
Είτε εν μέρει, με κάποιες προσαρμογές, όπως επιθυμούν τα αστικά στρώματα, που εξακολουθούν να είναι θιασώτες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τα οποία προσδοκούν τη σωτηρία τους.
Είτε με μια επιστροφή στο σύνολό της, όπως επιθυμούν πλατιά στρώματα που εντάσσονται στον τομέα των υπηρεσιών και οι κρατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι επίσης στην πλειοψηφία τους είναι οπαδοί των βολικών υπερεθνικών διαδικασιών.
Το αποτέλεσμα είναι βεβαίως η απώλεια, περαιτέρω, της αξιοπιστίας μας και της όποιας ισχύος μας έχει απομείνει, και η επιτάχυνση της πορείας προς την κατάρρευση. Ελπίδα μας παραμένουν, μόνον, οι άγνωστες βουλές της .Ιστορίας, που συχνά εκπλήσσει!
Σωτήρης Δημόπουλος
http://sotiriosdemopoulos.blogspot.gr
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 16.1.2015, Β. Λορεντζάτος