Μετά το φοβερό κτύπημα του Εγκέλαδου, ζούσαμε μέσα σε σκηνές που είχε φέρει ο στρατός. Κοιμόμασταν πάνω σε ράντζα και ξυπνούσαμε πάνω στις στάχτες των ονείρων μας. Λες και δεν έφτανε η δυστυχία που απλόχερα είχαν σκορπίσει οι πρώτοι ισχυροί σεισμοί, είχαμε και τους συνεχείς μετασεισμούς που μας έκαναν να χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Μετά ήρθε να προστεθεί και ο καιρός που με τα πρόωρα πρωτοβρόχια του μετέτρεπε τα χωράφια, στα οποία είχαμε καταφύγει, σε αφόρητους λασπότοπους. Ακόμα και ο Αίολος τα είχε βάλει μαζί μας. Είχε για μέρες ανοίξει τους ασκούς του και μας σφυροκοπούσε αλύπητα. Σήκωνε σκηνές σαν τραπουλόχαρτο αφήνοντας τους ενοίκους τους εκτεθειμένους στα στοιχεία της φύσης. Τα βράδια η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δραματική. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι, οι αστραψιές και οι βροντές φάνταζαν ακόμα πιο απειλητικές εντείνοντας την απελπισία μας.
Βίωνα τις δραματικές αυτές συνθήκες, παιδάκι ακόμα. Είχα, όμως, ωριμάσει με κινηματογραφική ταχύτητα. Δεν είχα ακόμα συμπληρώσει τα έξη μου χρόνια, αλλά οι εμπειρίες των γεγονότων εκείνων με είχαν μετατρέψει σε ένα «μεστωμένο παιδί». Είχα από τη μια μέρα στην άλλη πάψει να ζητάω καραμέλες και σοκολάτες. Μου αρκούσε ένα κομμάτι «ξερό ψωμί και κίτρινο τυρί» που έριχναν τα μεταγωγικά αεροπλάνα από ψηλά. Είχα σταματήσει να ζητάω παιγνίδια. Μου έφτανε μια πάνινη μπάλα που κλωτσούσα ασταμάτητα στα γεμάτα λάσπη και πέτρες χωράφια. Οι συνθήκες με είχαν αλλάξει ριζικά. Είχα σταματήσει να κλαίω και είχα αρχίσει να σκέπτομαι. Είχα σταματήσει να ζητάω και είχα αρχίσει να προσφέρω ότι μπορούσα. Βοηθούσα τον παππού να μαζεύει ξύλα για να ζεσταινόμαστε τα κρύα βράδια, καίγοντάς τα πάνω σε πρόχειρα μαγκάλια, και τη γιαγιά να μαζεύει αγριόχορτα.
Δεν με ένοιαζε που δεν είχα το δικό μου δωμάτιο. Είχα προσαρμοστεί στο γεγονός ότι έπρεπε να κοιμάμαι μαζί με την οικογένειά μου, τους γονείς, το μωρό ακόμα αδελφό μου, τον παππού και τη γιαγιά και είκοσι ακόμα άτομα στην ίδια πελώρια σκηνή. Να μοιράζομαι τα πάντα μαζί τους. Την αβεβαιότητα για το αύριο, την οδύνη, την απελπισία, τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης, «το ξερό ψωμί και το κίτρινο τυρί». Ήταν, όμως, μια μοιρασιά που μετρίαζε και την αβεβαιότητα, και την οδύνη και την απελπισία και έκανε τις συνθήκες λιγότερο τραγικές και «το ξερό ψωμί και το κίτρινο τυρί» πιο νόστιμα.
Μου έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου η εικόνα που παρουσίαζε το Αργοστόλι από το χωράφι όπου είχαμε καταφύγει, εκεί ψηλά σ’ ένα λόφο. Ένα σωρό χαλάσματα. Χαλάσματα και τίποτα άλλο. Και από κάτω θαμμένοι εκατοντάδες άνθρωποι και χιλιάδες όνειρα.
Οι μέρες, οι εβδομάδες και οι πρώτοι μήνες πέρασαν γρήγορα, σαν αστραπή. Θέλαμε και εμείς να περνούν γρήγορα ελπίζοντας πως έτσι θα ερχόταν ένα καλύτερο αύριο. Ελπίζαμε γιατί ήμασταν ανήμποροι να κάνουμε κάτι άλλο. Η ελπίδα ήταν αυτό που μας είχε απομείνει. Με την ελπίδα προσπαθούσαν όλοι να ξανακτίσουν τα όνειρά τους. Να ανασυγκροτηθούν και να κάνουν μια καινούργια αρχή.
● ● ● ● ●
Έτσι κύλησε ο καιρός. Τέσσερεις μήνες γεμάτοι απόγνωση…
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Σε λίγες μέρες όλος ο κόσμος θα γιόρταζε την έλευσή Του και οι σεισμόπληκτοι της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και της Ιθάκης εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν το δικό τους Γολγοθά.
Θυμάμαι πολύ ζωντανά εκείνες τις μέρες. Δεν είναι δυνατόν να ξεχαστούν εκείνα τα Χριστούγεννα – τα πρώτα μετά το ξύπνημα του αναθεματισμένου Εγκέλαδου. Δεν υπήρχε τίποτα που να θυμίζει γιορτινή περίοδο. Τα χαλάσματα κάθε άλλο από γιορτινή ατμόσφαιρα συνθέτουν. Κι’ όμως νιώθαμε μια αλλόκοτη ζεστασιά στην καρδιά μας. Θες γιατί είχαμε ανάγκη να ξεφύγουμε από την καθημερινή μας μιζέρια, θες γιατί η δυστυχία ενώνει τους ανθρώπους, εκείνα τα Χριστούγεννα είχαν κάτι το ξεχωριστό. Και ας μην είχαμε στολισμένα δένδρα, και ας ήταν άδεια τα τραπέζια, κι’ ας μας περόνιαζε το κρύο κάτω από τις σκηνές, κι’ ας κυλούσε το νερό της βροχής κάτω από τα ράντζα, κι’ ας φυσομανούσε ο αέρας, κι’ ας μην ξέραμε τι μας επιφύλασσε το αύριο. Δεν μας ένοιαζε που δεν πήραμε δώρα. Τι καλύτερο δώρο μπορείς να έχει κανείς από το δώρο της ζωής. Ήμασταν εκεί έχοντας γλιτώσει από την οργή του Εγκέλαδου. Είχαμε ανταλλάξει και ευχές. «Χρόνια Πολλά και του Χρόνου». Τέσσερεις μήνες μετά την καταστροφή, ο κόσμος είχε αρχίσει να ξεχνά τη συμφορά που τον είχε βρει και δειλά-δειλά να κάνει τα πρώτα βήματά του στο δρόμο που θα τον οδηγούσε σε ένα καλύτερο αύριο…
● ● ● ● ●
Το καλύτερο αύριο, όμως, άργησε να έρθει για τους περισσότερους και για ορισμένους δεν ήρθε ποτέ. Η φευγιό των σεισμόπληκτων συνεχιζόταν. Έτσι βρέθηκα στην Αθήνα όπου έβγαλα τις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού. Οι γονείς μου είχαν αναγκαστεί να αναθέσουν τη φροντίδα μου στη γιαγιά μου που ζούσε στην ελληνική πρωτεύουσα.
Ενάμιση χρόνο αργότερα επέστρεψα στην Κεφαλλονιά. Η ανοικοδόμηση είχε αρχίσει αλλά η μιζέρια δεν είχε τελειώσει. Τις σκηνές είχαν αντικαταστήσει τα παραπήγματα. Εκατοντάδες μακρόστενα ξύλινα πρόχειρα οικήματα κατασκευασμένα το ένα δίπλα στο άλλο στέγαζαν χιλιάδες οικογένειες. Κάθε οικογένεια δικαιούταν ένα δωμάτιο. Ανάλογα με τον αριθμό των μελών της και το μέγεθος του δωματίου. Οι υπόλοιποι χώροι κοινόχρηστοι. Σε ένα τέτοιο δωμάτιο μείναμε, οι γονείς μου, τα δύο μου μικρά αδέλφια και εγώ, μέχρι το 1958 οπότε μετακομίσαμε στο σπίτι μας, κοντά στην κεντρική πλατεία του Αργοστολίου. Το οικόπεδο πάνω στο οποίο παλιά στεκόταν το ξενοδοχείο του παππού μου είχε μείνει το μισό. Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις είχαν «καταβροχθίσει» το άλλο μισό.
Οι καιροί εξακολουθούσαν να είναι δύσκολοι. Γεγονός που τροφοδοτούσε ασταμάτητα το «ποτάμι» της «πληθυσμιακής αιμορραγίας» των νησιών. Εγώ πια στο γυμνάσιο. Ένας σινεμά και λίγο ποδόσφαιρο αποτελούσαν δύο τρόπους απόδρασης από τη μίζερη καθημερινότητα. Σινεμά, ποδόσφαιρο και περισυλλογή. Μού άρεσε να παίρνω ένα βιβλίο και να πηγαίνω σε ένα αγαπημένο μου σημείο, να κάθομαι στα βράχια και αγναντεύοντας το πέλαγος να διαβάζω και να σκέπτομαι.
Πολλοί συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι είχαν αναγκαστεί να φύγουν από το νησί. Άλλοι πήγαιναν στην Αθήνα, άλλοι πιο μακριά. Στη Γερμανία, στην Αμερική, στον Καναδά και άλλοι στην άκρη του κόσμου, στην Αυστραλία. Ήταν τότε που άρχισα να σκέπτομαι και τη δική μου φυγή. Ήθελα να βρω διέξοδο στις δικές μου ανησυχίες. Δεν μου άρεσε η ιδέα να εγκαταλείψω τον τόπο μου, όμως, όσο περνούσε ο καιρός τόσο στένευαν τα περιθώρια. Ένιωθα να σφίγγει γύρω μου ο κλοιός μιας μοίρας που δεν υποσχόταν πολλά.
Καθόμουνα στα βράχια, αγνάντευα, διάβαζα τα αγαπημένα μου βιβλία, συλλογιζόμουνα και έκανα σχέδια.
Ήξερα ότι θα πλήγωνα τους δικούς μου όπως εξάλλου πλήγωναν κι’ εμένα αφάνταστα εκείνες οι σκηνές του αποχαιρετισμού συγγενών και φίλων που είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση πριν από μένα.
Η ιδέα της φυγής δεν άργησε να γίνει συγκεκριμένο σχέδιο που γρήγορα μπήκε σε εφαρμογή.
Πρώτος σταθμός η Αθήνα. Μετά το γυμνάσιο, τεχνικές σπουδές, στρατιωτικό. Οι υποχρεώσεις μου προς την πατρίδα ολοκληρώθηκαν λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1969. Οι υποχρεώσεις αυτών που κυβερνούσαν και κυβερνούν την πατρίδα προς όλους εμάς – που λες και ήμασταν «παιδιά ενός κατώτερου θεού» έπρεπε να εγκαταλείψουμε ότι αγαπούσαμε για να αναζητήσουμε κάτι καλύτερο στα πέρατα της γης – δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. «Έχουν μπει στο φάκελο των ασήμαντων… εκκρεμοτήτων»!
● ● ● ● ●
Χριστούγεννα 1969. Έκανα βόλτες στο Αργοστόλι και κοίταζα επίμονα τα πάντα σαν να ήθελα να τα αποτυπώσω με κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη μου και να τα πάρω μαζί μου. Έκανα και τις επισκέψεις μου στα αγαπημένα μου βράχια. Αγνάντευα το πέλαγος και προσπαθούσα να μαντέψω τι μου επιφύλασσε η μοίρα. Δεν έκανα «τρελά» όνειρα γιατί είχα μάθει «να απλώνω το χέρι μου μέχρι εκεί που μπορούσα να φθάσω».
Στο σπίτι κατήφεια… Ήξεραν ότι η απόφασή μου ήταν σωστή, όμως αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι δεν θα ήμουνα πια «δίπλα» στους δικούς μου, αφού ο δρόμος μου θα με έβγαζε πολύ μακριά.
Έτσι, 26 του Γενάρη βρέθηκα στο Σίδνεϊ. Κουβαλούσα μια μικρή βαλίτσα, πολλά όνειρα και τα 22 μου χρόνια.
Πέρασαν πάνω από 40 δημιουργικά χρόνια γεμάτα με τις χαρές και τις πίκρες που ο χρόνος μοιράζει στους ανθρώπους. «Έκτισα» το δικό μου σπιτικό, έκανα οικογένεια.
Οι λεπτομέρειες ξεφεύγουν από τους σκοπούς τούτου του σημειώματος. Εξαίρεση αποτελεί μόνο ένα συναίσθημα που είχε αρχίσει να με κυριεύει όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Άρχισα να αναπολώ εκείνα τα βράχια των νεανικών μου χρόνων. Άρχισαν να μου λείπουν βασανιστικά όλα εκείνα που τόσο επίμονα είχα αποτυπώσει στη μνήμη μου, λίγο πριν το ταξίδι της φυγής μου. Οι μνήμες, όμως, δεν αρκούσαν πια.
Ο κύκλος της φυγής είχε ολοκληρωθεί. Έπρεπε να αρχίσει ο κύκλος της επιστροφής. Και άρχισε. Ξαναβρέθηκα στους γνώριμους τόπους των παιδικών μου χρόνων. Ξανακάθισα στα ίδια βράχια. Αγνάντεψα και πάλι το ίδιο πέλαγος. Απόλαυσα το ίδιο ηλιοβασίλεμα.
Σ’ αυτόν τον τόπο που γνώρισα το φως της ζωής, θα περάσω φέτος τη γιορτινή περίοδο. Παρά την οικονομική κρίση – αποτέλεσμα κυρίως της ανικανότητας των κυβερνώντων, χθεσινών και σημερινών – η ατμόσφαιρα είναι γιορτινή. Χριστουγεννιάτικα δένδρα, πολύχρωμα φώτα, στολισμένες βιτρίνες, μπάντες, κάλαντα, παιδικές φωνούλες, χαμόγελα.
Όσο για τα αγαπημένα μου βράχια, παραμένουν πάντα εκεί και με περιμένουν. Όπως με περίμεναν υπομονετικά για πάνω από σαράντα χρόνια. Δεν τα απογοητεύω. Εξακολουθώ να τα επισκέπτομαι. Είναι πιστοί μου φίλοι. Πάντα ακούνε αυτά που τους λέω, ποτέ δεν προβάλλουν ανόητες αντιρρήσεις και – το σημαντικότερο – ποτέ δεν πρόδωσαν ότι τους εμπιστεύτηκα.
Καλά Χριστούγεννα, Χρόνια Πολλά, Καλή Χρονιά…
Γιώργος Μεσσάρης
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ…
Καθόμουνα στα βράχια και αγνάντευα στο Ιόνιο κείνη τη μαγευτική δύση.
Κι’ όσο αγνάντευα τόσο ταξίδευα σε τόπους μακρινούς.
Ζωγράφιζα στο νου μου τοπία που φάνταζαν ονειρεμένα,
όπως τα ήθελε η αδούλευτη νεανική ψυχή μου.
Κι’ ακούγοντας το συνεχές κελάδισμα των κυμάτων
έκαναν την εμφάνισή τους νεράιδες που με καλούσαν μακριά από τον τόπο μου.
Καλέσματα γεμάτα υποσχέσεις που η διψασμένη μου νιότη ρουφούσε
όπως η ξεραμένη γη πίνει λαίμαργα τη ξαφνική νεροποντή.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Με είχαν κερδίσει οι νεράιδες.
Με είχαν πάρει μακριά από τον τόπο μου.
Είχα κυνηγήσει τα όνειρα και είχα γευτεί το νέκταρ τους
αλλά συνάμα και τις αμέτρητες πίκρες της ζωής στη ξενιτιά.
Οι τόποι οι μακρινοί, οι ονειρεμένοι, έχουν πάψει πια να φαντάζουν το ίδιο γοητευτικοί.
Με τα χρόνια χάνεται η λάμψη τους και οι νεράιδες μετακομίζουν.
Τώρα ηχούν από τα μέρη που γνώρισα τη ζωή
και με καλούν επίμονα στο ταξίδι του γυρισμού.
Και νάμαι πάλι πάνω στα ίδια βράχια, αγναντεύοντας το ίδιο πέλαγος.
Η δύση είναι το ίδιο γοητευτική μα στα μάτια μου φαίνεται τόσο διαφορετική.
Τα ίδια κύματα χαϊδεύουν τα βράχια μα ο φλοίσβος τους ηχεί στ’ αυτιά μου αλλιώτικα.
Κι’ όμως ο τόπος μου είναι ο ίδιος, ανάλλαχτος – εγώ είμαι τόσο διαφορετικός…
BRIGHTON LE SANDS, SYDNEY 29-5-2007
Γιώργος Μεσσάρης