Θεσσαλονίκη: Διεθνές Συμπόσιο “Πολιτισμός και χώρος στα Βαλκάνια”.

θέμα της εισήγησης της Ρουμάνας ιστορικού Πάολα-Λιβία Σκαλκάου στο διεθνές συμπόσιο «Πολιτισμός και Χώρος στα Βαλκάνια (17ος – 20ος αιώνας)», που διοργανώνει το τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Η πρωτεύουσα του νομού Μεχεντίντσι, Ντρομπέτα – Τούρνου Σεβερίν, ιδρύθηκε το 1833, μετά την θέσπιση της ελευθερίας του εμπορίου, το 1829, με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης , που θα φέρει τους Έλληνες σε μεγάλο αριθμό προς τα ρουμάνικα λιμάνια. Ειδικά μετά το 1836, όταν ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Δημήτριος Γκίκας επέτρεψε στους ξένους να εγκατασταθούν στη νέα πόλη, όλο και περισσότεροι Έλληνες μετέβησαν εδώ. Η πόλη κατοικήθηκε κυρίως από ξένους και το βασικό χαρακτηριστικό της ήταν η μεγάλη εθνική ποικιλία. Οι Ρουμάνοι αποτελούσαν το 1865 το 27% του πληθυσμού, οι υπόλοιποι ήταν Σέρβοι, Εβραίοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Τούρκοι,Αρμένιοι, Αλβανοί, Ούγγροι, Τσέχοι, Ιταλοί, Πολωνοί, Ελβετοί, Ισπανοί, Γάλλοι, Βέλγοι, Άγγλοι και άλλοι.

Ένα σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων της πόλης προερχόταν από την Ήπειρο, ειδικότερα από το Πάπιγκο. Μια μικρότερη ομάδα Ελλήνων προερχόταν από τα ελληνικά νησιά και από τη Μικρά Ασία και πολλοί ήταν από τη Μακεδονία, ειδικότερα από την περιοχή Κοζάνης.

Ξεκίνησαν ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, με λίγα χρήματα, αλλά σιγά – σιγά επεκτάθηκαν και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των εμπορικών καταστημάτων, των πανδοχείων και των ξενοδοχείων της πόλης. Έκαναν εμπόριο (με δημητριακά, βαμβακερά είδη, σιδερικά, κρεατικά,ποτά, καπνά, αρώματα, βαφές, πορσελάνινα, υαλικά, τυροπιτάδικα, και άλλα). Μερικοί είχαν ατμόμυλους και εργοστάσια κεραμιδιών, ασβέστη, τούβλων, σανίδων, άλλοι ήταν μεγαλοκτηματίες.

Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί δεν ξέχασαν τους τόπους καταγωγής τους. Μεγάλο μέρος της περιουσίας τους το έστελναν στα χωριά τους, αλλά έκαναν δωρεές και στη νέα τους πατρίδα και συνεισέφεραν ουσιαστικά στον εκμοντερνισμό της. Τα έγγραφα των αρχείων του νομού Μεχεντίντσι δείχνουν ότι οι Έλληνες αναδείχθηκαν εδώ σε στοιχείο σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Επίσης, στις βιβλιοθήκες και στα αρχεία της πόλης υπάρχουν ακόμα πολλά ελληνικά βιβλία και χειρόγραφα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μετά το κομμουνιστικό καθεστώς επηρέασαν και τους Έλληνες, οι οποίοι έχασαν πολλά κτήματα, κτίρια και αγαθά. Η Ελληνική κοινότητα του Τούρνου Σεβερίν επανιδρύθηκε το 1995 και τα τελευταία χρόνια οι δεσμοί με τους τόπους καταγωγής των μελών της ενεργοποιήθηκαν ξανά.

Η κ. Σκαλκάου είναι δρ Ιστορικός, λέκτορας, Πανεπιστημιακό Κέντρο Τούρνου Σεβερίν και στο πανεπιστήμιο Craiova.

Είναι πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Τούρνου Σεβερίν και διευθύνει τον Όμιλο Ελληνικής Γλώσσας και Ελληνικού Πολιτισμού. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ρουμανικής Εταιρίας Νεοελληνικών Σπουδών. .Έχει γράψει πολλές μελέτες για τις ελληνο-ρουμανικές σχέσεις και δύο βιβλία: Οι Έλληνες της Ρουμανίας (2003, 2005) και Hellenism in Romania (2006, 2011). Η Νομαρχία Αθηνών την ανακήρυξε «Πρέσβειρα Ελληνισμού» για το έτος 2007.

Τόπος εξορίας τα Πριγκηπόνησα

Τα πέντε μεγαλύτερα από τα συνολικά εννέα Πριγκηπόνησα κατοικούνται από τους αρχαίους χρόνους, ωστόσο η η πραγματική τους εμφάνιση στα γραπτά κείμενα χρονολογείται από την βυζαντινή περίοδο, εποχή κατά την οποία υπήρξαν τόπος εξορίας και μοναχισμού.

Όπως επισημαίνει στην εισήγηση του στο συμπόσιο ο αρχιτέκτονας Απόστολος Πορίδης, κυρίως μετά τον 8ο αιώνα ανεπιθύμητοι άρχοντες, αυλικοί, ιεράρχες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, έκπτωτοι αυτοκράτορες , πολλοί από αυτούς τυφλωμένοι, εξορίστηκαν και απεβίωσαν σε αυτά τα νησιά. Την ίδια εποχή κτίστηκαν μοναστήρια επάνω στα θεμέλια των κατεστραμμένων αρχαίων ειδωλολατρικών ναών. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη στα μέσα του 9ου αιώνα ανέγειρε στην Πρίγκηπο μία γυναικεία μονή.

Σημαντικό γεγονός στην ιστορία του τόπου είναι η ανέγερση ανακτόρου από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Κουροπαλάτη το έτος 567 μ.Χ. στην νήσο Μεγάλη, την σημερινή Πρίγκηπο. Τα Πριγκηπόνησα στην Βυζαντινή εποχή δεν υπήρξαν μόνο τόπος εξορίας και μοναχισμού. Στα παράλια τους αναπτύχθηκαν 13 μικροί ψαράδικοι οικισμοί που οι κάτοικοι τους εκτός από την αλιεία ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια των κήπων και των αμπελώνων γύρο από τα μοναστήρια.

Το 1453, τα Πριγκηπόνησα υποτάχθηκαν στην Οθωμανική κυριαρχία. Τα πρώτα χρόνια έμειναν ερημωμένα από κατοίκους και κυρίως η Πρίγκηπος, όπου υπήρξε αντίσταση κατά των κατακτητών μέσα σε έναν οχυρό πύργο. Αργότερα, κατ’ εντολή του Πορθητή, με τις μεταφορές χριστιανικών πληθυσμών στην νέα βασιλεύουσα του Οθωμανικού Κράτους, ο τόπος πάλι απέκτησε μοναχούς και κατοίκους που ασχολούνταν με την αλιεία και την καλλιέργεια των μοναστηριακών κτημάτων.

Έως τα τέλη του 18ου αιώνα υπήρξαν καταφύγιο των Ευρωπαίων που ζούσαν στην Πόλη κατά τις περιόδους των καταστροφικών λιμών. Μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, η κατοίκηση σε αυτά των ξένων εμπόρων και περιηγητών, κυρίως Γάλλων και Άγγλων, ευρισκόμενων στην Πόλη, υπήρξε σημαντική στην μελλοντική κοινωνική και αστική διαμόρφωση των παραδοσιακών οικισμών.

Τα νησιά συνδέονταν με την Πόλη με μικρά κωπήλατα σκάφη, τα λεγόμενα «παζάρ καΐκια», που ξεκινούσαν καθημερινώς από τον Τοπχανά της Πόλης μεταφέροντας επιβάτες και εμπορεύματα σε αυτά. Κατά μέσα του 19ου αιώνα με την έναρξη των τακτικών δρομολογίων με ατμόπλοια αυξήθηκε σημαντικά ο μόνιμος και θερινός πληθυσμός τους.

Τα Πριγκηπόνησα γνώρισαν την μέγιστη κοινωνική και οικονομική τους ανάπτυξη κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου και το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Την εποχή αυτή αναδείχτηκαν ως το σημαντικότερο θέρετρο της Πόλης. Κατοικήθηκαν κυρίως από Έλληνες, μόνιμους και παραθεριστές, πλούσιους εμπόρους της Οθωμανικής πρωτεύουσας. Δεν ήταν όμως λίγοι και οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί αξιωματούχοι που έκτισαν εδώ τα εξοχικά τους «κονάκια». Τα πλούσια αρχιτεκτονικά δημιουργήματα εκείνης της εποχής, είναι αποτέλεσμα της υψηλής κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξης του τόπου που τον διαμορφώνουν σήμερα σαν ένα υπαίθριο μουσείο.

Ο Απόστολος Πορίδης είναι αρχιτέκτονας, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων της σχολής Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου İstanbul Esenyurt. Εκτέλεσε σημαντικά έργα αναστήλωσης ιστορικών μνημειακών κτιρίων, κυρίως εκκλησιών. Μέλος και αντιπρόεδρος της Εφοροεπιτροπής της Κοινότητας Πριγκήπου. Μέλος και γενικός γραμματέας της Εφοροεπιτροπής της Κοινότητας Ταταούλων.

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24.11.2014, Εύα Παπαδάτου