«Συγγένεια» Αμφίπολης – Βεργίνας

Διακοσμημένο με γυάλινα και οστέινα στοιχεία ήταν το φέρετρο του νεκρού που εντοπίσθηκε στον τάφο της Αμφίπολης. Τα διακοσμητικά αυτά στοιχεία, σύμφωνα με την ανασκαφική ομάδα, ήταν: γυάλινοι οφθαλμοί, ιωνικό κυμάτιο, διακοσμητικοί «αστράγαλοι», τετραγωνίδιο και «άκανθος».

Στοιχεία που βρίσκουμε σε φέρετρα ή κλίνες στη Βεργίνα και ανά τη Μακεδονία από τον 5ο αιώνα π.Χ. και ιδίως κατά τον 4ο και τον 3ο αλλά και σε «πλαίσια» παραστάσεων, όπως και σε ιωνικά κιονόκρανα, σαν αυτό στον προθάλαμο του τάφου της Αμφίπολης που ήταν επιζωγραφισμένο.

Γυαλί

Η εξάπλωση της τεχνικής παραγωγής γυάλινων αντικειμένων έφερε πλήθος από αυτά στα σπίτια των αρχαίων. Στη Μακεδονία η χρήση του γυαλιού φαίνεται πως ξεκινά τον 5ο αιώνα π.Χ. Τον επόμενο αιώνα, δηλαδή τον 4ο, έχει εξαπλωθεί κι άλλο. Σε πολλούς μακεδονικούς τάφους βρίσκουμε κατάλοιπα από γυάλινα διακοσμητικά και βεβαίως από οστέινα, τα οποία είναι τα πρώτα που κάνουν την εμφάνισή τους μαζί με τα λίθινα αντικείμενα. Σε κάποιους τάφους μάλιστα, όπως του Φιλίππου, τα στοιχεία είναι από ελεφαντόδοντο. Κάποια από αυτά έχουν την τυπολογική μορφή που ονομάζεται «οφθαλμός», «αστράγαλος», «άκανθος».

Της ίδιας μορφής διακοσμητικά στοιχεία εντοπίζουμε και σε μακεδονικούς τάφους, σε ολόκληρη την περιφέρεια του μακεδονικού βασιλείου. Εμείς θα αναφερθούμε σε αυτούς των Τημενιδών, που εμφανίζουν χρονολογική συνάφεια.

Ο αρχαιότερος από τους τάφους των Τημενιδών, αυτός που ο Ανδρόνικος απέδωσε στην Ευρυδίκη, μητέρα του Φιλίππου και γιαγιά του Αλεξάνδρου, είχε ανάλογες διακοσμήσεις τόσο στα ζωγραφισμένα στην πρόσοψη ιωνικά κιονόκρανα όσο και στην ταινία του ερεισίνωτου στον θρόνο. Η χρυσή αυτή ταινία «ορίζει» παράσταση Περσεφόνης – Αδη, ωστόσο εδώ δεν έχουμε απαγωγή, καθώς η Περσεφόνη εικονίζεται στο πλευρό του Πλούτωνα ως Κυρία του Κάτω Κόσμου. Η νεκρή είχε ταφεί το 340 π.Χ.

Ανάλογα στοιχεία είχε η χρυσελεφάντινη κλίνη από τον τάφο του Φιλίππου Β’ (336 π.Χ.). Η κλίνη, όπως αναφέρουν αρχαιολόγοι που γνωρίζουν τα μακεδονικά ταφικά έθιμα, μεταφερόταν στον τάφο από την οικία, όπως και άλλα έπιπλα. Δηλαδή είχαν χρησιμοποιηθεί από τον νεκρό όσο ήταν εν ζωή όπως μαρτυρά η επιμελημένη κατασκευή τους, που θα ήταν αδύνατον να γίνει μέσα σε χρονικό διάστημα μίας ή δύο ημερών.

Στον τάφο του Φιλίππου είχαν εντοπισθεί περισσότερα από 4.000 θραύσματα από χρυσό, γυαλί και ελεφαντόδοντο πεσμένα ανάμεσα σε διάφορα οργανικά και άλλα υπολείμματα. Εν τέλει με τη βοήθεια των συντηρητών της ΙΖ’ ΕΠΚΑ «αναστήθηκαν» και έγιναν δύο λαμπρά ανάκλιντρα, σύμφωνα με την πρόταση αναπαράστασης που προέκυψε από τη συνεργασία της αρχαιολόγου Αγγελικής Κοτταρίδη με τον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο.

Οπως αναφέρει η Αγγελική Κοτταρίδη στο βιβλίο «Μακεδονικοί θησαυροί – Μια περιήγηση στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων των Αιγών» (Εκδόσεις Καπόν), για το αρχαίο συμπόσιο οι κλίνες ήταν εκ των ων ουκ άνευ: «Μεγάλα και αρκετά ψηλά ξύλινα ανάκλιντρα, κάτι ανάμεσα σε κρεβάτι και καναπέ, που προορίζονταν για έναν ή δύο ανακεκλιμένους συνδαιτυμόνες και τοποθετούνταν η μία δίπλα από την άλλη κατά μήκος των τοίχων του δωματίου. Στη μία ή και στις δύο πλευρές της κλίνης υπήρχαν κατά κανόνα υπερυψωμένα ”προσκεφάλαια”, ενώ στρώματα και μαξιλάρια με υφαντά και κεντημένα καλύμματα τις έκαναν πιο αναπαυτικές. Οι κλίνες ήταν ξύλινες διακοσμημένες με ζωγραφιές, ανάγλυφα, ενθέματα από άλλα υλικά (πολυτιμότερα ξύλα, κεχριμπάρι, ελεφαντόδοντο, γυαλί, χρυσό, ασήμι) ή μέταλλο».

Η κλίνη στον λεγόμενο τάφο «Του πρίγκιπα» (Αλέξανδρος Δ’ – 310 π.Χ.) έμοιαζε αρκετά με εκείνες του Φιλίππου, «μολονότι η διακόσμησή της που περιοριζόταν στην εμπρός πλευρά ήταν λιγότερο πλούσια», όπως γράφει στους «Μακεδονικούς θησαυρούς».

«Στις βαθιές ζωφόρους δεν υπάρχουν πολυπρόσωπες παραστάσεις, αλλά το τυπικό θέμα του διασπαραγμού με γρύπες και άλλα αγρίμια που δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανάπλασή τους. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η παράσταση που αναπτυσσόταν στη στενή ζωφόρο στην επάνω τραβέρσα της κλίνης. Εδώ, σε ένα εξαιρετικά κομψό ελεφαντοστέινο ανάγλυφο, ένα αληθινό μικροσκοπικό αριστούργημα, στο οποίο αποτυπώνονται με μοναδικό τρόπο όλη η αβρότητα και η εκλέπτυνση της τέχνης των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, εμφανίζεται χαμογελαστός και χρυσοστεφανωμένος ο γενειοφόρος Διόνυσος με τη δάδα στο ένα χέρι, αγκαλιάζοντας τρυφερά τη γοητευτική συντρόφισσά του από τον ώμο με το άλλο, να προχωρεί στο γλέντι που τον οδηγεί ένας νεαρός σάτυρος παίζοντας το σουραύλι του. Σάτυροι και μαινάδες στροβιλίζονται εκστατικοί και πλαισιώνουν με την παρουσία τους το θεϊκό ζευγάρι σε έναν τόπο ιερό που τον ορίζουν χορηγικοί τρίποδες. Δυστυχώς, οι περισσότερες μορφές χάθηκαν και αυτές που σώζονται είναι πολύ διαβρωμένες, ωστόσο στο σύμπλεγμα του Διονύσου, που σαν από θαύμα μας σώθηκε σε εξαιρετική κατάσταση, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απαράμιλλη ποιότητα και την εκπληκτική ακρίβεια της επεξεργασίας». Στοιχεία διακόσμησης με «οφθαλμούς» έχουμε στον συγκεκριμένο τάφο τόσο στην κλίνη όσο και στο «πλαίσιο» της τοιχογραφίας με την αρματοδρομία.

Το φέρετρο (ή μήπως κλίνη;) της Αμφίπολης δεν σώθηκε, καθώς ήταν κατασκευασμένο από ξύλο. Γενικώς μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών τα ξύλινα αντικείμενα που σώθηκαν, καθώς το οργανικό υλικό αποσυντίθεται. Δύο ξύλινα φέρετρα έχει εντοπίσει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιά. Το ένα από αυτά είχε εντοπισθεί στο Αιγάλεω και είναι του 4ου αιώνα π.Χ. Το δεύτερο εντοπίσθηκε κατά τις ανασκαφές στο Δέλτα Φαλήρου, στην περιοχή κατασκευής του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος». Το φέρετρο, διαστάσεων 1,61 μ. μήκους, 0,77 μ. πλάτους και πάχους από 3 έως 9 εκ., δεν αποτελείται από διαφορετικά ξύλα, όπως συνηθίζεται, αλλά είναι μονόξυλο (δηλαδή προέρχεται από τον κορμό ενός δέντρου), που σώζει όλα τα στοιχεία του ξύλου, το δέρμα του, ακόμα και τους αυξητικούς δακτυλίους του.

Αρχαϊκή εποχή

Χρονολογείται στην αρχαϊκή εποχή (610-490/480 π.Χ.). Αν και δεν έχει ερευνηθεί ακόμα, σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση το φέρετρο ήταν δεύτερη χρήση του ξύλου, ενώ η πρώτη ήταν ίσως βάρκα. Το σπάνιο εύρημα κατάφερε να διατηρηθεί χάρη στις συνθήκες -έντονη υγρασία και απουσία οξυγόνου- που επικρατούσαν στο αρχαϊκό νεκροταφείο.

Στο τυπικό της αρχαίας ελληνικής κηδείας και του πένθους διακρίνουμε τέσσερις φάσεις, σύμφωνα με τον ιστότοπο arxaiologia.gr: την πρόθεση του νεκρού, την εκφορά, τον ενταφιασμό και τις τιμές που του γίνονται σε τακτές ή έκτακτες χρονικές στιγμές μετά την κηδεία. Κανονικά την κηδεία αναλαμβάνουν οι «επιβάλλοντες», οι κληρονόμοι. Ο νεκρός λούζεται και κόβονται τα μαλλιά του. Τα μαλλιά τους κόβουν και οι μαυροντυμένοι συγγενείς. Η πρόθεση γίνεται την επόμενη μέρα του θανάτου και έχει κύριο στόχο την πιστοποίηση ότι ο νεκρός δεν πέθανε με βίαιο τρόπο. Στο μέσο του δωματίου τοποθετείται το νεκρικό κρεβάτι με τον στολισμένο νεκρό.

Η «σύνοδος» των συγγενών και φίλων που έχουν προσκληθεί ονομάζεται «περίδειπνον». Η πολιτεία μάταια επιχείρησε να μετριάσει την υπερβολή του θρήνου των γυναικών που φτάνουν να σκίζουν τις σάρκες τους. Τα χαράματα της τρίτης μέρας γίνεται σιωπηλά η εκφορά, που οφείλει να ακολουθεί ευθεία πορεία. Στην πομπή προηγούνται οι άνδρες και οι γυναίκες ακολουθούν. Μόνο οι πολύ κοντινοί συγγενείς και οι γυναίκες άνω των 60 ετών επιτρέπεται να συνοδεύσουν τον νεκρό έως τον τάφο. Την επομένη του ενταφιασμού με ειδικό τελετουργικό απομακρύνεται το μίασμα από την οικία. Ο νόμος επιμένει στην όσο το δυνατόν μικρότερη διάρκεια του πένθους.

Μιχάλης Ιγνατίου

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 15.11.2014