Ο ιστορικός έχει ως αποστολή του να καταγράψει τα γεγονότα. Να τα ερμηνεύσει. Να προβεί και σε κρίσεις για τα πρόσωπα. Όμως ο ιστορικός είναι επιστήμονας. Και η επιστήμη καλείται να μιλά με βάση γεγονότα, αποδείξεις, πηγές. Δεν μπορεί να εισχωρήσει στα ανθρώπινα συναισθήματα, τουλάχιστον όσον αφορά στη διάρκειά τους. Να δει τη στιγμή. Το βάθος τους. Το πώς διαμορφώνεται το κίνητρο της αλλαγής. Ο ιστορικός μπορεί να προβεί σε γενικότερες διαπιστώσεις ή να εντοπίσει κίνητρα. Συνήθως όμως βλέπει την έκβαση των έργων, των προθέσεων, του χαρακτήρα, των επιλογών των ανθρώπων. Μπορεί να ξεκινήσει από τις προθέσεις τους. Δεν μπορεί όμως να μείνει σ’ αυτές. Να τις ζωγραφίσει. Να προχωρήσει σε μία ανάλυση στιγμιότυπο-στιγμιότυπο και να βοηθήσει ώστε οι μετέπειτα να σπουδάσουν την πορεία της ύπαρξης ενός πρωταγωνιστή προς την αλλαγή, προς τη νίκη ή την ήττα.
Εδώ έρχεται ο λογοτέχνης.
Ο λογοτέχνης παίρνει το ιστορικό γεγονός, την αλλαγή ή την στασιμότητα, τους πρωταγωνιστές της, καταγεγραμμένους ή αφανείς, κυρίως τους αφανείς, γεννά κι άλλους, μέσα από την φαντασία του ή μέσα από το πώς θα ήθελε να έχει διαμορφωθεί η εξέλιξη της πλοκής του έργου του ή της ιστορίας, και μας δίδει τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε στην ύπαρξή τους. Να απαντήσουμε στο ερώτημα: τι είναι αυτό που τους έκανε πρωταγωνιστές; Τι είναι αυτό που οδήγησε στην ιστορική αλλαγή; Τι είναι αυτό που τελικά τους φέρνει στην υπέρβαση του ιστορικού χρόνου και τους ανεβάζει στα σκαλοπάτια του ουρανού; Ο καθένας λογοτέχνης καλείται βεβαίως να απαντήσει στο ερώτημα: τι είναι γι’ αυτόν η λογοτεχνία. Έκφραση ψυχής; Σπουδή στην τέχνη και κατάθεση της εμπειρίας; Ανάγκη; Φαντασία; Αναζήτηση της αλήθειας ή κατασκευή της; Ή και μια απόπειρα διδαχής, δημιουργίας μιας παρακαταθήκης που θα επιτρέψει στους αναγνώστες του, του παρόντος και του μέλλοντος, να εμπνευστούν ή να απορρίψουν λογοτεχνικές και ιστορικές μορφές, που είναι βέβαιο ότι μπορούν να ταιριάξουν στα ζητούμενα πολλών από αυτούς. Ο διδακτισμός δεν μπορεί βεβαίως να είναι ο καθαυτό στόχος και να σημαδεύει τον τρόπο γραφής ενός λογοτέχνη, διότι τότε η λογοτεχνία γίνεται στρατευμένη κι αυτό γεννά προβληματισμούς για την σχέση της με την αλήθεια. Ωστόσο, κάθε λογοτεχνικό κείμενο με αρετές, αφήνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη του να διδαχθεί. Να γνωρίσει την εποχή στην οποία αναφέρεται, ιδίως όταν το λογοτέχνημα έχει τις πηγές του στην Ιστορία, και να αντλήσει μηνύματα για τη δική του αφύπνιση, τον προβληματισμό του και την πορεία του. Τελικά, μ’ αυτό τον τρόπο η λογοτεχνία δίνει ζωή στην Ιστορία!
Αυτό πετυχαίνει η Ευρυδίκη Λειβαδά στο μυθιστόρημά της Στα σκαλοπάτια τ’ ουρανού. Συγγραφέας με λογοτεχνικό ταλέντο, με μαστοριά στη γραφή και ξεχωριστή ικανότητα τόσο περιγραφής όσο και αφήγησης, αλλά και την ίδια στιγμή, μυθοπλασίας, πετυχαίνει στο βιβλίο της να μας παρουσιάσει την εικόνα της Κεφαλονιάς, της ιδιαίτερης πατρίδας της, στον ταραγμένο 19ο αιώνα. Χρησιμοποιώντας κλασικά λογοτεχνικά μοτίβα, όπως αυτά του ημερολογίου και της αναγνώρισης, αξιοποιώντας στοιχεία από την λαϊκή παράδοση τόσο του τόπου της, όσο και γενικότερα, όπως το ξεμάτιασμα και η προίκα, δοσμένα με το ιδιαίτερο επτανησιακό λεξιλόγιο, αλλά και επιτρέποντας στον εαυτό της να διαλεχθεί με σύγχρονα στοιχεία όπως το άνοιγμα της λογοτεχνίας στην ψυχολογία και το μεταφυσικό μυστήριο, μας δίνει την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα μυθιστόρημα στο οποίο η Ιστορία διαλέγεται με την τέχνη του λόγου, μας βοηθά να σπουδάσουμε τον αγώνα των ριζοσπαστών για την ελευθερία και την δημοκρατία και να δούμε την οπτική της συγγραφέως πάνω στο θέμα του ακατανίκητου έρωτα, που γίνεται πάθος, βεβηλώνει και καταστρέφει. Και την ίδια στιγμή, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, περιδιαβαίνουμε σε μία συναρπαστική περιπέτεια με ήρωες άρχοντες κι αρχόντισσες, αριστοκράτες, ανθρώπους του λαού, μοναχούς και μοναχές, αγρότες και υπηρέτες, τρελούς και γνωστικούς, ξένους και ντόπιους, έναν ολόκληρο κόσμο που συνταιριάζει τα Επτάνησα με την Γηραιά Αλβιόνα στα χρόνια της προετοιμασίας και του αγώνα για ανεξαρτησία.
Ιδιαίτερα επίκαιρη η τότε εποχή. Μας δείχνει ότι η δίψα για ελευθερία και δημοκρατία ξεπερνά τον χρόνο. Μας δείχνει ότι ακόμη και οι καλύτερες προθέσεις, όπως αυτή του τοποτηρητή της Κεφαλονιάς Νέιπιερ, όταν η γενικότερη πολιτική δεν βοηθά, δεν μπορούν να δώσουν στους ανθρώπους και τους λαούς την ευκαιρία να προοδεύσουν αληθινά, μολονότι μπορεί σε επίπεδο έργων, πολιτισμού, ποιότητας ζωής να συμβάλουν αποφασιστικά. Τίθεται βεβαίως το ερώτημα, το οποίο απασχόλησε στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα, όλους τους Επτανήσιους: καλύτερα ελεύθεροι, χωρίς όμως την πρόοδο που θα επιθυμούσαμε, ή εξαρτημένοι και με βελτίωση της ποιότητας ζωής μας; Καλύτερα να ακολουθούμε τον δικό μας δρόμο ή να ανήκουμε κάπου, να έχουμε τα απαραίτητα της ζωής και να είμαστε ενταγμένοι στον «προοδευμένο» κόσμο, χωρίς όμως ουσιαστική ελευθερία και δημοκρατία;
Οι πολιτικές ελίτ στην πατρίδα μας γενικότερα έχουν απαντήσει προ πολλού στο ερώτημα. Ο απλός κόσμος όμως εξακολουθεί να ονειρεύεται και να ελπίζει στην ελευθερία και τη δημοκρατία, ίσως με ρομαντισμό και απουσία ρεαλισμού, ωστόσο με την προσδοκία ότι κάποτε κάτι θα αλλάξει. Ο Σολωμικός λόγος εξακολουθεί να περιγράφει την κατάσταση: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε, πάντοτ’ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Γι’ αυτό και η ευθύνη των πολιτικών μας είναι τεράστια. Η όποια εξαπάτηση του λαού, εκτός από αγυρτεία, αποτελεί και συνέχεια μίας ανήθικης στάσης ζωής, η οποία οδήγησε και οδηγεί στην εξαχρείωση της κοινωνίας μας.
Από την άλλη αξίζει να σταθούμε στα λόγια της συγγραφέως: «Δύο, με τη φλόγα της αρετής, μπορούν να κάνουν έναν νέο κόσμο, απαλλαγμένο από κάθε λογής δηλητήριο. Δωσ’ μου το χέρι σου να διασχίσουμε μαζί την πύρινη οδό». Τα συλλογίζεται όλα τούτα. Όμως οι ερωτευμένες ψυχές τους δειλιάζουν, μελαγχολούν, βιώνουν έντονα τα προβλήματα των ανθρώπων που αγαπούν, και τα προβλήματα αυτά είναι ανασταλτικά στην πρόοδο και αποκάλυψη των πολύ προσωπικών τους συναισθημάτων. Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι η αλλαγή στη ζωή, η αληθινή επανάσταση έρχεται όταν οι άνθρωποι επιλέγουν το δρόμο της αρετής και της αγάπης, όταν έχουν την αίσθηση του χρέους έναντι των οικείων τους, αλλά και έναντι του κόσμου. Το τίμημα όμως είναι το κλείσιμο στον εαυτό μας, η θυσία των μεγάλων συναισθημάτων. Χαρακτηριστικό και το παράδειγμα του Κερκυραίου μεγάλου Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια. Η ζωή όμως είναι μία. Και αναρωτιόμαστε, καθώς διαβάζουμε τα λόγια της συγγραφέως, αν τελικά αξίζει η θυσία. Η συγγραφέας, με ταγραφόμενά της, αφήνει να διαφαίνεται καταφατική απάντηση. Ο δρόμος αυτός όμως δεν είναι για όλους.
Σημειώνουμε τον πετυχημένο τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή των συνεργατών των κατακτητών, οι οποίοι δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν την ισχύ τους έναντι των απλών ανθρώπων για να πλουτίσουν οι ίδιοι εις βάρος τους. Το χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο. Το χρήμα κάνει ακόμη και τα ιερότερα της ζωής που είναι ο γάμος και η οικογένεια να γίνονται μία συναλλαγή. Είναι συνηθισμένο το μοτίβο σε κείμενα Επτανησίων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως του Λασκαράτου, του Θεοτόκη, του Ξενόπουλου, να περιγράφεται αυτή η αέναη σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα και την οικονομική επιφάνεια και εξασφάλιση, ανάμεσα στα δύο μεγάλα μονοπάτια της ζωής: εξουσία και αυτάρκεια ή αγάπη που δεν θα τα έχει όλα. Και την ίδια στιγμή, η συγγραφέας σχηματοποιεί την άρνηση του αρχοντολογιού να ακολουθήσει το λαϊκό αίσθημα στα πρόσωπα που πλουτίζουν χάρις στην συνεργασία με τους Άγγλους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ακόμη ο χαριτωμένος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών, με αφορμή την εικόνα της Παναγίας της Πρεβεζιάνας, το επεισόδιο με την λιτάνευση του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή του 1848, η άρνηση του λαού να συμμετάσχει στην δέηση υπέρ του τοποτηρητή και η αποδοκιμασία του Αρχιεπισκόπου ο οποίος ήταν αγγλόφιλος, αλλά και η προβολή κληρικών όπως ο παπα-Φωκάς, που διαφύλαξε το μυστικό της οικογένειας της Κυμώς με σεβασμό στην αποστολή του, η λαϊκή ανάγνωση της ευχής του γάμου από τον απλοϊκό ιερέα, η άγαμη μητέρα που γίνεται μοναχή και όλο αυτό το δέσιμο των ανθρώπων με τη θρησκεία, όχι ως αναζήτηση πνευματικότητας και εσωτερικού βάθους, αλλά με τον τρόπο των Επτανησίων, που βλέπουν τη θρησκεία ως συστατικό στοιχείο της παράδοσής τους, ως καταφυγή στις δυσκολίες της ζωής και που ζητούν από τον κλήρο τους να έχει δυναμική παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι, πάντα στα πλαίσια του δημοκρατικού ήθους και του αγώνα για ελευθερία. Μία θρησκεία δηλαδή κοινωνικού και όχι τόσο πνευματικού περιεχομένου.
Από τους πιο δυνατούς διαλόγους του μυθιστορήματος είναι η αμοιβαία εκμυστήρευση των του έρωτος από τις δύο κεντρικές ηρωίδες, τις ξαδέρφες Σεμίνα και Κυμώ. Ο έρωτας που τελικά ανεβάζει τους ανθρώπους στα σκαλοπάτια του Ουρανού. Που είναι φως και την ίδια στιγμή θάνατος. Χαρά και λύπη. Που δύσκολα μπορεί ο άνθρωπος να τον αντέξει. Η μία ηρωίδα εξαφανίζεται. Η άλλη, αφού βρίσκει τις λύσεις στα αινίγματά της, επιστρέφει στο τέλος του μυθιστορήματος στην Κεφαλονιά. «Ουρανός» είναι το ατμόπλοιο ιονικών συμφερόντων με το οποίο ταξιδεύει προς το νησί. Στα σκαλοπάτιά του βρίσκεται η Κυμώ, έτοιμη να συνεχίσει τον αγώνα για την ελευθερία. Στα σκαλοπάτια που η δίψα για ζωή, για αλήθεια, για αγάπη είναι τα συστατικά στοιχεία που μας ανοίγουν το δρόμο για τον ουρανό και την ίδια στιγμή μας δείχνουν τι σημαίνει να είναι κάποιος αληθινά ελεύθερος.
Ευχαριστούμε και συγχαίρουμε την συγγραφέα για το μυθιστόρημά της, όπως επίσης και για το ότι μας υπενθύμισε ότι θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία και την ίδια στιγμή ότι ένας ήρωας δεν γεννιέται, αλλά γίνεται. Αρκεί να το λέει η καρδιά του. Και δεν έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα. Ο βιβλικός λόγος άλλωστε (Παροιμ. 29,10) πάντοτε θα έχει ισχύ: «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών η τοιαύτη»!
Κέρκυρα, 27 Σεπτεμβρίου 2014
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Αρχιερατικός Επίτροπος, Φιλόλογος – Δρ. Θεολογίας
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 28.9.2014