σαν Batalleur, όπως τον ωνόμασαν Γάλλοι συγγραφείς, αλλά όχι ερημίτης. Φαίνεται
όμως πώς πάλευε μέ τόν εαυτό του γιά νά [Παρίσταται] μέσα στο άθροισμα
τών ανθρώπων. Οι στίχοι του κάτι τέτοιο μαρτυρούν.
Οντας είμαι στόν κάμπο μοναχός μου,
Εχω μια συντροφιά τση ορεξιάς μου
Συντροφιά την καλύτερη του κόσμου
Εχω τή συντροφούλα τσή καρδιάς μου.
Και παρακάτω:
Και λέω στήν πόλη
νά μή πάω ποτέ μου…
Και ποιά ήταν η πόλη; Το μικρο Ληξούρι του 1890, μέ τήν αγορά καί τό παζάρι.
Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς φασαρία… Πόλη πού σήμερα φαίνεται δύσκολο
καί νά τή φαντασθούμε οι ταλαίπωροι κάτοικοι μικρών και μεγάλων πόλεων.
Κι όμως προτιμούσε τή μοναξιά τού κάμπου καί κατέβαινε στο Ληξούρι,
μόνο γιά τίς δουλειές του, κι ας υπήρξε πολίτης τού κόσμου.
Κι όταν πιά είναι πολύ ηλικιωμένος, απευθύνει χαιρετισμό στό σπίτι του
στά Ριτσάτα:
Έχετε γειά Ριτσάτα
Εγώ πάω καλλιά μου
κι αφήνω τά παιδιά μου,
γιά να’ρχωνται σέ σάς…..
Πολύτεκνος οικογενειάρχης, δέκτης κοινωνικών προσβολών, καί μίσους
κοινωνικού πού με περηφάνια τά υπέφερε, κι ομως λάτρης της ΜΟΝΑΞΙΑΣ……
Ζολιώ Λαδά Βαρβαρέσου
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 17.9.2014