Για τον ιεροδιάκονο και μοναχό, Ευσέβιο, τον Κηπουριώτη

Αντιπάλευε με τις καιρικές συνθήκες και ημέρευε τα χώματα των Κηπουραίων για να παράγει κρασί και λάδι και ότι  έκρινε αναγκαίο. Και όργωσε, και  έσκαψε, και τρύγησε με ράσα τετριμμένα και ταλαίπωρα, όπως ήταν η μοναχική ζωή του. Σκεφτόταν τα Κηπούρια του, την τύχη τους, είχε μάθει στη μοναξιά του, παραξενευόταν στα πολύβουα των ανθρώπων και όλο κλεινόταν τα τελευταία χρόνια στα εσώτερα της προσευχής και της ψυχής.

Όταν από τα γύρω χωριά έρχονταν φίλοι και δικοί του να τον δουν και ν’ ανάψουν ένα κερί στην Παναγιά την Κηπουριώτισσα και να προσκυνήσουν τον  Τίμιο Σταυρό, το χαιρόταν και άνοιγε το μοναστήρι ολόψυχα. Στο αρχονταρίκι πάντα δεν έλλειπε ο καφές του, το λουκούμι και το κρύο νερό, το δροσάτο όπως το έλεγε. Εμείς, τον Ευσέβιο  τον είχαμε, όπως ήταν φυσικό, ένα με τα Κηπούρια.

Κλείνοντας για τα ανθρώπινα, τα ελάχιστα που μπορεί η γραφίδα μου για τον μοναχό Ευσέβιο  να προσφέρει, στα μύρια λόγια ανοίγω δρόμο παραμερίζοντάς τα, και θυμάμαι,  πώς συχνά μας έλεγε μια προφητεία του Οσίου Ευφροσύνου, ασκητή αγίου των Κηπουραίων, για την τύχη του μοναστηριού.

«Θάρθει μια στιγμή που τα Κηπούρια θα κρεμαστούν σε έναν βράχο, έπειτα θα πάρουν τα επάνω τους…».

Ίσως αυτός ο βράχος, που συνέχισε την πορεία των σπουδαίων προκατόχων του, να ήταν ο μη γνωρίζων την εξήγηση της προφητείας, ο μοναχός Ευσέβιος!

Είθε, η Θεία Οικονομία να κρατήσει τα Κηπούρια,  Ορθόδοξα, Πνευματικά, Αλώβητα, παρέχοντας στους καταφεύγοντες σε αυτά, την αγάπη και την ειρήνη στην ψυχή μας.


Γεράσιμος Σ. Γαλανός