Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη γράφει για το: ‘’Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού’’

Με το έξυπνο πρόσχημα του ημερολογίου, ένας από τους κεντρικούς ήρωες  ο λόρδος Χένρυ Τίμοθι Κοουλντριτζ, συνεργάτης του Νέιπιερ, Άγγλου διοικητή της Κεφαλληνίας,  αρχής γενομένης τον Οκτώβριο του 1822, αρχίζει να περιγράφει κομμάτια από την συγκλονιστική, προσωπική του διαδρομή-συμπεριλαμβάνοντας ευθύς εξ αρχής μια συνάντηση με τον λόρδο Βύρωνα – μια ελκυστική από κάθε άποψη αφήγηση- κατά την επίσκεψη του Άγγλου φιλέλληνα στο Αργοστόλι, λίγο πριν εκείνος φύγει για το μαρτυρικό Μεσολόγγι.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη , αποκαλύπτοντας τον πλούτο του κειμένου και την δραματική πλοκή -που βρίθει ιστορικών στοιχείων τοποθετημένων με μαεστρία την κατάλληλη χρονική στιγμή-απηχώντας στον αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί στενά και με αγωνία

τα δρώμενα, ανάμεσα στις οικογένειες του Χένρυ Τίμοθι Κοουλντριτζ και της Στεριάνας Τζεντίλη, ενός υπέροχου και πολύ ερωτευμένου ζευγαριού που χάνεται πρόωρα σε ατύχημα, αφήνοντας πίσω τους ορφανή την μικρή κόρη τους- την ευαίσθητη και ευγενική Κυμώ –καθώς και ένα επτασφράγιστο μυστικό, που η αποκάλυψή του θα αλλάξει τον ρου των γεγονότων .

Η Κυμώ αποτελεί την κεντρική πρωταγωνίστρια του έργου, μαζί με την εξαδέλφη της, την αιθέρια καλλονή και αινιγματική Σεμίνα, θυγατέρα του σερ Έρνεστ Χάντλε’υ΄ κ της Μάργκαρετ Κόουλριτζ. Οι υπόλοιποι ήρωες που σκιαγραφούνται με δυναμισμό και έξοχη περιγραφική δεινότητα, είναι αρκετά ενδιαφέροντες, πολυπληθείς και άριστα ενταγμένοι στην πλοκή.

Ενδεικτικά μονάχα αναφέρω τον σερ Τσ. Τζ, Νέιπιερ, Άγγλο φιλέλληνα διοικητή της Κεφαλληνίας, τον δικηγόρο Λυμπέρη Τζεντίλη και την Λαγουρέτα Σιμονέτου, μητέρα του Μικέλη και μετέπειτα μοναχή , τον σερ Αρθουρ Γκίμπον, πάμπλουτο και ανάλγητο γαιοκτήμονα, σύζυγο της Σ. Χάντλε’υ’ και τον υιοθετημένο γιο του Μάικλ, μεγάλο έρωτα της Σεμίνα.

‘’ Το μυστικό που συνδέει τους πρωταγωνιστές κρύβεται στην αχλύ μιας ερμητικής μυριόχρονης διαδρομής, όπου στη μια πλευρά κατοικοεδρεύουν η ελευθερία, το πνεύμα, η παιδεία, οι ατέρμονοι ορίζοντες της σκέψης και του Έρωτα, και στην άλλη κυριαρχούν ο σκοταδισμός και η δουλοπρέπεια’’.

Η συγγραφέας αποδεικνύεται μαστόρισσα στην αφήγηση , αφού εστιάζει στην ουσιαστική λεπτομέρεια. Μ’ ένα μεγεθυντικό φακό στο χέρι φωτίζει κάθε φορά και μια άλλη πλευρά της πλοκής, παρασύροντάς μας με την  γοητεία του αφηγηματικού της λόγου. Μέσα απ’ την περιγραφή του μικρόκοσμου των απλών χωρικών -Παγή και Ανεζίνα Σιμονέτου, Τρελο –Φλωριά , του υπηρετικού προσωπικού Βγενούλα, Κερασίνα, Ρούσα, του κλήρου Παπά Φωκά, των προυχόντων του τόπου Δανέλη Μολεζίνη, σερ Αρθουρ Γκίμπον,  ισχυρών ανδρών, όπως των ριζοσπαστών Κεφαλλονιτών ευγενών Νικολό Τυπάλδου Χαριτάτου, και Βουλευτών Γεράσιμου Λειβαδά, Ιωσήφ Μομφεράτου, Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, – αναδεικνύεται το σύνολο ενός συναρπαστικού θιάσου.

Φυλλομετρώντας τις σελίδες, στήνονται διαρκώς μπροστά μας άκρως παραστατικά δρώμενα: Πολυπληθή και θορυβώδη σουαρέ, πλούσια δείπνα, επώδυνοι ή ευτυχείς γάμοι, εκδρομές, υψηλής σπουδαιότητας συναντήσεις , βασανιστήρια, δολοφονίες, ερωτικά κρυφά ραντεβού, παθιασμένες συνευρέσεις κ.ά., με αποτέλεσμα, υποβοηθούμενο και από το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα , το κείμενο να αποκτά δραματικότητα και αληθοφάνεια.

Στην προσπάθεια συσχέτισης του πραγματικού με το φως του ιδεατού αξιοποιούνται οι ιστορικές πηγές του 19ου αι. και ταυτόχρονα πλάθεται ένας κόσμος ζωντανός, με ανομολόγητες προθέσεις, με ήρωες τρανούς που σφραγίζουν την Ιστορία κι άλλους χαμηλής ηθικής θερμοκρασίας που συνθλίβονται στα περιττά και στα μάταια’’.

Μέσα στο μυθιστόρημα αξιοποιούνται όντως στο έπακρο, διαθέσιμες πηγές αφήγησης, που μας προσφέρει αφειδώς η ελληνική παράδοση και ιστορία. Βασικός στόχος της συγγραφέως είναι να εξιστορήσει την πορεία και τα πάθη των ηρώων, πράγμα που επιτυγχάνει με γλαφυρότητα, βάζοντας στην άκρη τον σκληρό ρεαλισμό και στηρίζοντας περισσότερο το ρομαντικό ρεύμα που συνάδει με την εποχή , ποικίλλοντας την αφήγησή της με στοιχεία ποιητικά και υπερβατικά, παρμένα συχνά από το χώρο των λαϊκών παραδόσεων και των μύθων.

‘’Το διαιώνια αναπάντητο ερώτημα της ελεύθερης βούλησης. Η απόλυτη κυριαρχία του Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος στη ζωή, στην ψυχή, στο αθάνατο.’’

Η χαρισματική ιστορικός και συγγραφέας ,μετατρέπει την  ιστορία σε ένα πολύχρωμο πανόραμα εποχών, συνειδήσεων και επιθυμιών, αποδίδοντας τέχνη με τόση πληρότητα ,που συναντάς μόνο σε προικισμένους αφηγητές, όπως η ίδια. Η Ευρυδίκη Λειβαδά περιπλανιέται πάνω από το υπερβατικό και το μεταφυσικό, προκαλώντας συγκίνηση με τις σπάνιας ευρηματικότητας και μεγάλης εικονοπλαστικής δύναμης περιγραφές της.

Είναι φανερό το ότι η ίδια θέλγεται από τα κλασικά πολύτομα ή πολυσέλιδα μυθιστορήματα- ποταμούς της Ελληνικής αλλά και της  ξένης Λογοτεχνίας , όραμά της είναι να πιάσει τον αναγνώστη από το χέρι και να τον οδηγήσει σε δύσβατα μεν αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια, που οδηγούν στο λυτρωτικό τέλος-κάθαρση, μ’ ένα σφιχτοδεμένο κείμενο, που εναλλάσσεται συνεχώς , δίχως αναλυτικές και πολλάκις βαρετές αναφορές.

Σ’ αυτό το ταξίδι η δημιουργός, προσέρχεται πάνοπλη, με πολλή και καλή γνώση της ιστορίας, με αναλυτικές λεπτομέρειες και παραλειπόμενα, με την καθημερινή ζωή των πλασμάτων της να είναι ανάλογη  της εποχής που περιγράφει, του χώρου μέσα στον οποίο κινούνται, με λεπτομερέστατες και ολοζώντανες περιγραφές των οίκων της εποχής,-βρίσκεσαι εκεί ταυτόχρονα κι όλα αυτά τα βλέπεις με τα μάτια του νου μπροστά σου-, των ενδυμασιών, των ποτών και φαγητών, των ιστορικών μνημείων αλλά και των γεγονότων, καθώς και των ηθών και εθίμων.

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την εξαιρετική περιγραφή των φυσικών τοπίων της ιδιαίτερης της πατρίδας , της φύσης γενικότερα, που αφήνει να φανεί καθαρά η λατρεία της , η οποία διατρέχει το κείμενο απ’ άκρη σ’ άκρη, για τον γενέθλιο τόπο, την γαλαζοπράσινη Κεφαλλονιά που υπερασπίζεται, προωθεί και κάνει γνωστή με όλο της το είναι.

Οι ήρωες της Λειβαδά είναι άνθρωποι της καθημερινότητας που γεύονται την αποτυχία και σημαδεύονται από αυτήν.Οι δρόμοι τους ταυτίζονται με την πορεία για την ανάκτηση του εαυτού, της χαμένης αξιοπρέπειας, της κλονισμένης αυτοεκτίμησης, με την απόδοση της δικαιοσύνης, της κοινωνικής ισότητας αλλά και του έρωτα και της ηδονικής χαράς, που ασφυκτιά μέσα στα στενά πλαίσια μιας υποκριτικής και πουριτανικής κοινωνίας .

Η περιγραφή της εποχής είναι άκρως πειστική και το σκηνικό που στήνονται γεγονότα και ιστορίες, είναι πλήρως διασταυρωμένο ιστορικά .

Πατώντας επάνω σε αυτό, καταγράφει και εδραιώνει -με μια πολυεπίπεδη, καίρια , απογειωτική γραφή, που η δύναμή της είναι εμφανής, μέσω της λεπτότητας της γλώσσας-,  μια μοναδική δυναμική εξελίξεων, που πηγάζει και τροφοδοτείται από τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα- Εθνικά κινήματα στα Ιόνια νησιά, Επτανησιακός ριζοσπαστισμός και σχέση με τις Γαλλικές επαναστάσεις, Άγγλοι στα Επτάνησα, λαϊκές εξεγέρσεις στην Κεφαλλονιά κ.λ.π.-που σαρώνουν τα τέλη του 19ου αιώνα.

Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συγγραφέας σεβάστηκε και με το παραπάνω την ιστορία , παραθέτοντας στο τέλος σωρεία σημειώσεων και εκτενή βιβλιογραφία,( διατριβές, βοηθήματα, υλικό αρχείων του κράτους, ιστορικές πηγές από λαογραφικά μουσεία, πολύτιμα και σπάνια άρθρα από εφημερίδες της εποχής, γλωσσάρια κ.λ.π.) η οποία είναι τόσο πλήρης και εμπεριστατωμένη, που θα μπορούσες να γράψεις κάλλιστα ένα νέο βιβλίο, που να αναφέρεται στον ίδιο τόπο και χρόνο.

Η παράθεσή τους στο τέλος του έργου μαζί με το ανάλογο γλωσσάρι, που εμπεριέχει την μετάφραση του γοητευτικού επτανησιακού ιδιώματος  και ικανό αριθμό πολιτικών σχολίων, επεκτείνεται σε  ένα μεγάλο αριθμό σελίδων, προσδίδοντας ακόμα μεγαλύτερη σοβαρότητα στο βιβλίο της.

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε επίσης την παράθεση του γενεαλογικού δέντρου των ηρώων, τις περιόδους του πονήματος, καθώς και τον κατάλογο των βασικών καθώς και των δευτερευόντων προσώπων, που παρατίθενται προς διευκόλυνση του αναγνώστη.

Σ’ ένα εγχείρημα με μεγάλες δυσκολίες και αντιστάσεις, η Ευρυδίκη Λειβαδά κατάφερε να δώσει πνοή και ρυθμό, παραδίδοντάς μας ένα –αντίστοιχο των κλασικών έργων- μυθιστόρημα , με ήρωες που δεν θα ξεχαστούν εύκολα, με παράλληλες ιστορίες που αλληλοσυνδέονται και αργά ή γρήγορα ολοκληρώνονται, αφήνοντας μια γλυκόπικρη -αλλά εξαιρετικής αισθαντικότητας -επίγευση στο τέλος.

Αναμφίβολα, ένα από τα καλύτερα βιβλία στο είδος του.

Εύχομαι καλοτάξιδο, μέσα από την καρδιά μου…

Ρένα Πετροπούλου – Κουντούρη

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12.8.2014