Ήταν το μαντρί του Σπύρου Κουνάδη και όπως φαίνεται με την Φιλανδία του και την οικογένειά τους χαίρονται για όλα αυτά, της πρωτογενής δραστηριότητας της επιβίωσης της ζωής, που πράττουν με πολλή υπομονή και αγάπη.
Πολλά πρόβατα δεν είδα, μα αρκετά ήταν μαντρωμένα στο τσάρκο και δίπλα στην μπασιά του είχαν στρώσει τα πανιά, όπου εκεί οι κουρείς σουλούπωναν τα πρόβατα. Σκιάδα φυσική και δροσιά βουνίσια δεν άφηναν να κουραστούν τα χέρια, που μέσα στα ευτράπελα και τα πειράγματα, δεν έχαναν την έγνοια τους για να τελειώσουν τον κούρο.
Φορτωμένη η φωτογραφική μου μηχανή από του Δεσπότη μας τα τριαντάχρονα εόρτια, φουλάρισε κυριολεκτικά και από τις σκηνές του κούρου.
Άλλος τσάκωνε το πρόβατο από το πόδι και το έσερνε σιγά σιγά, το παρέδιδε στον κουρέα και σε λίγα λεπτά να’ σου, ήταν έτοιμο να χαρεί και αυτό τη δροσιά της Λαύρας. Άλλοι κουρεύανε και άλλοι έδιναν τα ζωντανά στους κουρείς, άλλοι επόπτευαν και βοηθούσαν όπου ήταν ανάγκη, άλλοι και άλλες τακτοποιούσαν το γεύμα, τη φωτιά και το καζάνι και άλλοι ήταν έτοιμοι να ξεκουράσουν τον κουρέα και να συνεχίσουν αυτοί. Ο Σπύρος Κουνάδης, ο ιδιοκτήτης του μαντριού είχε στο μυαλό του να βάζει το φάρμακο, εκεί που η μηχανή του κουρέματος πρόδιδε πως υπάρχει πρόβλημα στο ζωντανό.
Υπέροχος οργασμός δράσης και κεφιού. Οι κουρείς με νέες μηχανές, του εμπορίου, ηλεκτρικές, εύκολα ξέντυναν τα πρόβατα από το μαλλί για να μη ζεσταίνονται και σκάσουν από τη φλόγα του καλοκαιριού. Ο Κουνάδης Γεράσιμος, ο Κόκκινος Παναγής ήταν οι τροφοδότες των κουρέων και οι κουρείς που σπατσάριζαν με τέχνη και γρηγοράδα ήταν : ο Μπαλτσαβιάς Γεράσιμος, ο Τζωρτζάτος Μάρκος, ο Πεφάνης Γεώργιος, ο Κουνάδης Βαγγέλης, ο ιδιοκτήτης Κουνάδης Σπύρος, ο Καλαφάτης Θωμάς, ο Κουνάδης Αλέκος και φυσικά ο πιο πολύτιμος της παρέας που μάζωνε τα μαλλιά, ο Κακαρούμπας Πέτρος.
Αναγκαίες και όμορφες τούτες οι εθιμικές πράξεις που όλο και χάνονται ή αλλάζουν πρόσωπο και τάξη, καθώς η τεχνολογία καλπάζει και σου παρέχει την εύκολη λύση. Στο μικρό πλάτωμα μεταξύ χαμόσπιτων και μαντριού καρέκλες και τραπέζι για να καθίσει κανείς για έναν καφέ ή μεζέ ή λίγο τυρί. Σε αυτό το μέρος καθόταν περήφανα ένα λεβεντόγερος, ο Φουρφουρής Ευάγγελος, ή όπως είναι το επίθετό του Καλαφάτης Ευάγγελος. Τα μαλλιά του γκριζόμαυρα, ενώ το χτένι πάνω από το στόμα του, το μουστάκι του, ολόασπρο.
-Καλά πως και εφκείνο συμβαίνει, του λέω και η απάντηση σιωπηλή και χαμογελαστή, καλοσυνάτη και έξυπνη:
-«Γεράσιμέ μου είναι που άσπρισε από εφκείνο το πράγμα».
Δηλαδή; Ρώτησα εγώ, τι πράγμα; Δεν το κατάλαβα» Εφκείνο που σε πολλά μέρη το λένε «κιτσικέλι». Ε, τότε μπήκα στο νόημα!!! Να μια ωραία εξήγηση είπα. Και τι ηλικία έχεις αγαπητέ Φουρφουρή:, Άκου λέει, την ίδια με τον Δεσπότη σου, δηλαδή 88. Χαμός! Κέφια και γέλια όμορφα, καλοσυνάτα.
Άνθρωποι χωρίς άγχος, χωρίς μιζέρια είπα, μα και γι’ αυτό είναι σ’ όλα τους κοτσανάτοι! Με δεν πρόφτασα να ρωτήσω τίποτε άλλο και να’ σου μια ρίμνα, βιογραφική του Φουρφουρή, από το στόμα του, για της ζωής του τη δράση.
Γειά σου Βαγγέλη Φουρφουρή με τη ψιλή τη φούντα
τόσα χρόνια δούλευες στα ξένα και τα λεφτά σου, πούντα;
Πήρα να περπατήσω, να γνωρίσω το τοπίο. Άφησα τον φίλο Γεράσιμο Ξένο από τα Ζώλα, και αυτός τσοπάνος χρόνια, και με μπροστάρισσα τη Φιλανδία περπατήσαμε για λίγο.
-Έλα Γεράσιμέ μου να δεις το πηγάδι με το νερό που είναι ατελείωτο. Μα όταν αντίκρισα τις πέτρες, που στο βάθος πολύ νερό κρατούσαν και τριγυρισμένο το τοίχωμα του πηγαδιού με λίμπες για να ξεδιψούν τα ζωντανά, απόρησα που με μπλε σταυρούς είχε σημαδέψει το χώρο.
-Τι κάνετε εδώ Φιλανδία μου, τι είναι τούτοι οι σταυροί πάνω στις πέτρες του πηγαδιού;.
-Αχ πέρυσι έπεσα και έγινα μπουκούνια, χτύπησα και ήμουνα στο νοσοκομείο. Το σταύρωσα το μέρος για να ξορκίσω το κακό, να μην μού ξανασυμβεί. Να από’ δω έπεσα και όλο μου τα πλαϊνά κακοθάνατα τα έκαμα!
Γυρίσαμε στη βάση του κούρου, οι μηχανές ήταν σε δράση. Κάτι μοσχοβόλαγε, ωσάν ψητό μοσχομύριστο. Είπα με το μυαλό μου, εδώ είμαστε κύριε Γεράσιμε Ξένε από τα Ζώλα.. Λες και διάβασε τη ματιά μου αυτός και μου λέει, «είναι αζύγιαστο σου λέω»!
Ποιο κει, στην μπασιά του σπιτιού, ο Δημήτρης Καλαφάτης (ο Κούτουπας), κάτω από τα «πλατάνια» έψηνε και ετοίμαζε το ζεύκι, κρέατα ψητά, γιατί όπως θα τελείωνε ο κούρος, έπρεπε να γιομίσουν τα στομάχια και να στερεωθούν τα κορμιά από την ταλαιπωρία. Βοηθός του ο Λεύτερης Καλαφάτης, ο υιός, που όπως βλέπω θα πάρει την τέχνη του πατέρα του.
Με μέσα σε όλη αυτή την όμορφη και καλοσυνάτη ατμόσφαιρα, ήταν και οι κυράδες. Η σπιτονοικοκυρά Φιλανδία είχε το πρόσταγμα στα πάντα, η κόρη της η Ελένη, έλεγχε αν το πρόγραμμα πάει καλά, μη λείψει τίποτε. Πέρα από αυτά με σβιντάριζε κεφαλλονίτικα. Όλο για το Ληξούρι με πείραζε..και δώστου να λέει …
«Πάρε άνδρα από το Ληξούρι νάχει άνδρα και γαϊδούρι»
Είπα να μην ειπώ το γνωστό…
«Και γυναίκα από το Αργοστόλι που να την έχουν όλοι»
Μ’ έσκασε καλοσυνάτα, μα τση λέω κι εγώ… «Ελένη μου, η φράση εννοεί, πως οι Ληξουριώτες είναι υπομονετικοί, καλοί και κουβαλητές στο σπίτι τους, δηλαδή προσέχουν τσι γυναίκες τους», αλλά αν δε θέλεις και αυτή την εξήγηση πάρε και τούτη..», «Το διωγμένο στη ζωή σε δικαιώνει…!!!» Αυτό λέει ο Γαλανός σου! Κόκκαλο η Ελένη!
Μα στην παρέα ήταν και άλλες, λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή, όχι φυσικά! Η «πονηρή φωτογράφος» Μαριάννα Λεγάτου, όλο και αλλάζαμε πόζες για χάρη της… μα και οι γκαρσόνες που με τους δίσκους ξεδιψούσαν τους κουρείς και τους καλεσμένους , η Νίκη Μεσσάρη και η Σοφία Τζωρτζάτου. Μέσα σε όλα και η βοήθεια της μικρής Κορσιάνου Θεοδώρας, κόρη της Ελένης Κουνάδη.
Μπριτού πάω να κλείσω τούτα τα παραλειπόμενα, τα όμορφα και τα καλοσυνάτα που περάσαμε στις Λαύρες της Αγίας Δυνατής, στέκομαι στη φίλη Κουνάδη Ευαγγελία. Όμορφη, μα σιωπηλή, την πειράζαμε αλλά τίποτε, χαμογελούσε για λίγο και μετά πάγωνε το σκέρτσο! Ε τότε έσκασα και είπα
-Βαγγελιώ μου μη σκας, τόμου χαλάσει το πουκάμισο, το πετάμε και παίρνουμε καινούργιο! Το κατάλαβες! Από κείνη τη στιγμή άρχισε να χαμογελά.
Περάσαμε όμορφα, χαρήκαμε τον κούρο όσο με το φίλο μου μείναμε, γιατί σκεφτόμαστε την επιστροφή μας και τη δυσκολία του δρόμου. Η Φιλανδία και οι άλλες κυρίες όλο μας έτρεχαν να καθίσουμε να πάρουμε ένα μεζέ, να φάμε και ξαφνικά να’ σου και ήρθαν πιάτα με ψητά και βραστά κρέατα, από το μεγάλο καζάνι που κόχλαζε στο παλιό πετροσπιτοκάλυβο, με τις έρτες του ακόμη να αντέχουν στο χρόνο. Άρχισε και ο Δημήτρης Καλαφάτης, ο Κούτουπας, να λέει, φάτε μωρές και μετά αμολάρετε!
Ε, την ώρα που «καθίσαμε» στα τρεχάτα, να’ σου και ο Αλέκος Κουνάδης, ανέβηκε να ξαποστάσει από το κούρεμα και άρχισε η γλώσσα του να λέει:
-«Το πανεπιστήμιο ήταν στο Πετάλι (περιοχή πάνω από τα παλιά Βλαχάτα)
και εδώ είναι οι Λαύρες (Το παράρτημα)» Δηλαδή Αλέκο μου τι πάει να πει αυτό!
-Άκου, εκεί ήξεραν να κλέψουν τα ζωντανά με τέχνη, εκεί ήταν το πανεπιστήμιο, εδώ είναι το παράρτημα! Εννόησα και είπα, δηλαδή μιλάς για τη ζωοκλοπή.
-Δε λέγεται Γεράσιμέ μου, έτσι η λέξη και η πράξη της ζωοκλοπή στην Κεφαλλονιά μας.
-Πώς λέγεται για να καταλάβω…
Πώς λέγεται;! Άκου και σημείωσέ το καλά
«Αγορά δίχως τιμολόγιο!»
Ε, τότενες ήταν που μου ήρθε κόλπο φουλμινάντε….
Επιτέλους, αμολάραμε, αφού πρώτα βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες στο κρεβάτι της υποδοχής και στη μπασιά των Λαυρών τση Αγίας Δυνατής!
Ραντεβού υποσχεθήκαμε και του Χρόνου και Πολλούς
με κατσίκια και λαγούς!
«Φίλοι Δειλινάδες να είσαστενε πάντα καλά»
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός