Πια θόλος δεν υπάρχει πάνωθέ μας
Μα κάπου απόκεντρα ένα σπίτι μονάχο
Οπου είναι κρύοι οι χειμώνες και καυτά τα καλοκαίρια,
Οπου έχει αράχνες και παντού κάθεται σκόνη,
Οπου σαπίζουν γράμματα όλο φλόγα,
Αθόρυβα αλλάζουν τα πορτρέτα,
Κι οι άνθρωποι εκεί πηγαίνουν σαν σε μνήμα,
Κι όταν γυρίζουν πλένουνε τα χέρια με σαπούνι
Κι αποτινάζουν ένα δάκρυ βιαστικό
Από τα κουρασμένα βλέφαρα – κι αναστενάζουν…
Μα ο χρόνος τρέχει, η μια άνοιξη
Την άλλη ακολουθεί, ο ουρανός ροδίζει,
Αλλάζουν τα ονόματα των πόλεων,
Και μάρτυρες των γεγονότων δεν υπάρχουν,
Με ποιον να κλάψεις και με ποιον να θυμηθείς.
Και ξεμακραίνουν από μας οι σκιές αργά,
Αυτές οι σκιές που πια δεν τις καλούμε,
Που θα \’ταν τρομερός για μας ο γυρισμός τους.
Και κάποτε ξυπνώντας βλέπουμε πως έχουμε ξεχάσει
Ακόμη και τον δρόμο για το έρημο εκείνο σπίτι,
Κι από ντροπή πνιγμένοι και θυμό
Τρέχουμε προς τα κει, μα (όπως στα όνειρα συμβαίνει)
Ολα είναι αλλιώτικα: Οι άνθρωποι, τα πράγματα, οι τοίχοι,
Κι εμάς κανείς δεν μας γνωρίζει – είμαστε ξένοι.
Σε λάθος μέρος φτάσαμε… Θεέ μου!
Και φτάνει τότε η πιο πικρή στιγμή:
Νιώθουμε πως δεν θα γινόταν να χωρέσουμε
Τούτο το παρελθόν στα όρια της ζωής μας,
Και πως για μας είναι σχεδόν το ίδιο ξένο
Οσο και για τον γείτονα στο διπλανό μας σπίτι,
Πως κείνους που πεθάναν δεν θα τους αναγνωρίζαμε,
Κι εκείνοι που ο Θεός τους χώρισε από μας,
Δίχως μας μια χαρά τα καταφέραν – κι ακόμη
Πως όλα πήγαν στο καλύτερο…
[5 Φεβρουαρίου 1945, Φοντάνκα]
Ποίημα από τη επερχόμενη συλλογή Ελεγείες του βορρά, μτφρ.: Ασπασία Λαμπρινίδου
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24.6.2014, Poema