Ο μογγολικός λαός των Ούννων ξεκίνησε από τα βάθη της Ασίας και, στα τέλη του Δ’ αιώνα, έφτασε στη Συρία και τη Μ. Ασία. Χωρισμένοι σε μεγάλες ομάδες και με συνεχείς επιδρομές, οι Ούννοι πέρασαν στις αρχές του Ε’ αιώνα την Κασπία θάλασσα και προχώρησαν δυτικά, φτάνοντας στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Στα 434, ένας πανέξυπνος άνδρας, ο Αττίλας, τους ένωσε σε ένα έθνος και ίδρυσε βασίλειο στην περιοχή του Δούναβη. Οι επιδρομές του μέσα στην αυτοκρατορία ήταν συχνές, σκληρές και ανελέητες. Οι σύγχρονοί του τον ονόμασαν «Μάστιγα του θεού». Μια φοβερή επιδρομή, στα 443, σταμάτησε μόνον όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ εξαγόρασε την ειρήνη με πολύ χρυσάφι. Στα 447, ξεκίνησε νέα εκστρατεία, ξεθεμελίωσε εβδομήντα πόλεις ανάμεσα στο Δούναβη και το Αιγαίο και δέχτηκε να υπογράψει συνθήκες (448 και 450) με την αυτοκράτειρα Πουλχερία που διαδέχτηκε τον αδερφό της Θεοδόσιο. Με τις συνθήκες που οι Βυζαντινοί χρυσοπλήρωσαν, ο Δούναβης ορίστηκε το σύνορο Ούννων και Βυζαντίου. Ο Αττίλας στράφηκε στη Δύση κι έκανε τρομερές επιδρομές ως τη Γαλατία, επαληθεύοντας την ονομασία «Μάστιγα του θεού». Στη Ρώμη, αυτοκράτορας (από το 426) ήταν ο Ουαλεντινιανός Γ’ που είχε στρατηγό τον Αέτιο (γεννήθηκε το 390). Εκείνο τον καιρό, ένας χρησμός προφήτευε πως μόνο ένας βασιλιάς των ζώων μπορούσε να σταματήσει τον Αττίλα. Ο αετός είναι ο βασιλιάς των πουλιών και οι Ρωμαίοι θεώρησαν πως ο Αέτιος ήταν αυτός, που ο χρησμός υπονοούσε. Τον έστειλαν να τον αντιμετωπίσει.
Ο Αέτιος, καλού κακού, φρόντισε να ξεσηκώσει κατά του Αττίλα και τους γερμανικούς λαούς που ζούσαν στον Ρήνο. Ανάμεσά τους ήταν και οι Βησιγότθοι με τον βασιλιά τους Θεοδώριχο Α’. Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν, στις 14 Ιουνίου 451, στο Κάμπους Μαριάκους (Καταλαυνικά πεδία). Η μάχη κράτησε όλη τη μέρα και κόπασε, όταν νύχτωσε. Στην πεδιάδα κείτονταν 160.000 νεκροί κι ανάμεσά τους ο Θεοδώριχος. Όμως, ο Αττίλας είχε νικηθεί. Έστησε μια σειρά από άμαξες, να μοιάζουν με στρατόπεδο, κι έφυγε μέσα στη νύχτα. Όταν το άλλο πρωί, ο Αέτιος ξεκίνησε νέα επίθεση, κυρίευσε έναν άδειο καταυλισμό.
Κάνοντας κύκλο, ο Αττίλας βάδισε εναντίον της Ρώμης που ήταν αφρούρητη. Φόβος και τρόμος συγκλόνισε τους Ρωμαίους που έσπευδαν να κρυφτούν. Ο πάπας Λέων Α’ (440 – 460) έκανε λιτανεία και βγήκε να συναντήσει τον επιδρομέα, προσφέροντας δώρα. Ο βασιλιάς των Ούννων που γνώριζε για την προφητεία, σκέφτηκε πως ίσως να ήταν ο Λέων αυτός που υπονοούσε ο χρησμός κι όχι ο Αέτιος. Δέχτηκε τα δώρα, δέχτηκε κι ένα γερό ποσόν κι αποχώρησε. Δυο χρόνια αργότερα, στα 453, παντρεύτηκε τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Ιδαλκώ, που τον σκότωσε τη νύχτα του γάμου τους, την ώρα που κοιμόταν. Το βασίλειο των Ούννων διαλύθηκε σχεδόν αμέσως.
Ο Αέτιος γύρισε στη Ρώμη, όπου τον δέχτηκαν με τιμές ήρωα. Μη αντέχοντας τη δόξα του στρατηγού του, ο Ουαλεντινιανός τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια, το 454. Ο αυτοκράτορας πέθανε τον επόμενο χρόνο. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επέζησε άλλα είκοσι χρόνια. Στα 476, ο βασιλιάς των βαρβάρων Ερούλων, Οδόακρος, μπήκε στη Ρώμη, εκθρόνισε τον τελευταίο αυτοκράτορα, Ρωμύλο Αυγουστύλο, του παραχώρησε μια σύνταξη και διέλυσε το ρωμαϊκό κράτος.
HISTORY REPORT – ΟΔΥΣΣΕΙΑ