Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο παλαιά λατινικά συναξάρια του 14ου αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο που είναι εκτενέστερο από τον Βενετό μοναχό Pietro Calό, το δε δεύτερο που είναι συνοπτικότερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από την Ανατολή και έζησαν περί τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα. Ήταν στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και πίστευαν με βαθιά προσήλωση στις αλήθειες του Ευαγγελίου του Χριστού. Όμως προκειμένου να μην ασπασθούν τη φοβερή αίρεση του Αρειανισμού επί των ημερών του αιρετικού αυτοκράτορα Κωνστάντιου (337–361), εγκατέλειψαν το στράτευμα και αναχώρησαν από τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη, και αποβιβάστηκαν στην Κεφαλονιά. Φτάνοντας στο μεγαλύτερο νησί του Ιονίου, κατέφυγαν στο ανατολικό του τμήμα και συγκεκριμένα στην κοιλάδα της Σάμης, απέναντι από την Ιθάκη. Στον τόπο αυτό, όπου ανακάλυψαν μέσα σ’ ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκατεστραμμένου ναού, έζησαν ως στρατιώτες και αθλητές πλέον του Χριστού μέχρι της οσιακής τελευτής τους, η δε μνήμη τους καταχωρήθηκε στις 24 Αυγούστου σύμφωνα με τα δύο παλαιά σωζόμενα συναξάρια. Πολλά χρόνια μετά από την οσιακή τους κοίμηση στην περιοχή της Σάμης, τα ιερά τους σκηνώματα αποκαλύφθηκαν με θαυμαστό τρόπο, όταν έπειτα από νυκτερινή εμφάνιση των αγίων σ’ έναν επιφανή και πλούσιο κάτοικο του νησιού, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, του υποδείχθηκε από έναν χοιροβοσκό ο τόπος, όπου αυτά κείτονταν. Αμέσως ο Μιχαήλ κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το πυκνό δάσος, όπου βρίσκονταν τα τρία άφθαρτα ολόσωμα σκηνώματα, τα οποία έλαμπαν και ευωδίαζαν. Αφού προσευχήθηκε γονατιστός θερμά και προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα άταφα ιερά σκηνώματα, θεραπεύτηκε από την ανίατη ασθένειά του. Μετά από το θαύμα επιμελήθηκε των ιερών λειψάνων και ίδρυσε προς τιμήν των τριών ομολογητών αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος Μονή, η οποία είναι γνωστή μέχρι σήμερα ως «Μονή των Αγίων Φανέντων», αλλά ερειπωμένη πλέον από τους σεισμούς του 1953.
Μετά την ανεύρεση των τριών αφθάρτων ιερών σκηνωμάτων των αγίων, αυτά φυλάσσονταν στην ιδρυθείσα επ’ ονόματί τους Ιερά Μονή. Σύμφωνα με την επιχώρια προφορική παράδοση τα λείψανα αφαιρέθηκαν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και μάλιστα πλάστηκε ένας παρηγορητικός ιστορικοθρησκευτικός θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο το πλοίο που τα μετέφερε, βυθίστηκε κοντά στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Σύμφωνα μάλιστα μ’ αυτόν τον θρύλο τα ιερά λείψανα παρέμειναν για πάντα ως ασύλητος θησαυρός στον θαλάσσιο πυθμένα των υδάτων της Κεφαλονιάς και έτσι δεν έγιναν κτήμα των Δυτικών. Στην πραγματικότητα όμως, όπως αποδείχθηκε μέσα από την πολυετή επιστημονική έρευνα, τα τρία ολόσωμα σκηνώματα εκλάπησαν από τους Βενετούς και μεταφέρθηκαν στη Μονή του Προφήτη Ζαχαρία στην περιοχή Καστέλο της Βενετίας, το μεν λείψανο του αγίου Λέοντος από τα τέλη του 9ου αιώνα, τα δε λείψανα των αγίων Γρηγορίου και Θεοδώρου από τον 14ο αιώνα. Έκτοτε φυλάσσονται μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον Ναό του Προφήτη Ζαχαρία, αφού η ομώνυμη Μονή της Βενετίας διαλύθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα.
Από το έτος 2004 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κεφαλληνίας κ. Σπυρίδων προέβη σε συντονισμένες ενέργειες προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προκειμένου να επιτραπεί η αποσφράγιση της μαρμάρινης λάρνακας στον Ναό του Προφήτη Ζαχαρία της Βενετίας και να πραγματοποιηθεί η επιστημονική εξέταση του περιεχομένου της. Μετά την τεκμηριωμένη επιστημονική διερεύνηση στις 29-30 Ιανουαρίου 2009, αποδείχθηκε η αυθεντικότητα των ιερών λειψάνων των τριών ομολογητών αγίων της Κεφαλονιάς και μετά την επίσημη ταυτοποίησή τους, δόθηκε μικρό μέρος λειψάνων και των τριών αγίων ως ευλογία και δώρο στην Ιερά Μητρόπολη Κεφαλληνίας. Τα τμήματα των ιερών αυτών λειψάνων επέστρεψαν με κάθε επισημότητα στη Σάμη της Κεφαλονιάς το Σάββατο των Μυροφόρων 2 Μαΐου 2009, εις ανάμνηση δε της επετείου της επανακομιδής τους καθιερώθηκε έκτοτε η τέλεση λαμπράς αρχιερατικής πανηγύρεως την Κυριακή των Μυροφόρων. Αξιοσημείωτη και επαινετή είναι η μακροχρόνια επιστημονική έρευνα για τους ομολογητές αγίους της Κεφαλονιάς από τον εκ Σάμης Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Αντζουλάτο, ο οποίος χάρη στις άοκνες προσπάθειες και τον ένθερμο ζήλο του συνέβαλε αποφασιστικά στον εντοπισμό, την επανεύρεση και την επιστημονική αναγνώριση των τριών Αγίων Φανέντων. Εορτασμός της μνήμης των τριών ομολογητών αγίων έχει επίσης καθιερωθεί να τελείται στην Αττική με πρωτοβουλία Κεφαλλήνων ιερέων και κεφαλληνιακών συλλόγων και συγκεκριμένα στους Ιερούς Ναούς Παναγίας Φανερωμένης Βουλιαγμένης και Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας Ν. Ερυθραίας.
Αλλά οι άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων τιμούνται και στο αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου, όχι όμως «ἐν ἀληθείᾳ», αφού αποδίδεται σ’ αυτούς τοπική διάσταση, ενώ έχουν διατυπωθεί καινοφανείς θεωρίες, στηριζόμενες σε υποθέσεις και εικασίες, οι οποίες παραχαράσσουν την ιστορική αλήθεια της επίγειας διαδρομής των τριών αγίων. Έτσι παρακάμπτοντας τα αρχαία φιλολογικά κείμενα και αγνοώντας τη γεωγραφία, τα τοπωνύμια και την ιστορία της Κεφαλονιάς, συνέδεσε ο γεωγράφος Philippus Ferrarius (1551-1626), όπως αργότερα και οι Σάμιοι ιστορικοί μελετητές Επαμεινώνδας Σταματιάδης και Μανώλης Βαρβούνης το αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου με τους τρεις ομολογητές αγίους, διακηρύσσοντας ότι μετά την αποχώρησή τους από τη Σικελία κατέφυγαν στη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους, όπου και έζησαν ασκητικά μέχρι την οσιακή τους κοίμηση. Μάλιστα από το 1995 η Τοπική Εκκλησία της Σάμου και επί των ημερών του νυν Μητροπολίτου κ. Ευσεβίου του Σαμίου μνημονεύει τους τρεις στρατιωτικούς αγίους ως τοπικούς αγίους του νησιού, ενώ το 2004 θεμελιώθηκε σε στρατόπεδο της Σάμου παρεκκλήσιο προς τιμήν τους.
Η γεωγραφική σύγχυση αναφορικά με τον τόπο καταφυγής, ασκήσεως και κοιμήσεως των τριών ομολογητών αγίων προκλήθηκε, διότι στα δύο σωζόμενα λατινικά συναξάρια υπάρχει το τοπωνύμιο Samos. Το επίμαχο όμως αυτό τοπωνύμιο δεν αναφέρεται στη νήσο Σάμο του Αιγαίου Πελάγους, αλλά στη νήσο Σάμο του Ιονίου Πελάγους, δηλαδή την Κεφαλονιά, αφού από την αρχαιότητα και σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές τόσο ολόκληρο το νησί της Κεφαλονιάς όσο και το ανατολικό του τμήμα, όπου βρίσκεται η κωμόπολη της Σάμης, φέρουν τη διπλή διαχρονική ονομασία με τα ονόματα Σάμος και Σάμη. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι ο γεωγράφος Στράβωνας αναφερόμενος στον Όμηρο, διαπιστώνει ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί το όνομα Σάμος για το νησί, το οποίο ονομάζεται τώρα Κεφαλληνία: «Σάμον δέ τήν νῦν Κεφαλληνίαν, ὡς και ὅταν φῇ», ενώ σύμφωνα με τη γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια Baudrandus(ΙΙ, 198) παρατίθεται ως τρίτο λήμμα για την ερμηνεία του όρου «νήσος Σάμος» το ακόλουθο: «Σάμος, νήσος του Ιονίου Πελάγους κατά τον Πλίνιο και Λίβιο, που ονομάσθηκε και Σάμη σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα και μετά Κεφαλληνία, όπου υπάρχει επίσης και πόλη Σάμος». Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι ήδη από τον 18ο αιώνα επιφανείς ιστορικοί και αγιολόγοι, όπως ο Gulielmo Cupero, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση του χειρόγραφου συναξαρίου του Pietro Calό που αναφέρεται στους τρεις αγίους και ο Flaminio Corner, ο οποίος στο πολύτομο έργο του για την Εκκλησία της Βενετίας αναδημοσιεύει το συναξάριο του Calό, είχαν ταυτίσει με ορθότητα και σαφήνεια τη γεωγραφική πραγματικότητα της Κεφαλονιάς με τον τόπο καταφυγής, κοιμήσεως και ευρέσεως των τριών Αγίων Φανέντων. Αλλά η ταύτιση του τοπωνυμίου «Σάμος» με την Κεφαλονιά επιβεβαιώνεται απόλυτα και από το γεγονός ότι η επίγεια παρουσία των τριών αγίων, όπως και η από αιώνων αδιάλειπτη λατρευτική τους τιμή στο μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και έκτο μεγαλύτερο ελληνικό νησί με συνολική έκταση 781τ.χλμ. εντοπίζεται και καταγράφεται στο ανατολικό του τμήμα και συγκεκριμένα στην περιοχή της κωμοπόλεως της Σάμης, γνωστής στα αρχειακά κείμενα με την προσωνυμία «ρίβα της Σάμος», πλησίον δε αυτής βρίσκεται δημοφιλής παραλία, γνωστή μέχρι σήμερα με το τοπωνύμιο «Αντίσαμος».
Όμως ανεξάρτητα από το επίμαχο τοπωνύμιο η επίγεια παρουσία των αγίων στη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους δεν μαρτυρείται και δεν επιβεβαιώνεται ούτε μέσα από την τοπική προφορική παράδοση ούτε μέσα από κάποιο ιστορικό αρχαιολογικό εύρημα. Τα δύο διασωθέντα λατινικά συναξάρια ομιλούν σαφέστατα για την ανέγερση Μονής προς τιμήν των αγίων στον χώρο, όπου αποκαλύφθηκαν θαυματουργικά τα σκηνώματά τους. Η Μονή αυτή κτίσθηκε από τον θεραπευμένο από τη λέπρα άρχοντα Μιχαήλ στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και είναι η γνωστή στους Κεφαλλήνες ως «Μονή των Αγίων Φανέντων», η οποία αποτελεί και το επίκεντρο του ετήσιου εορτασμού της μνήμης τους την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Στο αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου απεναντίας και στην προσπάθεια εξεύρεσης ιστορικού μνημείου που να σχετίζεται με τους τρεις αγίους, μόλις το 2003 αναφέρθηκε η πιθανολογούμενη και υποθετική συσχέτιση αυτών μ’ ένα Μαρτύριο, το οποίο χρονολογείται από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και βρίσκεται στον χώρο του παλαιοχριστιανικού κοιμητηρίου στην περιοχή του Πυθαγορείου. Όμως η στηριζόμενη σε εικασίες αυτή συσχέτιση δεν επιβεβαιώνεται και δεν μαρτυρείται ούτε μέσα από κάποια προφορική παράδοση ούτε μέσα από κάποια αναφορά ή περιγραφή του χώρου στα συναξάρια, όταν μάλιστα αυτός προβάλλεται υποθετικά ως τόπος ενταφιασμού των αγίων. Η αναφορά των συναξαρίων σε τμήμα ενός μισοκατεστραμμένου ναού που ανακάλυψαν οι τρεις άγιοι μέσα σε πυκνό δάσος, επιβεβαιώνεται απόλυτα από τα σωζόμενα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή της Σάμης, ενώ η πλούσια λαϊκή κεφαλληνιακή προφορική παράδοση για τους τρεις αγίους αποδεικνύει την παρουσία τους στην περιοχή αυτή της Κεφαλονιάς. Μάλιστα οι καταγεγραμμένες προφορικές παραδόσεις έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά και ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού αναπαράγουν με μεγάλη αξιοπιστία και εγγύτητα τα στοιχεία που παρατίθενται στα συναξαριακά κείμενα, όταν μάλιστα αυτά ήταν παντελώς άγνωστα για πάρα πολλά χρόνια στην τοπική βιβλιογραφία της Κεφαλονιάς. Έτσι η καταγεγραμμένη πλέον προφορική παράδοση της περιοχής της Σάμης αναφέρεται με σαφήνεια στα διαφορετικά ονόματα και τις διαφορετικές ηλικίες των τριών αγίων, στον ερχομό τους από άλλο μέρος (ήταν ξένοι και ήρθαν), στη φυγή τους από το στράτευμα (χαρακτηρίζονται ως καταδιωγμένοι και κυνηγημένοι), στην ασκητική τους διαβίωση στην περιοχή της Σάμης (εκεί ασκητέψανε). Ακόμη και στις αποκλινόμενες πληροφορίες της λαϊκής προφορικής παράδοσης σε σχέση με τα συναξάρια βρίσκει ο μελετητής εύλογες απαντήσεις. Έτσι η απόδοση στους τρεις αγίους συγγενικής ιδιότητος, ότι δηλαδή ήταν πατέρας και δύο παιδιά, υποδηλώνει την πνευματική πατρότητα και καθοδήγηση των αγίων Θεοδώρου και Λέοντος από τον άγιο Γρηγόριο, τον σεβάσμιο αυτό ασπρομάλλη γέροντα, ενώ η απόδοση σ’ αυτούς της καλογερικής ιδιότητος, παρόλο που δεν ήταν μοναχοί, έχει κάποια λογική βάση, αφού ως γνωστόν οι καλόγεροι είναι αυτοί που επιδίδονται στην εν Χριστῴ άσκηση σε απομονωμένες περιοχές και σύμφωνα με τα συναξάρια οι τρεις άγιοι έζησαν ασκητικά μέχρι της οσιακής τους κοιμήσεως. Αλλά και η λατρευτική τους τιμή στην περιοχή της Σάμης με επίκεντρο την ιστορική Μονή των Αγίων Φανέντων είναι εδώ και αιώνες συνεχής και ζωντανή και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θρησκευτικής πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου.
Απεναντίας η παντελής ανυπαρξία λαϊκής προφορικής παράδοσης για τους αγίους στη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους αποτελεί γεγονός απόλυτα δικαιολογημένο, αφού οι τρεις άγιοι ασκήτεψαν, κοιμήθηκαν και τιμήθηκαν στη Σάμο του Ιονίου Πελάγους, δηλαδή την Κεφαλονιά. Παρόλα αυτά ο σύγχρονος Σάμιος ιστορικός μελετητής Μανώλης Βαρβούνης στην προσπάθειά του να στηρίξει την επιχειρηματολογία του για την υποθετική σχέση των αγίων με το αιγαιοπελαγίτικο νησί, χαρακτηρίζει ως ελιππή και ασαφή την περί των αγίων λαϊκή λατρευτική παράδοση της Κεφαλονιάς, διότι δημιουργήθηκε χωρίς τη γνώση των δύο παλαιών συναξαρίων και με βάση τον γνωστό παρηγορητικό θρύλο για την απώλεια των λειψάνων στη θάλασσα. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι η τιμή των αγίων στην Κεφαλονιά είναι πολύ νεότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη της Σάμου, όπου η τιμή λησμονήθηκε λόγω ιστορικών και πληθυσμιακών περιπετειών. Δεν παραθέτει όμως τις ιστορικές εκείνες πηγές που να ομιλούν για την τιμή αυτή στο αιγαιοπελαγίτικο νησί από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά. Έτσι, ενώ αμφισβητείται με αίολα επιχειρήματα η επίγεια παρουσία των τριών αγίων στην Κεφαλονιά, δεν παρατίθενται τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία που να πιστοποιούν και να επιβεβαιώνουν τη σύνδεση των αγίων με το αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου. Γι’ αυτό τον λόγο και η βασιζόμενη σε υποθέσεις και εικασίες καινοφανής θεωρία για τη σχέση των τριών αγίων με το αιγαιοπελαγίτικο νησί σε συνδυασμό και με την επίκληση του τοπωνυμίου «Σάμος» στα λατινικά συναξάρια δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν τεκμήριο και αποδεικτικό στοιχείο για την επίγεια παρουσία και την τιμή των αγίων στη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η τιμή τους πρέπει αποκλειστικά να αποδίδεται εντός των στενών γεωγραφικών ορίων της Κεφαλονιάς και ειδικότερα της περιοχής της Σάμης, αφού οι άγιοι της πίστεώς μας δεν γνωρίζουν γεωγραφικά σύνορα, αρκεί η τιμή τους να αποδίδεται από τους όπου γης χριστιανούς όχι μόνο με πίστη και ευλάβεια, αλλά και «ἐν ἀληθείᾳ» σεβόμενοι την ιστορική αλήθεια της επίγειας διαδρομής τους.
Γ.Θ.Λ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβύτερου, Οι Άγιοι Φανέντες. Οι ομολογητές άγιοι της Κεφαλονιάς Γρηγόριος – Θεόδωρος – Λέων, Εκδοτικός Οίκος Π. Κυριακίδη Α.Ε., Αθήναι 2005.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβύτερου, Η επιστροφή των Αγίων Φανέντων στο νησί τους, Έκδοση Ένωσης Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Κηφισιάς και Βορείων Προαστίων, Κηφισιά 2014.
• Βαρβούνη Μ.Γ., Αγιολογία, Ιστορία και Λαϊκή Παράδοση: Η περίπτωση των στρατιωτικών αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος στη Σάμο, Λαογραφικά Μελετήματα της Ρωμηοσύνης, Εκδόσεις Άθως, Αθήνα 2010.
• amalgama – paramythias. blogspot.com
• anavaseis. blogspot.com
• sami-roupaki. blogspot.com
• syndesmosklchi. blogspot.com
• www.imglyfadas.gr
• www.kefalonitikanea.gr
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 11.6.2014