Κι όπως δείχνουν τα πράγματα, τις πιο κρίσιμες στη διαδρομή του θεσμού, μιας και το διακύβευμά τους είναι αυτό τούτο το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης και, συνακόλουθα, της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι –το αντίθετο μάλιστα- υπερβολική, αν αναλογισθεί κανείς τις πρωτόγνωρες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, υπό τις οποίες θα διεξαχθούν οι προσεχείς ευρωεκλογές: Η Γερμανία κυριαρχεί στο ευρωπαϊκό πεδίο –ευλόγως μπορεί κανείς να κάνει λόγο για περίοδο «γερμανικής ηγεμονίας» στην Ευρώπη- αφού για πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά δρώμενα δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει κάποιο στιβαρό πολιτικό αντίβαρο. Μ’ αποτέλεσμα να επιβάλει ανέτως μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, η οποία οδηγεί, σχεδόν νομοτελειακώς, σε μιαν αντίστοιχη οικονομική –και όχι μόνο- «γερμανοποίηση» της Ευρώπης.
Όμως το πρόβλημα συνίσταται στο ότι αυτή η, γερμανικής έμπνευσης, οικονομική πολιτική, η οποία έχει παρωχημένες κι αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες ρίζες και, στις γενικές της γραμμές, υπακούει στη λογική της επίτευξης στείρων δημοσιονομικών στόχων, θεωρητικώς εξυπηρετεί –οπωσδήποτε βραχυπρόθεσμα- την ενιαία πια Γερμανία. Και τούτο διότι, πρωτίστως, της επιτρέπει να επιβιώνει στην παγκόσμια οικονομική κρίση, μετακυλώντας έτσι ως και το βάρος της γερμανικής ενοποίησης κυρίως στα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ’ αυτό δε το πλαίσιο η κα Α. Μέρκελ μπορεί –πάντα, φυσικά, υπό την επήρεια της γνωστής κοντόφθαλμης γερμανικής νοοτροπίας- να μιλά intramuros, τουλάχιστον στην πλειοψηφία του γερμανικού ακροατηρίου της, για ένα είδος «madeinGermanysuccessstory». Extramurosόμως η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική:
Α. Πέραν του Ατλαντικού, οι θεσμικοί οικονομικοί παράγοντες των ΗΠΑ –από τον Λευκό Οίκο ως τη Fed- αλλά και οι κορυφαίοι οικονομολόγοι τους ολοένα και πιο ανοικτά κατηγορούν την Καγκελαρία ότι με την προαναφερόμενη στάση της:
1. Ουσιαστικώς, έχει ήδη οδηγήσει σ’ έναν ιδιότυπο Τρίτο Παγκόσμιο, οικονομικό αυτή τη φορά, Πόλεμο. Με συγκρούσεις που ξεκίνησαν από το αμιγώς νομισματικό έδαφος, αλλά πλέον έχουν επεκταθεί στον γενικότερο οικονομικό χώρο και προοιωνίζονται δυσμενέστατες επιπτώσεις στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Επέκεινα, και κατά λογική ακολουθία, δυναμιτίζει την παγκόσμια οικονομία, τη στιγμή που επιχειρεί ν’ ανακάμψει από την πρωτόγνωρη κρίση, στην οποία έχει εισέλθει κυρίως μετά το 2008, με ορόσημο την κατάρρευση της LehmanBrothers. Πραγματικά ουδέποτε άλλοτε ο εφιάλτης μιας τέτοιας, οιονεί υδραργυρικής, ύφεσης έχει ταλανίσει για τόσο χρονικό διάστημα και σε τέτοιο βάθος την παγκόσμια οικονομία, ώστε να προκαλεί γενικευμένη αμηχανία ακόμη και στην όλη κοινότητα των οικονομολόγων.
Β. Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι ηγεσίες των λοιπών κρατών-μελών –ή, τουλάχιστον, οι περισσότερες απ’ αυτές- την ίδια ώρα που αδυνατούν ν’ αντιπαρατεθούν αποτελεσματικώς και ν’ αναχαιτίσουν το «γερμανικό λάθος», νοιώθουν «στο πετσί» των λαών τους:
Ότι η κατά τ’ ανωτέρω «γερμανική ηγεμονία», και τα μέσα που μετέρχεται για να επιβιώσει, «ροκανίζουν» τα θεμέλια της Ευρωζώνης και, εν τέλει, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Δεδομένου ότι κάπως έτσι η Ευρώπη διχάζεται –οικονομικώς, κοινωνικώς και θεσμικώς- σε βορρά και νότο, με συνέπεια την υποβάθμιση ή και την εξαθλίωση του δευτέρου.
Άρα η «γερμανική ηγεμονία», η οποία με τη νοοτροπία της εξανεμίζει κάθε έννοια ευρωπαϊκής αμοιβαιότητας, καταλύει έστω και τις στοιχειώδεις προοπτικές ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Πράγμα που σημαίνει ότι, εξ ορισμού, είναι αντίθετη προς τη λογική οιασδήποτε μελλοντικής ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Υπό τις συνθήκες αυτές πως μπορεί ν’ απορεί κανείς για το ότι το πάλαι ποτέ ευρωπαϊκό όραμα πέρασε πια, μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, από τη φάση της «ευρωαγωνίας», για να μετατραπεί σ’ ένα επικίνδυνο ρεύμα «ευρωσκεπτικισμού», το οποίο, μάλλον, καταλήγει σε τάσεις καταστροφικού «αντιευρωπαϊσμού»;
Α. Στην Ελλάδα, το «σήμα κινδύνου» εκπέμπεται, ολοένα και πιο καταθλιπτικά, από την άνοδο της «Χρυσής Αυγής». Ίσως του απεχθέστερου –σ’ ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, επίπεδο- μορφώματος νεοναζιστικής νοοτροπίας και πρακτικής.
1. Πέραν τούτου όμως, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για την γενικότερη κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνουν πώς μόνο το 40% των ευρωπαίων πολιτών παραμένουν πια καθαρόαιμοι «ευρωπαϊστές». Ενώ ο «ευρωσκεπτικισμός», μ’ ολοένα και περισσότερο εντεινόμενες τάσεις «αντιευρωπαϊσμού», ξεπερνά το 43%.
Περαιτέρω, οι ίδιες δημοσκοπήσεις φέρνουν στην επιφάνεια ότι οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την κοινή ευρωπαϊκή πορεία ή και συμπεριφέρονται αντιδραστικώς στο μέλλον της, ενδέχεται να ελέγχουν στο Ευρωκοινοβούλιο που θα προκύψει πάνω από το 30% των εδρών του.
Β. Επιμέρους, εντελώς σύγχρονα, δημοσκοπικά ευρήματα μαρτυρούν αψευδώς ότι:
1. Στην, βαριά τραυματισμένη ως προς το «ευρωπαϊκό γόητρό της» -πρωτίστως λόγω πολιτικής ανυπαρξίας του Φ. Ολάντ- Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν είναι σήμερα η δημοφιλέστερη πολιτικός, με ποσοστά που υπερβαίνουν το 40%. Ενώ το κόμμα της, το περιβόητο «Εθνικό Μέτωπο», καταγράφει ποσοστά ακόμη και πάνω από 25%, φλερτάροντας με τη πρώτη θέση στις επικείμενες ευρωεκλογές.
Στην Ολλανδία, «από κοντά» πορεύεται ο ακροδεξιός –κατ’ επιεική κρίση- Γκέερτ Βίλντερς, αφού το «Κόμμα για την Ελευθερία» κινείται στο 21%, καλλιεργώντας προοπτικές πρώτου κόμματος στις ευρωεκλογές.
Στο ίδιο, περίπου, μήκος κύματος κινείται και η Αυστρία, με το ακροδεξιό «Κόμμα της Ελευθερίας» -τι «σύμπτωση» με την Ολλανδία και τι καπηλεία κι αυτή της Δημοκρατίας από τους υποδόριους (;) εχθρούς της!- του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε ν’ αγγίζει ή και να ξεπερνά τον δημοσκοπικό πήχη του 20%.
Στη Μ. Βρετανία –όπου, βεβαίως, η ευρωπαϊκή ιδέα ουδέποτε «άνθισε», πράγμα που δικαίωσε την παροιμιώδη οξυδέρκεια του Στρατηγού Ντε Γκωλ- ο ultra αντιευρωπαϊστής, με ακροδεξιάς κοπής επιχειρήματα, Νάιτζελ Φάρατζ και το «Κόμμα της Ανεξαρτησίας» κερδίζει την προτίμηση του 20% των δημοσκοπουμένων.
5. Στη Φινλανδία, ο εκφραστής των κάθε είδους ακροδεξιών τάσεων Τίμο Σόινι και το κόμμα του, οι «Αληθινοί Φινλαδοί», συγκεντρώνουν ποσοστά γύρω στο 17%.
Στην Ουγγαρία, το κόμμα «JOBBIK» -ακροδεξιό «όνομα και πράγμα»- του Γκάμπορ Βόνα φλερτάρει με ποσοστά που υπερβαίνουν το 17%.
Στη Δανία, το «Δανικό Λαϊκό Κόμμα», με πανθομολογουμένως ακροδεξιό –και βάλε- προσανατολισμό, αγγίζει το 12%.
Στην Ιταλία, ο πρώην υπουργός εσωτερικών του Σίλβιο Μπερλουσκόνι κι επικεφαλής της «Λέγκας του Βορρά», της πιο αντιπροσωπευτικής δύναμης της ακροδεξιάς, Ρομπέρτο Μαρόνι έφθασε δημοσκοπικώς στο 10%.
Στο Βέλγιο, το ακροδεξιό-εθνικιστικό «Φλαμανδικό Συμφέρον» του Γκέρολφ Άνεμανς πλησίασε κι αυτό δημοσκοπικώς ποσοστά γύρω στο 10%.
Αλλά και στη Σουηδία, στο ίδιο δημοσκοπικό πλαίσιο του 10% κινούνται οι επίσης ακροδεξιοί «Σουηδοί Δημοκράτες» του Τζίμι Όκεσον.
Lastbutnotleast, εντός Γερμανίας η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» -ναι αυτό το γραφικό αντιευρωπαϊκό πολιτικό μόρφωμα- του Μπερντ Λούκε αναμένεται, πάντα δημοσκοπικώς, να εκπροσωπηθεί για πρώτη φορά στην Ευρωβουλή!
Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι ήδη –«των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν»- Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία άρχισαν να «χτίζουν» κοινό «ευρωπαϊκό μέτωπο», με στόχο τη δημιουργία πολιτικής ομάδας, η οποία θα έχει όλα τα θεσμικά και οικονομικά προνόμια εντός του επόμενου Ευρωκοινοβουλίου.
Α. Πρόκειται για εγχείρημα που έχει πολλές πιθανότητες –βεβαίως με τα σημερινά δεδομένα- επιτυχίας.
1. Και τούτο διότι η «ευόδωσή του» χρειάζεται μόλις 25 ευρωβουλευτές από 7, τουλάχιστον, χώρες. Να λοιπόν πώς η μέχρι πρότινος γραφικότητα τείνει να εξελιχθεί σε, άκρως απειλητική για την Ευρώπη, πολιτική πραγματικότητα.
Έτσι όμως οι προσεχείς ευρωεκλογές σκηνοθετούν μια πολιτική παράσταση, στην οποία θα συμπρωταγωνιστούν –και μάλιστα σε κορυφαίους ρόλους- ακραίες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις.
Β. Το ενδεχόμενο τούτο εμφανίζεται εξαιρετικά επικίνδυνο με βάση τις, διόλου αμελητέες, αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως αυτές οριοθετούνται από τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και 24, 233-234 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
1. Ειδικότερα μια τέτοια, ακροδεξιού κι αντιευρωπαϊκού προσανατολισμού, ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία στην επόμενη Ευρωβουλή προετοιμάζει μια, ίσως μοιραία, σύγκρουση της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία –ήτοι με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο- στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύγκρουση η οποία, κατά πάσα πιθανότητα –μάλλον δε βεβαιότητα- θα κυοφορήσει διαλυτικές τάσεις για την Ευρωζώνη αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Αφού, γιγαντώνοντας τις φυγόκεντρες κι εξουδετερώνοντας τις οποιεσδήποτε αντίστοιχες κεντρομόλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, θα καταστήσει αδύνατες:
α) Τόσο την εν γένει –άρα συμπεριλαμβανομένης της ουσιαστικής νομισματικής- οικονομική ευρωπαϊκή ενοποίηση.
β) Όσο και τη θεσμική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Κάτι που σημαίνει ότι κάθε έννοια ουσιαστικού «Ευρωσυντάγματος» στο μέλλον αποβαίνει «υποθετικός λόγος του απραγματοποίητου».
Μπροστά σ’ αυτά τα ενδεχόμενα, ενόψει ευρωεκλογών, εγείρεται αυτομάτως το ερώτημα: Θα καταλάβει, επιτέλους, η Γερμανία ότι τόσο η μεταπολεμική αναστήλωσή της όσο και η ενοποίησή της οφείλονται στην ιδέα αλλά και την πράξη της ευρωπαϊκής ενότητας, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση; Και, επιπλέον, ότι δεν έχει, ιστορικώς, το δικαίωμα να την διαλύσει, προκαλώντας μέσα σ’ έναν αιώνα τρίτη ευρωπαϊκή –κι όχι μόνο- καταστροφή; Απαραίτητη διευκρίνιση στους «πονηρούς» καιρούς μας: Οι σκέψεις αυτές δεν απηχούν «ευρωσκεπτικισμό». Προβάλλουν μόνο μια ειλικρινή «ευρωαγωνία», ανάλογη μ’ εκείνη που ο Ρ. Αρόν εξέφρασε, «από βάθους καρδίας», ήδη το 1977 στο δοκίμιό του (έκδ. Laffont, Paris) με τίτλο: «Υπερασπίζοντας την Ευρώπη που παρακμάζει».
Προκόπης Παυλόπουλος – Επίκαιρα
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 27.5.2014 – Ολυμπία