Δημήτρης Λιβιεράτος – Γιώργος Καραμπελιάς: Τι πέτυχε η Χούντα;

εργάτης-μάζα με τις επαναστατικές απόψεις, δεν ήταν πια παρά κάποιοι «υψηλόμισθοι» καταναλωτές σκυλάδικων και τα μικροϊδιοκτητικά λαϊκά στρώματα του 1965, που αποτελούσαν την εαμογενή μάζα, είχαν μεταβληθεί σε καλοφαγωμένους και καταναλωτικούς μικροαστούληδες. Το ίδιο και οι φοιτητές, που το 1965-67 παρουσίαζαν παρόμοια χαρακτηριστικά με τους ομολόγους τους της δυτικής Ευρώπης, δεν γνώρισαν μια αντίστοιχη εξέλιξη, αλλά, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της χού¬ντας και του αντιχουντικού αγώνα, μετά τη μεταπολίτευση θα μετακινηθούν προς την ΚΝΕ, σε αντίθεση με το φοιτητικό κίνημα της Ευρώπης και θα μεταβληθούν σε «χρυσή νεολαία» του μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Αυτή η φοβερή λαϊκή διαθεσιμότητα που είχε το κίνημα του 1965 χάθηκε για πάντα. Εκείνο το κίνημα, που για 70 μέρες αψηφούσε την αστυνομία και τους πυροσβέστες των κομμάτων, έγινε πια αδιανόητο στις νέες συνθήκες. Και ναι μεν τα αιτήματα εκείνου του κινήματος στη συντριπτική τους πλειοψηφία πραγματώθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, αλλά πραγματοποιήθηκαν με τρόπο «δοτό», από τα πάνω, από τα κόμματα, και όχι μέσα από τη διαδικασία που είχε ανοίξει το ’65, μέσα από την άμεση λαϊκή αντιπαράθεση. Έτσι συνέβη αυτό που τόσες φορές έχει γίνει στην Ιστορία. Η αντεπανάσταση σταματάει κάποια επαναστατική διαδικασία και στη συνέχεια, αφού τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις, πραγματοποιεί εν πολλοίς το πρόγραμμα του κινήματος, αφού όμως βγάλει το άμεσο υποκείμενο από το προσκήνιο!

Ενώ το 1965 είναι η εποχή που ο ριζοσπαστισμός των μαζών πυροδοτείται από τα κάτω, από τις δυνά¬μεις του ίδιου του λαϊκού κινήματος, και προσκρούει στην αντίδραση του «συστήματος», ακόμα και των φιλολαϊκών κομμάτων, μετά τη μεταπολίτευση ο νέος ριζοσπαστισμός ελέγχεται και καναλιζάρεται από τα πάνω. Στη μεταπολίτευση, ο Ανδρέας, το ΚΚΕ, ακόμα και ο Καραμανλής, ελέγχουν αυτόν τον ριζοσπαστισμό και τον μεταβάλλουν σε κομματική δύναμη και ένταξη. Γι’ αυτό και στις νέες συνθήκες, οι πραγματικές αλλαγές που γίνονται στη ζωή των μαζών δεν εκφράζονται μέσα από ένα επαναστατικό κίνημα, αλλά έρχονται μέσα από την «επαναστατικοποίηση» του «κατεστημένου». Οι εφημερίδες γίνονται σοσιαλιστικές, ο σοσιαλισμός είναι μια ανέξοδη και εν πολλοίς αποδοτική ιδεολογία και το νέο κατεστημένο της Ελλάδας είναι ένα σοσιαλιστικό κατεστημένο. Οι παλιοί φουκαράδες δημοσιογράφοι του 1965, που ψωμολυσσούσαν, γίνονται οι καλοπληρωμένοι κηφή¬νες του σήμερα, οι αριστεροί διανοούμενοι, που γνώριζαν προβλήματα βιοπορισμού και αποκλεισμού, σήμερα καθορίζουν τα σχολικά προγράμματα, την τηλεόραση και το εθνικό θέατρο, ενώ η αφόρητη πολυθεσία τούς κάνει να μοιάζουν με καλοφαγωμένα χταπόδια, που απομυζούν από παντού.

Η χούντα λοιπόν πέτυχε• πέτυχε να σπάσει την επαναστατική δυναμική του κινήματος του 1965. Δεν πέτυχε, βέβαια -και γι’ αυτό οι πρωτεργάτες της βρίσκονται στη φυλακή- να εμποδίσει την πραγματοποίηση με μεταρρυθμιστικό τρόπο και από τα πάνω των αιτημάτων εκείνου του κινήματος. Άλλωστε αυτό το τελευταίο ήταν αδύνατο. Η δυναμική που άνοιξε το 1965 ήρθε να εκφραστεί μετά τη μεταπολίτευση, με τη μεγάλη μεταρρύθμιση που διαπέρασε για δέκα χρόνια την ελληνική κοινωνία.

Κοιτάζοντας τώρα 40 χρόνια πίσω, μπορούμε να έχουμε μια σφαιρική εικόνα της εξέλιξης. Μιας εξέλιξης που ήταν αντιφατική. Από τη μια την ολοκλήρωση των αιτημάτων του 1965, των αιτημάτων της δημοκρατίας, της αποπομπής του Παλατιού, του ξεδοντιάσματος των στρατοκρατών, της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και την ολιγαρχία, τη μείωση της εξάρτησης από την Αμερική. Όλα αυτά έγιναν πράξη. Μ’ αυτή την έννοια, ο μεγάλος αγώνας του 1965 δεν πήγε χαμένος. Το πρόγραμμά του νίκησε. Η ζωή των λαϊκών μαζών άλλαξε. Εκείνο βέβαια που δεν έγινε ήταν πως το 1965 δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει άμεσα, μέσα από τη λαϊκή κίνηση, αυτά τα αιτήματα! Το Παλάτι διώχτηκε από τη χούντα, ο στρατός κλείστηκε στους στρατώνες μετά την ήττα του στην Κύπρο, την απόσταση από τους Αμερικάνους την πήρε ο ίδιος ο Καραμανλής, και η μείωση των ωρών δουλειάς από 48 σε 40 έγινε μέσα από την προσαρμογή στο καθεστώς της ΕΟΚ! Και αυτός ο τρόπος εκπλήρωσης του «προγράμματος» του 1965 δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση επαναστατικών δυνάμεων που θα ήθελαν να οδηγήσουν τη διαδικασία πιο πέρα, σε μια επαναστατική ανατροπή με μεγαλύτερο βάθος. Γι’ αυτό οι επαναστατικές δυνάμεις ηττήθηκαν, ενώ το «πρόγραμμα» κέρδισε!

Είκοσι χρόνια μετά, τα Ιουλιανά παραμένουν θα έλεγε κανείς μια μεγάλη στιγμή, μια επαναστατική στιγμή στη σαραντάχρονη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Μια στιγμή που άνοιξε τη νέα διαδικασία μιας ταξικής σύγκρουσης με νέους όρους, μιας ταξικής σύγκρουσης όπου η παλιά αντίθεση αριστεράς-δεξιάς ενσωματώνεται σιγά-σιγά στην αντίθεση «προοδευτικών-συντηρητικών» του αστικού στρατοπέδου.

Με τη διαδικασία που άρχισε στη δεκαετία του ’60, τα αιτήματα που έβαλε η αριστερά στη δεκαετία του ’40 τείνουν να απορροφηθούν από το στρατόπεδο του αστικού εκσυγχρονισμού και να διαμορφωθεί ένα νέο στρατόπεδο, αυτό που με σύγχρονους όρους θα ονομάζαμε στρατόπεδο της αλλαγής. Και αν το 1965 τα κόμματα ήταν ανέτοιμα για κάτι τέτοιο, δέκα χρόνια μετά ήταν πια ικανά να οδηγήσουν τη μεγάλη μεταρρύθμιση, έχοντας υποτάξει τις μάζες σε υποδεέστερη θέση, ενώ αντίστροφα το 1965, τα κόμματα και το σύστημα βρίσκονταν πίσω από την κίνηση των μαζών. Το Κέντρο, όπως είχαμε πει, είχε φτιαχτεί σαν κόμμα κάτω από τις ευλογίες των Αμερικάνων, η Δεξιά μιλούσε ακόμα τη γλώσσα του εμφύλιου και έστηνε συνομωσίες, υπήρχε το Παλάτι και ο ΙΔΕΑ. Ακόμα και η ΕΔΑ ήταν εντελώς ανίκανη να ελέγξει τα πράγματα, απλά τα παρακολουθούσε. Αντίθετα, μετά τη μεταπολίτευση, τα κόμματα και το σύστημα εμφανίζονται εντελώς ανανεωμένα, έτοιμα να χωνέψουν τον έτσι κι αλλιώς αμβλυμένο -αλλά υπαρκτό σε επίπεδο αιτημάτων- ριζοσπαστισμό των μαζών. Να λοιπόν η μεγάλη διαφορά των Ιουλιανών και της μεταπολίτευσης. Στα Ιουλιανά η πρωτοβουλία έρχεται από τα κάτω, είναι έκφραση μιας ανεπανάληπτης κίνησης μαζών, ενώ δέκα χρόνια αργότερα η πρωτοβουλία έρχεται από τα πάνω, από το σύστημα των κομμάτων το σύστημα έχει ανανεωθεί για να χωνέψει με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς τα αιτήματά του 1965. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια η συρρίκνωση των επαναστατικών δυνάμεων. Είκοσι χρόνια μετά το ’44, η εκπλήρωση κάποιων από τα αιτήματα του ήταν ακόμα «επανάσταση». Σαράντα χρόνια αργότερα αποτέλεσε πραγματωμένη μεταρρύθμιση. Γι’ αυτό το 1965 είναι ο συνδετικός κρίκος, η μεγάλη στιγμή, ανάμεσα στο 1944 και το 1985.

Κοιτάζουμε λοιπόν γύρω μας και βλέπουμε πραγματωμένα -στο μεγαλύτερο ποσοστό- τα αιτήματα του 1965, ενώ ταυτόχρονα ζούμε σε μια κοινωνία τέτοιας εμπορευματοποίησης και χυδαιότητας που τσιμπιόμαστε, μήπως και ονειρευόμαστε. Και όμως όχι, έτσι είναι η Ιστορία! Το επαναστατικό κίνημα του 1965 περιθωριοποιήθηκε υποκειμενικά και ταυτόχρονα νίκησε! Dura lex!

* Το απόσπασμα δημοσιεύτηκε στο τ. 11 της εφ. Ρήξης (21 Απριλίου 2007)

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 21.4.2014, B. Λορεντζάτος