ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΜΟΣΧΟΥ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΔΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΪΚΗ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Η μελέτη περιλαμβάνει τρία μέρη. Στο πρώτο και συντομότερο σε σχέση με τα δύο άλλα μέρη εξετάζεται η χρήση των ζώων γενικά στην Κ.Δ. Εδώ έχουν τοποθετηθεί τα πορίσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο κείμενο της Κ.Δ. σχετικά με την ορολογία και τις δυσκολίες της και τα σχετικά με τα ζώα μεταφραστικά προβλήματα. Ακολουθεί μια στατιστική αποτύπωση των ειδών της ζωικής ποικιλότητας, τα οποία αναφέρονται στην Κ.Δ. Το εγχείρημα αυτό απουσιάζει από όλες τις προηγούμενες εργασίες, όπως και η διερεύνηση της ταξινομικής κατηγοριοποίησης της ζωικής ποικιλότητας με όποιον τρόπο ή τρόπους αυτή χρησιμοποιείται στην Κ.Δ. Το μέρος αυτό κλείνει με μια σύγκριση των δεδομένων της Κ.Δ. σχετικά πάντα με τα ζώα και τον τρόπο χρήσης τους στα βιβλικά κείμενα με τα αντίστοιχα της Π.Δ.

Το δεύτερο μέρος διερευνά τις ζωολογικές γνώσεις του αρχαίου κόσμου και την κατανόησή τους στην Κ.Δ. και το περιβάλλον της. Τα ζητήματα που συνδέονται με τα ζώα και παρουσιάζονται εδώ είναι καθοριστικά για τον σχηματισμό μιας ολιστικής εικόνας του τρόπου με τον οποίο τα οικόσιτα αλλά και τα άγρια ζώα αντιμετωπίζονταν από του Ιουδαίους και το εθνικό περιβάλλον τους. Σημείο εκκίνησης αποτελεί η διάκριση καθαρών και ακαθάρτων ζώων στον Ιουδαϊσμό προκειμένου να κατανοηθεί γιατί στο όραμα του Πέτρου στο βιβλίο των Πράξεων το άνοιγμα της Εκκλησίας στους εθνικούς παρουσιάζεται με μια τέτοια εικόνα. Στη συνέχεια ακολουθεί το ζήτημα που εξακολουθεί ακόμη να απασχολεί τις φιλοσοφικές συζητήσεις για το αν υπάρχει λογικό στα ζώα, ενώ αμέσως παρακάτω τα ζώα εξετάζονται σε σύνδεση με τη θυσιαστική τελετουργία μέχρι την οριστική της κατάργηση. Η άγρια πανίδα και κυρίως τα μεγάλα θηλαστικά γίνονταν συχνά αντικείμενο εντυπωσιακών θεαμάτων στις ρωμαϊκές αρένες. Με αφορμή τα όσα είναι γνωστά από τα κείμενα και τα αρχαιολογικά ευρήματα εξετάζεται η περίπτωση του Α΄ Κορ. 15:32 σε σύνδεση με τις θηριομαχίες του ρωμαϊκού κόσμου. Τέλος, παρουσιάζεται και συγκρίνεται ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται τα ζώα και οι συνήθειές τους στην Κ.Δ. και στις φυσικές ιστορίες της αρχαιότητας. Ενδεικτικά επιλέγονται οι τρεις συχνότερες περιπτώσεις κατά την Κ.Δ. Από την κατηγορία των πουλιών επιλέγεται ο αετός, από τα θηλαστικά η περίπτωση του λύκου και από τα ερπετά η οχιά. Για τα ψάρια και γενικά την υδρόβια ζωή δεν έχουμε πουθενά πληροφορίες στην Κ.Δ. ενώ για τα έντομα οι αναφορές είναι επίσης εξαιρετικά περιορισμένες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υδρόβια ζωή και ο μικρόκοσμος δεν μπορούσαν να μελετηθούν στην αρχαιότητα χωρίς τη συνδρομή της μεταγενέστερης τεχνολογίας.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου έχουν τοποθετηθεί πιο ειδικά θέματα σε σχέση με τα είδη της ζωικής ποικιλότητας. Κυρίαρχο στοιχείο εδώ είναι ο συμβολισμός των ζώων για τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς της εποχής της Κ.Δ. Η αποχή από την κρεοφαγία κατά την εποχή της Κ.Δ. εξετάζεται σε σύνδεση με τις περιγραφές των ευαγγελίων για τη διατροφή του Ιωάννη του Βαπτιστή αλλά και τις διατροφικές επιλογές των χορτοφάγων του Ρωμ. 14:2. Το ζήτημα της συνειδητής χορτοφαγίας προκειμένου να μην φονευθούν ζώα ήταν ζωτικό για πολλές θρησκευτικές και φιλοσοφικές ομάδες της εποχής του 1ου αι. μ.Χ. Στη συνέχεια παρουσιάζεται αναλυτικά το ζήτημα των κατεξοχήν ζώων ταμπού. Ο σκύλος και ο χοίρος θεωρούνταν τα δύο απεχθέστερα είδη της ζωικής ποικιλότητας όχι μόνο στην Π.Δ. αλλά και στην Κ.Δ. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να διερευνηθούν ποιοι λόγοι οδήγησαν τον Ιουδαϊσμό σε μια τέτοια στάση απέναντι στα δύο συγκεκριμένα οικόσιτα ζώα. Στο μέρος αυτό η άγρια ζωή εξετάζεται και πάλι σε σχέση αυτή τη φορά με την παραμονή του Ιησού στην έρημο (Μκ. 1:13). Το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται στο στόχο του ευαγγελιστή. Αν αυτός δηλαδή συνδέεται με το ζήτημα της ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπων και ζώων και συνεπώς έχουμε αναφορά στην εσχατολογική επαναφορά της προαδαμικής κατάστασης ή αν διατηρείται σταθερά η αντίληψη ότι η άγρια πανίδα αποτελεί μόνιμη επιθετική απειλή για τον πολιτισμένο άνθρωπο. Στη συνέχεια εξετάζεται το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αμφισημίας στη συμβολική κατανόηση των ζώων. Η περίπτωση του φιδιού παρουσιάζεται αναλυτικά με αφορμή δύο ενδεικτικά παραδείγματα σε λόγια του Ιησού στα συνοπτικά ευαγγέλια αλλά και σε σχέση με το πιο γνωστό περιστατικό του φιδιού του Γεν. 3. Έχει σημασία να διαπιστωθεί αν στην Κ.Δ. το φίδι, παρόλο που είχε ταυτιστεί νωρίτερα με το κακό και τον ίδιο τον διάβολο, χρησιμοποιείται και με θετικό συμβολισμό. Η τελευταία ενότητα του τρίτου μέρους ασχολείται με το πρόβατο και το συμβολισμό του. Είναι σκόπιμο να εξεταστεί γιατί το πιο δημοφιλές ζώο-σύμβολο του χριστιανισμού συνδέθηκε με την ιδέα του καλού ποιμένα αλλά και εκείνη του αμνού του Θεού. Είναι το μόνο ζώο απ’ όσα αναφέρονται στην παρούσα μελέτη, το οποίο λειτουργεί πάντα θετικά, σε όποιο κείμενο της Κ.Δ. και αν χρησιμοποιείται και αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο.

Η εργασία κλείνει με τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν. Αυτά αφορούν γενικά αλλά και ειδικά τη ζωική ποικιλότητα και κυρίως τη στάση του χριστιανισμού ως προς τα διάφορα είδη της σύμφωνα πάντα με την Κ.Δ.

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 10.4.2014, Βασίλης Λορεντζάτος