Ὃμως δέν εἲχομεν μόνον ἀρχαίας Ἑλληνικάς ἀποικίσεις ἐπί Γαλλικοῦ ἐδάφους. Ὑπῆρξε καί ἂλλη ἀποίκησις κατά πολύ νεωτέρα, ἡ ὁποία ἂφησε καί αὐτή ἐντονωτάτην τήν Ἑλληνικήν σφραγίδα της ἒστω καί ἐάν δέν εἶναι εὐρέως γνωστή. Ἀπόψε θά παρακολουθήσωμεν μαζί τήν περιπετειώδη ἱστορίαν τῆς νεωτέρας αὐτῆς Ἑλληνικῆς μεταναστεύσεως, ἡ ὁποία ἒλαβε χώραν τόν 17ον αἰῶνα καί ἐκ τῆς ὁποίας προῆλθε μία πολύ σημαντική ἱστορική ἐξέλιξις διά τήν Γαλλίαν καί ἡ ὁποία συνέτεινεν εἰς τήν ἐπαναστατικήν ὃσον καί μετεπαναστατικήν ἐθνικήν ἀναγέννησίν της. Πῶς δηλ. ἓν εἰς Γαλλικόν ἒδαφος μεταναστεῦσαν Ἑλληνικόν στοιχεῖον χαρακτηριζόμενον ἀπό τό γνωστόν σφρῖγος τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, διεδραμάτισε καί πάλιν ἓνα πολύ σημαίνοντα ῥόλον εἰς τήν Ἱστορίαν τοῦ τόσον ἀγαπητοῦ μας Γαλλικοῦ Ἒθνους, τοῦ ὁποίου τήν γλῶσσαν τιμῶμεν τόν μῆνα αὐτόν, καί πῶς εἷς γόνος τοῦ Ἑλληνικοῦ αὐτοῦ στοιχείου ἀνελιχθείς εἰς Ἀρχιστράτηγον καί μετέπειτα Αὐτοκράτορα, ὡδήγησε τόν Γαλλικόν λαόν εἰς τήν ἀναδημιουργίαν του ἐκ τῆς δίνης τοῦ ἐθνικοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ του.
Ἡ παροῦσα ἱστορική μελέτη ἒχει ὡς ἓν τῶν βασικῶν θεμάτων της τήν οἰκογένειαν τῶν Κομνηνῶν Αὐτοκρατόρων, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς μίαν τῶν ἐπιφανεστέρων οἰκογενειῶν τῆς διοικητικῆς καί στρατιωτικῆς ἀριστοκρατίας, ὂχι μόνον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλά καί σχεδόν ὃλων τῶν ἐποχῶν καί αἰώνων τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀνθρωπότητος. Διά τήν καταγωγήν τῶν Κομνηνῶν, θά σᾶς ἀναφέρω ἀμέσως τάς τρεῖς ὑπαρχούσας ἐκδοχάς. Αἱ πρῶται δύο ἐξετάζουσι τήν καταγωγήν τῶν Κομνηνῶν ὑπό τό πολύ στενόν πρῖσμα τῆς ἱστορικῆς περιόδου τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνὧ ἡ τρίτη ἐκδοχή διά τήν ὁποίαν παρέχονται πλήρη ἀποδεικτικά στοιχεῖα εἰς τήν παροῦσαν ὁμιλίαν διευρύνει μεγάλως τήν χρονικήν ἒκτασιν καί τούς χρονικούς ὁρίζοντας καί δίδει εἰς τήν οἰκογένειαν τῶν Κομνηνῶν μίαν βαθυτάτην ἱστορικήν διάστασιν.
Συγκεκριμένως ἡ πρώτη ἐκδοχή ἒγκειται εἰς τήν ἂποψιν, ὃτι ἡ οἰκογένεια τῶν Κομνηνῶν προήρχετο ἀπό τήν Παφλαγονίαν. Τήν ἐκδοχήν αὐτήν ἀντέκρουσεν ὁ Γερμανός Βυζαντινολόγος Mädler, ὡς ἀναφέρει εἰς τήν Ἱστορίαν τοῦ Βυζαντίου ὁ Ἓλλην Βυζαντινολόγος Κωνσταντῖνος Ἂμαντος. Ὁ Mädler ἐξηγεῖ, ὃτι οἱ Κομνηνοί εἶχον μέν ἀποκτήσει πολλά κτήματα εἰς τήν Παφλαγονίαν, ἀλλά ἡ καταγωγή των προήρχετο ἐκ τοῦ Θρᾳκικοῦ χωρίου Κόμνη, ἐξ οὗ, ὡς λέγει, καί τό ὂνομά των Κομνηνοί. Ἡ ἐξήγησις αὐτή φαίνεται ἐκ πρώτης ὂψεως ἀρκετά λογική θεωρουμένη καί ἐντοπιζομένη αὓτη ἐντός τῶν χρονικῶν πλαισίων τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ὃμως δέν εἶναι τόσον ἁπλῆ ὑπόθεσις ἡ οἰκογενειακή καταβολή τῶν Κομνηνῶν. Ἂς ἑτοιμασθῶμεν λοιπόν διά μίαν πολύ μεγάλην ἒκπληξιν! Αὐτή ἡ τόσον φημισμένη οἰκογένεια ἀνάγει τάς καταβολάς της, ὃσον καί ἐάν φαίνηται ἀπίστευτον, εἰς τούς βασιλεῖς τῆς ἀρχαιοτάτης Τροίας καί μετέπειτα εἰς τόν ἱδρυτήν τοῦ Κράτους τῶν Ἂλπεων, τόν Αἰνείαν, τούς Καίσαρας καί Αὐτοκράτορας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καί ἐξ αὐτῶν εἰς τούς Βυζαντινούς χρόνους εἰς Κωνσταντινούπολιν καί Τραπεζοῦντα. Ἐκ δέ τῆς Τραπεζοῦντος εἰς τήν φημισμένην Μάνην, τήν Κορσικήν καί δι’ αὐτῆς εἰς τήν Γαλλίαν, Ἰταλίαν καί ἂλλας χώρας τῆς Εὐρώπης!
Ἂς ἲδωμεν ὃμως βῆμα πρός βῆμα καί γενεάν πρός γενεάν καί μέ ἁπτάς ἀποδείξεις τήν πραγματικά μυθικήν ἐξέλιξιν τῆς μοναδικῆς αὐτῆς οἰκογενείας τῶν Κομνηνῶν, ὡς μᾶς τήν παραδίδει ἡ Ἱστορική μελέτη. Εἷς βασικός μελετητής τῆς γενεαλογίας καί τῆς ἱστορίας τῶν Κομνηνῶν κατά τόν 18ον αἰῶνα ὑπῆρξεν ὁ Ὑπουργός τῆς Γαλλίας παρά τῇ Δημοκρατία τῆς Βενετίας, Maître le Chevalier d’Hénin. Ὁ Γάλλος Ὑπουργός συνέγραψε τό 1789 ἓν πολύ σημαντικόν βιβλίον διά τήν οἰκογένειαν τῶν Κομνηνῶν ὑπό τόν τίτλον « Coup d’Oeil Historique et Généalogique sur la Maison Impériale de Comnène » (Δηλ. Ἱστορικόν καί Γενεαλογικόν βλέμμα ἐπί τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Οἲκου τῶν Κομνηνῶν). Αὐτός εἶχε μελετήσει πλεῖστα παλαιά Ἱστορικά κείμενα, ὡς τοῦ Ἰωάννου Λασκάρεως καί τοῦ Λέοντος Ἀλλατίου κ.ἂ. Σημειωτέον ὃτι ὁ Maître le Chevalier d’Hénin δέν ἦτο ἂτομον τυχαῖον ἀλλά πολύ ἐξέχουσα προσωπικότης, ἀφοῦ ἀργότερον μετεκλήθη ἐκ Βενετίας εἰς Γαλλίαν διορισθείς εἰς Στρατάρχην (Chef de Camp, Ἀγγλιστί Field Marshal).
Ἂς παρακολουθήσωμεν λοιπόν εἰς τάς διαφανείας τήν ἐξέλιξιν τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου τῶν Κομνηνῶν. (Διαφάνειαι καί Ἀνάλυσις τούτων)
Ἐν ἂλλοις λόγοις, ἡ ἱστορία τῶν Κομνηνῶν διήρκεσε πέραν τῶν 3500 ἐτῶν! Ἀποτελεῖ δέ τήν ἀρχαιοτέραν καί μακροβιωτέραν ἡγετικήν Δυναστείαν εἰς τόν κόσμον! Ἀνακεφαλαιώνοντες δέ τά ὃσα εἲδομεν πιστοποιοῦμεν ὃτι ἡ οἰκογένεια αὓτη τῶν Κομνηνῶν ἒχει δώσει εἰς τήν ἀνθρωπότητα:
11 Βασιλεῖς τῆς Τροίας.
Τούς βασιλεῖς τοῦ Βασιλείου τῶν Ἂλπεων (Royaume d’Albe) ἱδρυθέντος ὑπό τοῦ Αἰνείου.
Ὃλους τούς Ρωμαίους Βασιλεῖς, Αὐτοκράτορας καί Καίσαρας κτλ. μετά τόν γάμον τοῦ Αἰνείου μέ τήν Λαβίνιαν, τήν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Λατίνου.
Αὐτή ἡ διαδοχή μᾶς ἒδωσε τάς κάτωθι φημισμένας Ρωμαϊκάς βασιλικάς οἰκογενείας:
– SYLVIA. Ἐξ αὐτῆς τῆς οἰκογενείας προῆλθον αἱ δύο ἐπιφανεῖς οἰκογένειαι:
– JULIA. Ἡ οἰκογένεια αὐτή ἒδωσε πολλούς στρατηγούς καί ἡγέτας καί ἐξ αὐτῆς
προήρχετο ὁ Γάϊος Ἰούλιος Καῖσαρ Ὀκτάβιος Αὒγουστος, γεννηθείς τό 45 π.Χρ..
– FLAVIA, ἡ ὁποία ἀπό τοῦ 469 μ.Χρ. μᾶς ἒδωσε πέραν τῶν 30 Αὐτοκρατόρων μέ τό
ὂνομα COMANUS (Γαλλιστί Comaine), μεταβληθέντος σύν τῶ χρόνῳ ὑπό τοῦ Πρίγκηπος Φλαβίου-Νικηφόρου-Κομνηνοῦ I εἰς: Comnène-ΚΟΜΝΗΝΟΣ ὑπό τοῦ Πρίγκηπος Φλαβίου – Νικηφόρου – Κομνηνοῦ Ι. Ἡ παρουσία τῶν Κομνηνῶν ἐσυνεχίσθη δίδουσα εἰς τήν:
– ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΝ
27 Κομνηνούς Αὐτοκράτορας, ἐκ τῶν ὁποίων:
7 εἰς Κωνσταντινούπολιν,
18 εἰς Τραπεζοῦντα, καί
2 εἰς Παφλαγονίαν καί Ἡράκλειαν ἐπί τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ἐπίσης μᾶς
ἒδωσαν:
26 Βασιλεῖς τῆς Κολχίδος καί
8 Βασιλεῖς τῶν Λαζῶν
Ἐπί πλέον δέ πρός τούς Αὐτοκράτορας, Βασιλεῖς κτλ. ἡ μοναδική ἡγετική αὐτή οἰκογένεια ἒδωσε καί πληθώραν μελῶν της εἰς ἂλλα ὓψιστα ἀξιώματα, ὡς Σεβαστοκράτορας, Στρατηγούς, Νομάρχας, Πρωτοσπαθαρίους, Πρίγκηπας, Καρδιναλίους, Μεγάλους Ἂρχοντας, Προύχοντας κ.ἂ. Ἐπίσης πολλαί θυγατέρες των ἒγιναν βασίλισσαι εἰς γειτονικάς χώρας νυμφευθεῖσαι τούς ἡγέτας τῶν χωρῶν αὐτῶν.
Ἐπικετρωνόμεθα τώρα εἰς τήν περίοδον τῶν Σταυροφοριῶν καί συγκεκριμένως εἰς τήν 4ην Σταυροφορίαν. Μέ τήν κατάληψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τῶν Σταυροφόρων τό 1204 διέφυγον μετά πολλῶν ἀξιωματούχων καί λαοῦ καί οἱ ἒγγονοι τοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρονίκου Α΄ Κομνηνοῦ καί υἱοί τοῦ Σεβαστοκράτορος (δηλ. τοῦ δευτέρου εἰς τήν αὐτοκρατορικήν ἱεραρχίαν) Μανουήλ Κομνηνοῦ, οἱ Ἀλέξιος καί Δαυϊδ. Οἱ δύο ἀδελφοί κατέφυγον ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἐν πρώτοις εἰς Γεωργίαν, ὃπου ἡ θεία των, βασίλισσα Θάμαρ τῆς Γεωργίας, τούς ἐβοήθησε νά καταλάβωσι τήν Τραπεζοῦντα τό 1204 καί ἒτσι ὁ μέν Ἀλέξιος Α΄ ὁ Κομνηνός ἒγινεν ὁ πρῶτος Αὐτοκράτωρ τῆς Τραπεζοῦντος καί ἐβασίλευσε μέχρι τό 1222. Ἧτο ἐπίσης γνωστός καί ὡς Μεγαλοκομνηνός, ἀκόμη δέ αὐτοαπεκαλεῖτο «Βασιλέγγονος», ὡς ἒγγονος τοῦ τέως Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρονίκου Α΄ τοῦ Κομνηνοῦ. Ὁ ἀδελφός του Δαυΐδ Α΄ ὁ Κομνηνός ἐχρίσθη Αὐτοκράτωρ τῆς Παφλαγονίας καί τῆς Ἡρακλείας, περιοχῶν ἐπί τοῦ Εὐξείνου Πόντου καί ἐπεξέτεινε μάλιστα τά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας του καταλαβών ἀπό τούς Σταυροφόρους καί τήν Βιθυνίαν.
Ἐκ παραλλήλου πρός τήν πρός Ἀνατολάς διασποράν τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐκ τῆς καταλήψεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τῶν Σταυροφόρων, εἷς μεγάλος ἀριθμός Βυζαντινῶν εὐγενῶν καί λαοῦ μετώκησαν τό 1262, εἰς τήν ἀσφαλῆ Πελοπόννησον, ὃπου μεταφέροντες ἐκεῖ τό Βυζαντινόν πνεῦμα καί πολιτισμόν ἐδημιούργησαν μίαν νέαν Βυζαντινήν κοινωνίαν κατά τό πρότυπον τῆς Βυζαντινῆς μητροπόλεως καί τῶν παραδόσεών των, καταστήσαντες τόν Μυστράν ὡς κέντρον των. Τῶ 1348 οἱ Βυζαντινοί τῆς Πελοποννήσου ἀνεκήρυξαν τήν περιοχήν των εἰς Δεσποτᾶτον, ὀνομάσαντες τοῦτο Δεσποτᾶτον τοῦ Μορέως.
Πρέπει νά ἀναφερθῆ ὃτι οἱ Τοῦρκοι ἢρχισαν σταδιακῶς νά ἐξαπλώνωνται εἰς τήν κεντρικήν Μικράν Ἀσίαν καί νά καταλαμβάνωσι τά Βυζαντινά ἐδάφη, τό ἓν μετά τό ἂλλον. Κυρίως μετά τήν κατάληψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τῶν Τούρκων τήν 29ην Μαΐου, 1453, ὑπό τοῦ Μωάμεθ τοῦ Β΄ τοῦ Πορθητοῦ, καί κατόπιν πολύ ὀλίγων ἐτῶν καί τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζοῦντος καί ἂλλοι ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι ἐκ τῆς οἰκογενείας τῶν Κομνηνῶν, ὡς καί πολλοί ἂλλοι, ἐγκατέλειψαν καί τήν περιοχήν τῆς Τραπεζοῦντος, ὡς καί ἂλλας περιοχάς τοῦ Βυζαντίου εἰς Μικράν Ἀσίαν, διά νά ἐγκατασταθῶσιν εἰς τόν μακρυνόν καί ἀσφαλῆ, ὡς ἐφαίνετο τότε, Μυστράν.
Ὃμως προτοῦ προχωρήσομεν περαιτέρω, θά πρέπῃ νά παραμείνωμεν ἐπ’ ὀλίγον ἀκόμη εἰς τήν Τραπεζοῦντα, δηλ. τό ἂλλον προπύργιον τοῦ Βυζαντίου, καί νά ἲδωμεν ποία ἀκριβῶς ἦτο ἐκεῖ ἡ ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων:Ὁ τελευταῖος Αὐτοκράτωρ τῆς Τραπεζοῦντος ὑπῆρξεν ὁ Δαυίδ ὁ Β΄ Μέγας Κομνηνός. Σημειωτέον ὃτι ὁ Δαυΐδ Β΄ εἳλκει τήν καταγωγήν του ἀπ’ εὐθείας ἀπό τούς Κομνηνούς Αὐτοκράτορας, ἀφοῦ ἦτο ὁ τριτότοκος υἱός τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς Τραπεζοῦντος Ἀλεξίου Δ΄ καί τῆς Θεοδώρας Καντακουζηνῆς. Δυστυχῶς ὃλους, γονεῖς καί τέκνα, τούς ἐθανάτωσεν ὁ αἱμοσταγής Μωάμεθ ὁ Β΄. Μετά τήν κατάληψιν τῆς Τραπεζοῦντος τούς μετέφερεν εἰς τάς φυλακάς τῆς Ἀνδριανουπόλεως καί μετά εἰς Κωνσταντινούπολιν ὃπου τούς ἀπεκεφάλισεν. Διεσώθη μόνον ὁ νεώτερος υἱός των Νικηφόρος Κομνηνός.Ὁ νεαρός Νικηφόρος Κομνηνός διέφυγε μέ τό ψευδώνυμον Γεώργιος εἰς τήν Περσίαν, εἰς τήν θείαν του Σάραν Κομνηνήν, σύζυγον τοῦ Βασιλέως τῆς Περσίας. Ἀπ’ ἐκεῖ κατηυθύνθη τό 1476 εἰς Μάνην, ὃπου ἒγινε δεκτός ὑπό τῶν Μανιατῶν μέ μεγάλας τιμάς ὡς ὁ διαφυγών μόνος διασωθείς Βυζαντινός Αὐτοκράτωρ. Ἒκτοτε καθιερώθη ὃπως ὁ ἑκάστοτε ἀρχηγός τῶν Μανιατῶν, ὁ ἀποκαλούμενος Πρεσβύτερος Προύχων (Γαλλιστί: Protogéronde ἢ Protegérien), ἒπρεπε νά κατάγηται ἀπό τήν οἰκογένειαν τῶν Κομνηνῶν Αὐτοκρατόρων καί ὁ νεαρός Νικηφόρος Κομνηνός ὑπῆρξεν ὁ 1ος Πρεσβύτερος Προύχων τῆς Μάνης.
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής περί τό 1460 προελαύνων ἒφθασε μέχρι τήν Πελοπόννησον, ὃπου ἐκτοπίσας τούς Ἑνετούς, οἱ ὁποῖοι κατεῖχον κάποια ὀχυρά της, κατέλαβε ταύτην, πλήν τῶν νοτιωτάτων περιοχῶν της, τάς ὁποίας οὒτε οἱ Ἑνετοί προηγουμένως οὒτε καί οἱ Τοῦρκοι μεταγενεστέρως παρ’ ὃλας τάς λυσσώδεις ἐπιθέσεις των δέν ἠδυνήθησαν νά ὑποτάξωσιν. Τό 1476 καί ὑπό τήν πίεσιν τῶν Τούρκων οἱ κάτοικοι τοῦ Μυστρᾶ συνεκεντρώθησαν εἰς τήν κεντρικήν νοτιωτάτην χερσόνησον τῆς Πελοποννήσου εἰς τήν ξακουστήν Μάνην, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι ἦσαν οἱ φημισμένοι Μανιᾶται, ἒξοχοι ναυτικοί καί γενναῖοι πολεμισταί τῶν ὀρέων. Ὡς εἶναι εἰς ὃλους μας γνωστόν, οἱ Μανιᾶται, συμβαλλούσης καί τῆς ἀπροσίτου μορφολογίας τοῦ ἐδάφους τῆς Μάνης μέ τάς ἀποκρήμνους ὀροσειράς τοῦ Ταϋγέτου, ἦσαν τραχεῖς πολεμισταί, ἀνυπότακτοι, γενναῖοι καί βεβαίως πολύ ὑπερήφανοι διά τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν Σπαρτιατικήν καί μετέπειτα Βυζαντινήν καταγωγήν των. Νά σημειωθῆ ὃτι ὁ Νικηφόρος Κομνηνός ἐνίκησεν ἐπανειλημμένως τούς Τούρκους εἰς τά βόρεια τῆς Μάνης.
Μέ τήν πάροδον τῶν χρόνων βλέποντες οἱ Μανιᾶται, ὃτι δέν εἶχον ἐλευθέραν τήν διακίνησιν πρός τήν ὑπόλοιπον Πελοπόννησον λόγῳ τῆς Τουρκικῆς κατοχῆς της καί αἰσθανόμενοι ἀπό ξηρᾶς ὡς πολιορκούμενοι καί καταπιεζόμενοι ἐξ αἰτίας τῆς πιεστικῆς παρουσίας τῶν Τούρκων εἰς τάς περιοχάς τῆς Πελοποννήσου βορείως τῆς Μάνης, περί τό 1670 ἢρχισαν σταδιακῶς πολλοί ἐξ αὐτῶν νά ἐγκαταλείπωσι τήν περιοχήν τῆς Μάνης καί νά ἐγκαθίστανται εἰς διαφόρους νήσους τῆς Ἑπτανήσου, ὡς ἐπίσης καί εἰς τήν Ἰταλίαν, κυρίως δέ εἰς τήν περιοχήν τῆς Τοσκάνης, τῆς Ἀπουλίας, τῆς Μαντούης καί τῆς Κορσικῆς. Ὃσον ἀφορᾶ τήν Κορσικήν πρέπει νά γνωρίζωμεν ὃτι ἀπό τοῦ 14ου αἰῶνος αὓτη κατελήφθη ὑπό τῶν ἀκμαζόντων τότε Γενουατῶν.
Ὡς γνωστόν οἱ Κορσικανοί ἦσαν εἷς τραχύς καί ἀτίθασσος λαός, ἐπολέμουν μέ μανίαν καί δέν ἀπεδέχοντο τήν ὑποταγήν των εἰς τούς Γενουάτας καί ηὑρίσκοντο εἰς συνεχεῖς συγκρούσεις μέ αὐτούς. Ὡς ἀντίδοτον πρός τήν ἐχθρικήν στάσιν τῶν Κορσικανῶν οἱ ἂρχοντες τῆς Γενούης ἠκολούθησαν τήν τακτικήν τῆς ἐγκαταστάσεως ξένων λαῶν εἰς διάφορα σημεῖα τῆς Κορσικῆς πρός ἐξασθένησιν τοῦ γηγενοῦς στοιχείου τῆς νήσου διά τῆς προσμείξεώς του μέ ἂλλους λαούς. Ὑπό τάς συνθήκας αὐτάς κατόπιν ἐπισήμου προσκλήσεως ὑπό τῶν Γενουατῶν ἀρχόντων, τήν 3ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1675 περίπου 730 Μανιᾶται μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπίσκοπον Παρθένιον Καλκανδήν καί μέ ἀρχηγόν των τόν Κωνσταντῖνον Στεφανόπουλον Κομνηνόν, τόν 10ον Πρεσβύτερον Προύχοντα τῆς Μάνης, καί ἀριθμοῦ μελῶν τῆς ὀνομαστῆς Μανιατικῆς οἰκογενείας τῶν Στεφανοπούλων Κομνηνῶν, καταγομένων εὐθέως, ὡς ἀνεφέρθη, ἀπό τήν οἰκογένειαν τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων Κομνηνῶν, ἀνεχώρησαν ἐκ τοῦ Οἰτύλου τῆς Μάνης καί ἀπό τά τραχέα ὂρη τοῦ Ταϋγέτου μέ τελικόν προορισμόν των τήν Κορσικήν. Τό ταξείδιόν των δέν ἦτο διόλου εὒκολον, διότι ἒπρεπε νά διέλθωσι διά μέσου τοῦ κλοιοῦ τοῦ Τουρκικοῦ στόλου ὡς καί τῶν Βερβέρων, Τούρκων καί ἂλλων πειρατῶν πού ἐλυμαίνοντο τήν Μεσόγειον. Ἓν τῶν πλοίων κατελήφθη ὑπό τῶν Τούρκων, ἐνὧ ἓτερον ἐβυθίσθη. Ἓν τρίτον ἒπεσεν εἰς τάς χεῖρας τῶν πειρατῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπώλησαν τούς ἐπιβαίνοντας ὡς σκλάβους εἰς τάς ἀγοράς τῆς Β. Ἀφρικῆς. Τά 3 ἐναπομείναντα πλοῖα μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Κωνσταντῖνον Στεφανόπουλον Κομνηνόν, τούς δύο υἱούς του καί συγγενεῖς τῆς μεγάλης αὐτῆς οἰκογενείας ὡς καί ἂλλους Μανιάτας ἐσυνέχισαν τόν πλοῦν των ὡς ἦτο προγραμματισμένος.
Κατά πρῶτον κατηυθύνθησαν εἰς Γένουαν, ὃπου καί ἒφθασαν μετά ἀπό 3 μῆνας, τήν 1ην Ἰανουαρίου, 1676. Ἐκεῖ κατόπιν τῶν ἀναγκαίων διαπραγματεύσεων μέ τήν Γερουσίαν τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Γενούης ὁ Κωνσταντῖνος Στεφανόπουλος Κομνηνός ἐξησφάλισεν ἀπό τήν Σύγκλητον καί ἐνυπογράφως, ἢτοι ἐπισήμως, τήν συμφωνίαν τῆς ἐγκαταστάσεως τῶν Ἑλλήνων Μανιατῶν ἀποίκων εἰς τήν Κορσικήν. Εἰς τόν Κωνσταντῖνον Κομνηνόν καί τούς διαδόχους του ἐδόθη ὑπό τῆς Συγκλήτου τῆς Γενούης ὁ τίτλος τοῦ «Προνομιούχου Ἂρχοντος». Ὁ τίτλος αὐτός μεταφράζεται εἰς τήν Γαλλικήν ὡς « Chef Privilégié ». Ἐπίσης ἠδύναντο νά φορῶσιν ἐπίσημα ἐνδύματα κατά τάς Ἑορτάς μέ τό ἀγαπημένον των Αὐτοκρατορικόν Βυζαντινόν χρῶμα – τό πορφυροῦν. Σημειωτέον ὃτι εἰς τήν Μάνην οἱ κάτοικοί της διετήρουν πλεῖστα ἢθη, ἒθιμα καί νόμους, τούς ὁποίους ἐκληρονόμησαν ἀπό τούς ἀρχαίους Σπαρτιάτας, ἀπό τούς ὁποίους κατήγοντο κατά μέγα μέρος. Ὡς γράφει ὁ Ἂγγλος φιλέλλην καί ἀρχαιολάτρης John Sorey-Morit, ὁ ὁποῖος ἐπεσκέφθη τήν Μάνην τῶ 1795: «.. Ὃταν ἀνέφερες εἰς τούς Μανιάτας διά τήν ἀρχαίαν Σπάρτην καί τούς Σπαρτιάτας, ὃλων ἐσπίθιζον οἱ ὀφθαλμοί».
Μία τῶν διατηρηθεισῶν παραδόσεων ἦτο ἡ συνέχισις τῆς πολιτικῆς καί νομοθετικῆς διοικήσεως, ὡς τήν εἰσήγαγεν εἰς τήν ἀρχαίαν Σπάρτην ὁ νομοθέτης Λυκοῦργος ὁ Λακεδαιμόνιος: Ἡ Γερουσία ἀπετελεῖτο τότε ἐξ 28 Γερόντων ἢ Γερουσιαστῶν καί ἐκ 2 Βασιλέων ἢ Πρωτογερόντων, ἐνὧ εἰς τήν Μάνην μετά τήν ἂφιξιν τοῦ διασωθέντος Πρίγκηπος Νικηφόρου Κομνηνοῦ καί τῆς ἀναγνωρίσεως τούτου ὡς τοῦ συνεχιστοῦ τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων καί μόνου ἀρχηγοῦ των, ὁ ἑκάστοτε Πρωτογέρων ἦτο μόνον εἷς, ἀντί τῶν ἀρχικῶς δύο. Τήν διοικητικήν ταύτην διάταξιν ἐσεβάσθη πλήρως διά τούς μεταναστεύσαντας Μανιάτας τῆς Κορσικῆς ἡ Γερουσία τῆς Γενούης (Sénat).
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 13.3.2014