Το αρχοντικό στο Σαμόλι δεν υπάρχει πιά όπως το ξέραμε

Η Κεφαλλονιά, εκτός από τους άστεγους, την απόλυτη νέκρωση της οικονομικής ζωής και τις ανοιχτές πληγές που έχει η βίαιη αυτή επίθεση της Φύσης επιφέρει στην καθημερινότητα όλων, με πρώτο βέβαια το Ληξούρι και όλα τα χωριά της Παλλικής, και σε δεύτερη μοίρα το Αργοστόλι, έχει καταστρέψει θησαυρούς πολιτισμού που είχαν χρόνια σταθεί όρθιοι σε πείσμα των χρόνων. Ένας από αυτούς τους πολιτιστικούς θύλακες ήταν και το σπίτι στο Σαμόλι, για όσους το ήξεραν διαφορετικά, το αρχοντικό τση Σιόρα-Κάτες Φορέστη.

Η οχυρωμένη αγρέπαυλη στο Σαμόλι (Λιβάδι Παλλικής) που είναι κτισμένη σε περιοχή με λιμνάζοντα θαλάσσια ύδατα, αποτελείτο από ισόγειο και έναν όροφο. Το επάνω μέρος κατεστράφη. Έγειρε προς τον νότο, περίπου 30ο, έπεσαν τοίχοι και κρατήθηκε μόνο το μέρος όπου είχε γίνει επισκευή. Το κάτω τμήμα μοιάζει σαν να έχει βομβαρδιστεί.

Υπεύθυνοι του Υπουργείου Πολιτισμού αμέσως έφθασαν στο χώρο και κατέγραψαν την κατάσταση. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να διασωθεί αν όχι όλο, τουλάχιστον το ισόγειο.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ, με αφορμή την θλιβερή κατάσταση ενός τόσο ιστορικού αρχοντόσπιτου της Παλλικής, αναδημοσιεύει κείμενο που μας δόθηκε από την αείμνηστη ιδιοκτήτριά του σιόρα Κάτε Βιλάνδου-Φορέστη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1992 με τίτλο ΤΟ ΣΑΜΟΛΙ και το δημοσιεύσαμε στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, τ. 2007. Αξίζει να το διαβάσετε για να γνωρίσετε, έστω κι έτσι τον χώρο που σήμερα δεν έχει –εύχομαι παροδικά- ένα από τα δυο σημεία αναφοράς του, το «αρχοντικό στο Σαμόλι» (το άλλο ήταν ο ανεμόμυλος).

Ευρυδίκη Λειβαδά

ΤΟ ΣΑΜΟΛΙ

Είναι ένα ακροθαλάσσιον παλαιόν οίκημα στον μυχόν του κόλπου Λειβαδιού Βορεινά του Ληξουριού και εις απόστασιν από αυτό επτά χιλιομέτρων. Περιβάλλεται από ένα μεγάλο κτήμα τριακοσίων (300) περίπου στρεμμάτων που βρέχεται από τη θάλασσα επί 850 μ. και είναι κατάφυτο από αλμυρίγκους, ελαιόδενδρα, σιταγρούς, αμπέλια, οπωροφόρα δένδρα και λαχανόκηπους. Το παλαιόν αυτό σπίτι, από τα ελάχιστα που γλύτωσαν από τους σεισμούς του Αυγούστου του 1053 που κατερείπωσαν την Κεφαλλονιά, βρίσκεται στην άκρη μικρού ακρωτηρίου παραλλήλου προς το άλλο ακρωτήριον του Μερσιά, δηλαδή κείνται μεταξύ της άλλοτε ιδιοκτησίας «Ριτσάτα» του Ανδρέα Λασκαράτου και της εις το βάθος του κόλπου του Λειβαδιού άλλοτε ιδιοκτησίας του κόντε Μαρίνου Χαρμπούρη (νυν ιδιοκτησίας οικογενείας Βαλλιάνου) του διάσημου της εποχής του μηχανικού που μετέφερε τόσον επιτυχώς τον τεράστιον μονόλιθον τον βυθισμένον στη λάσπη του Νέβα και επί του οποίου ετοποθετήθη ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Πέτρου.

Μετά το τεχνικόν αυτό επίτευγμα ο κόντε Χαρμπούρης ιδιώτευσε στο κτήμα του αυτό και κατέγινε εις τις πρωτότυπες και άγνωστες τότε στην Ελλάδα καλλιέργειες ρυζιού, λουλακιού και ζαχαροκαλάμου μέχρι και της ημέρας της δολοφονίας του από τους Μωραϊτες υποστατικούς του.

Η ονομασία Σαμόλι ετυμολογείται κατά μίαν εκδοχήν από παραφθοράν του ονόματος του πρώτου οικήτορος κάποιου Σαμουήλ. Κατ’ άλλην εκδοχήν λόγω μεταφοράς εκ Σάμου συνεργείου εργατών –Σάμο + όλοι = Σαμόλι-.

Το Σαμόλι, πολύ προγενέστερον από τα δυο ανωτέρω γειτονικά κτήματα Χαρμπούρη και Λασκαράτου, αναφέρεται ως θέσις το πρώτον κατά το έτος 1262 εις το κτηματολόγιον της Λατινικής Επισκοπής, σημειώνεται δε και με το όνομα Σαμουήλ εις παλαιούς χάρτας. Φαίνεται ότι ο Σαμουήλ αυτό θα ήτο μοναχός και το αρχικόν οίκημα θα ήτο ησυχαστήριον ως συνάγεται από τα θολωτά υπέρθυρα και τας οικοδομικάς ιδιοτυπίας, συνήθεις και χαρακτηριστικές της εποχής εκείνης εις κτίσματα παραπλησίας χρήσεως.

Το οίκημα κτισμένο στην άκρα του ακρωτηρίου έχει θεμέλια από μεγάλους ογκολίθους που αρχίζουν μέσα από την άμμο της θάλασσας. Οι ογκόλιθοι μετεφέρθησαν από αλλαχού και έχουν σχηματίσει μώλον (reparo) 5 μ. μήκους. Οι τοίχοι έχουν, μόλις ξενερώνουν από την επιφάνειαν του νερού, 1 μ. πάχος. Με κλίση (scarpa όπως την αποκαλούσαν) η οποία εξακολουθεί μέχρι 3 μ. ύψος οπότε αποκτούν, το ύψος του α’ ορόφου, πάχος 80 πόντων. Τους πρώτους χρόνους της οικοδομήσεώς του επροστατεύετο από δυο βαρδιόλες (φυλάκια με σκεπή και πολεμίστρες που χωρούσαν άνετα δυο πολεμιστάς). Παρόμοιες βαρδιόλες υπήρχον μέχρι των σεισμών του 1953 στο χωριό Πουλάτα στο σπίτι των κομήτων Αννίνων (νυν ιδιοκτησία οικ. Βαλέττα), η μια προς γραιγολεβάντε και η άλλη προς τον μαϊστρο. Επίσης προς μεγαλυτέραν ασφάλειαν υπήρχον πολλές τουφεκίστρες ολοτρίγυρα της οικίας εις ύψος 1 μ. από το έδαφος. Η παραλληλόγραμμος αυλή της εκλείετο από λεβάντε με πυλώνα με υπέρθυρον χαρακτηριστικόν στυλ baroque και από τις άλλες πλευρές από σειράν σπιτιών που ανηγέρθηκαν μεταγενέστερα. Ήσαν κατοικίες των σέμπρων, σταύλοι και αποθήκες. Το κτίριον ήτο κατάλευκον με χονδρά βυσσινί κεραμίδια βενετσιάνικα που το καθένα ζύγιζε 9 λίτρες. Τα έφερναν σαν σαβούρα τα ιστιοφόρα από τη Βενετία. Αργότερα ανοίχθηκαν παράθυρα, ήσαν θολωτά και βαμμένα πράσινα με συμπαγή παραθυρόφυλλα (σκούρα). Η ευρύχωρος τραπεζαρία είχε 6 θολωτά παράθυρα και εστολίζετο με τα πορτραίτα των παιδιών του βασιλέως της Νεαπόλεως Φερδινάρδου (σωζόμενα και σήμερα) προσωπικά δώρα του προς τον αντιβασιλέα Γεώργιον Χωραφάν. Ο Φερδινάρδος ο Δ΄ ήτο σύζυγος της Μαρίας Καρολίνας, θυγατρός της Μαρίας Τερέζας, πενθεράς του Βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου Φιλίππου, αδελφής της Μαρίας Αντουαννέτας και μάμμης της Μαρίας Λουίζας, συζύγου του Ναπολέοντος. Γύρω από το σπίτι ηγοράσθησαν μεγάλες εκτάσεις που έφθασαν από τον λόφον του Κρίκελου μέχρι την εκκλησία της Παναγίας των Κεχριώνα. Αι εκτάσεις αυταί ηγοράσθησαν από την κτηματικήν περιουσίαν της Λατινικής εκκλησίας. Ο αντιβασιλεύς πέθανε σε ηλικία 80 ετών στην Ίστρια αφού προηγουμένως είδε την διάλυση του Βασιλείου των δυο Σικελιών.

Στην προς μαϊστρον πρόσοψιν του σπιτιού σώζεται και σήμερα το οικόσημον: «ένα πουλί πάνω σε τρία στάχυα».

Το σωζόμενον οίκημα οικοδομήθη από τον Κωνσταντίνον κόμητα Χωραφά που γεννήθηκε το 1742. Ο κόμης έδωσε το Σαμόλι ως προίκα στην στη μοναχοκόρη του Κοντέσσα Αγγέλικα την οποίαν υπάνδρεψε με τον Νικόλαον Άννινον, τον οποίο κατέστησε κληρονόμον του τίτλου του κόμητος υποχρεώσας αυτόν να φέρη του λοιπού το όνομα Άνννος-Χωραφάς λόγω μη υπάρξεως αρρενογονίας και έκτοτε ο κλάδος αυτός των Αννίνων φέρει τον τίτλο του κόμητος.

Κατά τον σεισμόν του 1865 αι οικίαι υπέστησαν ζημίας και επειδή αι ζημίαι απεδόθησαν εις το επιπρόσθετον βάρος των βαρδιόλων ο κόμης Άννινος-Χωραφάς ανεσκεύασεν τον όροφον και τον εξεσυγχρόνισε κατεδαφίσας τις βαρδιόλες, διετήρησεν όμως τις πολεμίστρες που ήραν ολόγυρα στους τοίχους. Απ’ αυτές σώζονται μερικές και σήμερα. Εκείνην την εποχή η διαμάχη των οικογενειών Μεταξά και Αννίνων ήτο στο κατακόρυφο. Στέκι των πρώτων τα Βαλσαμάτα, των δεύτερων τα Δειλινάτα, ορεινά χωριά με παλληκαράδες βίαιους και αδίστακτους.

Η Βενετσιάνικη κατοχή που κράτησε περίπου 300 χρόνια με την ιδιότυπη αριστοκρατική Δημοκρατική Κυβέρνησή της που επέτρεπε σχετική αυτοδιοίκηση, συχνότατα ευρίσκετο εις αδυναμίαν για να κρατήση την τάξη. Κάποτε που φούντωσε το κακό η Γαληνοτάτη έστειλε γαλέρες στο νησί. Ο Ενετός ναύαρχος προσκάλεσε τους αρχηγούς και των δυο αντιμαχομένων αυτών οικογενειών στην ναυαρχίδα του.

Πήγαν όλοι ενθουσιασμένοι δια την τιμητικήν πρόσκλησιν εκτός του Αναστασίου Αννίνου που ισχυρίστηκε πως ήτο βαριά άρρωστος και μάλιστα οι δικοί του, για να πείσουν τους Βενετσιάνους σκηνοθέτησαν την κηδεία του βάζοντας πέτρες σε ένα φέρετρο. Η ναυαρχίδα όμως απότομα έκαμε πανιά για τη Βενετία απάγοντας τους παγιδευθέντας άρχοντας. Προσπάθησε ο κόμης Τζώρτζης Χωραφάς να τους σώσει και απέστειλε έναν αξιωματικό του βασιλέως της Νεαπόλεως στον Δόγη με αίτηση χάριτος. Οι Βενετσιάνοι όμως, αντιληφθέντες τον σκοπόν του απεσταλμένου έκλεισαν τις πύλες μέχρι της επομένης πρωίας και ότε εγένετο δεκτός ο εκπρόσωπος του Χωραφά, του εξέφρασαν την λύπη τους διότι ήτο αργά… τους είχαν απαγχονίσει ήδη από τα χαράματα

Όταν ένας από τους Χωραφά, ο Geronimo, διορίσθη από το Συμβούλιο των Δέκα δια να εκκαθαρίση τη Βενετιά από τα λυμαίνοντα αυτήν κακοποιά στοιχεία. Οι διάφοροι κακοποιοί ανέγραφαν στους τοίχους την ειρωνικήν φράσιν: «ήλθεν ο Χωραφάς να δούμε τι θα κάμει» (E venuto Corafa, e verremo cosa fa), προσδοκώντας ότι θα απετύγχανε στην αποστολή του. Ο Χωραφάς όμως σε μικρό χρονικό διάστημα ενεργήσας δραστήρια συνέλαβε, τιμώρησε, εξόρισε και αποκατέστησε την τάξη.

Έτσι, κάτω από την πρώτη γραφή, προσέθεσαν την δεύτερη ομοιοκαταληκτική φράση: «ήλθεν ο Χωραφάς και είδαμε τι έκαμε» (Ε venuto Corafa, habiamo visto cosa fa).

Ο αντιβασιλεύς μεταξύ των άλλων κοσμημάτων και πολυτελών σκευών που έστειλε στην οικογένειά του στην Κεφαλλονιά -ασημένιο σερβίτσιο, λαβομάνο, πιάτα La Vermeils, φουρνιμέντα διάφορα κ.α.- απέστειλε και ένα καταπληκτικό εκκρεμές ρολόϊ –δώρο βασιλικό-. Όταν έφθασε στο Αργοστόλι το ρολόι αυτό, έγινε το θέμα της ημέρας. Έτρεξε όλο το αρχοντολόι του νησιού να το περιεργαστή και να το θαυμάση. Η κάσα του ήταν σκέτη από μαόνι αλλά ο μηχανισμός του πολύ περίπλοκος και διασκεδαστικός. Πάνω από το λευκό αλαβάστρινο cadran με τις γαλάζιες εμαγέ ώρες και τους χρυσούς δείκτες, ήτο ένας μικρούλης εξώστης. Στο βάθος του εξώστη ένας σταυρός και ένας ιερεύς που διάβαζε από ένα βιβλίο μια προσευχή. Κάθε μια ώρα έβγαιναν στη μια πλατφόρμα σαν parcocenico φιγκουρίνες με κουστούμια φολκλορικά και χόρευαν υπό τους ήχους μιας μουσικούλας που την ανέπεμπαν διαφόρου μήκους πλαγίαυλοι. Κάθε τέταρτο, άλλο νούμερο και κάθε μισή ώρα άλλη αριέττα. Το μεσημέρι και τα μεσάνυκτα όλες οι φιγκουρίνες επί σκηνής θαρρείς και προσηύχοντο κάτω από μια μουσικούλα ορατορίου.

Είναι γνωστή η δράσις της πρώτης ιδιοκτήτριας του Σαμολιού, της κοντέσσας Αγγέλικας, κόρης του Κωνσταντίνου Χωραφά και χήρας εκ του πρώτου της γάμου με τον κόμητα Δελλαδέτσιμα που τον παντρεύτηκε σε ηλικία 14 ετών. Επαντρεύθη τον Νικόλαον Άννινον. Ορφάνεψε πολύ μικρή γιατί η μάνα της πέθανε πολύ νέα. Διέθετε την τεράστια περιουσία της σε αμέτρητες αγαθοεργίες –βαπτίσια, στεφανώματα πτωχών, και σε όλες τις περιστάσεις συμμετείχε φιλάνθρωπα. Όταν έβλεπε ότι εσταμάτεναν οι δουλειές του κάμπου, ανήγειρε εκκλησίες για να καταπολεμά την ανεργίαν. Έτσι έγινε η Αγία Αγάθη, η Ευαγγελίστρια, ο Αη-Γιώργης, ο Αγ. Σπυρίδων στα Κουβαλάτα, η Αγία Αικατερίνη στο Αργοστόλι και από τον κόντε Νικολό, ο Άγις Σπυρίδων στα Πουλάτα με το περίφημο σκαλιστό τέμπλο του.

Το επίθετο Χωραφά ετυμολογείται κατά την παράδοσιν από την ρήσιν “Come cara fe da me” (ακριβή προς εμέ πίστις). Φράσις λεχθείσα από τον βασιλέα όταν είδε θνήσκοντα γενναίως σε κονταρομαχία υπέρ αυτού, έναν εκ των πιστών ακολούθων του, αρχηγόν της οικογενείας Χωραφάδων. Τότε ψαύσας την πληγήν με τα δάκτυλά του τα αιματοβαμμένα έσυρε επί του θώρακος τρεις γραμμές τις οποίες εκράτησαν ως έμβλημα οι απόγονόι του επί του θυρεού των.

Οι άλλοι κλάδοι Χωραφά οι διαμείναντες εις το εξωτερικόν, είχαν ονομασθεί Χωραφά “Delle spine” ή “Delle rose” διότι εις τους αγώνας δια να διακρίνονται οι μεν των δε, είχαν στολίσει το στήθος τους με τα άνω εμβλήματα (αγκάθια ή ρόδα).

Φωτογραφίες: Το εσωτερικό του σπιτιού και το εξωτερικό του στο Σαμόλι. Τις φωτογραφίες τις έβγαλε ο Μαρίνος Σπ. Κοσμετάτος τον Σεπτέμβριο του 1971 και ανήκουν στη συλλογή του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Αργοστολίου.

Ευρυδίκη Λειβαδά