Και κάθε στιγμή ξεσπάει, ακόμα μια φορά, κάθε η υπόκωφη οργή, η μαζεμένη στα τρίσβαθα της καρδιάς εναντίον αυτού του αλαζονικού λαού που είχε την τόλμη να χαρακτηρίσει με το επίθετο , κάθε τι που του ήταν ξένο.
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, λέμε που δίχως άλλο τίτλο εξόν από μια εφήμερη ιστορική αίγλη, από θεσμούς κωμικά στενόκαρδους, από μια αμφίβολη ηθική και που το ίδιο τους το όνομα χρησιμοποιείται σαν κάτι αντίστοιχο, με επονείδιστη βρισιά, που εν τούτοις διεκδικούν ανάμεσα στους λαούς μια ξεχωριστή θέση και μια σειρά πάνω από το πλήθος, μια σειρά που ανήκει στην μεγαλοφυΐα.
Δυστυχώς δεν είχαμε την τύχη να ανακαλύψουμε το κώνειο που θα μας γλύτωνε μια για πάντα από ένα παρόμοιο φαινόμενο, γιατί ούτε τα δηλητήρια, ούτε ο φθόνος, ούτε η αχαλίνωτη συκοφαντία και η οργή , κατόρθωσαν νʼ αγγίξουν την αυθάδη τους γαλήνη.
Γιʼ αυτό μπροστά στους Έλληνες δοκιμάζουμε ντροπή και δέος.
Τουλάχιστον ένας άνδρας που εκτιμά την αλήθεια πάρα πάνω από κάθε τι, ας τολμήσει να διαλαλήσει αυτήν την αλήθεια, πως παρόμοιοι με τον ηνίοχο που οδηγεί το άρμα, οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, τους χαλινούς της τέχνης μας, όπως άλλωστε και κάθε τέχνης.
Αλλά σχεδόν πάντοτε, άρμα και άλογα, πολύ κατώτερης ποιότητας και ράτσας, δεν ταιριάζουν στους ένδοξους οδηγούς τους. .Και τότε αυτοί παίζοντας γκρεμίζουν αυτά τα άρματα στις αβύσσους, που οι ίδιοι τις διασκελίζουν μʼ ένα πήδημα, παρόμοιο με τον ωκύποδα Αχιλλέα».
Με την υπόσχεση να επανέλθω εκτενέστερα τόσο στο θέμα της πολιτισμικής μας ταυτότητας και του ανθελληνισμού.
Γιώργος Σκλαβούνος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6.1.2014