από τις εκδόσεις Γιάννης Πικραμμένος. Οι παρουσιαστές του βιβλίου:
. Συντονιστής ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Παπαδιονυσίου
. Η Εφη Αναλυτή, Πρόεδρος Συλλόγου Νέων Καλλιτεχνών Πατρών
. Ο Φώτης Δημητρόπουλος, Φιλόλογος, τέως Λυκειάρχης
. Η Πέπη Αλεξοπούλου Παναγοπούλου, Εκπαιδευτικός
Απήγγειλαν ποιήματα η Σοφία Βασιλοπούλου – Παπαδοπούλου, ο Χαράλαμπος Κατραβάς, ο νεαρός ποιητής Πέτρος Παναγόπουλος. Η κ. Βασιλική Σπηλιώτη απήγγειλε ένα ποίημα της μάνας του συζύγου της, ποιητή Γιώργου Σπηλιώτη, γραμμένο το 1966 όταν ο γιό της ήταν πρωτόμπαρκος και όλο το ακροατήριο συγκινήθηκε.
Η ομιλία του Φώτη Δημητρόπουλου: Ο Ν ΑΥ Τ ΙΚ Ο Σ Μ Ο Υ Σ Α Κ Ο Σ
Ένας σάκος γεμάτος Θάλασσα, Ελλάδα κι Ανθρωπιά είναι η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Ι. Σπηλιώτη «Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΜΟΥ ΣΑΚΟΣ». Κι’ αν τον ανοίξεις, θα πλημμυρίσει η ψυχή σου από τις μυρουδιές της θάλασσας, θα λάμψει εμπρός σου το προγονικό κι’ ανέσπερο Ελληνικό Φως, θ’ ακούσεις τον ανασασμό των ανθρώπων σαν νά ’ναι δικός σου. Κι ο σάκος θα σου φανεί ότι δεν θ’ αδειάσει ποτέ. Γιατί ο Γ. Σπηλιώτης κάνει ένα ποιητικό ατέρμονο ταξίδι όχι μόνο στ’ απέραντο πέλαγος αλλά και μια πεισματική αναζήτηση φωτός στην απεραντοσύνη του χρόνου της Ιστορίας και του Μύθου. Και βρίσκει παντού τον Άνθρωπο, την καρδιά του. Και ταξιδεύει ευτυχισμένος, και τρισευτυχισμένος θέλει να μεταγγίσει σε μας τους στεριανούς, τις εμπειρίες και τα δώρα της θάλασσας.
Και είναι φυσικό γιατί ο Γ. Σπηλιώτης τώρα που ταξιδεύει με τη μουσική των στίχων του, βλέπει στα πανιά και στ’ αστέρια όσα δεν είδαμε εμείς. ακούει ήχους στο βούισμα του αγέρα, από θάλασσες που εμείς δεν ζήσαμε. βλέπει φως σε φάρους του χρόνου που εμείς τους γκρεμίσαμε, οσμίζεται έρωτες που εμείς δεν γευτήκαμε. Γι’ αυτό και ζωγραφίζει στα πανιά της ποιητικής του σχεδίας ό,τι χαραγμένο βρήκε στην ψυχή του, από τις ευχές και τα φιλιά της μάνας ή από τα κρυφά δάκρυα του ναύτη για τα ανεξίτηλα σημάδια μιας θλιμμένης αγκαλιάς μέχρι το πάθος της περιπέτειας στα πειράγματα του Αιόλου και στα βρεγμένα και στολισμένα με φύκια μαλλιά μιας Πανέμορφης Κόρης…
Ο Γ. Σπηλιώτης όμως σε τούτη τη συλλογή, δεν μένει μόνο ένας ναύτης που ύστερα από αμέτρητα ταξίδια στα μαγευτικά πράσινα και γαλάζια μάτια της ωραίας του ερωμένης, της θάλασσας, καταφεύγει σ’ ένα απάνεμο αραξοβόλι για να νοσταλγήσει και μόνο. μπαρκάρει και πάλι. παίρνει για φυλακτό ένα μαντήλι βρεγμένο από δάκρυα – άλλοτε λύπης κι’ άλλοτε χαράς – της μάνας Ελλάδας, κι’ ένα φλασκί με βοστηλίδι της ιδιαίτερης πατρίδας του και ξανοίγεται στους ωκεανούς των Μύθων και της Ιστορίας. Γυρεύει μιαν άλλη αγάπη: τη μούσα Κλειώ. την Ιστορία. Μα και τούτη την αγκαλιάζει Ωραία και Ελεύθερη άλλοτε με την όψη της Ερατώς του Έρωτα ή της Καλλιόπης του Έπους κι άλλοτε της Μελπομένης της Τραγωδίας. Κι’ ο Ορφέας με την άρπα του, ο Θησέας ο νικητής, ο Δαίδαλος ο σοφός, ο Ασκληπιός ο ιερουργός της υγείας άλλοτε γίνονται γλάροι στους στίχους του Γ. Σπηλιώτη και φτερουγάνε μαζί του ψηλά στον Όλυμπο για ν’ αγναντεύει ο ποιητής ή τ’ αθάνατα άλογα του Αχιλλέα ή του Ήφαιστου το υπόγειο εργαστήρι και το μαρτύριο του Ησίοδου στον Αχέροντα, λες και θέλει να ξεσκεπάσει τους πέπλους των πανάρχαιων μύθων, κι άλλοτε γίνονται πεντάμορφες Νηρηΐδες που του χαρίζουν για συντροφιά ονόματα – θρύλους της Δόξας στον ολόγιομο δίσκο της Ελληνικής Πανσέληνου ή τον κατεβάζουν στο βυθό του ωκεανού για να προσκυνήσει και να στολίσει με κλωνάρια ελιάς τους όμορφους ανθούς των παλληκαριών που κύματα λήθης βούλιαξαν στις θάλασσες του μεγάλου αγώνα για την Ελευθερία.
Μ’ όλα τούτα οι νοσταλγικές στιγμές που μας καλεί να κοινωνήσουμε από το σάκο του ο Γ. Σπηλιώτης, είναι πράγματι βρεγμένες από αρμύρα. αρμύρα όμως που δεν θα μας αφήσει ήσυχους ν’ αναπολήσουμε ρομαντικά παλιές ευτυχισμένες κι’ ωραίες μέρες αλλά αρμύρα που θα πληγώσει τα σωθικά μας «γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματα», Θεών και Ανθρώπων, αρμύρα οδύνης, άλγος που θα κεντρίσει τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς μας – όσες άφησαν οι κάθε λογής Αλάριχοι – για να ξανοιχτούμε μαζί του στο σύμπλεγμα των κυμάτων κάτω από τον ξέσκεπο ουρανό έτοιμοι και γι’ απόβαση, αν χρειαστεί, στις ναρκοθετημένες ακτές της Μάγχης, ή να φτάσουμε σε θαλασσινές σπηλιές, να ψάξουμε για τις αστραπές του Φωτός, όπου κι’ αν αστράφτει η Αγάπη. Να ταξιδέψουμε για να μη μείνουμε βυθισμένοι στο χώμα. Όρτσα τα πανιά!
* Ο Φώτης Ιωαν. Δημητρόπουλος είναι φιλόλογος – συγγραφέας, πρ. Γυμν/χης και Λυκ/χης στο Πειρ/κό Σχολείο του Παν/μίου Πατρών.
Κυρά – Θάλασσα
Γραμμένο το 1966 από την «κυρά-Θάλασσα» Διαμαντίνα Σπηλιώτη στο γιό της Γιώργο, που ήταν ναυτικός
Μια μάνα που καθότανε κάτω στα Ποταμάκια*
τη θάλασσα αγνάντευε με βουρκωμένα μάτια.
Στα κυματά της ’μίλαγε, που φεύγανε τρεχάτα,
κάτι σαν να τους έλεγε, τα κοίταζε στα μάτια.
Ένα μαντίλι έβγαλε βρεγμένο από το κλάμα
κι αφού το φίλησε γλυκά, τους το ’δωσε για γράμμα.
Τα μανιασμένα κύματα το κρύψανε στα μύχια,
δύο κορδέλες του ’βαλαν από βρεμένα φύκια.
Κύματα που γυρίζετε στης θάλασσας τα πλάτη,
φρεγάτα όπου δέρνεται με το ψηλό κατάρτι
μόλις την απαντήσετε, πετάχτε το στην πλώρη,
για να το βρει ο γιόκας μου, αμούστακο αγόρι.
Δώστε του χίλιες ευχές μαζί με το μαντίλι
κοντά μας να ’ρθει γρήγορα πριν σβήσει το καντήλι.
Στον κόμπο ετούτον το διπλό, ένα κλαδί Λουΐζας
του στέλνω να ’χει φυλαχτό, βλαστό σπιτίσιας ρίζας.
Κι αν δεν προλάβω να τον ’δω, θα ’θελα αργά το δείλι,
σαν έρθει, να μη λησμονεί να ανάβει το καντήλι.
*Ποταμάκια =Παραλία στο Ρατζακλί της Κεφαλλωνιάς
Απίστευτο και όμως αληθινό.
Το γράμμα ( κειμήλιο ) αυτό ταχυδρομήθηκε το 1966 από το Ρατζακλί της Κεφαλλωνιάς και έφτασε στα χέρια του νεαρού ναυτικού το 2010 όταν ήταν 65 χρονών…. με καθυστέρηση 45 ετών!
Άξιζε τον κόπο!
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 19.12,13