Ε. Λειβαδά – Μαγδαληνή Ντούκα Μοντεσάντου: Οι Χιώτες στη Ρουμανία και στον ρου του Δούναβη (Μέρος Α)

–στους μέσω διαδικτύου καταλόγους της-, στη κεντρική βάση biblionet, στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου και στην Δημόσια Βιβλιοθήκη της Χίου «Κοραής» δεν απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Με την ευκαιρία αυτή εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας στον κ. Σαρρή από την Δημόσια Βιβλιοθήκη Χίου και στην κ. Έμελυ Χατζηχρήστου από την Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας. Μεγάλο μέρος του υλικού που χρησιμοποιήθηκε ως πηγή για αυτή την πρώτη προσέγγιση προέρχεται από το αρχείο και τη συλλογή μας, κυρίως από την εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» του Κεφαλλονίτη εκδότη Διονύσιου Μεταξά Λασκαράτου που εξεδίδετο στην Βραΐλα από το 1895 έως το 1905 –τελευταία φύλλα στην Αθήνα- και κάλυπτε δημοσιογραφικά τη «Ρωμουνία και Ρωσία».

Στα κείμενα που παραθέτουμε η ορθογραφία έχει διατηρηθεί όπως παρουσιάζεται στις πηγές από όπου έχει αρυσθεί το αντίστοιχο υλικό.

Ε.Λ. – Μ.Ν.Μ.

Ο εν αρχή λόγος

Οι Έλληνες στον χώρο της Ρουμανίας (1) μετρούν 3.000 χρόνια συνεχούς και ενεργής παρουσίας (2). Η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου ήταν πάντοτε ήπια, ειρηνική, είχε δυναμισμό, παλλόταν και ήταν εποικοδομητική τόσο ώστε ο Κεφαλλονίτης Ακαδημαϊκός Βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυνθινός τα δακικά μέρη τα αποκάλεσε «Magna Grecia του Βορρά».

Ελληνισμός και πολιτισμός είναι έννοιες αλληλένδετες. Ο ελληνισμός υπηρέτησε και υπηρετεί τον πολιτισμό σε όλες τις εκφάνσεις του. Υπηρετεί τις διαχρονικές αξίες που γέννησε και εδραίωσε η αρχαία Ελλάδα σε όποιους τόπους έφταναν τα γεροφτιαγμένα σκαριά της. Άποικοι από τις ιωνικές ακτές της Μικράς Ασίας και τα μεγάλα γειτονικά νησιά Χίο και Λέσβο εγκαταστάθηκαν μεταξύ 7ου και 6ου π.Χ. αι. κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και στο εσωτερικό κατά μήκος των μεγάλων ποταμών τούς οποίους και ανέπλευσαν –με σπουδαιότερο τον Δούναβη όπου έφθασαν μέχρι τα Καρπάθια-, μετατρέποντας τους τόπους αυτούς σε κέντρα ζωής και εμπορίου. Οι ντόπιοι γοητευμένοι από τη δεινότητα, το εύρος, τη μεγαλοσύνη του ελληνικού πολιτισμού και την αθρόα εισαγωγή παραδόσεων, ηθών και εθίμων αλλά και ελληνικών προϊόντων, αναγκαίων και διακοσμητικών, δέχθηκαν εκόντες άκοντες την αφομοίωση κι έφτασαν να χρησιμοποιούν ελληνική γλώσσα και γραφή για την επικοινωνία τους. Δεκαετίες πριν από την ίδρυση από τους Μιλήσιους της Ολβίας – λίγο έξω από τα ανατολικά όρια της Μολδαβίας, μεταξύ Δνείστερου και Δνείπερου- μερικοί έμποροι από την Χίο είχαν εγκατασταθεί σε μια νησίδα στο Μπαγκ Λιμάν την οποία ονόμασαν Βορυσθενίτιδα (3). Η εγκατάσταση αυτή θεωρείται ο αρχαιότερος, μέχρι σήμερα, οικισμός στο βορρά (4).

Στη συνέχεια, ο ελληνισμός δημιούργησε το Βυζάντιο που έλαμψε για μια χιλιετία κι έδρασε σαν τείχος ασύντριπτο αναχαιτίζοντας τις βαρβαρικές επιθετικές ορέξεις της Ασίας σώζοντας πάντοτε τη Δύση εκ του εξ’ Ανατολών κινδύνου. Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη εξαπλώθηκε με δυναμισμό και απόλυτη γνώση του «εκπολιτιστικού καθήκοντος». Οι Έλληνες ανυψώθηκαν στα Βαλκάνια έναντι των άλλων λαών γιατί προηγούνταν στην πνευματική κίνηση και στην εργασία. Τα ζωτικότερα στοιχεία του ελληνισμού –με πρωτοπόρα αυτά της νησιωτικής Ελλάδας- εγκαταστάθηκαν στις παραδουνάβιες χώρες. Κατέλαβαν θέση υπερέχουσα στη ζώνη αυτή και διακρίθηκαν στον πολιτικό-διπλωματικό τομέα, στον επιστημονικό, λόγιο και καλλιτεχνικό, στον εμπορικό, ναυτικό και βιοτεχνικό μεσολαβώντας και εδραιώνοντας τοιουτοτρόπως την οικονομική ανάπτυξη των χωρών εγκατάστασης, διατηρώντας όμως πάντοτε το προνόμιο της θάλασσας και των ποταμόδρομων –και ως εκ τούτου, των συναλλαγών, του εμπορίου, του πλούτου. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί η εύρεση στην Κωνστάντζα [Κωνσταντία] σε πελώριο συγκρότημα του 4ου μ.Χ. αι. 120 αμφορέων, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν γεμάτοι με μαστίχα από μαστιχόδενδρα της Χίου.

Χίοι στα γράμματα και στις επιστήμες

Στα μετέπειτα χρόνια η θρησκευτικό-κοινωνική ελληνική επίδραση στη Ρουμανία άρχισε όταν έγινε πρώτος Έλλην ηγεμόνας ο φαναριώτης Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1599-1653) που είχε γεννηθεί στη Χίο. Ρόλο σε αυτήν την επίδραση έπαιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ίδρυση της Μητρόπολης Μολδοβλαχίας και τη στήριξη της Ρουμανικής γλώσσας έναντι της σλαβονικής. Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος παντρεύτηκε την σε δεύτερο γάμο Ροξάνη γεν. Καρατζά κι απέκτησαν τον μεγάλο διερμηνέα της Πύλης Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1641-1709). Συνονόματος εγγονός του (5) ήταν ο γνωστός Ηγεμόνας, φαναριώτης κι αυτός, που το 1783 έλαβε μέτρα για την προστασία του εμπορίου και των εμπόρων που πτώχευσαν, προστατεύοντας κυρίως Ρουμάνους και Έλληνες.

Στη στενότερη πνευματική επικοινωνία των δυο λαών σπουδαία κρίνεται η συμβολή του εκ Χίου διακόνου Κορέσιου ο οποίος τον 16ο αι. μετέφρασε το Ευαγγέλιο στη Ρουμανική. Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν μοναστήρια, σχολεία, νοσοκομεία και κλήθηκαν επίσκοποι, δάσκαλοι και γιατροί για να προσφέρουν έργο στην τοπική κοινωνία και να δεχθούν από αυτήν τις ευγενείς της διαθέσεις.

Μεταξύ των Ελλήνων γιατρών την πρώτη θέση στις ηγεμονικές αυλές της Ρουμανίας κατέχει ο γεννημένος στη Χίο Φραγκίσκος Δομέστικος Λάσκαρης. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε όταν ο ηγεμόνας Πέτρος ο Χωλός (Petru Schiopul) λαβώθηκε σε μάχη εναντίον των Κοζάκων το 1580, τον κάλεσαν για να τον θεραπεύσει και από τότε παρέμεινε στο παλάτι και έχαιρε υπολήψεως.

O Μιχαήλ ο Γενναίος, πρίγκηπας της Βλαχίας (1593-1601), Μολδαβίας (1600) και Τρανσυλβανίας (1599-1600), είχε σύμβουλό του τον εκ μητρός Χιώτη Mihalcnea (Μιχαήλ) Καρατζά, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του Εx-Grand Ban (6) της Κραϊόβα. Μητέρα του ήταν η Κατερίνα Σαλβαρέσσο (Salvaresso) λατινικής (7) καταγωγής, η οποία είχε παντρευτεί στην Κωνσταντινούπολη και έμενε στον Γαλατά.

Τον 17ο αι. γιατρός με σημαντική φήμη ήταν ο επίσης Χιώτης Παντελής Καλλιάρχης τον οποίο κάλεσε στην αυλή του ο τότε ηγεμόνας Μολδαβίας. Ο γιατρός αυτός, όπως και οι προαναφερθέντες συνέγραψαν ιατρικά έργα, ίδρυσαν νοσοκομεία και βοήθησαν τον τόπο με φιλανθρωπίες και δωρεές, ενέργειες οι οποίες εκτιμήθηκαν από τον φιλόξενο λαό.

Τον Δεκέμβριο του 1632 πρίγκηπας της Βλαχίας έγινε ο Matei Basarab. Μέσω της πολιτιστικής πολιτικής που εφήρμοσε ενίσχυσε το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Έτσι η Αυλή του έγινε καταφύγιο πολλών εξεχόντων προσωπικοτήτων μεταξύ των οποίων και των Χίων Παντελεήμονα (Παϊσίου ή Παντολέοντα) Λιγαρίδη και Ιγνάτιου Πετρίτση.

Ο Λιγαρίδης, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους πλέον μορφωμένους άνδρες του 17ου αι,  είχε γεννηθεί στη Χίο το 1609 ή 1610. Πολυμαθής και ευφυής ταξίδευσε στη Ρώμη, χειροτονήθηκε ιερέας και εστάλη στην Ανατολή από την Congregation Propagande Fidei (8). Πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου άρχισε να εργάζεται ως ορθόδοξος. Ο Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄ το 1647 του έδωσε συστατικές πατριαρχικές επιστολές για να μεταβεί στη Ρουμανία ως ορθόδοξος. Πράγματι, διορίσθηκε εκεί αρχικά ως ορθόδοξος δάσκαλος και ιεροκήρυκας, όμως παρέπαιε μεταξύ των δυο δογμάτων. Στη συνέχεια ακολούθησε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Παΐσιο και έφθασε στα Ιεροσόλυμα όπου χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος. Μετά όμως επέστρεψε στη Ρουμανία όπου γνώρισε και συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του μοναχό και αντιγραφέα χειρογράφων Ιγνάτιο Πετρίτση (9). Οι δυο αυτοί λόγιοι ίδρυσαν τo 1646 το «Ελληνικό και Λατινικό Σχολείο» (λεγόταν και «Πριγκηπικό Σχολείο») στο Targoviste, το οποίο θεωρείται το πρώτο υψηλής εκπαιδεύσεως καθίδρυμα στη Βλαχία με μαθήματα Ελληνικών, Λατινικών, Γραμματικής, Ρητορικής, Λογικής, από όπου απεφοίτησε ο πρίγκηπας Serban Καντακουζηνός.

Ο γεννημένος στη Χίο Νικόλαος Δεπόρτας συναντάται από το 1693 στα δακικά πριγκιπάτα. Αρχικά έζησε στην Αυλή του Κωνσταντίνου Δούκα στη Μολδαβία. Το 1694 εγκαταστάθηκε στην Βλαχία. Μετά το 1710 υπηρέτησε ως υπεύθυνος στη βιβλιοθήκη της οικογένειας Καντακουζηνού στο Margineni και το 1714 οργάνωσε τη βιβλιοθήκη του Αγίου Σάββα. Δυο χρόνια μετά αναζήτησε καταφύγιο στην Τρανσυλβανία.

Ένας από τους φημισμένους καθηγητές που δίδαξαν στην Πριγκιπική Ακαδημία στο Ιάσιο ήταν και ο Ναθαναήλ Καλονάρης. Γεννήθηκε στη Χίο και κατά την διάρκεια της εκεί διδαχής του (1724-1727) η Ακαδημία λειτουργούσε προσωρινά στο μοναστήρι στο Barnovski καθώς το κεντρικό της κτήριο κατεστράφη ολοσχερώς από πυρκαγιά.

To 1770 γεννήθηκε στη Χίο ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους, κληρικός και λόγιος Νεόφυτος Βάμβας. Φύση ανήσυχη και φιλομαθής ταξίδεψε μέχρι τα σαράντα του όπου η γνώση τον τραβούσε: Πάτμο, Κωνσταντινούπολη, Παρίσι, Βλαχία. Στην τελευταία παρέμεινε όχι μόνο ως μαθητής δίπλα σε φημισμένους συγκαιρινούς δασκάλους, αλλά δίδαξε κιόλας στο Βουκουρέστι. Στη μεγάλη αυτή μορφή οφείλει η Ελλάδα –εκτός των άλλων- την εισαγωγή στο σχολικό πρόγραμμα της μουσικής, της ζωγραφικής, των ξένων γλωσσών και των ναυτικών μαθημάτων.

Κοντά στο Ιάσιο, στην πόλη Stanca, λειτούργησε από τον Μάρτιο του 1820 το πρώτο λανκαστεριανό σχολείο στα Ελληνικά με επικεφαλής τον Γεώργιο Κλεόβουλο. Οι απόφοιτοί του σκορπίστηκαν ανά την Ελλάδα ιδρύοντας σχολεία. Έτσι λανκαστεριανά σχολεία ιδρύθηκαν στην Αθήνα, στη Λάρισα, στην Πελοπόννησο, στη Χίο, στην Ύδρα, στην Πάτμο, στην Κρήτη, στα Ιόνια από τους στη Ρουμανία παλαιότερους μαθητές. Τον Σεπτέμβριο του 1820 ο Δημήτριος Βίλιος από την Χίο εισήγαγε την λανκαστεριανή μέθοδο στην Πριγκιπική Ακαδημία στο Βουκουρέστι επικεφαλής της οποίας το συγκεκριμένο διάστημα ήταν ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος.

Χίοι στο εμπόριο και στη ναυτιλία – Το επώνυμο Χίος και Χιώτης ως δηλωτικό καταγωγής – Χιώτες στη Ρουμανία

Οι Χιώτες στράφηκαν με δυναμισμό στο εμπόριο και στη ναυτιλία αμέσως μετά την καταστροφή του νησιού τους τον Μάρτιο του 1822 όταν σιτοκάραβα μετέφεραν εκατοντάδες πρόσφυγες από τη Χίο (τα Ψαρά και την Κάσο) σε παρευξείνιες πόλεις. Ο Α. Γ. Λαιμός σημειώνει: «Το 1850 έχουν (οι Χιώτες) δημιουργήσει αξιόλογον ναυτικόν. Εις την δημιουργίαν του συντελούν οι, μετά τας σφαγάς της Χίου, εις τας διαφόρους πόλης της Μαύρης Θαλάσσης και της Μεσογείου διασπαρέντες και εγκατασταθέντες Χιώται οι οποίοι υποστηρίζουν τους συμπατριώτας των». Η σφαγή της Χίου έγινε αφορμή να σκορπίσουν οι μεγάλες νησιωτικές οικογένειες σε διάφορα εδάφη -και όχι μόνον στο βορρά-. Πολλοί από αυτούς, όπου κι αν εγκαταστάθηκαν, διατήρησαν τα επώνυμά τους. Αρκετοί όμως κράτησαν μόνον το όνομα του τόπου καταγωγής τους «απαλείφοντας» το πραγματικό τους επώνυμο το οποίο ξεχάστηκε με τον χρόνο. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν πως ως επί το πλείστον «Χίοι» ονομάστηκαν εκείνοι που εγκαταστάθηκαν σε πόλεις, ενώ «Χιώτες» ειπώθηκαν όσοι έμειναν σε χωριά. Πάντως όπως και αν έχει το επώνυμο σημαίνει την προέλευση της οικογένειας και τίποτε άλλο.

Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και στη συνέχεια με τη ναυτιλία επιβεβαιώνοντας τον κοσμοπολιτισμό (10) που κυλάει στο αίμα τους, το φιλοπρόοδο, τον δυναμισμό, την νοικοκυροσύνη, την αξιοπρέπεια, την τιμιότητα, την οργανωτικότητα, την πρωτοπορία και το ανήσυχο πνεύμα που τους διακρίνει και δημιούργησαν μια πρωτοπόρα ευημερούσα κοινωνία όπου τα μέλη της έχαιραν κοινωνικής ισοτιμίας και όπου η γυναίκα κατείχε θέση ιδιαίτερη καθώς συμμετείχε στην, με τα δεδομένα της εποχής, παραγωγική διαδικασία. Εμπορικό και κοσμοπολίτικο σταυροδρόμι στην ανατολική άκρη της Ελλάδας η Χίος, «η πιο γελαστή πόλη της Ανατολής» (11), δεχόταν ωσμώσεις από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διήθιζε και ενστερνιζόταν ό,τι έκρινε γόνιμο. Ως παράδειγμα μίξης όλων των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών σημειώνω το γεγονός ότι περί το 1780 Χιώτες έμποροι οργανώθηκαν σε σωματείο στις αγορές Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης και διηύθυναν όλο το ευρωπαϊκό εμπόριο εριούχων υφασμάτων (τσοχών) (12).

Το 1829 με την Συνθήκη της Αδριανούπολης η Ρωσική Αυτοκρατορία κέρδισε τον έλεγχο του Δέλτα του Δούναβη και έγινε προστάτιδα της αυτόνομης Ελλάδας. Η Συνθήκη χορηγούσε στις Ρουμανικές Ηγεμονίες οικονομική ανεξαρτησία και ορισμένα πολιτικά δικαιώματα, ταυτόχρονα δε, οι Ηγεμονίες τέθηκαν υπό Ρωσική επιρροή η οποία μετεβλήθη σε κατοχή. Τότε αναπτύχθηκε η εμπορική κυκλοφορία στον Δούναβη, η Μαύρη Θάλασσα (13) ημιδιεθνοποιήθηκε και η τουρκική σημαία στα πλοία απομακρύνθηκε γιατί οι Ρώσοι, ελλείψει επαρκών εθνικών μεταφορών, χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο Έλληνες, οι οποίοι είχαν βρει τρόπο να συνυπάρχουν με τους λοιπούς λαούς. Τότε άρχισε νέα και ζωηρή δράση. Τα λιμάνια της Βραΐλα, του Γαλατσίου έγιναν απέραντες αποθήκες σιτηρών. Τα θεμέλια όμως της οικονομικής-ναυτιλιακής άνθισης είχαν μπει με την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) όταν αυτονομήθηκαν οι ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας και, με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Ρωσίας ήταν σε χέρια Ελλήνων, η χώρα αυτή –βάσει πάντα της εν λόγω Συνθήκης- απέκτησε δικαιώματα ποταμοπλοΐας στο Δούναβη.

Κατά το διάστημα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τορπιλίστηκαν τα σλέπια «Αννέτ» (2.600 Κ.Β.) (14) και «Ιωάννης Κωστίκας» (3.000 Κ.Β.) του εφοπλιστή Χιώτη (15) (Χιότ Ο.) (16) με σημαία και τα δυο ρουμανική και τόπο απώλειας την Ολτένιτσα. Προς αποζημίωση ο Κληρονόμος (17) Χιώτης Β. έλαβε προσωρινά το σλέπι RUS 1405 πρώην «Αλεξάνδρα» 130 τόνων, που φυσικά δεν μπορούσε ούτε καν να προσεγγίσει την μεγάλη απώλεια. Βρίσκουμε τον Κληρονόμο Χιώτη Β. στους στατιστικούς πίνακες του 1900 του λιμεναρχείου της Βραΐλα να έχει το σλέπι «Μαξιμιλιανός» χωρητικότητας 145 τόνων, το δε 1941 η Αλεξανδρίνα Χιώτη (Hiott) έχει πέντε σλέπια τα «Βεσσαραβία», «Margarita», «Olga Hiott», «Βucovina» και «Transilvania», όλα μεγάλης χωρητικότητας.

Οικογένεια Φωτεινού

Κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας στη Βλαχία του ιδρυτή του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνος Scarlat Ghica (Αύγουστος 1765 – 2/13 Δεκεμβρίου 1766) συνεχίσθηκε το νομοθετικό πρόγραμμα το οποίο είχε εγκαινιασθεί το 1765 από τον Stefan Racovita. Τότε έδρασε κι ο Χιώτης δικαστής Μιχαήλ Φωτεινός (ή Φωτεινόπουλος), χειρόγραφοι κώδικες του οποίου έχουν μέχρι τις μέρες μας διατηρηθεί. Η ελληνίστρια, μεταφράστρια και εκδότης κ. Ελένα Λάζαρ σημειώνει για αυτόν: «Στη Βλαχία ήρθε από την Χίο περίπου το 1764 (ίσως και ενωρίτερα) κι έμεινε εδώ συνεχώς μέχρι το 1781. Το 1765 ήταν ήδη μεγάλος  Παχάρνικος (φρόντιζε για το ποτό του ηγεμόνα, εξασφάλιζε τον εφοδιασμό με ποτά της αυλής). Άλλο αξίωμά του ήταν Μεγάλος Γραμματικός κατά την ηγεμονία του Στεφάνου Ρακοβίτζα. Είναι γνωστός και ως “Πρίγκιπας των Φιλοσόφων”.  Ανάμεσα στα έτη 1776 και 1781 υπηρέτησε ως δικαστής. Είναι συντάκτης τριών νομικών εγχειρίδιων – με τίτλο «Νομικόν Πρόχειρον» το 1765, 1766 και 1777, καθώς και του έργου “Εισαγωγή των  Νόμων”. Τα τρία νομικά εγχειρίδια μπορεί να μην έγιναν επίσημα συντάγματα της χώρας, αλλά είχαν μεγάλη κυκλοφορία ως εγχειρίδια ιδιωτικών νόμων.  Η παραλλαγή του 1777 έγινε αφετηρία για το «Συνταγμάτιον Νομικόν» του ηγεμόνα Αλέξανδρου Υψηλάντη (1780). Τα έργα του αποτελούν ανεκτίμητη πηγή για τις ρουμανικές πραγματικότητες της εποχής. Στην Ελλάδα πολλά έγραψε για τον Χιώτη λόγιο ο Παν. Ζέπος ο οποίος εξέδωσε στην Αθήνα το έργο του το 1959 και το 1982».

Από την ίδια οικογένεια προήλθε ο ιστορικός Ηλίας Φωτεινός (18) (1806-1848) και ο γιατρός Ανδρόνικος (1834-1907). Τα μέλη αυτά ζούσαν στην Βραΐλα.

Το 1878 πολλοί Έλληνες τιμήθηκαν με το Άστρο του Τάγματος του Δουνάβεως. Για στρατιωτική και πολιτειακή στήριξη ανάμεσα σε αρκετούς τιμήθηκε και ο ταγματάρχης Διονύσιος Φωτεινός, ο λοχαγός Κωνσταντίνος Φωτεινός και ο στρατιωτικός γιατρός Ανδροκλής Φωτεινός, πιθανοί απόγονοι του Χιώτη μεγάλου δικαστή του 18ου αι. Μιχαήλ Φωτεινού.

Οικογένειες Σεκιάρη και Ράλλη

Ανάμεσα στους Χίους ευγενικής –βυζαντινής- καταγωγής, μέλη των οικογενειών των οποίων έδρασαν στη Ρουμανία είναι και οι Σεκιάρης και Ράλλης.

Οι Σεκιάρη αναφέρονται ως «άρχοντες από την Χίο» οι οποίοι όμως από τις πολλές επιγαμίες που είχαν με την άλλη σπουδαία οικογένεια Ράλλη δημιούργησαν σχεδόν έναν άλλο κλάδο. Έδρασαν στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Ρουμανία. Μεταξύ της εικοσαετίας ο (;) Σεκιάρης 1850–1870 εθεωρείτο ο σπουδαιότερος σιτέμπορος στον Δούναβη. Ελέγετο ότι ήταν πολύ πλούσιος και είχε έλθει από την Αγγλία στη Βραΐλα με δυο πιθάρια γεμάτα χρυσές λίρες. Συχνά δε, το ρωσικό επιβατηγό ατμόπλοιο καθυστερούσε την αναχώρησή του για να τον περιμένει. Το τραγικό είναι πως πέθανε ξεχασμένος και πάμφτωχος δίνοντας σάρκα και οστά σε παροιμία που τότε κυκλοφορούσε ευρέως στα παραδουνάβια λιμάνια: «Όλοι οι εν σίτω εμπορευόμενοι εκ λιμού αποθνήκουσιν».

Τον 16ο αι. μέλος της πολυσχιδούς (19) βυζαντινής οικογένειας Ράλλη, της εγκατεστημένης στη Χίο (20), ο Αλέξανδρος Ράλλης, εμπορευόταν στην Αυλή του πρίγκηπα της Μολδαβίας Πέτρου του Χωλού (Petru Schiopul), μαζί με τους επίσης Έλληνες Γρηγόριο Μελαχροινό, Σίμωνα Πανά και Νικόλαο Δομέστιχο Νευρίδη.

Τον 17ο αι. άλλο εξέχον μέλος του ιδίου κλάδου ήταν ο Νικόλαος Ράλλης (Nicolache Ralli), ισχυρό πρόσωπο περί των πολιτικών, ο οποίος μαζί με τους Θωμά και Ιορδάνη Καντακουζηνό, Μιχαήλ Φορτούνα, Μιχαήλ Ρακοτά κ.α. συνέβαλαν στην ανάπτυξη και ισχυροποίηση των σχέσεων των ιδιαίτερων τόπων καταγωγής τους με τη Μολδαβία και τη Βλαχία.

Ο Γρηγόριος Ράλλης, από την Χίο ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σιτέμπορους – φορτοεξαγωγείς της Βραΐλα. Το 1857 όταν αποφασίσθηκε η ίδρυση της πρώτης μετοχικής ασφαλιστικής εταιρείας «Concordia» ήταν ένας από τους 39 Έλληνες εμπόρους και εφοπλιστές που συμμετείχαν και είχε αγοράσει 2 μετοχές. Ο Γρηγόριος Ράλλης συμπεριλαμβανόταν στους επιχειρηματίες που στήριζαν και είχαν αναπτύξει στενή εμπορική συνεργασία με το ελληνικό στοιχείο. Παράλληλα υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές των ελληνικών παροικιών των παραδουνάβιων λιμανιών. Άφησε ολόκληρη την περιουσία του στον δήμο της Βραΐλα με σκοπό την ανέγερση του Μορφωτικού Δημοτικού Μεγάρου στην τότε πλατεία των Αγίων Αρχαγγέλων. Στην προμετωπίδα του εν λόγω κτηρίου υπήρχε ευκρινέστατη πινακίδα –μέχρι την έλευση του κομμουνιστικού καθεστώτος- με την επιγραφή: «Donatia Rally» (Δωρεά Ράλλη).  Το τότε γνωστό ως η περίφημη «Λέσχη Ράλλη» είναι το εκπληκτικής φινέτσας σημερινό θέατρο στη Βραΐλα «Maria Filotti».

Μεγάλος ποιητής και μεταφραστής ήταν ο Αλέξανδρος Ράλλης (1897-1986) ο οποίος αφού σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο στο Βουκουρέστι, συνέχισε τις σπουδές του στη Μεσαιωνική Γαλλική Φιλοσοφία στο Παρίσι.

(Συνέχεια και τέλος στο Μέρος Β΄)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (Μέρους Α΄)

 (1). Βλαχία, Μολδαβία και Τρανσυλβανία.

 (2). Λάζαρ Ελένα, Ελληνισμός και Φιλελληνισμός στο Ρουμανικό χώρο.

(3). Βορυσθένης εκαλείτο ο Δνείπερος.

 (4). Τόσο εύφορη ήταν η περιοχή, ώστε ονομάσθηκε από τη λέξη «όλβος» (= πλούτος) Ολβία. Τα ευρήματα αυτά εκτίθενται στο Μουσείο Ερμιτάζ στο Λένινγκραντ.

 (5). Από τον ίδιο κλάδο είναι και οι Χιώτες Δημήτριος και Λουκάς Μαυροκορδάτος. Τα έτη 1775-1778 και 1787 μαρτυρείται αλληλογραφία τους με τον στη Βενετία συμπατριώτης τους μεγαλέμπορο Δημήτριο Κουρμούλη. Για τα έτη γέννησης βλ. Sturdza Mihail-Dimitri, Dictionnaire Historique et Genealogique des Grandes Familles de Grece, d’ Albanie et de Constantinople (βιβλιογραφία).

 (6). Κυβερνήτης. Ειδικά στην Βλαχία ο κυβερνήτης της Κραϊόβα ήταν το πλέον σημαντικό πρόσωπο της κρατικής διακυβέρνησης και ο υψηλότερος τίτλος της ιεραρχίας.

(7). Μέχρι το 1566 κυρίαρχη τάξη στη Χίο ήταν η γενουατική. Οι Γενουάτες συμπορεύονταν με τα κατάλοιπα του αρχοντολογίου του Βυζαντίου κι έτσι στη Χίο ίσχυαν οι φεουδαλικοί θεσμοί.

(8). Είχε ιδρυθεί για να προσηλυτίζει ορθόδοξους στον καθολικισμό.

(9). Η οικογένεια Πετρίτση απαντάται και στην Κεφαλλονιά και συγκεκριμένα στην Παλλική. (Για περισσότερα βλ. Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Τ. 1ος, Αθήναι 1906).

 (10). Σωρεία ταξιδιωτικών αναμνήσεων που έχει συγκεντρώσει ο Κυρ. Σιμόπουλος στο έργο του (Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα και Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του΄21. ) επισφραγίζουν του λόγου το αληθές.

 (11). Σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή De Pelegrin (1728).

(12). Έξη ήταν οι Χιώτες που διέθεσαν κεφάλαιο και συνήψαν συμφωνία διεξαγωγής εμπορίου με την Ευρώπη οι: Ιωάννης Αυγερινός, Δημήτριος Κουρμούλης, Λουκάς Καλβοκορέσσης, Λορέντζος και Παντελέος Σκαραμάγκας ή Σκαραμαγκάς, και Δημήτριος Μαυροκορδάτος. Το τέλος του οίκου των Αυγερινών ήλθε το 1784. Αυγερινός ο οποίος απαντάται στη Βραΐλα να συνεργάζεται με τον Μεσσάρη είναι εκ καταγωγής Κεφαλλήν. Στο βιβλίο του Slot B.J., Ο Κουρμούλης και το διεθνές εμπόριο (βλ. βιβλιογραφία), απαντώνται ως Χίοι έχοντες αλληλογραφία με τον Κουρμούλη και οι: Αντώνιος Δαμαλάς, Λοΐζης Σκαραμαγκάς, Ματθαίος και Στέφανος Ροδοκανάκης, Λουκάς και Παύλος Μαυροκορδάτος, Αμβρόσιος και Παύλος Νεγρεπόντε.

 (13). Με τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1856) αποκαταστάθηκε η ασφαλής ναυσιπλοΐα στη Μαύρη Θάλασσα και αυξήθηκαν οι ναυπηγήσεις μεγάλων ιδιόκτητων σκαριών.

 (14). Κιλά Βραΐλας. Στον κατάλογο αυτό  τα Κ.Β.  μετατράπηκαν σε τόνους. 1 τόνος 1.000 κιλών ισοδυναμεί με 2 Κ.Β.

 (15). Για το επώνυμο Χιώτης βλ. παραπάνω.

 (16). Έτσι αναφέρεται στον στατιστικό πίνακα του 1900.

 (17). Ως όνομα η λέξη «Κληρονόμος» και όχι ως ιδιότητα.

(18). Έργο του είναι το: Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821, Λειψία 1846.

(19). Η οικογένεια Ράλλη έδρασε σε Χίο, Πελοπόννησο, Αθήνα, και Βυζάντιο. Οι Ράλλη του Λονδίνου αποτελούν κλάδο της εκ Χίου οικογένειας.

(20). Ο Sturdza αναφέρει πως οι ρίζες της οικογένειας δεν είναι ξεκάθαρες. Οι νεώτεροι Ράλλη προέρχονται από το Φανάρι, την Αθήνα, την Χίο και από αλλού.

Ευρυδίκη Λειβαδά – Μαγδαληνή Ντούκα Μοντεσάντου