Στη μνήμη της Ντιάνας Αντωνακάτου. Το συγγραφικό έργο της

Κοντολογίς, η Ντ. Α. δεν είναι μόνο ζωγράφος. Είναι και λογοτέχνιδα, είναι και ερευνήτρια της ιστορίας και της λαογραφίας. Δημοσιογράφησε στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Έχει δώσει διαλέξεις στην Αθήνα και σε επαρχιακές πόλεις – και εδώ – με θέματα εικαστικού, ιστορικού, λαογραφικού και κοινωνικού περιεχομένου.

Πολυτάλαντη η Ντ. Α. και εμείς τώρα είμαστε «υποχρεωμένοι» να αποκαλύψουμε τα ταλέντα αυτά και να τα παρουσιάσουμε. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε. Πάντως θα γίνει περιδιάβαση σε όλα αυτά, αλλά θα επιμείνουμε σε δύο πλευρές: στις ιστορικές της έρευνες και στα λευκώματα.

Η λογοτεχνική της δημιουργία σχετίζεται με τα εξής:

-Εκτός από τα χρονογραφήματα που από το 1958 δημοσίευσε σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά που συνεργαζόταν,

-Εξέδωσε συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ανά τριάκοντα δευτερόλεπτα» το 1963, που ήταν και αφορμή να αποσπάσει τον έπαινο των «Δώδεκα» το 1964. Σημειώνουμε εδώ και το υπέροχο διήγημα της «Το τέλος του Τρελλού» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ηώς» το 1962 (σσ. 179-182).

-Εξέδωσε επίσης την ποιητική συλλογή «Έριξε του ήλιου πετριές» το 1983, όπου διαφαίνονται προσωπικά βιώματα και καταγράφονται δημιουργικές ανησυχίες.

-Έγραψε το θεατρικό έργο «Χρύσα», το οποίο ανέβασε στο Νέο Θέατρο του Διαμαντόπουλου με μαθητές του Γυμνασίου της Αθηναϊκής Σχολής.

-Το δεύτερο θεατρικό της με τίτλο «Μεγίστη Ώρα», το οποίο βραβεύτηκε με έπαινο από το Υπ. Πολιτισμού, ερμηνεύτηκε από ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου και μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο.

Στο πλαίσιο των ιστορικών και λαογραφικών της ανησυχιών, ενασχολήσεων και ερευνών η Ντ. Α. προσπάθησε και κινήθηκε σε επίπεδα επιστημονικά. Δεν περιορίστηκε σε επιφανειακές καταγραφές, αλλά μελέτησε και ξαναμελέτησε. Μπήκε σε επιστημονικούς χώρους, έχοντας βέβαια το «στίγμα» του μη ειδικού, εγκλιματίστηκε σε αυτούς, συγχρωτίστηκε με εκπροσώπους τους και θέλησε συνειδητά και υπεύθυνα να τιμήσει την επιστήμη.

-Έγινε δεκτή σε επιστημονικούς Συλλόγους: στην Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, στο Κέντρο Μελετών Ιονίου, στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

-Έγραψε και δημοσίευσε σχετικά άρθρα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά.

-Έκανε ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια και

-Έδωσε διαλέξεις με σχετικά θέματα κυρίως στην Αθήνα, την Κεφαλλονιά και το Ναύπλιο. Σημειώνουμε τη σημαντική και εμπεριστατωμένη ομιλία της στην Αθήνα, με τίτλο «Η Επτανήσια», για την οποία απέσπασε τον έπαινο του Λυκείου Ελληνίδων.

Θυμίζουμε εδώ την πλούσια σε στοιχεία και πληροφορίες αλλά και με πολύπλευρη διαπραγμάτευση μελέτη της για την «Κεφαλλονίτισσα», δημοσιευμένη στον αφιερωμένο στην Κεφαλλονιά τόμο του περιοδικού «Ηώς», αρ. 58-60, το 1962. Το Νοέμβρη του 1986 μίλησε στην Αδελφότητα του Πειραιά για την Κεφαλλονιά του 17ου αιώνα («Το πορτραίτο μιας εποχής. Ο 17ος αιώνας στην Κεφαλλονιά») παρουσιάζοντας στοιχεία που εντόπισε κατά την ερευνά της για το νοτάριο-ιερέα Γεώργιο Μεταξά, συγγραφέα της «Επιτομής» του «Πρακτικού του 1264».

Αξιολογότατη επίσης ήταν η διάλεξη της στο Ναύπλιο το 1998 για τον Ευάγγελο Ποταμιάνο, αγωνιστή του ’21 και συνεργάτη του Καποδίστρια, προσκομίζοντας εντελώς νέα στοιχεία για τον Κεφαλλονίτη αυτόν, που

έδρασε έξω από το νησί της καταγωγής του.

Ασχολήθηκε και με λαογραφικά θέματα η Ντ. Α. Πάντοτε την ενδιέφερε — και την ενδιαφέρει – το λαογραφικό στοιχείο όχι μόνο ως παράδοση, ως διάσωση, αλλά κυρίως ως κοινωνιολογική παράμετρος της ζωής των ανθρώπων. Επιδιώκει ν’ ανιχνεύει πλευρές της ζωής του παρελθόντος και να εξηγεί τις συμπεριφορές του χτες, για να γνωρίσει τον άνθρωπο, τους καημούς και τις χαρές του. Αναφέρουμε δύο λαογραφικές μελέτες της:

– «Το πένθος στην Αργολίδα» (δημοσιευμένη στο «Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος», τ. 23, 1980, σσ. 546-559). Εδώ η συγγραφέας παρουσιάζει δύο ταφικά έθιμα, που μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1960 διατηρούνταν σε δύο χωριά της Αργολίδας, το ένα ορεινό και το άλλο καμπίσιο. Όταν κάποιος έφευγε άδικα από τη ζωή λόγω ατυχήματος ή επίθεσης, του επεφύλασσαν ειδική τελετουργία ταφής: τον τύλιγαν μ’ ένα βάτο, για να εμποδίσουν έτσι το νεκρό να στοιχειώσει. Το δεύτερο έθιμο σχετίζεται με τα «σαράντα» του νεκρού. Εκείνη τη μέρα στο σπίτι του νεκρού ετοιμάζεται ένα ομοίωμα στο μέγεθος του σώματος του από κόλυβα (βράζονται περισσότερα από 15 κιλά στάρι) και, μετά το θρήνο των γυναικών, μοιράζεται στους παρευρισκόμενους.

– Η δεύτερη μελέτη έχει τίτλο «Ιστορική και θρησκευτική σημασία της κεφαλλονίτικης κατάρας με το διάβολο»(δημοσιευμένη στο «Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος», τομ. 26, 1983, σσ. 383-416). Δημοσιεύονται 238 διαολοκατάρες και βλαστήμιες από την Ανωή της Παλικής και ο κατάλογος αυτός συνιστά ταυτόχρονα μια μαρτυρία της εκφραστικής και ζωντανής γλώσσας των πατεράδων και των γιαγιάδων μας.

Εμείς οι Κεφαλλονίτες χρησιμοποιούμε το διάβολο σε κάθε φράση της καθημερινής μας ομιλίας: «στη διήγηση, στο διάλογο,… στην έριδα, στη συμφιλίωση… στη διατύπωση κάθε ιδέας θαυμασμού, απορίας, απειλής, επιδοκιμασίας» κ.λ.π. Εξηγεί η ερευνήτρια ότι αυτή η «σχέση» μας με το διάβολο «ενδημούσε στην πολυταραγμένη ψυχή του νησιού», που κληροδοτήθηκε «από τη βυζαντινή θρησκευτική δεισιδαιμονία». Μάλιστα ήταν τόσο πλατιά διαδεδομένη η βλαστήμια — βλαστημούσαν άντρες και γυναίκες, πλούσιοι και φτωχοί – ώστε η βενετική διοίκηση αποφάσισε να επιβάλει, ειδικά στην Κεφαλλονιά, κυρώσεις, χωρίς όμως να μειωθεί το κακό.

Εκείνο ιδιαίτερα που η Ντ. Α. υπογραμμίζει στη μελέτη αυτή – και έχει σημασία – είναι ότι με τη συνεχή επίκληση του διαβόλου, ο τελευταίος γίνεται «πανταχού παρών», «πρόχειρος και κοντινός, μοιάζει να μπλέκει στη ζωή των ανθρώπων αδιάλειπτα». Έτσι το «δραματικό στοιχείο της κατάρας και της βλαστήμιας αποδυναμώθηκε με την επανάληψη και διασκορπίστηκε το δέος που δημιουργούσε η λέξη από την ίδια τη συνεχή οικειοποίηση της. Σα να ταπεινώθηκε ό ίδιος ο Σατανάς, καθώς, περιφερόμενος τόσο συχνά, «εκφοβοποιείται» και κωμικοποιείται — έχασε (δηλαδή)το φοβερό του μεγαλείο, απομυθοποιήθηκε και γελοιοποιήθηκε.

Και επομένως, συμπεραίνει η Ντ. Α., ο Κεφαλλονίτης, επειδή δε τον φοβάται, γι’ αυτό δεν προφέρει τη λέξη με το σύμφωνο β ,αλλά χωρίς αυτό. Έτσι: διάολε, διάολοι, όπου το στόμα «γεμίζει», «μένει διάπλατο, για να εκφέρει θαρραλέα τη λέξη».

Συνεχίζουμε με τις έρευνες της Ντ. Α. για τη μεσαιωνική Κεφαλλονιά.

Την απασχόλησε ιδιαίτερα αυτή η περίοδος. Γι’ αυτό ασχολήθηκε με το «Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής του 1264». Πρόκειται για ένα κτηματολόγιο του 13ου αιώνα, πραγματικό τοπογραφικό ντοκουμέντο. Έχουμε το πρωτότυπο φωτογραφημένο από το συμπατριώτη μας Ακαδημαϊκό, αείμνηστο Διονύσιο Ζακυθηνό, επίσης αντίγραφο του, του 17ου αι. και την «Επιτομή», του 1677, που συντάχθηκε από το νοτάριο-ιερέα Γεώργιο Μεταξά. Η τιμώμενη στις έρευνες της χρησιμοποίησε την κριτική έκδοση του «Πρακτικού» και της «Επιτομής» του Θησέα Τζανετάτου (1965). Με τα κείμενα αυτά, λοιπόν, στο χέρι η ερευνήτρια περπάτησε στο νησί, θέλοντας να εντοπίσει τα τοπωνύμια, και να διακρίνει τη ζωή των κατοίκων του νησιού κατά το 13° αιώνα. Περπάτησε και ξαναπερπάτησε. Συζήτησε πολύ με ντόπιους, χάρη στους οποίους, όπως τονίζει η ίδια, κατορθώθηκε να γίνει η διασταύρωση, η επαλήθευση και η ταύτιση των τοπωνυμίων. Συγκέντρωσε άφθονο υλικό με κόπο και μεράκι, πάντα με σεβασμό και αγάπη. Και τελικά, η μεθοδική ανάγνωση «Πρακτικού» και «Επιτομής», η ντόπια τοπωνυμική παράδοση και η μαρτυρία άλλων πηγών, όλο τούτο το οδοιπορικό στον Τόπο και το Χρόνο, έφερε καρπούς πλούσιους και πρωτότυπους. Στήριξε νέες απόψεις, που ανέτρεπαν ή τουλάχιστον έθεταν σε αμφισβήτηση παγιωμένες και γενικά αποδεκτές θέσεις. Έτσι, συνέβαλε στην προώθηση του επιστημονικού προβληματισμού και των γνώσεων μας. Ταυτόχρονα, με αυτή τη μορφή έρευνας, ήρθε στο προσκήνιο ο κάτοικος της περιοχής, ευαισθητοποιήθηκε ο χωρικός και

ξωμάχος, κινητοποιήθηκε ο απλός πολίτης.

Η μελέτη του «Πρακτικού» και της «Επιτομής» και η επιτόπια έρευνα ανέδειξαν:

1) Το «Πρακτικό» είναι συντεταγμένο με ορισμένη τάξη και συνέπεια: ακολουθείται τριαδική ιεράρχηση κατά εκκλησιαστική αρχή, κατά περιοχή όπου ανήκει αυτή η αρχή και κατά είδος κτημάτων (χωράφια, αμπέλια) και

2) Η «Επιτομή» λειτουργεί βοηθητικά και ενισχυτικά για τη μελέτη του πρώτου κειμένου, διότι γράφεται από έμπειρο γνώστη του τόπου και των ανθρώπων 400 χρόνια μετά το «Πρακτικό» και 300 χρόνια πριν από μας, άρα παίζει το ρόλο γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ του «Πρακτικού» του 1264 και του σήμερα.

Στην «Επιτομή», εξάλλου, οφείλει η Ντ. Α. την επισήμανσή της για τη θέση του Κάστρου του Αγ. Γεωργίου στην Παλική, μια επισήμανση-θέση που ανατρέπει τη μέχρι τότε παραδεδομένη θέση και συνιστά το κλειδί για την αναθεώρηση του όλου θέματος της βυζαντινής τοπογραφίας της Κεφαλλονιάς. Πιο συγκεκριμένα: Ένα Κάστρο Αγ. Γεωργίου αναφέρεται στο «Πρακτικό» του 1264 και αυτό είναι «στο μέρος της Παλικής» και στην «περιοχή Αυλώνος», ενώ ακόμη πιο σαφέστατα η «Επιτομή» το τοποθετεί στο κεφάλαιο με τίτλο «Χωρίον Δεματωρά και Αγ. Θέκλη». Από την άλλη πλευρά, το «Πρακτικό» αγνοεί το τοπωνύμιο «Αγ. Γεώργιος» της Λειβαθώς. Και στο Κάστρο της Παλικής τοποθετείται η έδρα της «Παλαιάς Επισκοπής», δηλαδή εκεί ήταν η έδρα της λατινικής-καθολικής και νωρίτερα της ελληνικής- ορθόδοξης επισκοπής.

Αυτήν ακριβώς την ανακάλυψη της Ντ. Α. ανακοίνωσε, με ιδιαίτερη υποθέτω ικανοποίηση και περηφάνεια, ο Διονύσιος Ζακυθηνός στην Ακαδημία Αθηνών το 1962 με τίτλο «Ο θάνατος του Ροβέρτου Γισκάρδου — Το Πρακτικόν της Λατινικής Εκκλησίας Κεφαλληνίας (1264). Τοπογραφικαί και κοινωνιολογικαί διακριβώσεις από Διάνας Αντωνακάτου». Ο αείμνηστος Καθηγητής, αποδεχόμενος την πλάνη των προηγούμενων ερευνητών αλλά και τη δική του και συμμεριζόμενος τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα της Ντιάνας, εξηγούσε γιατί η δυτική πλευρά της Κεφαλλονιάς, η Παλική δηλαδή, και μάλιστα το ύψωμα του Αϊ-Γιώργη μπορούσε να ήταν το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο του βυζαντινού «Θέματος της Κεφαλληνίας». Αλλωστε, σύμφωνα με το «Πρακτικό», στην Παλική εντοπίζεται η μεγαλύτερη πυκνότητα οικισμών και τοπωνυμιών και τα μεγαλύτερα σε έκταση κτήματα. Κοντολογίς, ήταν η πυκνότερη σε πληθυσμό και η ευφορότερη περιοχή του νησιού. Ωστόσο, καθώς αλλάζουν τα γεωστρατηγικά δεδομένα και νέες ανακατατάξεις παρουσιάζονται στον ευρύτερο χώρο σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, αρχίζει να γίνεται και η διαδοχή των Κάστρων. Με τους Τόκκους, τους νέους κυρίαρχους της Κεφαλλονιάς, οι συνθήκες ελέγχου του Ιόνιου θαλάσσιου χώρου μεταβάλλονται. Κι έτσι το Κάστρο του Αγ. Γεωργίου της Λειβαθώς παίρνει τη θέση του Κάστρου του Αγ. Γεωργίου της Παλικής και φυσικά και το όνομα του.

Η Ντ. Α., βέβαια, δεν περιορίστηκε μόνο στο «Πρακτικό» και την «Επιτομή» του. Μαζί με την αξιοποίηση της μελέτης και της γνώσης των ντόπιων κατοίκων, αναδίφησε νοταριακές πράξεις και εκκλησιαστικά αρχεία, όπου επισήμανε ότι μέχρι και το 17° αιώνα αναφερόταν το Κάστρο το Αϊ-Γιώργη. Απευθύνθηκε, επίσης, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία το 1983 και 1984 με ανασκαφικές τομές στο ύψωμα του Αϊ-Γιώργη επιβεβαίωσε την ύπαρξη θεμελίων εκκλησίας, χωρίς όμως να υπάρξει συνέχεια. Όλα τα παραπάνω συνιστούν μια νέα θέση, μια νέα θεωρία για το βυζαντινό κέντρο της Κεφαλλονιάς, αν και δεν έχει γίνει αποδεκτή από το σύνολο του επιστημονικού κόσμου. Υπάρχουν ενστάσεις και διατυπώνονται αντιρρήσεις, που θέλουν το Κάστρο της Λειβαθώς να κρατά τα σκήπτρα από τη βυζαντινή εποχή. (Για τους λόγους αυτούς θα πρότεινα, να διοργανωθεί ένα Συμπόσιο ή Συνέδριο ή τουλάχιστον να ξεκινήσει ένας διάλογος επιστημονικός, όπου θα τεθούν όλα τα ζητήματα. Κάτι τέτοιο, μαζί με την επανάληψη ανασκαφικών ερευνών στον Αϊ-Γιώργη και τη γύρω περιοχή, θα δώσει τη δυνατότητα να διευκρινιστούν αρκετά ζητήματα). Πάντως πέρα από την όποια ενδεχομένως κατάληξη θα έχει αυτή η θεωρία, η όλη έρευνα της Ντιάνας θα καταχωριστεί ως σημαντικότατη συμβολή στην επιστημονική έρευνα και στην τοπική μας ιστορία, καθώς άνοιξε νέους δρόμους στην ανάγνωση του «Πρακτικού» και έφερε νέες γνώσεις για τη βυζαντινή Κεφαλλονιά.

Και για να κλείσω αυτή την ενότητα, οφείλω να αναφέρω τις μελέτες της τιμώμενης, τις σχετικές με αυτό το αντικείμενο:

– «Έρευνες και συμπεράσματα γύρω από τη Μεσαιωνική Κεφαλλονιά με βάση το Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264» στο επιστημονικό περιοδικό «Βυζαντινά» (τόμ. 12, 1983, σσ. 293-356), «Θέσεις, περιβάλλον, περιουσιακά στοιχεία βυζαντινών μονών του 13ου αιώνα στην Κεφαλονιά με βάση το Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264», ανακοίνωση στο Ε’ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο (Μάϊος 1986), δημοσιευμένη στον 1° τόμο των «Πρακτικών» (1989) σσ. 513-594.

– «Η ανταλλαγή ανθρώπου με ζώο – νοταριακή πράξη – και μοναστήρια της Κεφαλλονιάς επί Βενετοκρατίας» στο «Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος», τόμ. 32, 1989, σσ. 51-80. Αξίζει να αναφερθεί αυτή η σπάνια περίπτωση που εντόπισε η ερευνήτρια σε συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο δύο μοναστήρια, του Προφήτη Ηλία και της Κυρίας των Αγγέλων στην περιοχή του Λειβαδιού, έκαναν τούτη δω την ανταλλαγή: Το πρώτο μοναστήρι έδωσε «έναν καλόγερον, όπερ έχουν ονομαζόμενον Καλίνικον Πεφανάτον, κουτζοχαίρη ή κουτζοπόδι» και πήρε από το δεύτερο «μίαν φοράδα εγγαστρωμένη τρίχας κόκκινης, καθώς ευρίσκετε γερή με 4 πόδια», και

– «Βιογραφικά του Γεωργίου Μεταξά, ιερέως-συντάκτη της Επιτομής (1677) του Πρακτικού της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264», στο περιοδικό της Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών «Κεφαλληνιακά Χρονικά», τόμ. 8, Αφιέρωμα στο Γεώργιο Γ. Αλισανδράτο, 1999, σσ. 421-440.

Και τελειώνω, με τα βιβλία-λευκώματα της Ντιάνας Αντωνακάτου.

Τα αναφέρω σε τίτλους: «Κεφαλονιά» 1957, «Επτάνησα» 1966, «Αργολίδα» 1968, «Ναύπλιο» 1971, «Ελληνικά Μοναστήρια»: 1ος τόμ. «Αργολίδα» 1976, 2ος τόμ. «Αρκαδία» 1979, «Μεσσηνία» 1985, «Ναύπλιο ’88» 1988 και «Ναύπλιο Folio» 1995, ενώ το 1973 έγραψε τον οδηγό της Αργολίδας «Αργολίδος περιήγησις» σε έκδοση της Νομαρχίας Αργολίδας.

Κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο πρώτο, «Κεφαλονιά», οφείλουμε να υπογραμμίσουμε την πρωτιά του στο είδος του. Με σύντομο πρόλογο από τη Ντιάνα, μια υπέροχη εισαγωγή από τον Καθηγητή Λαογραφίας Δημήτριο Λουκάτο και γεμάτο από ζωγραφικά έργα της ζωγράφου αποτελεί το πρώτο και πετυχημένο εγχείρημα στα χρονικά της σύγχρονης ελληνικής τυπογραφίας στη δεκαετία του 1950.

Τα υπόλοιπα βιβλία-Λευκώματα συνιστούν άθλο προσωπικό και μοναδικό της Ντ. Α. Η ίδια τα έγραψε (εκτός από το δίτομο των «Ελληνικών Μοναστηριών», τη συγγραφή των οποίων μοιράστηκε με τον Τάκη Μαύρο), τα εικονογράφησε και τα εξέδωσε – λευκώματα-αφιερώματα στον ελληνικό χώρο, με περιεχόμενο ιστορικό και λαογραφικό, πλούσια σε εικονογράφηση με δικά της σχόλια και ζωγραφικά έργα, έτσι ώστε ο Λόγος και η Εικόνα, το καθένα χωριστά αλλά και μαζί να δίνουν τη δική τους μαρτυρία για τον Τόπο και τους ανθρώπους του.

Τα Λευκώματα είναι, χωρίς υπερβολή, έργα ζωής και καταθέσεις ψυχής. Αποτελούν καρπό πολύχρονης εργασίας και πολύτροπων οδοιπορικών.

Για να γραφτούν τα κείμενα τους προϋπήρξε έρευνα πολύμοχθη σε κώδικες εκκλησιών και μοναστηριών, σε αρχεία οικογενειών και αλλού. Προηγήθηκε συζήτηση με τους ανθρώπους των περιοχών. Η εικονογράφηση που κοσμεί τα Λευκώματα γινόταν συνήθως επιτόπου. Και φυσικά όλα αυτά απαιτούν επιτόπιες έρευνες και ανιχνεύσεις όχι πάντοτε ευκολονόητες, προϋποθέτουν οδοιπορικά μακροχρόνια. Περισσότερο, όμως, απαιτούν από τη δημιουργό τους την αγάπη προς τον Τόπο και τον Άνθρωπο, την άμεση και ζεστή επικοινωνία με τα έργα της φύσης και του ανθρώπου. Γιατί διαφορετικά οι Τόποι και οι Άνθρωποι δεν παραδίδονται εύκολα… Και η Ντ. Α. αγάπησε τα μέρη, για τα οποία έγραψε και τα οποία ζωγράφισε. Μαγεύτηκε από τη φυσική τους ομορφιά και ανασκάλεψε την ιστορική μνήμη. Συγκινήθηκε απ’ των ανθρώπων τους το μόχθο και άνοιξε πόρτες επικοινωνίας με τις ρίζες τους.

Τα Λευκώματα αυτά δεν είναι τουριστικοί οδηγοί, ούτε σκέτα άλμπουμ φωτογραφιών-ζωγραφικών έργων. Είναι βιβλία γεμάτα γνώσεις και βιώματα, θρύλους και μνήμες, μνημεία αρχαία και βυζαντινά και νεώτερα. Σε αυτά, η πένα της Ντ. Α. συμπυκνώνει του αρχαιολόγου και του ιστορικού την κατάθεση, του λαογράφου την καταγραφή. Σε αυτά, ο ιστορικός χρόνος ενώνεται με το φυσικό χώρο. Σε αυτά, συναντιέται η ανάσα της φύσης με τα έργα των ανθρώπων. Έτσι, τα «Επτάνησα», η «Αργολίδα», η «Μεσσηνία», το «Ναύπλιο», δεν παρουσιάζονται απλά ως όμορφα πετράδια της ελληνικής γης και ζωής, αλλά ως περγαμηνές αιώνιες, παλίμψηστες, φορτωμένες με χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης περιπέτειας και δράσης. Γι’ αυτό και μετατρέπονται τούτα τα Λευκώματα σε πηγή γνώσεων και συγκινήσεων, σε γέφυρα επικοινωνίας του παρελθόντος με το παρόν.

Να, λοιπόν, γιατί αυτά τα έργα είναι σημάδια φωτεινά στο διάβα της ίδιας της δημιουργού τους αλλά και σταθμοί σημαδιακοί για τους ίδιους τους ελληνικούς τόπους που καταγράφονται και εικονογραφούνται. Δίκαια, επομένως, και άξια η συγγραφέας και εικονογράφος τους Ντιάνα Αντωνακάτου βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Πήρε έπαινο για το Λεύκωμα «Επτάνησα» το 1966, βραβείο για την «Αργολίδα» και «Ναύπλιο» το 1971 και αργυρό μετάλλιο το 1979 για την όλη προσφορά της με αφορμή την έκδοση των «Ελληνικών Μοναστηριών».

Ολάκερο το έργο της Ντ. Α. που εδώ παρουσιάσαμε και κυρίως οι ιστορικές και λαογραφικές της έρευνες και τα υπέροχα βιβλία-λευκώματά της, ο αγώνας της και η αγωνία της ως το τελικό αποτέλεσμα ήταν και είναι, νομίζω, για την ίδια μια πάλη, μια μόνιμη και συνεχής και συνεπής πάλη, για τη διεκδίκηση της γης μας, για να μη μας την πάρουν οι άλλοι, οι δυνατοί, και την αλλοιώσουν, για να μη χαθεί μες στην ισοπέδωση του ύπουλου εκσυγχρονισμού και της επικίνδυνης παγκοσμιοποίησης, για να στηρίξουμε τη γλώσσα μας και την ιστορία μας.

Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οι έρευνές της και τα βιβλία-λευκώματά της είναι ταυτόχρονα και σημάδια SOS: να μην καταθέσουμε την ταυτότητα μας στα ευρωταμεία και τα νεοταξικά στρατηγεία, να στηρίζουμε με Λόγο και κυρίως με Πράξη την ιστορία και την παράδοση μας, να κρατηθούμε ορθοί στην πλώρη του ελληνικού πλοίου αντιμετωπίζοντας κάθε αλλοίωση, παραποίηση, συμβιβασμό.

Έτσι έπραξε ως τώρα η Ντιάνα Αντωνακάτου από τα Βιλατώρια της Παλικής, εκπληρώνοντας το χρέος της προς τον ελληνικό τόπο, την ελληνική ιστορία και τον Έλληνα κάτοικο. Εμείς, θα ακολουθήσουμε πεισματικά και ουσιαστικά τούτο τον ίδιο δρόμο;

Η ομιλία έγινε στο πλαίσιο της τιμητικής βραδιάς για τη ζωγράφο και συγγραφέα Ντιάνα Αντωνακάτου, που διοργάνωσε ο Σύλλογος Αποδήμων Ληξουριωτών στην αίθουσα του Δημαρχείου Ληξουριού στις 17 Αυγούστου 2002.


The writing work of Diana Antonakatou

Petros Petratos

Diana Antonakatou is more that palette and brushes. She also uses a pen, at times sweetly and quietly, at others seditiously. She is not only a painter; she is also a scholar. She studies history and folklore, searches the old yellowed pages and, led by memories and traditions, she moves in valleys and mountains and in paths long forgotten.

Her literary work includes features for newspapers and magazines, short stories, poetry and plays. In the framework of her historical and folklore interests and studies, she moves into the realm of science, as much as a non-scientist can, consciously wanting to honour it. She has been accepted in Scientific Associations, published in scientific magazines and delivered papers in scientific Conventions in Athens, Cephalonia and elsewhere.

She is deeply interested in folklore, not only as tradition, but mainly as a social part of the people’s lives. She seeks to detect the life of yesteryear and explain past attitudes so that she can know the people, their joys and their sorrows.

Her interest in the medieval history of Cephalonia brought her to the study of the “Records of the Latin Episcopate of 1264”, a kind of topographical document of the 13th c., which, combined with information from other sources as well as local toponyms and folk stories, led her to conclusions and a new theory about the Byzantine topography of Cephalonia.

Lastly we must refer to her albums-dedications to the Greek land, which constitute a personal achievement of the artist. Her work, paintings and texts, required many hours of research in codices and archives as well as intimate knowledge of the area. But mostly they required her love for the land and its people, the direct and warm communication with nature and man. Diana loves the land she writes about. She feels the pain of the people and communicates with them. Her work combines the past with the present, the land with its people, in a constant effort to support our history and language, which, in these difficult times of globalization are in danger of being distorted, even lost.

Tranl. Ourania Kremmida