Ελένα Λάζαρ: ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟ ΧΩΡΟ (Μέρος 1)

Μετά το τέλος των σπουδών μου, το 1972, και επί 35 χρόνια από τότε,  ήλθα σε άμεση επαφή με όλο το ελληνικό και φιλελληνικό περιβάλλον της Ρουμανίας, γνώρισα μια σειρά προσωπικοτήτων – μεταφραστές, νεοελληνιστές κτλ. – που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην έρευνα των πολλαπλών πτυχών του Ελληνισμού που  βλάστησε και άνθισε στο έδαφος της Ρουμανίας. Αυτό το εκλεκτό περιβάλλον με  ενθάρρυνε να παρακολουθήσω, με τη σειρά μου, τη δράση και την απήχηση των Ελλήνων στην ρουμάνικη ιστορία, καθώς και τις πολιτιστικές  ελληνο-ρουμανικές αλληλοεπιδράσεις. Το ένα τρίτο από τα βιβλία της «Ομόνοιας»  έχουν ως κύριο θέμα τον ελληνισμό της Ρουμανίας. Ο τόμος με τον ίδιο τίτλο, που εκδόθηκε το 2006, είναι ιστορικό χρονολόγιο των πιο σημαντικών στιγμών που σημάδεψαν την τρισχιλιετή παρουσία  των Ελλήνων στο ρουμανικό χώρο. Η πρώτη μελέτη με τον ίδιο τίτλο, δημοσιευμένη το 1912, οφείλεται στον Δημοσθένη Ρούσσο, ιδρυτή των Νεοελληνικών Σπουδών στη Ρουμανία.

Η εισήγηση που θα παρακολουθήσετε απόψε δε φιλοδοξεί να ανακοινώσει νεώτερα επιστημονικά δεδομένα, στηριζόμενα σε έγγραφα. Σας παρακαλώ να τη  δεχθείτε μόνον σαν σεμνή μαρτυρία ενός προσεκτικού παρατηρητή της ρουμανικής σχολής νεοελληνικών σπουδών. Όπως θα διαπιστώσετε από την εικόνα που θα προσπαθήσω να περιγράψω, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξεχωριστή περίπτωση της ευρωπαϊκής ιστορίας, όταν χαρακτηριστικά ιστορικά συμφραζόμενα έχουν δημιουργήσει επί αιώνες το περίπλοκο φαινόμενο που αποκαλούμε ‘’ ο ελληνισμός της Ρουμανίας’’. Στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας εξελίχτηκε, από την αυγή της Αρχαιότητας μέχρι την σύγχρονη εποχή, αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε μια δεύτερη ‘’ Magna Graecia” ( ή „Magna Graecia του Βορρά’’ , όπως αποκάλεσε τα δακικά μέρη ο σπουδαίος Έλληνας βυζαντινολόγος ακαδημαϊκός  Διονύσιος Ζακυθηνός). Η ζωή δίπλα και μαζί με τους Έλληνες δημιούργησε στην ψυχή των Ρουμάνων ποικίλα, κυρίως φιλελληνικά, αισθήματα, που απέκτησαν, ανάλογα με την εποχή, καινούργιες όψεις, ώστε σήμερα οι ειδικοί να θεωρούν τον φιλελληνισμό σημαντική συντεταγμένη του ρουμανικού πολιτισμού.

«Εμείς οι Ρουμάνοι βρισκόμαστε γεωγραφικά και πνευματικά πιο κοντά από κάθε άλλο λαό στην αρχαία Ελλάδα.’’ Τα λόγια του διάσημου καθηγητή George Călinescu, θαυμαστή του ελληνικού κλασσικισμού, έχουν, νομίζω, πλήρη εγκυρότητα και ταιριάζουν ακόμα κι όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη Ελλάδα.

Η Ρουμανία οφείλει το όνομά της σ’ ένα Θεσσαλό λόγιο του 19ου  αιώνα . Ο Δανιήλ Φιλιππίδης είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε το όνομα Ρουμανία στο έργο του  Ιστορία της Ρουμανίας τυπωμένο το 1816 στη Λειψία.

Η ελληνική παρουσία στο ρουμανικό χώρο. Σύντομο σχεδιάγραμμα

Την ιστορία των Ρουμάνων και την ιστορία  των Ελλήνων δεν μπορεί να τις μελετήσει κανείς ανεξάρτητα τη μια από την άλλη, έλεγε, στη δεκαετία του 50 του 19ου αιώνα ένας ρουμάνος λόγιος-κληρικός ελληνικής καταγωγής. Και αυτό επειδή, απ’ όλους τους λαούς  της Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης, οι Ρουμάνοι και οι Έλληνες έχουν διατηρήσει τις πιο στενές, μακροχρόνιες , καρποφόρες και για τις δυο πλευρές, σχέσεις.

Στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας η ελληνική διασπορά κατέγραψε ένα από τα πιο λαμπρά της κεφάλαια. Από την ίδρυση, τον 7ο-6ο αιώνα προ Χριστού, των πρώτων ελληνικών αποικιών στη ρουμανική ακτή της Μαύρης Θάλασσας  μέχρι σήμερα, όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο  στην ρουμανική αγορά,  οι σχέσεις  των δυο λαών ήταν συνεχείς, δε διακόπηκαν σχεδόν ποτέ. Να μην ξεχάσουμε ότι το μεγαλύτερο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας,  η Κωνστάντσα, ήταν στην αρχαιότητα η περίφημη πόλη Τόμι, ιδρυμένη πριν από 2500 χρόνια από Έλληνες της Μιλήτου.

Με την άνοδο της Κωνσταντινούπολης, της δεύτερης Ρώμης, στη σκηνή της ιστορίας, ο βυζαντινός πολιτισμός αντανακλάται, επί μια ολόκληρη χιλιετία, στα βόρεια του Δούναβη. Άνθρωποι – έμποροι, αγρότες, κληρικοί, λόγιοι, αρχιτέκτονες, οικοδόμοι -, αγαθά, έθιμα και ιδέες, νομικοί κώδικες, εκκλησιαστική τέχνη, όλα, κυκλοφορούν ανεμπόδιστα σ’ αυτά τα μέρη. Η σφραγίδα του βυζαντινού πολιτισμού – πιο φανερή κυρίως στη Βλαχία και τη Μολδαβία – βρίσκεται παντού – στην Εκκλησία (οι Ρούμανοι έμειναν ορθόδοξοι μέχρι σήμερα), στους κρατικούς θεσμούς, στο δίκαιο, στον πολιτισμό. Οι Έλληνες και οι Ρουμάνοι βρίσκονται μαζί (αλληλέγγυοι), πάνω από μια χιλιετία, στον πνευματικό κόσμο της  Ορθοδοξίας.

Μετά το 1453, η έξοδος των Ελλήνων προς τις Ρουμανικές Χώρες, μαζί με όλη τους την πνευματική κληρονομιά, συμβάλλει στη δημιουργία/συγκρότηση? ενός αληθινού ‘’Βυζαντίου μετά το Βυζάντιο’’, για να χρησιμοποιήσουμε την εύγλωττη έκφραση του μεγαλύτερου Ρουμάνου ιστορικού  Nicolae Iorga. Ο ελληνικός κόσμος θεωρεί τις  Ρουμανικές Χώρες ως λιμάνι, ως όαση, ώστε, κατά  μια λαϊκή έκφραση, ‘’μόνο ο Παράδεισος είναι καλύτερος από την Βλαχία’’.  Η αλήθεια είναι ότι στις Ρουμανικές Χώρες ο έλεγχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν  ήταν τόσο αυστηρός  όπως στα υπόλοιπα Βαλκάνια, όπου η κυριαρχία της Πύλης ήταν απόλυτη και πανίσχυρη.

Η ελληνική γλώσσα, lingua franca στην Αρχαιότητα, έγινε, από το 15ο αιώνα μέχρι το κατώφλι της σύγχρονης εποχής, η γλώσσα του εμπορίου και του πολιτισμού. ‘’Το παράθυρο από το οποίο ο ρουμανικός πολιτισμός αρχίζει να βλέπει την παγκόσμια λογοτεχνία’’, κατά την εμπνευσμένη έκφραση ενός Ρουμάνου συγγραφέα (Alexandru Ciorănescu). Η δε νέα ελληνική, γίνεται, από το 17ο αιώνα, η γλώσσα του σχολείου και των επιστημών, και αποτελεί, για πολλά χρόνια, όχημα για την διείσδυση της Δύσης/ του δυτικού πολιτισμού στη Νοτιανατολική  Ευρώπη. Κατά τον Nicolae Iorga, η ελληνική γλώσσα ήταν ‘’ εργαλείο διανοητικής προόδου, η μεγάλη γλώσσα του πολιτισμού στην Ανατολή’’.

Το εκκλησιαστικό περιβάλλον  ήταν ένας από τους κύριους τομείς διείσδυσης των Ελλήνων στην εσωτερική ζωή και στον πολιτισμό της μεσαιωνικής ρουμανικής κοινωνίας, αρχίζοντας από το 16ο αιώνα. Η πρώτη ελληνική έκδοση της Βίβλου τυπώνεται το 1687 στη Βενετία  χάρη στην υποστήριξη του Ρουμάνου ηγεμόνα Şerban Cantacuzino. Ένα χρόνο αργότερα,  κυκλοφορεί και η Βίβλος του Βουκουρεστίου, μεταφρασμένη από τα ελληνικά στα ρουμανικά από μια ομάδα διανοουμένων, υπό την καθοδήγηση του  Γερμανού της Νύσσας.

Οι Έλληνες είναι παρόντες παντού και διακρίνονται σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής των Ρουμάνων. Χαρακτηριστικές για το εμπόριο των Ελλήνων στο ρουμανικό χώρο είναι οι ελληνικές εμπορικές κομπανίες  του  Braşov και  Sibiu.  Οι πρώτες και οι μοναδικές στο είδος τους κομπανίες σε όλη την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, έχουν εξασφαλίσει, επί δυο αιώνες και παραπάνω, το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τα πλούσια αρχεία τους, που μελετήθηκαν από Ρουμάνους και Έλληνες ειδικούς, αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη ζωή των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν σταθερά στις δυο όμορφες πόλεις  της Τρανσυλβανίας.

Πριν να αρχίσουν να ελέγχουν, το 18ο αιώνα, επί των Φαναριωτών, την πολιτική ζωή των Ρουμανικών Πριγκιπάτων, γνωστές ελληνικές οικογένειες ήταν ήδη από το 16ο -17ο  αιώνα, αφομοιωμένες από τη ρουμανική κοινωνία, έχοντας ριζώσει στη ρουμανική γη, όπως λένε οι χρονογράφοι της εποχής.  Ονόματα όπως Catargiu, Ghica, Sturdza, Mourouzi, Cantacuzino γίνονται πολύ γνωστά στην πολιτική σκηνή, και από τα μέλη τους διακρίνονται προσωπικότητες που θα καταλάβουν υψηλά αξιώματα στο κράτος (μια σειρά πρωθυπουργών, από τον  Απόστολο Αρσάκη ή Barbu Catargiu, μέχρι τον 20ο αιώνα, έχουν ελληνικές ρίζες).  Και, μια και είναι εγκαταστημένοι στη ρουμανική γη, οι Έλληνες γίνονται καλοί Ρουμάνοι, συμβάλλοντας στην ευημερία των κοινοτήτων στα πλαίσια των οποίων ζουν.

Παράλληλα : καθηγητές, φιλόσοφοι, γιατροί, νομικοί, λόγιοι, κληρικοί, καλλιτέχνες που έρχονται απ’ όλο τον ελληνικό χώρο,  βρίσκουν στη ρουμανική γη τη δεύτερη πατρίδα τους, όπου, όπως  σημειώσαμε, υπήρχαν καλύτερες συνθήκες για μια πιο ελεύθερη και  άνετη ζωή. Πουθενά στην Ευρώπη,  κατά τον 16ο έως 18ο  αιώνα, η ελληνική διασπορά δε βρήκε πιο προστατευμένο και καρποφόρο καταφύγιο για να συνεχίσει την ζωή της. Εδώ οι Έλληνες αφιερώνονται στα ιδανικά για την ανάταση του γένους και  την κατάκτηση της ελευθερίας. Η συμβολή τους στην αναμόρφωση των σοσιαλ-πολιτικών δομών και  των νοοτροπιών  της ρουμανικής κοινωνίας, όπου ζούσαν , είναι σήμερα ομόφωνα αναγνωρισμένη.

Η άνθιση και η ακμή  του ελληνισμού στις Ρουμανικές Χώρες επισημαίνεται   κατά την φαναριώτικη εποχή (1711/1716 – 1821). Εκτός από καλοί διαχειριστές, αρκετοί από τους 31 φαναριώτες ηγεμόνες είναι οι ίδιοι λόγιοι ή  άνθρωποι που  αγαπάνε τα γράμματα και τον πολιτισμό. Ο πρώτος φαναριώτης ηγεμόνας στα Πριγκιπάτα, ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, λόγιος του πρώιμου Διαφωτισμού,  σχημάτισε στο Βουκουρέστι τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης,  η φήμη της οποίας έφθασε  μέχρι την αυλή του Βασιλιά της Γαλλίας. Ο κύκλος λογίων που  υπήρχε στο Βουκουρέστι  γύρω από τον Δημήτρη Καταρτζή, ‘’μαικήνα των λογίων της Βλαχίας’’ ή ‘’πατριάρχη των λογίων’’, όπως τον αποκαλούσαν οι σύγχρονοί του,  είναι καθοριστικός για το πνευματικό κλίμα της εποχής. Οι Ρουμανικές Χώρες έγιναν εστία του ελληνικού Διαφωτισμού και, με τη σειρά τους, οι Ρουμάνοι λόγιοι αφομοίωσαν τις θετικές επιδράσεις του κινήματος αυτού. Η Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας στεγάζει 2000 χειρόγραφα των Ελλήνων λογίων που πέρασαν από τη ρουμανική γη, αλλά τέτοια πολύτιμα ντοκουμέντα βρίσκονται και σε άλλα κέντρα (Ιάσιο, Μπρασόβ, Σιμπίου) και περιμένουν υπομονετικά από αιώνες τους Ελληνες και Ρουμάνους μελετητές τους.

Στη γη της Ρουμανίας γράφτηκε μια λαμπρή – και ταυτόχρονα τραγική – σελίδα της Ελληνικής Επανάστασης. Από το Ιάσιο ξεκινάνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Φιλική Εταιρεία τον αγώνα για την Ελευθερία.  Ένας Ρουμάνος ποιητής, ο Γρηγόριος Αλεξανδρέσκου (1810-1885) και ο εθνικός ποιητής της Ελλάδος Κωστής Παλαμάς αφιερώνουν και οι δύο συγκινητικά ποιήματα στην ηρωική στιγμή του Δραγατσανίου.

Την εκπαίδευση στα ελληνικά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες την εκπροσωπούν  οι περίφημες Ηγεμονικές Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και Ιασίου (που ιδρύθηκαν το 1684 και το 1707 αντίστοιχα, πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση της Αθωνικής Ακαδημίας και της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης), και ήταν αληθινά πανεπιστήμια της Ανατολής. Από τις έδρες τους πέρασαν, επί  ενάμισι αιώνα (κλείστηκαν το 1821), σχεδόν όλη η ελίτ των Ελλήνων διανοουμένων της εποχής. Οι μαθητές τους ήταν όχι μόνον Έλληνες και Ρουμάνοι, αλλά  και νέοι που έρχονταν απ’ όλη την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη.  Στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου, που φιλοδοξούσε να  αναβιώσει το ‘’Λύκειον’’ του Αριστοτέλη, ο αριθμός των μαθητών το 1816, όταν διευθυντής ήταν ο ηπειρώτης Νεόφυτος Δούκας, έφθανε στους 400. Οι πιο αντιπροσωπευτικές ρουμανικές προσωπικότητες, στις οποίες οφείλεται η πολιτιστική αναγέννηση του τέλους του 18ου αιώνα, είναι απόφοιτοι αυτών των ιδρυμάτων. Εκτός από τις Ακαδημίες, υπήρχαν  επί αιώνες δεκάδες και δεκάδες ιδιωτικών σχολών διαφόρων επιπέδων, όπου σπούδασαν Έλληνες και Ρουμάνοι με και χωρίς ελληνικές ρίζες.

Και  η ιστορία του ελληνικού τύπου έχει την αρχή της στα ρουμανικά μέρη.  Τα πρώτα ελληνικά έντυπα της Ορθόδοξης Ανατολής  εκδίδονται το 1680 στο τυπογραφείο που ίδρυσε στο μοναστήρι  Cetăţuia,  κοντά στο Ιάσιο, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος. Από δω και πέρα, επί πολλούς αιώνες, από τα πιεστήρια των ελληνικών τυπογραφείων  της Ρουμανίας κυκλοφορούν πολλές σημαντικές εκδόσεις. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι αρκετές εκδόσεις Ελλήνων λογίων που τυπώθηκαν  στο Ιάσιο, στο Βουκουρέστι ή στη Βιέννη ή σε άλλα κέντρα, δε θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς την συμβολή των Ρουμάνων συνδρομητών.

Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ελληνισμός μπαίνει σε νέα εποχή. Στις λιμενικές πόλεις (μερικές  γίνονται porto-franco το 1837) αλλά και σε άλλα κέντρα ανθίζουν δυνατές ελληνικές κοινότητες (Κωνστάντσα,  Βράιλα, Γαλάτσι, Σουλίνα) κυρίως μετά το 1860, όταν γίνονται νομικά πρόσωπα. ‘’Λεωφόρος του βυζαντινού στόλου’’, ο Δούναβης, γίνεται, το 19ο αιώνα ‘’το σύμβολο του ελληνισμού στο ρουμανικό χώρο’’ (Ştefan Petrescu). Στα ρουμανικά λιμάνια του Δούναβη κυμάτιζαν περισσότερες ελληνικές σημαίες από το Πειραιά, όπως θα διαπίστωνε με έκπληξη, το 1913, σε μια από τις τρεις του επισκέψεις στη Ρουμανία ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατά το  1940, ο αριθμός των μελών των ελληνικών κοινοτήτων ξεπερνούσε τις 50 000. Μια δεκαετία αργότερα,  οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τα μέρη στα οποία έχουν ριζώσει  και ευημερήσει. Για την Ρουμανία ανοίγεται τώρα μια ιστορική παρένθεση  από την οποία θα βγει  ύστερα από 45 χρόνια, τον Δεκέμβρη 1989. Ωστόσο, η συνέχεια της ελληνικής παρουσίας δε διακόπτεται. Στην αρχή της δεκαετίας του 50 η Ρουμανία φιλοξενεί περί τους 10 000 Έλληνες, από τους οποίους 3000 είναι παιδιά, οδυνηρή συνέπεια του  ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Αν και ο αριθμός τους μειώθηκε αισθητά σήμερα, οι Έλληνες  είναι παρόντες μέσω του πολιτισμού τους, που ήταν πάντα κοντά στην καρδιά των Ρουμάνων. Σήμερα στην Ρουμανία ζουν περί τους 7000 Έλληνες, οργανωμένους σε 24 κοινότητες σκορπισμένες σε όλη την χώρα. Η δραστηριότητά τους εξελίσσεται, όπως  το έχουν συνηθίσει από αιώνες, σε στενή σχέση μ’ εκείνη της ρουμανικής πλειονότητας. Η ζωή  πλέκεται αρμονικά, με υποδειγματικό τρόπο. Τους επαναπατρισμένους Έλληνες  είναι εύκολο να  τους αναγνωρίσει  κανείς – όλοι νοσταλγούν τη πατρίδα που τους υιοθέτησε σε δύσκολους καιρούς.

Η εικόνα που περιγράψαμε μέχρι τώρα θα μπορούσε να φανεί πολύ ειδυλλιακή. Η ερώτηση αν η αρμονία αυτή ήταν πάντα πλήρης θα ήταν πολύ φυσική. Βέβαια τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι και η κοινή πορεία των δυο λαών δεν ήταν πάντα ευθύγραμμη. Οι ανωμαλίες και οι πιο αυστηρές αντιδράσεις  εκ μέρους της ρουμανικής κοινωνίας  σημειώθηκαν κυρίως κατά τη φαναριώτικη εποχή και λίγο μετά. Αντιδράσεις  δεν έλειψαν  όμως και  πριν από τους Φαναριώτες. Αγανακτήσεις και διαμαρτυρίες διαφόρων ειδών  ήρθαν απ’ όλες της  κοινωνικές  τάξεις, ακόμα από το 16ο αιώνα. Κάθε  σχετική κατηγορία είχε τα δικά της παράπονα. Οι άρχοντες φοβόνταν οτι θα χάσουν τα πιο προνομιούχα αξιώματα.  Οι δωρεές των ρουμάνων ηγεμόνων προς το Αγιον  Ορος, ή προς τα άλλα μοναστήρια που βρίσκονταν υπό τουρκική κατοχή, ήταν επίσης λόγος δυσαρέσκειας. Το φορολογικό βάρος και οι αυθαιρεσίες της εξουσίας μερικών Ελλήνων αξιωματούχων προκαλούσαν συχνά την εξέγερση των χωρικών. Η πορεία της Ελληνικής Επανάστασης στη ρουμανική γη καθώς και οι σχέσεις των ελλήνων επαναστατών με το ρουμανικό επαναστατικό κίνημα, που έγινε την ίδια περίοδο, πρέπει να επανεξεταστούν με την αναγκαία αποστασιοποίηση από τους ρουμάνους και έλληνες ιστορικούς. Η δίκη  Ζάππα, το θέμα των Βλάχων, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, προκάλεσαν επίσης παρεξηγήσεις και τριβές με δυσάρεστες συνέπειες, που έφθασαν μέχρι τη πρόσκαιρη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Όλες αυτές τις μαύρες στιγμές πρέπει όμως να τις εξετάζει κανείς  κάθε φορά με αντικειμενικότητα,  sine ira et studio, και τα δεδομένα τους εξαρτώνται από τα αντίστοιχα ιστορικά  ισχύοντα κάθε εποχής και κάθε λαού. Το   σίγουρο πάντως είναι ότι δε διατάρασσαν καθόλου την φιλική συμβίωση των δυο μερών.

 

Hellenism and Philohellenism in the Romanian Space:

Kavafis, Kazantzakis and the Neo-Hellenic Letters

I am not a historian by training. Nor am I a sociologist or a student of mentalities. I am a graduate from Bucharest University’s Classical Languages Department, and I learned the Greek language driven initially by curiosity. I then became a translator of Neo-Hellenic literature and this pursuit has materialized in 37 books I have translated so far (six of which as co-translator). Knowledge of the language facilitated my access to literature and then to research of the Neo-Hellenic literary phenomenon (I have published five books in this area). In 1991, I set up Omonia Publishing House, the exclusive goal of which is to make Greek literature and culture known in Romania.

Since graduation from university in 1972, for nearly four decades I have been in direct contact with everything pertaining to the Romanian Hellenic and Philohellenic environment, meeting many personalities – translators and Neo-Hellenists – who have dedicated their energies to researching the multiple facets of Neo-Hellenism in my country. That environment prompted me to study the presence and action of the Greek element in Romanian history, as well as the Hellenic-Romanian cultural interaction. One-third of the books published at Omonia focus on the study of Hellenism in Romania. Hellenism in Romania, a volume published last year, is a chronological history of the major moments in the three thousand years of Greek presence in the Romanian space. A first work bearing this title dates back to 1912, its author being scholar Demosthene Russo, the founder of Neo-Hellenic studies in Romania.

The presentation that follows contains no documentary novelties. Please take it just as a testimony from a careful observer of the Romanian school of Neo-Hellenic studies. As the outline below shows, we have a particular case in European and world history, when specific historical circumstances generated, in time, a complex phenomenon: Hellenism in Romania. A second Magna Graecia, if we may call it so (the great Greek Byzantinologist, Academician Dionysos Zakythinos actually called the Dacian lands a “Magna Graecia of the North”), developed from the early Antiquity and to the Modern Age in the territory of present-day Romania. Life alongside and with the Greeks induced various feelings in the Romanian people, mostly a philohellenic sentiment that acquired new meaning with each new epoch. Today specialists consider philohellenism a major coordinate of Romanian culture.

“Geographically and spiritually, we, Romanians, are closer to Ancient Greece than any other nation.” Those words of George Calinescu hold true, I believe, also in relation to modern Greece. As a matter of fact Romania owes its name to a Thessalian scholar. Daniil Philippidis was the first to use the term “Romania” in his History of Romania printed in 1816 in Leipzig.

The Greek Presence in the Romanian Space. A Brief Account

The history of Romanians and that of Greeks cannot be studied independently from each other, a Romanian scholar and cleric of Greek extraction (Melchisedec) stated in the mid-19th century. The reason is that from all the peoples in this region of Europe, the Romanians and the Greeks had the closest, longest and most beneficial relationship.

In the history of the Greek Diaspora, one of the most remarkable chapter is that of its development in the territory of present-day Romania. From the foundation of the first colonies on the Black Sea shore in the 7th-6th centuries A.D.  to the present, when Greek companies are getting to play an increasingly important role on the Romanian market, these relations have never been interrupted. Significantly, today one of the biggest Black Sea ports is that of Constanta, a city standing on the place of ancient Tomis that Greek colonists founded two and a half millennia back.

With the rise of Constantinople, the second Rome, Byzantine culture reverberated for an entire millennium in the area north of the Danube. People – merchants, farmers, clerics, scholars, architects and builders, goods, customs and ideas, legal codes and religious art moved freely between these areas. The seal of Byzantine civilization, more obvious in Wallachia and Moldavia, was visible everywhere – in church (Romanians have stuck to their Eastern Orthodox religion to this day), state institutions, law and culture. Romanians and Greeks have been standing together, for more than one thousand years, in the spiritual world of Orthodox Christianity.

After 1453, the Greek exodus to the Romanian countries contributed to the emergence in those hospitable lands of a genuine “Byzantium after Byzantium,” as the most important Romanian historian Nicolae Iorga called it. In the Greek world, the Romanian Principalities were perceived as a haven, an oasis, so much that there was this saying, “Only Paradise is better than Wallachia.”

Greek, a lingua franca of the Black Sea area in Antiquity, was the language of commerce and culture in this part of the world from the 15th century until the beginning of the Modern Age. A Romanian author, Alexandru Cioranescu, considered that the “window through which Romanian culture first got a glimpse of world literature” was the modern Greek language that in the 17th century became the language of school and sciences. For quite a long time Greek was a major vector for Western influence on South-Eastern Europe. Nicolae Iorga  wrote about Greek as “an instrument of intellectual progress, the great language of culture in the East.”

The church environment was one of the favourite gateways for Greeks entering the domestic life and culture of mediaeval Romanian society as early as the 16th century. The first edition of the Bible in Greek was printed in Venice in 1687, owing to Romanian prince Serban Cantacuzino. One year later was printed the Bible of Bucharest, translated from Greek into Romanian by a group at head with the Germanos of Nyssa.

Greeks were present and asserted themselves in all sectors of economic, social and cultural affairs. The Greek merchant companies in Brasov and Sibiu were emblematic of the Greeks’ trading in the Romanian space. The first and only merchant companies in South-Eastern Europe, they secured transit commerce between the East and Europe for more than two centuries. Their archives, studied by Romanian and Greek experts, are a precious source of information about the Greeks that settled in the two towns in the heart of Transylvania.

Before they came to control political life in the 18th century Romanian Principalities under the Phanariot rule, important Greek families had integrated in the Romanian society, beginning in the 16th century, through the kinship relations they had established. As the time’s chroniclers noted, these families struck roots here. Names such as Catargiu, Ghica, Sturdza, Mourouzi and Cantacuzino were well known in the political arena. Members of these families came to hold significant state positions, several prime ministers, including Apostolos Arsakis or Barbu Catargiu, being of Greek origin. Once settled in the Romanian lands, the Greeks became loyal Romanian citizens, helping their communities to thrive.

Concurrently, teachers, philosophers, doctors, jurists, scholars, clerics and artists from the entire Greek-speaking area found in the Romanian territory a hospitable adoptive country. Nowhere in 16th-18th century Europe did the Greek Diaspora find a more sheltered and fertile land to welcome them. Here they dedicated themselves to the goals of uplifting their people and fostering the idea of regaining freedom. The contribution of Greeks to renewing the social and political structures, the mindset and ideas of the Romanian society is unanimously acknowledged.

The epoch when Hellenism rose to prominence in the Romanian Principalities is that of the Phanariot rulers. A good many of the 31 Phanariot rulers were good administrators and equally scholars or patrons of the arts. The Bucharest library of the first Phanariot ruler in the Principalities, Nicholas Mavrocordato, a scholar of the early Enlightenment, was the largest in South-Eastern Europe, its fame spreading as far as the court of the king of France. The group of scholars rallied in Bucharest round Dimitrios Katartzis – a “Maecenas of Wallachia’s scholars” or a “patriarch of the scholars” as he was dubbed – epitomizes the intellectual ebullience of the epoch.  The Romanian Principalities served as a hub of Hellenic Enlightenment. In their turn, Romanian intellectuals absorbed the beneficial influences of this trend. The Library of the Romanian Academy shelters 2000 manuscripts by Greek scholars in the Romanian space, but such precious documents exist also in the cities of Iasi, Brasov or Sibiu, waiting for Greek and Romanian researchers patiently to bring them into the light.

The Romanian land is where a chapter of the Greek Revolution was written, a chapter as tragical as it was brilliant. It is from here that Alexandros Ypsilantis and the Haeteria Movement began, in 1821, the liberation struggle that would lead, albeit with great sacrifice, to the proclamation of free Greece. A Romanian poet, Grigore Alexandrescu (1810-1885), and Greek national poet Kostis Palamas wrote emotional, touching poems on the heroic episode at Dragasani.

Education in the Greek language in the Romanian Principalities is represented by the famous Princely Academies in Bucharest and Iasi (founded in 1694 and 1707 respectively, long before the Athonite Academy or the Smyrna Evangelical School were set up). These were genuine universities of the East, where virtually the entire Hellenic intellectual elite taught for over one and a half century (until they closed in 1821). Greeks and Romanians alike were educated here, as well as students from the entire Southeast European area. In 1816, under the directorate of the Epirote Neofytos Doukas, some 400 students were enrolled at the Academy in Bucharest, which aspired to replicate Aristotle’s Lycaeum. The most representative Romanian personalities, to whom the Romanians owed the cultural revival in the late 18th and early 19th century, were alumni of those two institutions. Besides the academies, scores of other schools trained, in the course of several centuries, many generations of Greeks, Romanianized Greeks and Romanians, whether or not they had Greek roots.

The Greek printing, too, began in the Romanian territory. The first Greek books printed  in the Orthodox East were initiated by Dositheos, the patriarch of Jerusalem and came in 1680, from the print shop at Cetatuia, near Iasi. From that moment to the sixth decade of the 20th century, when militant writers like Yannis Ritsos or Rita Boumi-Pappa had editions of their works printed in Bucharest, the history of Greek printing in Romania recorded many other significant moments. As a matter of fact, editions of works by Greek scholars could be printed in Iasi, Bucharest, Vienna or other centres thanks to the notable contribution of Romanian patrons.

From the mid-19th century, when the Greek communities were granted legal personality (1860)  until the Second World War, a new stage developed. Strong Greek communities (Constanta, Braila, Galati and Sulina) flourished in port towns and in other centres as well.  A genuine “avenue for the Byzantine fleet,” the Danube became, in the 19th century, a “symbol of Hellenism in the Romanian space” (Stefan Petrescu). Early in 1940 the Greek communities counted 50,000 persons. One decade later, most of them were forced to leave the places where they had struck roots and thrived; the reason was the hiatus that occurred in Romania’s history between 1945 and December 1989. Nevertheless, the continuity of the Greek presence was not disrupted. Romania welcomed around 10,000 Greeks, including 3,000 children, who fled from civil war in Greece. Whereas the number of Greeks in Romania declined sensibly, their culture continued, the Romanians having always felt very close to it. Today some 7,000 Greeks are living in 24 communities around Romania.  As always before, their life and work intertwine with that of the Romanian majority. The same as Greeks have integrated in Romanian life, the Romanians have permanently had an involvement in the life of Greek communities. The repatriated Greeks, for their part, have been treasuring their memories from their former adoptive country. (In Athens there is an Association of the Greeks from Romania, established in the 19th century.)

As painted to this point, the picture of Romanian-Hellenic relations may appear rather too idyllic and prompt one to wonder whether there has always been full harmony in this relationship. Things surely were not perfect at all times, and the path the two peoples traveled together was not a linear one. Asperities and the most trenchant reactions against Greeks were recorded in the Phanariot epoch, triggered by abuses of some representatives of that regime. But then some such discord had exited even before the advent of Phanariot rule. Discontent and protest, in various forms, from most autochthonous social classes and layers had existed as early as the 16th century. The boyars feared they would lose their positions or access to them. The donations Romanian princes made to Athos or other monasteries in areas under Turkish domination often triggered such discontent. Peasant uprisings, determined by the fiscal burden or abuse by potentates, were frequent. Both Romanian and Greek historians will have to take a new look, with the necessary detachment,  at the way the 1821 Revolution developed in the territory of Romania and the relations between Greek revolutionaries and the Romanian revolutionary movement of the same period. The proceedings related to the Zappas heirloom caused a break, between 1892 and 1896, in the Romanian-Greek diplomatic relations, which had been established in 1879. The question of the Vlachs or Aromanians also sparkled disputes that led to a temporary interruption (from 1905 to 1911) in diplomatic relations. Another hiatus occurred during the Second World War, with extensions until 1955. Nevertheless, all these blemishes  should be viewed individually, with the necessary nuances, sine ira et studio, in the given historical context. All the more so as they did not impair harmonious coexistence and the complementarity of the relationship.

Ελένα Λάζαρ

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 3.9.2013