Πάντως εκείνο το κρο μπροστά πρέπει να σχετίζεται λίγο με τον κρότον. Το δε β΄ συνθετικό του με το μύω (= κλείνω τα μάτια, τα βλέφαρα, έχω τα μάτια κλειστά) (και μυωπία). Κι ο κρότος απ’ το θόρυβο που έκανε όταν τό ‘σπαζαν με το γρόθο τους για να το γευτούν. Ή όταν το ροκάνιζαν ωμό. Όσο για τον λόπον (κρομύοιο λόπον) είναι απ’ το λέπω = ξελεπίζω, ξεφλουδίζω, αφαιρώ την εξωτερική του φλούδα. Και το ε του λέπω στο παράγωγο γίνεται ο. Όπως λέγω λόγος, φέρω φόρος, ρέω ροή, έχω όχημα, πέμπω πομπός κ.ά. και λέπω λόπος.
Και δεν είναι καθόλου παράξενο ο λαός αυτός με τέτοια προίκα στον τόπο του και ποιητική διάθεση, να μη φτιάσει τόσα πράγματα για το κρεμμύδι. Που το είχε σύντροφο στο σακούλι του, φαΐ και προσφάι, χλωρό ή ξερό, κρεμμυδοπουλάκι με τα φυλλαράκια και το κεφαλάκι του σαλάτα, ή ξερό, που σ’ έκαμε «μυδαλέον δάκρυσι» (= να δακρύζεις) και τα δάκρυα να μην έχουν κρατημό, αν είσαι μάγειρας ή υποχρεωμένος, άντρας ή γυναίκα, να ξελεπίσεις πολλά, οπότε κάνει να κροτούν ως και τα δόντια σου απ’ το κλάμα. Κι ας λένε ότι οι άντρες δεν κλαίνε. Αυτά στο κρεμμύδι δεν περνάνε.
Θα κινδύνευα άραγε να θεωρηθώ μεροληπτικός κι’ ότι του κρατώ τα ίσα, αν έλεγα ότι στους κήπους με τα λογής λογής ζαρζαβατικά, αφέντης, εκεί είν’ το κρεμμύδι ως το πλέον απαραίτητο για τον άνθρωπο; Και συνεχίζει, κι’ αφού βγη, γενόμενο πλεξούδες κρεμασμένες ολοχρονίς, ίδιες ζευγαρωμένες δεντρογαλιές. Κι’ όλοι οι μάγειροι του κόσμου το έχουν σε μεγάλη υπόληψη, αφού μαγειρική δίχως κρεμμύδι… βράστην. Σε κάτι τέτοια έστειλε το μυαλό, ο φίλος Βασίλης Βλαχάκος, όταν τηλεφώνησε κι’ ανάμεσα στ’ άλλα:
– Τρία κρεμμύδια είχα στη ζαρντινιέρα του σπιτιού, και σήμερα έβγαλα το ένα. Είναι τεράστιο. Μπροστά από 25 πόντους περίμετρο θά ‘χει και βάρος περισσότερο από 600 γραμμάρια, είπε.
Κι είχε περίμετρο ο κρέμμυδας πόντους 46. Όσο για βάρος κράταγε και τους τέσσερις άσσους. (1.111 γραμμάρια). Και εντυπωσιάστηκα βέβαια σαν τ’ άκουσα.
Μα όταν την άλλη μέρα τον είδα φωτογραφία στην εφημερίδα καμαρωτόν στη ζυγαριά, η φαντασία ερεθίστηκε. Η μνήμη κι άλλες τις ψυχής λειτουργίες άρχισαν να ξετυλίγονται.
Και θυμήθηκα πρώτα τον πατέρα μου που μολόγαγε πως όταν προπολεμικά πήγαιναν με το καράβι απ’ τον Πειραιά στην Καβάλα για να πρωθηθούν μυστικά και να δουλέψουν στα οχυρά του Μεταξά, εκεί που οι Γερμανοί το ’41 πάθανε τη συμφορά, «και να θυμάσαι ότι δεν θα μας το συγχωρήσουν ποτέ» συμπλήρωνε πάντα, έλεγε ότι το καράβι έπιασε στο λιμάνι του Βόλου. Καλοκαίρι καιρός ήταν, κι’ εκεί αγοράσανε για το «δρόμο» ένα καρπούζι που ζύγιζε 36 οκάδες. Κάπου 55 κιλά.
Θυμήθηκα και τα νεράντζια της νεραντζιάς πίσω απ’ το Δημαρχείο, πριν κάμποσα χρόνια που μια κοτσιά (δέσμη) νεράντζια μαζεμένα, ήσαν, πόσα λέτε; Τρία, πέντε, εφτά; εννιά;
Έξω πέσατε. Είκοσι οχτώ (28) νεράντζια σε μια κοτσιά συγκεντρωμένα μέτραγες με το πρώτο. Και τόπαμε στον άλλο φίλο το Νίκο Γεωργιάδη. Κι’ εκείνος, καλλιτεχνική φύση (έφ ώ έκαστος πέφυκεν = από τη φύση του προορισμένος), πήγε και τα φωτογράφισε. Προηγουμένως όμως παραμέρισε κάτι νεραντζοφυλλαράκια, για ν’ αποκαλυφθούν νεράντζια 42 κρεμασμένα απ’ τον ίδιο μίσχο. Ένα τόσο δα κλωναράκι ήταν, λεπτό, και αρσιβαρίστας, σήκωνε και κράταγε εκεί 42 νεράντζια αγκαλιασμένα, κανονικού μεγέθους.
Κι’ έστειλ’ ο Νίκος το φίλμ μαζί με άλλα στην Αθήνα για εμφάνιση. Κάποιος πελάτης όμως επείγετο για τις φωτογραφίες του, οπότε ενόχλησε τον Αθηναίο παρακαλώντας τον να επισπεύσει. Κι εκείνος:
– Ποιό φίλμ είναι; Αυτό με το σταφύλι; ρώτησε.
Τα νεράντζια τα είχε περάσει ρόγες κι’ όλα μαζί σταφύλι, δίχως να προσέξει ότι η νεραντζιά δεν ήταν κληματαριά το καταχείμωνο.
Και θυμήθηκα και το έργο του Ζεύξιδος, του ζωγράφου της αρχαιότητος, «παις φέρων σταφυλάς» που μνημονεύει ο Πλίνιος. Κι ήσαν τα σταφύλια τόσο φυσικά, που τα πουλιά πήγαιναν να τα τσιμπήσουν. Ο ίδιος ο ζωγράφος όμως έλεγε πως απέτυχε. Γιατί μπορεί τα σταφύλια να είναι φυσικά, το παιδί όμως που τα κρατά δεν είναι το ίδιο φυσικό. Αν ήταν, τα πουλιά θα φοβόνταν και δεν θα πήγαιναν να φάνε. (Φοβερή κριτική και αυτοκριτική φοβερού ανθρώπου).
Θυμήθηκα και την παροιμία. Δεν γίνεται «γάμος χωρίς παιχνίδια, φάσα χωρίς κρεμμύδια». Πέθαν’ ο κρέας πέθανε κι’ ο τύρος (τη σαρακοστή) κι’ ήρθ’ ο κρέμμυδας κι ο πράσος, και ψωμί και πράσο γιόμα, και δείλι / να μείνει λάδι για το καντήλι. Και τον Αριστοφάνη που κορόιδευε τον Ευριπίδη, γιατί η μάννα του πούλαγε σκόρδα και κρεμμύδια κι ήταν χορταρολόϊσσα που μάζευε σκατζίκια (σκάνδικας).
Κι όσο κύτταζα τη φωτογραφία του κρέμμυδα με τα μουστάκια του κι έφερνα τις προσδοκίες και τα όνειρα του ανθρώπου, βλέποντας και τη φράση «ψωμί και κρεμμύδι» που ανέσυρε κι έγραψε από κάτω ο Βασίλης, τούτο το κρεμμύδι σήμερα μου φανέρωνε έναν κόσμο καινούργιο. Με γέμιζε συναισθήματα. Γιατί μπορεί ένα κρεμμύδι να μην είναι παρά ένα κρεμμύδι, ένα τίποτα δηλαδή, μα όταν σκέφτεσαι πως διαφυλάει μνήμες, ότι μ’ ένα κομματάκι ψωμί κάποτε σε χόρταινε, τό ‘βανες στη χόβολη και τό ‘ψηνες κι’ ήταν όλο γλύκα και με λαδάκι βασιλόφαγο που σε διασκέδαζε κιόλας, και… και… και…, γιατί να μην ειπούμε με θάρρος απέραντο ότι το κρεμμύδι καταξιώνεται σαν δημιούργημα της φύσης και καλλιτεχνικώς τώρα πια, όπως η ιτιά καταξιώνει τη ρεματιά;
Μα όταν την άλλη μέρα είδα τον ίδιο το φίλο Βασίλη κρεμμυδοφόρον, καλλιεργημένη μάλιστα η ψυχή από την συζήτηση και προπαντός τη φωτογραφία του κρέμμυδα στην εφημερίδα, με τα μουστάκια του, τεράστιον σαν μπότσικα, κοκκινωπόν, μόνος του να γεμίζει μια σακκούλα, ένιωσα ικανοποίηση θεάματος.
Η φωτογραφία καταφανώς αδικούσε τον κρέμμυδα. Λες και παραπονιόταν κι έλεγε:
– Αυτός που είδες δεν ήμουν εγώ. Νά ‘μαι αυτοπροσώπως. Καμάρωσέ με. Όλοι καμαρώστε με. Σε μια ζαρντινιέρα με είχε περιορίσει ο φίλος σου από ’δω. Δεν αξιώθηκε να με βάλει σε κήπο. Κι ούτε ήλιο πολύ είχα, όπως από πάνω με σκέπαζε μια κληματαριά. Όμως, εγώ, για πείσμα και γινάτι του, ρίζα της γενιάς μου, νά ‘μαι. Τη δόξασα.
» Από νερό βέβαια παράπονο δεν έχω. Χόρταινα. Και σαν έβλεπα τον ήλιο να περνά από την κρεββατίνα τον χαιρέταγα πρώτα και τον απολάμβανα μέχρι να μου φύγει, για να ξαναβγεί πιο πέρα. Και παίζαμε μαζί κρυφτό ούλη μέρα. Γι’ αυτό βλέπετε τα φύλλα μου ντελικάτα, λυγερόκορμα, ίδια γιαταγάνια ορθά. Τον ήλιο κυνηγούσαν. Και νά ‘μαι χοντροκέφαλος και κοκκινωπός κοκκινωπός. Δέστε και τα μουστάκια μου. Τί παραπάνω έχουν του λέοντα ή του Μαυρομιχάλη;
» Τί ήμουνα. Ένα σποράκι που πιάστηκα σ’ ένα ντουντουκάκι (= το ξεβλάστωμα του σερνικού κρεμμυδιού) και δεν μ’ έκοψε η κυρά όσο ήμουν χλωρό να με κάνει σαλάτα, που τη νοστιμίζει τόσο. Και μετά κοκκάρι με φύτεψαν και νά ‘μαι: κρέμμυδας. Με κορμί, φτερά και μουστάκια και δύναμη και μεγαλότη! Ποιός από σας μπορεί με το γρόθο του να με καταλύσει, όπως παλιά τα λιπόσαρκα αδερφάκια μου;
» Και τί φαντάζεστε εσείς οι άνθρωποι. Που νομίζετε ότι εσείς είστε και τίποτ’ άλλο κι’ είστε όλο καύχημα και ξιπασιά κι’ αλαζονεία με συμπεριφορά απάνθρωπη. Κι’ όλο φτιάνετε, φτιάνετε. Μα τί φτιάνετε; Τη στραβομάρα σας φτιάνετε. Και ειδωλολατρεύετε παρανοϊκούς. Ενώ ένα ασήμαντο λουλουδάκι από μας, μια μολόχα, μια βρούβα, να εγώ, είμαστε το καθένα μας ένα θαύμα του μικρόκοσμου και ζωντανόκοσμου, που το βλέπετε μπροστά σας κάθε μέρα, μα δεν το προσέχετε. Για το θαύμα της φύσης μιλώ που δε σεβόσαστε ούτε το πιστεύετε.
» Και καλά. Εμάς δεν μας ακούτε. Εσείς οι άνθρωποι όμως δεν ακούσατε ούτε Εκείνον το Μεγάλο Δάσκαλο. Κι ας τά ‘λεγε από ψηλά το Όρος. Γιατί σε κάτι όρη πήγαινε και δασκάλευε Αυτός, σε κάτι λίμνες και κάτι πηγάδια, ξυπόλυτος. Και ζωγράφιζε στο χώμα. Και σεις λέτε πως έγραφε και ξέχασε τάχα ο Ευαγγελιστής να ειπεί τι έγραφε. Αμ δεν έγραφε. Ζωγράφιζε. Κάποιο λουλουδάκι, ένα πλασματάκι Του τέλος πάντων. («Ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην»).
» Και δεν έλεγε από πάνω το όρος ότι ένα ασήμαντο φυτουλάκι, ένα τόσο δα λουλουδάκι έχει μεγαλύτερη λαμπρότητα απ’ το μεγαλύτερο βασιλιά του δικού σας κόσμου, όταν φορεί την πιο λαμπρή, στολή του; («καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει. Ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων»).
» Αυτά λέω εσείς οι άνθρωποι δεν τα προσέξατε ποτέ. Κι ας φώναζε κι έλεγε «καταμάθετε». Πώς λοιπόν να καταμάθετε! Δεν βλέπετε ότι ακόμα και τ’ αγκαθάκια της γκορτσιάς, ναι τ’ αγκαθάκια, προστατεύουν τη φωλίτσα του φλόρου, τ’ ασπαλάχτι της καρδερίνας και τα κεντριά της τσουκνίδας άλλα; Τις μυριάδες των μυριάδων τις ζωές δεν σεβαστήκατε ίσα ίσα εκεί που θά ‘πρεπε. Μόνο εξεσφάλατε, πήραν τα μυαλά σας αέρα, επειδή ανακαλύψατε δύο τρεις μηχανές, έναν υπολογιστή κι ορθώσατε τ’ άθλια οικοδομήματα που τα είπατε πολυκατοικίες και ζείτε μέσ’ στην τρέλα και την παραφροσύνη.
» Κι’ αυτά τα λέω εγώ ένα κρεμμύδι που έζησα σε μια ζαρτινιέρα κι έγινα όπως με βλέπετε. Γιατί όταν λέμε «ο Θεός δεν πεθαίνει, είναι αθάνατος» τί είναι που καταλάβατε (καταμάθατε) εσείς οι άνθρωποι; Διότι εγώ αυτό καταλαβαίνω: ότι τα έργα του Θεού είναι αθάνατα. Αθάνατα και μυστήρια.
Κι’ εγώ χαιρέτησα το έργο του Θεού, το κρεμμύδι – μυστήριο, όπως στρατιώτης το στρατηγό.
Αθανάσιος Στρίκος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 14.8.2013