Οι Χριστιανοί προσέρχονται εις τον πανηγυρίζοντα Ιερόν Ναόν διά να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον εκδηλώνουν διά να ιδούν, να αγγίξουν και να φωτογραφηθούν με αυτά.
Έτσι, ο όφις (το φίδι), εμφανίζεται ηττημένος από την νέα Εύα,την Παναγία μας, της οποίας ο καρπός της κοιλίας της, ο Νέος Αδάμ, ο Χριστός, επέφερε θανάσιμο πλήγμα εις αυτόν.
Αυτή είναι η θεολογική ερμηνεία του φυσικοθρηκευτικού φαινομένου και ακολουθεί η λαογραφική ερμηνεία του γεγονότος, βάσει της λαϊκής παραδόσεως.
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΙΔΙΩΤΙΣΣΑ
Στην Κεφαλονιά στο χωριό Μαρκόπουλο υπάρχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της “Φιδιώτισσας”. Πήρε το όνομα Φιδιώτισσα από ένα θαύμα της, το οποίο θυμίζει κάθε χρόνο στους προσκυνητές της με ένα άλλο θαύμα της.
Ψηλά στην πλαγιά του χωριού Μαρκόπουλο (στη νότια Κεφαλονιά), πριν χρόνια οι χωρικοί είδαν ένα δέντρο (σχίνο) να καίγεται και οι φλόγες να ανεβαίνουν πολλά μέτρα ψηλά. Το δάσος πήρε φωτιά σκέφτηκαν. Ανησύχησαν και έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά για να μην καεί το δάσος και το χωριό. Όταν έφθασαν οι χωρικοί είδαν το δέντρο εντελώς καμένο και στην καμένη ρίζα του ήταν ακουμπισμένη μια πολύ όμορφη εικόνα της Παναγίας, που η φωτιά δεν την άγγιξε.
Οι χωρικοί συγκινημένοι πήραν την εικόνα στα χέρια τους, την προσκύνησαν και χαρούμενοι την κατέβασαν στο χωριό και την τοποθέτησαν στην εκκλησία του χωριού τους, που ήταν στην πλατεία.
Το επόμενο πρωί πήγαν και οι άλλοι χωρικοί στην εκκλησία για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας. Όμως η εικόνα έλειπε και δεν βρισκόταν πουθενά. Κάποιος πήγε στο βουνό και βρήκε την εικόνα στο καμένο δέντρο, την κατέβασε στο χωριό και ρωτούσε ποιος την πήγε εκεί. Έτσι οι κάτοικοι αποφάσισαν να κλειδώσουν την εκκλησία. Όμως τρεις φορές η εικόνα έλειπε και την ξανάβρισκαν στο καμένο δέντρο. Τότε οι χωρικοί πίστεψαν πως η επιθυμία της Παναγίας είναι να βρίσκεται εκεί και γι’ αυτό έχτισαν μία εκκλησία και έβαλαν μέσα σε ένα ωραίο εικονοστάσι την Παναγία. Μετά από λίγο καρό χτίστηκε μοναστήρι γυναικών. Οι μοναχές προσεύχονταν καθημερινά στην Παναγία. Ένα πρωί είδαν να πλησιάζουν πειρατικά καράβια και να ανηφορίζουν πειρατές στο μοναστήρι με σκοπό να το λεηλατήσουν. Τότε οι μοναχές φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία της Παναγίας. Κι αυτή έκανε το θαύμα της. Φίδια κύκλωσαν το μοναστήρι κι όταν πήγαν οι πειρατές φοβήθηκαν κι έφυγαν. Οι μοναχές σώθηκαν και ευχαρίστησαν την Παναγία. Από τότε κάθε χρόνο εμφανίζονται φίδια.
ΤΑ ΦΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Στην νότια Κεφαλονιά συναντάμε την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο και θαυμαστό. Στην εορτή της Μεταμορφώσεως στις 6 Αυγούστου εμφανίζονται μέσα και έξω από το ναό φίδια. Αυτά είναι τα λεγόμενα “φίδια της Παναγίας”.
Όσο περνούν οι μέρες τα φίδια πληθαίνουν και την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Κανείς μπορεί να δει Μαρκοπουλιώτες να γυρίζουν στη ρεματιά, για να μαζέψουν φίδια να τα φέρουν στην Παναγία. Κανένας δεν γνωρίζει από πού βγαίνουν, αλλά και που κρύβονται μετά τη γιορτή. Είναι κάτι το οποίο παραμένει ένα μυστήριο.
Την ώρα του εσπερινού κυκλοφορούν ανάμεσα στους πιστούς, στα προσκυνητάρια και στα στασίδια, χωρίς να φοβούνται κανέναν.
Οι χωρικοί για να προετοιμάσουν τους ξένους λένε: “Θα ανεβαίνουν στον κόρφο σας και με τη χάρη της Παναγίας δεν θα σας πειράξουν. Θα τα βαστάτε στα χέρια σας και θα σας γλύφουνε σαν γατάκια”.
Το γεγονός αυτό τονίζει το παρακάτω τοπικό δίστιχο:
Τα φίδια από το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φάνε
Μα κείνα είναι της Παναγιάς και με χαϊδολογάνε
Πραγματικά βλέπει κανείς απίστευτα πράγματα. ʼλλα φίδια τυλιγμένα σαν βραχιόλια στα μπράτσα των πιστών, άλλα ανεβασμένα στην εικόνα της Παναγίας ή στον Εσταυρωμένο και άλλα στους άρτους της αρτοκλασίας. Μπορεί επίσης ένα φίδι να ανέβει στο Ευαγγέλιο που διαβάζει ο παπάς την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Πανηγυρίζουν και αυτά σαν εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου μαζί με τους χριστιανούς. Και δίνουν ένα τόνο εδεμικό, αφού στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι ζούσαν αδελφωμένοι με τα ζώα.
Φεύγοντας η 15η Αυγούστου αναχωρούν και τα φίδια.
Γερμανοί φυσιοδίφες τα εξέτασαν, αλλά δεν μπόρεσαν να τα κατατάξουν σε κανένα από τα γνωστά είδη. Είναι γκρίζα, λεπτά και δεν περνούν το ένα μέτρο. Όταν τα χαϊδεύεις νοιώθεις το δέρμα τους βελούδινο και βλέπεις δύο ματάκια σπινθηροβόλα. Στο πλατύ κεφάλι τους σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους.
Αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940 και το 1953, οπότε και δοκιμάστηκε το νησί από τους σεισμούς.
TA ΦΙΔΙΑ ΣΤΟ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ
(Δημήτρης Λουκάτος “Κεφαλλονίτικη Λατρεία” – ΑΘΗΝΑΙ 1946)
Είναι κάτι απίστευτο, που όμως συμβαίνει κάθε δεκαπενταύγουστο σ’ ένα χωριό της Κεφαλλονιάς, στο Μαρκόπουλο. Μέσα στην εκκλησιά, τις ώρες της ακολουθίας του πανηγυριού, σ’ όλες τις γωνιές, στα έπιπλα και στα στασίδια, περπατάνε φίδια, φίδια ζωντανά είκοσι και τριάντα πολλές φορές, που ανεβαίνουν στο τέμπλο, στο θρόνο και στους ανθρώπους με όλη τους την άνεση, ξεθαρρεμένα, ακίνδυνα, υποταχτικά.
Η Εκκλησιά είναι χτισμένη χαμηλά, στο βάθος μιας ρεματιάς. Το καμπαναριό της πανάρχαιο, φράγκικο, γερά θεμελιωμένο, στέκει μακριά από την εκκλησιά, πάνω στην όχθη της ρεματιάς, κολλητά στο δρόμο. Γκρίζο, ξεφτισμένο από το χρόνο, γεμάτο τρύπες στη βάση του, μιλεί για κάποια παλιά ιστορία της εκκλησιάς του, που δεν είναι καλά εξακριβωμένη.(1) Ακόμα κι’ οι καμπάνες δεν είναι σαν τις άλλες ορθόδοξες του νησιού. Δεμένες με σκοινιά από τους οριζόντιους μοχλούς των, χοροπηδάνε ολόκληρες όταν σημαίνουν, σαν καθολικές.
Μέσα από τούτο το καμπαναριό, μεσ’ από τις τρύπες και τα βάτα του, βγαίνουν τα φίδια που θα ιστορίσουμε.
ʼλλες μέρες, έξω από τούτες του δεκαπενταύγουστου, κανείς δεν μπορεί, όπως λένε να βρη πουθενά τέτοιο φίδι. Το ξέρουν τα παιδιά κι’ ο κόσμος, και μόνο από την ημέρα του Σωτήρος ψάχνουν να τα βρουν. Εκείνα βγαίνουν λιγοστά στην αρχή, γι’ αυτό κι’ οι χωριανοί τα βρίσκουν κάπως δύσκολα. Ψάχνουν με τα κεριά το βράδυ γύρω από το καμπαναριό, τα παίρνουν στα χέρια τους και τα φέρνουν στο χωριό. ”Εβγήκανε τα φίδια” φωνάζουν χαρούμενα, γιατί πιστεύουν πως η ταχτική τους εμφάνιση είναι εγγύηση για την ευημερία του χωριού και την καλοχρονιά.(2) Κι όταν φτάση η Κοίμηση, το βράδυ της παραμονής ύστερ’ από το κάτσιμο του ήλιου, καθώς οι καμπάνες χτυπάνε απανωτά κι ο κόσμος γεμίζει τη ρεματιά, τα φίδια ξετρυπώνουν πια άφθονα. Βλέπεις τότε πλήθος τους χωριανούς να γυρνάνε με τα λιανοκέρια και να τα μαζεύουν. Εκείνα ατρόμαχτα τυλίγονται στα χέρια των ανθρώπων, κι αφήνονται πρόθυμα να κουβαληθούν μέσα στην εκκλησία.
Όταν πρωτοπήγα στο Μαρκόπουλο, ήμουν δεκάξι χρονών. Είχα πια αρχίσει να παίρνω επίσημο στασίδι πλάϊ στον πατέρα μου, κι απάρτισα τότε μαζί του το δεξιό χωρό. Αριστεροί μας θα ήταν ο Μεμάς ο Λευκόκοιλος κι ο Καραβίας ο Γιωργόπουλος από τα Μουσάτα. Χαιρόμουν από μέρες που θα πήγαινα επί τέλους στο περίφημο αυτό χωριό του Ελιού, που ήταν όπως λέγανε πατρίδα του Μάρκο Πόλο, κι όπου έβγαιναν τα φίδια.(3)
Πήγαμε με αυτοκίνητο. Οι άμαξες είχαν αρχίσει πια τότε να χάνουν την πέρασή τους, κι οι αμαξηλάτες τ’ Αργοστολιού γίνονταν σωφέρηδες. Ένα ανοιχτό αυτοκίνητο μας παρέλαβε από του Νούφρη το καφενείο, κάτου στην αγορά. Στα πλαϊνά καφενεία άλλοι ψαλτάδες περίμεναν άλλα αυτοκίνητα, που θα τους πήγαιναν σ’ άλλα χωριά. Το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου είναι το πιο πολυγιορτάδο στο νησί, και κανείς ψάλτης δε μένει ακάλεστος.
Οι χασομέρηδες της αγοράς μας παράστεκαν ώσπου να φύγουμε, και μας πείραζαν μ’ εύθυμη διάθεση. Το πιο συνηθισμένο αστείο τους ήταν πάντα, σε τέτοιες περιστάσεις, τούτο:
– Θα φάτε, λέει απόψε τα καταπετάσματα στο πανηγύρι! Επήρες καθάρσιο, Λευκόκοιλε; Σωτηράκη, με οικονομία τα κοτόπουλα!
Ο πατέρας μου, θυμάμαι έκανε πως δεν καταλάβαινε, και τους απαντούσε μισό σοβαρά και μισό με ειρωνία:
– Βοήθειά σου, αγαπητέ, η Θεοτόκος!
Φύγαμε στις 5 τ’ απόγιομα από τ’ Αργοστόλι, και βγήκαμε στο δρόμο της Κρανιάς, αφήνοντας πίσω μας σύννεφο σκόνη. Περάσαμε τα Τραυλιάτα και τα Περατάτα, διαβήκαμε τα Ποργεράτα και τα Μουσάτα, αφήσαμε πίσω μας τα Βλαχάτα και τα Σιμοτάτα, και φτάσαμε στο ορόσημο του Ελιού. Αριστερά μας μεγαλόπρεπος και ξαπλωτός ο Αίνος, μας έδειχνε μια μια τις πτυχές της πελώριας ράχης του, που τις χώριζαν οι ανθισμένες πικροδάφνες των νεροσυρμών, και δεξιά η θάλασσα του Ιονίου μας έφερνε κοντά, ολοένα πιο αντίκρυ στη Ζάκυθο, που απλωνόταν βιολετόχρωμη κάτω απ’ το ρόδινο φως του ηλιοβασιλέματος. Μαγεία τούτο το τοπίο του Ελιού! Ονομασμένο έτσι από τα δάση των ελιών του, πρασινίζει μπροστά μας ήρεμο κι’ απλωτό, φιλόπονα καλλιεργημένο κι’ εύφορο. Τα χωριά του : Μαυράτα, Θεράμονα, Βαλεριάνος, Χιονάτα, Μαρκόπουλο, Κατελιός, αρκοντοχώρια άλλοτε με αφεντάδες και οικόσημα, είναι κατοικημένα τώρα από τίμιους δουλευτάδες, ευγενικούς αγρότες, γεμάτους καλοσύνη και πολιτισμό. Είναι η περιφέρεια που είχε πάντα τις πιο λίγες σχέσεις με τα δικαστήρια.(4)
Ανηφορίζουμε προς το Μαρκόπουλο από το δρόμο των Ατσουπάδων. Τα παιδιά του χωριού μας πήραν είδηση και τρέχουν να μας συναντήσουν. Καβελαρώνουν τ’ αυτοκίνητο και πιάνουν όλα μαζί το κλάξο του, κορνάροντας για την άφιξή μας�.
Όξου από το μαγαζί του Μεταξά μας περίμεναν όλοι οι χωριανοί μαζί με τον παπά. Τους χαιρετίσαμε έναν έναν από το χέρι.
Από τούτο το μαγαζί, η θέα που ξανοίγεται μπροστά στα μάτια του επισκέφτη είναι από τις πιο σπάνιες της Κεφαλονιάς. Το Μαρκόπουλο, χτισμένο σε 300 μέτρα υψόμετρο, βρίσκεται πάνω από τη θάλασσα, στη γωνιά που βλέπει προς τον Πατραϊκό κόλπο. Ένα τεράστιο ημικύκλιο, όλο θάλασσα και στεριές, απλώνεται ολόγυρα και μπροστά. Δεξιά η Ζάκυθο ζυγώνει με το Σκοινάρι της τόσο, που όπως λένε ακούονται στις ήμερες ώρες τα κοκόρια της. Στα πόδια μας ο Κατελιός πρόχειρο λιμανάκι για τους δύσκολους καιρούς, αγκαλιάζει παιδιάστικα τα αραγμένα καϊκια του, κι’ αντίκρυ μας ο Μοριάς μας χαιρετάει πανω από το κάστρο της Γλαρέντζας του. Αριστερά έπειτα τ’ ακρωτήρι της Σκάλας, η Μούντα, προχωρεί σα δρόμος προς το πέλαγος, και πιο μπροστά η Ρούμελη με τ’ αχνά βουνά της, μας φωνάζει να την προσέξουμε. Τούτη η θέση του Μαρκόπουλου είναι το καλύτερο μπαλκόνι της Κεφαλονιάς.
Πήγαμε στου Επίτροπου το σπίτι για καφέ. Ήρθαν εκεί κι’ άλλοι από το χωριό, και μας άφησαν νέα για την πολιτική και για τη σταφίδα. Σταφιδότοπος κι’ ο Ελιός σαν το Ληξούρι, ανησυχεί κάθε εποχή για τις τιμές που καθορίζουν οι μεγαλέμποροι τ’ Αργοστολιού, καθώς και για τη ζήτηση της σταφίδας. Συζητήσαμε ώσπου να βραδιάση, κι’ ύστερα καθήσαμε για φαγητό.
Έκανε ζέστη, κι είχαμε ανοιχτό το παράθυρο προς τη θάλασσα. Είχε βγη το φεγγάρι, και μια πελώρια χρυσή γραμμή χαράκωνε το πέλαγος. Θυμάμαι που χαρήκαμε το θέαμα ενός βαποριού, που πέρασε για λίγο πάνω από κείνον το φωτερό δρόμο. Κάποιος μας είπε να πάψουμε τις κουβέντες μας για ν’ ακούσουμε τις μηχανές του. Αλήθεια, ένας ρυθμικός ήχος, κούφιος σα να χτυπούσε η καρδιά της θάλασσας, έφτανε από κείνο το μακρινό βαπόρι στα αυτιά μας.
Ώρα 10 πια. Ήταν καιρός να κατεβούμε στην εκκλησιά για την ολονυχτία. Οι καμπάνες απόψε σήμαιναν ορθόδοξα, κι ο ήχος τους γλύκαινε πιο πολύ τη φεγγαρίσια ατμόσφαιρα της βραδιάς.
Πλησιάζαμε στο χώρο της εκκλησιάς, και καρδιοχτυπούσα ν’ αντικρίσω το παράξενο θέαμα των φιδιών. Κρύες ανατριχίλες ένιωθα στο κορμί μου, καθώς σκεφτόμουν όσα μας είχε πη γι’ αυτά ο παπάς στο τραπέζι:
– Θ’ ανεβαίνουν στον κόρφο σας, και με τη χάρη τση Παναγίας, δε θα σας πειράζουνε. Θαν τα βαστάτε στο χέρι σας, και θα σας γλύφουνε σα γατσούλια.
Να, φτάσαμε στο παλιό καμπαναριό. Πίσω από τα χρωματιστά φώτα των φαναριών του, οι σκιές των χεριών που χτυπούν τις καμπάνες του γίνονται πελώριες, και κινιούνται πλατιά πάνω στο θρουμπερό κατηφόρισμα της λαχτιάς. Να κι’ οι παρέες, που ανεβαίνοντας από τα κατωχώρια σκύβουν με τ’ αναμμένα κεριά και ψάχνουν στο δρόμο τους για φίδια.
– Α, μη! Παναγία μου! Ακούονται κιόλας τα ξεφωνητά των κοριτσιών, που τρομάζουν, καθώς τα αγόρια τους βάζουν γι’ αστείο πάνω στο μπράτσο τους φίδια.
Δε βιάζομαι να δω από κοντά αυτό το θέαμα, και δεν ξεκόβω από την παρέα μου. Προχωρώ μαζί με τους μεγάλους προς την εκκλησιά.
Δυο – τρεις μποτέγες έξω από την πόρτα της, φορτωμένες λιχουδιές, πιοτά και πρασινάδες, φωτίζουν με τις λάμπες τους το προαύλιο και ζωντανεύουν την κίνησή του. Μεγάλα χυμονικά, ξεγυμνωμένα ολότελα από τη φλούδα τους, στέκονται κατακόκκινα κι’ ορθά πάνω στα τραπέζια, κι’ οι μποτεγαραίοι τα διαλαλούν χτυπώντας ηχηρά τα μαχαίρια τους πάνω στην τάβλα.
– ʼλα και με το κομμάτι! Για να τρώνε δυο ανομάτοι!
Οι προσκυνητές στέκονται γύρω τους και κερνιούνται. Ύστερα από τόση πεζοπορία, πάει πολύ καλά στο διψασμένο στόμα τους μια τέτοια ολόχυμη και δροσερή φέτα.
Μας είδαν οι μποτεγαραίοι που καταφτάσαμε, και μας φωνάζουν:
– Αφεντάδες, καλώς ήρτετε! Ελάτε να σας τρατάρουμε!
Πλησιάζουμε να πιούμε ένα ροζόλιο. Πιάνω το μπικιρίνι στα χέρια μου, μα ξαφνικά τρομάζω και το κρατώ μετέωρο.
Ανάμεσα από τα φλιτζάνια και τα ποτήρια του τραπεζιού, ένα χοντρό φίδι, μακρύ ως μισό μέτρο, σιγοπερπατούσε ανενόχλητο, σηκώνοντας που και που το κεφάλι του πάνω από τα γυαλικά. Κρύο πράμα! Ο πατέρας μου, συνηθισμένος από τ’ άλλα χρόνια, άπλωσε το χέρι του και το χάϊδεψε στο κεφάλι. Του έκανε μάλιστα και αστείο.
– Καλώς τον αγαπητόν όφιν. Πως είσθε από πέρυσι;
Ο όφις έκανε να σηκωθή όρθιος, ίσως για να μας χαιρετίση, μα τα χτυπήματα του μαχαιριού τον ξάφνισαν, και ξανασύρθηκε προς τα πίσω.
Μπήκαμε στην εκκλησιά, που ήταν κατάφωτη και γεμάτη κόσμο. Η συγκίνηση από τον κοριτσόκοσμο του εκκλησιάσματος μ’ έκαμε για μια στιγμή να ξεχάσω την υπόθεση των φιδιών, όταν ξαφνικά μου το θύμισαν τα ίδια. Πάνω στα χρυσά ξυλοσκαλισμένα ανάγλυφα του Τέμπλου, στις κολόνες και στα βημόθυρα, δύο, τρία, πέντε, εφτά, πολλά φίδια κινιούνταν κι’ ανεβοκατέβαιναν. Τα κοίταζα σαστισμένος ώρα πολλή, κι’ είχα ξεχάσει να τραβήξω προς το στασίδι μου. Ένας επίτροπος ήρθε κοντά μου και μου δειξε ένα φίδι που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν αρκετά μεγάλο, κι είχε τυλιχτή στο μπράτσο του σα βραχιόλι. Μου το πρότεινε να το χαϊδέψω. Ξεθάρεψα λίγο, κι’ έβαλα το δάχτυλό μου στο κεφάλι του. Ένα δερματάκι βελούδινο, δυό μάτια σπιθόβολα, κι’ ένα σημαδάκι σα σταυρός στο μέτωπο.
Που και που άνοιγε το στόμα του κι έβγαζε όξω μια κλωστένια γλωσσίτσα. Μου είπαν πως αν πρόσεχα καλά, θα έβλεπα στην άκρη της ένα σταυρό.
Όλο το εκκλησίασμα γύρω μου έκανε το ίδιο. Παρέες – παρέες κρατούσαν από ένα – δύο φίδια, και τα έδειχναν στους πρωτοφερμένους. Για να τους κάμουν μάλιστα πιο καλή εντύπωση, τα έβαζαν μέσα στον κόρφο τους και τ’ άφηναν να περνούν από τη μιαν άκρη της μανίκας τους στην άλλη.
Ψάλλαμε την ολονυχτία, και τα φίδια δε σταμάτησαν καθόλου το σιργιάνι τους μέσα στην εκκλησιά. Θυμάμαι όταν εψάλλαμε το ”Λόγον αγαθόν ” μπροστά στο θρόνο, τα φίδια ανεβοκατέβαιναν στην κορνίζα της εικόνας, παιγνίδιζαν μεταξύ τους, και κουλουριάζονταν πάνω στα ψεύτικα ομοιώματα φιδιών που ήταν για τάμα κρεμασμένα πάνω στη βελουδένια ζώνη της Παναγίας. Και στο τέλος, όταν λέγαμε τη Δοξολογία, ο κόσμος έφερε κι’ αμόλυσε μέσα στην εκκλησιά κι άλλα φίδια, γιατί κείνην την ώρα, λέει, έβγαιναν έξω στη λαχτιά τα τελευταία.
Την άλλη μέρα στη λειτουργία γίνηκαν τα ίδια. Έλεγε ο παπά – Βαγγέλης το Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη, και τα φίδια περπατούσαν απάνω στα παπούτσια του. Έψαλλε στη μέση της εκκλησιάς ο πατέρας μου τον Απόστολο, και πάνω στο βιβλίο του κινιόταν ένα φιδάκι, που του το έβαλε γι’ αστείο ένας χωριανός. Με μια αλαφριά κίνηση του χεριού του το παραμέριζε, κάθε που του σκέπαζε το κείμενο.
Στο τραπέζι που φάγαμε το μεσημέρι, είχαμε μαζί μας ένα απ’ αυτά τα φίδια της εκκλησιάς. Βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω τους χωριανούς διάφορα πράγματα για την ιστορία τους. Μου έλεγαν λοιπόν πως ύστερα από 40 μέρες, τα φίδια αυτά θα εξαφανίζονταν, σ’ οποιοδήποτε μέρος κι’ αν τα διατηρούσε κανείς. Πως πολλοί που τα είχαν βάλει μέσα σε κλειστά μπουκάλια, τα έχασαν παράξενα κι’ από κει. Πως το σωστό είναι, καθένας που παίρνει φίδι να το πηγαίνει ύστερα στη θέση του, εκεί στη ρεματιά, και να τ’ αφήνη να βρη τη φωλιά του. Αλλιώς θυμώνει η Παναγία και τον τιμωρεί. Πώς οι καροτσιέρηδες, που από λάθος ή επίτηδες πατούν με το κάρο τους τέτοια φίδια στο δρόμο, βλέπουν στον ύπνο τους την Παναγία, που τους τα γυρεύει. Γι’ αυτό κι’ έχουν στείλει πολλοί στο θρόνο της ασημένια ή χρυσαλοιφωμένα ομοιώματα φιδιών.
Τί να πη κανείς γι’ αυτό το φαινόμενο; Αν δεχτή το θαύμα, δεν έχει να πη τίποτε. Μα αν ζητήση κάποια φυσική εξήγηση, μπορεί να πη πως πρόκειται για μια ράτσα φιδιών χωρίς δηλητήριο, που ευδοκίμησε και πολλαπλασιάστηκε σε κείνην τη λαχτιά, πρώτα γιατί τα σήκωνε ο τόπος, κι ύστερα γιατί κανείς από τους χωριανούς δεν τα πείραξε ποτέ. Από κληρονομικότητα συνήθισαν, τόσο αυτά όσο κι ο άνθρωπος, να μη φοβούνται ο ένας τον άλλο. Στις μέρες του δεκαπενταύγουστου αρχίζει ίσως η περίοδος των γάμων και του πολλαπλασιασμού τους. Αυτό, κι’ ο θόρυβος που γίνεται με τις καμπάνες και την κίνηση του πανηγυριού, τα ξεσηκώνει και τα βγάζει έξω από τις φωλιές τους. Αδιαμαρτύρητα τότε και μ’ εμπιστοσύνη αφήνονται να κουβαλιώνται οπουδήποτε από τους ανθρώπους.(5)
Τώρα στο Μαρκόπουλο κανείς δε βλέπει τα φίδια αυτά με φανατισμένη θρησκοληψία. Τα πιστεύουν βέβαια σα ευλογημένα ζωντανά, σαν τιθασσευμένα ερπετά της Παναγίας, μα τα βλέπουν και σα διακοσμητικό στοιχείο του πανηγυριού τους, σα ρεκλάμα για τη συγκέντρωση των γύρω χωριών. Και τα περιμένουν κάθε χρόνο, όπως θα περίμεναν το Μάη τις παπαρούνες. Τα χρησιμοποιούν στις κουβέντες και στα τραγούδια τους σαν κάτι το φυσιολογικό. Να κι’ ένα σχετικό δίστιχο του Ελιού, όπου ένας ερωτευμένος διαμαρτύρεται για την επιείκεια των φιδιών αυτών μπροστά στη φλογερή του διάθεση ν’ αυτοκτονήση :
– Τα φίδια απ’ το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φάνε,
μα κείνα είναι τση Παναγιάς, και με χαϊδολογάνε.
________________________________________
1) Η Παναγία του Μαρκόπουλου είναι γνωστή στην περιφέρεια με τ’ όνομα ”Λαγγουβάρα”. Φαίνεται πως η λέξη αυτή προήλθε από το Λογγοβάρδα, και θα έχη σχέση με την καταγωγή της εικόνας ή της εκκλησιάς. Στοιχεία για την επαφή των Λογγοβάρδων με το νησί έχουμε τούτα:
α) Τον Ζ΄αιώνα η Κεφαλονιά ανήκε στο 11ο Θέμα του Βυζαντινού κράτους, που περιλάβαινε μαζί με την Ιταλία και την Εφτάνησο κι ονομαζόταν ” Θέμα της Λογγοβαρδίας “. Οι διοικητές του νησιού την περίοδο εκείνη είχαν τον τίτλο : ” Στρατηγός Κεφαλληνίας και Λομβαρδίας “. (Βλ. Η. Τσιτσέλη, Σύμμ. σελ. 71)
β) Στο τέλος του Η’ αιώνα, οι Λογγοβάρδοι έκαμαν επιδρομή στην Κεφαλονιά και την κατάχτησαν. (Βλ. Ιω. Λ. Κωστή, Ιστορ. Κεφ. σ. 86).
γ) Ο θρυλικός περιηγητής Μarco Polo, που όπως θέλουν μερικοί κατάγεται από το Μαρκόπουλο της Κεφαλονιάς, θεωρείται από τον Dante Λομβαρδός. (Purgatorio, C,XVI.46).
δ) Το επώνυμο Λοβέρδος, που είναι τόσο κοινό στο νησί, πρέπει να είναι παραφθορά του Λομβαρδός. (Βλ. και Η. Τσιτσέλη, Σύμμ. Σελ. 317).
2) Πολλοί Μαρκοπουλιώτες μου ανακοινώνουν σήμερα, πως τον Αύγουστο του 1940 δε βγήκαν φίδια στο πανηγύρι τους, και πως αυτό ήταν ένα σίγουρο προμήνυμα του πολέμου που επακολούθησε. Ακόμα μου λένε και τούτο : Στα 1924 που έγινε η αλλαγή του ημερολογίου, ο κόσμος περίμενε να κανονίση τη θέση του από τα φίδια. Εκείνα βγήκαν με τις νέες ημερομηνίες, κι έτσι δεν έμεινε κανείς παλιοημερολογίτης στην περιφέρεια.
3) Για την πιθανή καταγωγή του Μ. Πόλο από την Κεφαλονιά γράφει ο Τσιτσέλης (Σύμμ. Σελ. 543). Όμως το Μαρκόπουλο συνοικίστηκε γύρω στα 1450 από Αλβανούς στρατιώτες μαζί με τ’ άλλα γειτονικά χωριά του Ξώμερου, και ίσως έχει συγγένεια με το Μαρκόπουλο της Αττικής. (Βλ. Α. Μηλιαράκη, Γεωργ. Κεφαλλ. σ.93). Ο περιηγητής Αββάτιος, στα 1632, το λέει Μαρκοπουλάτα.
4) Στον αγώνα της αντίστασης οι Λετισιάνοι φάνηκαν πατριώτες, γι’ αυτό κι’ έπαθαν πολλές ζημιές από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Οι κρεμασμένοι των Μαυράτων και των Χιονάτων : Αγγελική Μοντεσάντου, Μαρία Χιόνη, Σωτήρης Φωκάς, Γεράσιμος Βλάχος, Λευτέρης Μενεγάτος, Γεράσιμος Γρουζής, Ηλίας Φωτεινάτος, καθώς και πλήθος άλλοι που τουφεκίστηκαν, δείχνουν αξέχαστα την τίμια δράση τους.
5) Βέβαια μια υπεύθυνη γνώμη εδώ από κάποιον ειδικό ζωολόγο θα μας διαφώτιζε καλύτερα.
Ιερά Μητρόπολις Κεφαλληνίας
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 10.8.2013